“Θέλω να κάνω ένα βήμα πίσω, να ασχοληθώ με κάτι άλλο, να μάθω διαφορετικά πράγματα, να γνωρίσω νέους ανθρώπους”. Η αίθουσα συνεντεύξεων της Μπάγερν είναι κατάμεστη. O Φίλιπ Λαμ, χαλαρός και ψύχραιμος όπως πάντα, βρίσκεται για τελευταία φορά πίσω από τα μικρόφωνα, απαντώντας σε ερωτήσεις των εκπροσώπων του Τύπου. Ο Λαμ δεν είναι πολύ μεγάλος, για την ακρίβεια δεν έχει κλείσει καν τα 34, αλλά φαίνεται απόλυτα σίγουρος για την επιλογή του να κρεμάσει τα παπούτσια του από τώρα. “Ο Κάρλο (Αντσελότι) δοκίμασε τα πάντα για να με πείσει να μην αποσυρθώ. Προσπαθούσε σχεδόν κάθε μέρα!” συμπληρώνει.
Η συζήτηση πηγαίνει φυσιολογικά στην επόμενη μέρα. Ο Λαμ δεν φαίνεται για την ώρα ζεστός στο ενδεχόμενο να φορέσει κουστούμι και να γίνει προπονητής. Αφήνει τα μεγάλα σχέδια για το μέλλον και στέκεται μόνο στην επόμενη μέρα. Την Δευτέρα. “Ο γιος μου θα με ξυπνήσει από τις 7, θα τον πάω στον παιδικό σταθμό, μετά θα πάω να αδειάσω το ντουλαπάκι μου και να δώσω μερικά δώρα στο προσωπικό”. Ένα βήμα τη φορά. “Ο Φράνκ Ριμπερί μου είπε πως αν θέλω, θα μου αγοράσει ένα εισιτήριο διαρκείας για τη νέα σεζόν”. Η συνέντευξη κλείνει με μια απλή επιθυμία: “Το μόνο που ελπίζω είναι οι φίλαθλοι να με θυμούνται ως έναν καλό παίκτη”.
Σήμερα το μεσημέρι, η Μπάγερν Μονάχου θα υποδεχτεί τη Φράιμπουργκ, στα πλαίσια της τελευταίας αγωνιστικής της Μπουντεσλίγκα. Ο Φίλιπ Λαμ θα φορέσει τα παπούτσια του, θα ακούσει τις εντολές του προπονητή και θα βγει κανονικά στο χόρτο, όπως έκανε άλλες 700 φορές τα τελευταία 15 χρόνια (κι όμως, ο αριθμός δεν στρογγυλοποιήθηκε, τόσες ακριβώς είναι οι συμμετοχές του σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο). Βγαίνοντας στον αγωνιστικό χώρο συνοδευόμενος από ένα ball-boy δεν αποκλείεται να ζήσει ξανά σε fast forward όλη την καριέρα του, από τότε που ο ίδιος ήταν ball-boy και χάζευε τους παίκτες της Μπάγερν, καθισμένος πίσω από την εστία.
Ο Λαμ γεννήθηκε στο Μόναχο, μεγάλωσε στο Μόναχο και όπως φαίνεται από τις επιλογές της καριέρας του (αρκετά χρόνια πριν αρνήθηκε δελεαστικότατες προτάσεις της Μπαρτσελόνα και της Γιουνάιτεντ), είναι αποφασισμένος να πεθάνει στο Μόναχο. Οι δυο σεζόν που έκανε το ‘αγροτικό’ του στη Στουγκάρδη είναι και οι μοναδικές που απομακρύνθηκε από την πόλη του αλλά αποδείχτηκαν καθοριστικές για την καριέρα του. Ο πιτσιρικάς Λαμ πήρε αγώνες στα πόδια του, πρόσθεσε αυτοπεποίθηση στον χαρακτήρα του και σύστησε τον εαυτό του στο γερμανικό κοινό, αγωνιζόμενος με εντυπωσιακή επιτυχία ως αριστερός μπακ, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά το καλό του πόδι ήταν το δεξί.
Δίπλα στον Φέλιξ Μάγκατ ωρίμασε και έμαθε νέα πράγματα σε τακτικό επίπεδο. Όχι πως χρειαζόταν βέβαια να μάθει και πολλά. “Ο Λαμ ήταν ήδη έτοιμος από τα 17 του. Μπορούσε από τότε να κάνει τα πάντα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο για μένα να του διδάξω” είχε πει κάποτε γι’αυτόν ο Έρμαν Γκέρλαντ, προπονητής της δεύτερης ομάδας της Μπάγερν εκείνη την εποχή. Η μετέπειτα πορεία του Γερμανού έδειξε πως ο Γκέρλαντ δεν ήταν και τόσο υπερβολικός όσο ακουγόταν.
Ο Φίλιπ Λαμ έπαιξε 15 χρόνια μπάλα σε υψηλό επίπεδο και σε αρκετές διαφορετικές θέσεις με αξιοθαύμαστη επιτυχία. Οι δυο λέξεις που ουσιαστικά συνοψίζουν όλη την καριέρα του είναι “εξυπνάδα” και “συνέπεια”. Την πρώτη την χρησιμοποίησε ο Πεπ Γκουαρντιόλα, στο μεγαλύτερο ίσως κοπλιμέντο που έχει λάβει ποτέ ο Γερμανός: “Μάλλον είναι ο πιο έξυπνος παίκτης τον οποίο έχω προπονήσει”. Την δεύτερη την χρησιμοποίησε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου: “Είναι ο πιο συνεπής παίκτης στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο” είχε δηλώσει λίγα χρόνια πριν ο Λιονέλ Μέσσι, σε μια φιλότιμη προσπάθεια να περιγράψει τον βραχύσωμο αρχηγό της Μπάγερν αλλά και της εθνικής Γερμανίας.
Αν φυσικά κάποιος θέλει να φτιάξει το ολοκληρωμένο προφίλ του Γερμανού, θα πρέπει να προσθέσει αρκετές ακόμα λέξεις. Όπως η “προσαρμοστικότητα”. Ο Λαμ ξεκίνησε ως δεξί μπακ, έπαιξε με επιτυχία το ρόλο του αριστερού μπακ στη Στουγκάρδη, γύρισε στη δεξιά πλευρά όταν επέστρεψε στη Μπάγερν και στα ‘γεράματα’ απέκτησε και νέους ρόλους.
Τον Αύγουστο του 2013, όταν η Μπάγερν αντιμετώπισε την Τσέλσι για το Σούπερ Καπ ο, γνωστός για τους διαρκείς πειραματισμούς του, Πεπ Γκουαρντιόλα έψαχνε τρόπο να ισορροπήσει η ομάδα του το παιχνίδι, στο οποίο βρισκόταν πίσω από νωρίς με 1-0. Κάπως έτσι, ο Λαμ άφησε την δεξιά πτέρυγα και έγινε αμυντικό χαφ. Η Μπάγερν κέρδισε το παιχνίδι και ο Πεπ είχε βρει τον νέο του ‘μαέστρο’ που θα καθοδηγούσε το κέντρο του (και θα έφτανε στο σημείο να ολοκληρώσει ένα παιχνίδι κάνοντας 134 πάσες, όλες σωστές!). Στα επόμενα χρόνια έπαιξε κάποιες φορές ως δεξί χαφ ενώ υπήρχαν και αγώνες που κάλυψε μόνος του όλη την δεξιά πλευρά. Όλα αυτά με την ίδια άνεση και επιτυχία με την οποία κάλυπτε τη “φυσική” του θέση, αυτή στο πίσω δεξιά άκρο της άμυνας.
Ακόμα και εκεί όμως, ο Λαμ δεν ήταν ένας από τους πολλούς δεξιούς μπακ. Η εξυπνάδα του και η ικανότητα του να διαβάζει το παιχνίδι εξισορροπούσαν την απουσία ύψους και δύναμης ενώ η τεχνική του του επέτρεπε όχι μόνο να προωθείται συχνά αλλά και να δημιουργεί ευκαιρίες για τους μεσοεπιθετικούς. Κάπως έτσι, ο Λαμ ολοκληρώνει μια τεράστια καριέρα χωρίς να έχει δει ποτέ την κόκκινη κάρτα (Σ’αυτό το δεδομένο αξίζει να προστεθεί και αυτό το στατιστικό: Από τον Σεπτέμβρη του 2014 έως τον Οκτώβρη του 2015 δεν έκανε ούτε ένα φάουλ!) και έχοντας στο βιογραφικό του μια ιδιαίτερη διάκριση: είναι ο πρώτος αμυντικός στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα που τελείωσε μια σεζόν με διψήφιο αριθμό ασίστ.
“Ο Φίλιπ δεν έχει παίξει ούτε ένα κακό παιχνίδι για μένα. Είναι ανίκανος να παίξει άσχημα” είχε πει κάποτε ο Γκέραλντ, για να τον επιβεβαιώσει λίγα χρόνια μετά ένας θρύλος της θέσης, ο Βραζιλιάνος Κάρλος Αλμπέρτο: “Κάποιες φορές ο Λαμ είναι απλά εκπληκτικός. Δεν κάνει ποτέ λάθη. Είναι μηχανή; Όχι. Ο Φίλιπ Λαμ είναι καλλιτέχνης”.
Κι αν οι έπαινοι από τρίτους δεν αρκούν για κάποιους, υπάρχουν πάντα και οι τίτλοι: Οχτώ πρωταθλήματα, έξι κύπελλα, ένα Τσάμπιονς Λιγκ, ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων και φυσικά ένα Μουντιάλ, το οποίο κατέκτησε ως αρχηγός παίζοντας το μισό τουρνουά ως αμυντικός χαφ και το μισό ως δεξί μπακ. Φυσικά με απόλυτη επιτυχία και στις δυο θέσεις.
Αν υπάρχει πάντως ένα κατόρθωμα που να αντικατοπτρίζει τέλεια τη συνέπεια του αυτό είναι η επιλογή του στην καλύτερη ομάδα του τουρνουά σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις που έλαβε μέρος, με μοναδική εξαίρεση το Euro 2004, στο οποίο η Γερμανία είχε αποτύχει παταγωδώς. Μουντιάλ 2006, Euro 2008, Μουντιάλ 2010, Euro 2012, Μουντιάλ 2014. Νικητές, φιναλίστ, διοργανωτές, πρωταγωνιστές, όλα μπορεί να άλλαζαν εκτός από ένα: Ο Φίλιπ Λαμ βρισκόταν στο τέλος στην καλύτερη 11αδα της διοργάνωσης!
Το γεγονός ότι δεν έκανε εντυπωσιακά κολπάκια με τη μπάλα, δεν πετύχαινε αρκετά γκολ, έπαιζε σε αντιεμπορική θέση και δεν ‘πουλούσε’ αρκετά η εμφάνιση του, του στέρησε τη δυνατότητα να διεκδικήσει μια Χρυσή Μπάλα ή έστω τον τίτλο του καλύτερου Γερμανού παίκτη της χρονιάς. Άλλα όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Τσάβι, με τον οποίο μοιάζουν σε πολλά (από τη σωματοδομή μέχρι την απλότητα του παιχνιδιού τους), η απουσία αυτών των ατομικών βραβείων δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία του. Ο Φίλιπ Λαμ αποχαιρετάει σήμερα το ποδόσφαιρο και μπορεί να νιώθει σίγουρος ότι οι φίλαθλοι σε όλο τον κόσμο θα τον θυμούνται ως έναν (πολύ) καλό παίκτη.