«Η εμπειρία και τα νιάτα είναι ένας καλός συνδυασμός. Είμαστε κάποιοι πολύ έμπειροι όπως ο Τζίμι Ρίμερ, ο Ντένις Μόρτιμερ και εγώ και το ταλέντο που είδα στους πιο νεαρούς ήταν αυτό που με έκανε να αποφασίσω να έρθω στην Άστον Βίλα. Πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Έχω κερδίσει τρόπαια με τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Μου αρέσει η επιτυχία, θέλω να κερδίζω αγώνες και τίτλους και πιστεύω ότι αυτή η ομάδα μπορεί να καταφέρει σπουδαία πράγματα και να φτάσει στην κατάκτηση τίτλων. Αλλιώς δε θα ήμουν εδώ». Η δήλωση που μόλις διαβάσατε ανήκει στον Πίτερ Γουίδ και έγινε τον Οκτώβριο του 1980, λίγους μήνες αφότου είχε υπογράψει στους «villains», μετά από μία άκρως επιτυχημένη διετία με τα χρώματα της Νιούκαστλ. H σεζόν 1978-1979 είχε βρει την Άστον Βίλα στην 7η θέση και ο προπονητής της ομάδας, Ρον Σόντερς, είχε φέρει τον έμπειρο επιθετικό για να συνθέσει με τον ανερχόμενο επιθετικό Γκάρι Σο ένα δίδυμο που θα συνδύαζε άψογα το ταλέντο, την εμπειρία και τα νιάτα. Στο τέλος της σεζόν η Άστον Βίλα θα κατακτούσε το πρωτάθλημα και ο Πίτερ Γουίδ -εκτός του γεγονότος ότι είχε συμβάλλει τα μέγιστα σε όλο αυτό- είχε αποδειχτεί προφητικός, σε μία δήλωση που είχε χαρακτηριστεί ως υπερβολική από αρκετούς και ειδικότερα από τον πάντα καυστικό βρετανικό Τύπο.
Ο Γουίδ γεννήθηκε το 1951 στο Λίβερπουλ και ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1970 στην Σάουθπορτ, ομάδα της γενέτειράς του. Ένας επιθετικός που είχε την κλασική αγγλική κοψιά του παίκτη που φορούσε την φανέλα με το νούμερο 9 τρομοκρατώντας τους αντιπάλους του. Ψηλός, σχεδόν στο 1.90, πολύ δυνατός, σε έδαφος και αέρα, και με ένα σπάνιο χάρισμα να τοποθετεί το σώμα του ώστε να υποδεχτεί σωστά την μπάλα, να την πασάρει με τη μία και στη συνέχεια να τρέξει σαν «τρελό φορτηγό με σπασμένα φρένα» στο χώρο για να την ξαναπάρει και να σουτάρει δυνατά προς την εστία, δούλεψε αυτά του τα χαρίσματα και μαζί τους περπάτησε άκρως επιτυχημένα, για χρόνια, στο κορυφαίο επίπεδο του αγγλικού ποδοσφαίρου. Για να ξεκινήσει πάντως αυτό το ταξίδι το 1973 με την Γουλβς χρειάστηκε πρώτα να ξενιτευτεί για να βρει τις ευκαιρίες του. Πρώτα στη Νότια Αφρική για την Πορτ Ελίζαμπεθ Σίτι και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ για την Αρκάντια Σέπερντς. «Ήταν ένας αρκετά περίεργος χρόνος» θα πει ο ίδιος «ένας χρόνος μεταξύ 1972 και 1973 που με έκανε όμως αρκετά δυνατό τόσο ποδοσφαιρικά όσο και ψυχικά μιας και έμαθα από πολύ μικρός πως να παλεύω μόνος για να τα καταφέρω». Αυτό το ποδοσφαιρικό «αγροτικό» του έδωσε την δυνατότητα να βρει τα πρώτα του γερά πατήματα, να σκοράρει πολλά τέρματα και να επιστρέψει στην αγγλική πραγματικότητα όντας έτοιμος ποδοσφαιριστής στα 22 του χρόνια. Από τότε, δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω.
Ο σπουδαίος Μπράιαν Κλαφ θα τον φέρει στο Νότιγχαμ το 1976 βλέποντας στο πρόσωπό του κάποιον που θα μπορούσε να του δώσει εκτός από τα γκολ και μία ακόμα ηγετική φυσιογνωμία στη μάχη που θα έδινε η ομάδα για την άνοδο από την Δεύτερη στην Πρώτη Κατηγορία. Αυτός που λάτρευε το στιλ του Γουίδ ήταν ο Πίτερ Τέιλορ, βοηθός του Κλαφ, και εκείνος που ουσιαστικά απαίτησε να ολοκληρωθεί η μεταγραφή, βάζοντας ακόμα μία επιτυχία στη συνύπαρξή του με τον πάντα απαιτητικό και περίεργο φίλο και συνεργάτη του. Όπως ο Τέιλορ ήταν η ήρεμη δύναμη πίσω από τον «τυφώνα» Κλαφ έτσι και ο Γουίδ έγινε ο άνθρωπος που συμπλήρωσε στην επίθεση τον Τόνι Γούντκοκ. Τα 19 γκολ του Γουίδ και τα 17 του Γούντκοκ έφτασαν την Νότιγχαμ στην 3η θέση και στην απευθείας άνοδο αφού πρώτα είχαν κερδίσει και το Αγγλοσκοτσέζικο κύπελλο επικρατώντας με συνολικό σκορ, σε διπλούς αγώνες, της Όριεντ με 5-1. Η ιστορία που ακολούθησε είναι λίγο – πολύ γνωστή. Η Νοτιγχαμ Φόρεστ κέρδισε το πρωτάθλημα Αγγλίας (και το Λιγκ Καπ) της επόμενης σεζόν, με το δίδυμο Γουίδ – Γούντκοκ να σκοράρει από 19 τέρματα, με τον Γουίδ να πωλείται για 225.000 λίρες στη Νιούκαστλ χάνοντας έτσι την ευκαιρία να αγωνιστεί στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης. Η πίκρα για τον ίδιο έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν η πρώην ομάδα του κατάφερε και να το κατακτήσει, με τον ίδιο να κερδίζει -σε μία στιγμή παρηγοριάς- το βραβείο του Παίκτη της Χρονιάς για τις «καρακάξες» και να μένει για πάντα στις μνήμες πολλών και επειδή προσπάθησε να πιάσει -ανεπιτυχώς είναι η αλήθεια- ένα σκυλί που είχε εισβάλλει σε κάποιο αγώνα. Η εικόνα ενός σταρ επιθετικού της εποχής να κυνηγάει έναν σκυλάκο είχε γίνει δικαίως viral σε μία εποχή που αυτό γινόταν συνήθως με ένα πλάνο μίας εκπομπής ή σε γωνία μίας εφημερίδας με μία ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Και μετά το Μπέρμιγχαμ η Άστον Βίλα με το ποσό-ρεκόρ, για την ομάδα, των 500.000 λιρών. Ο Γουίδ ήταν στα 29, αποφασισμένος για μία μεγάλη σεζόν και ο Γκάρι Σο, ένας επιθετικός που θύμιζε πολύ τον Γούντκοκ, θα ήταν ο άνθρωπος που θα τον πλαισίωνε στην επιθετική γραμμή. Στην πρώτη του σεζόν (1980-1981) σκόραρε 20 γκολ σε 36 αναμετρήσεις, φτάνοντας με την Άστον Βίλα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, κάτι που είχε να συμβεί από το μακρινό 1910, κάνοντας πραγματικότητα και το μεγάλο του όνειρο. Να αγωνιστεί δηλαδή, την επόμενη χρονιά, στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, το σημερινό δηλαδή Τσάμπιονς Λιγκ. Ήταν μία περίοδος όπου οι αγγλικοί σύλλογοι κυριαρχούσαν στην Ευρώπη και αυτομάτως θεωρούταν φαβορί ακόμα κι αν έπαιζαν με μεγαθήρια από την Ιταλία ή την Ισπανία. Οι Άγγλοι μπορεί να μην είχαν τις πιο τεχνικές ομάδες με τους εξαιρετικά ντελικάτους ποδοσφαιριστές είχαν όμως τρομερό ρυθμό και μεγάλη ένταση στο παιχνίδι τους, όπως φυσικά και περισσότερη σωματική δύναμη κάτι που τους έδινε σημαντικό πλεονέκτημα, ειδικά σε μία διοργάνωση που αποτελούταν μόνο από διπλά νοκ-άουτ παιχνίδια. Ο Γουίδ και η δύναμή του θα ήταν ένα σημαντικό όπλο για την Άστον Βίλα στα ευρωπαϊκά της παιχνίδια, κι ας μη σκόραρε πολλά γκολ.
Στον πρώτο γύρο η Άστον Βίλα είχε επικρατήσει της Ισλανδικής Βάλουρ με συνολικό σκορ 7-0 με τον Γουίδ να σκοράρει 2 γκολ. Ακολούθησε η Δυναμό Βερολίνου από την Ανατολική Γερμανία με τους Άγγλους να επικρατούν χάρη στο 1-2 της πρώτης αναμέτρησης καθώς στην Αγγλία είχαν ηττηθεί με 0-1. Στους προημιτελικούς η Άστον Βίλα θα έβρισκε την Δυναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι και του σπουδαίου Μπλαχίν. Μία φανταστική ομάδα, γεμάτη από ταλέντο και με μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση από το στιλ των Άγγλων. Εκεί που τα Μπολσόι βρέθηκαν απέναντι σε μία βραδιά Morris Dance κάπου στην βρετανική επαρχία του Μεσαίωνα. Το 0-0 του Κιέβου οδήγησε τους Σοβιετικούς στο Βίλα Παρκ εκεί που μπροστά σε σχεδόν 40.000 θεατές δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την ήττα με την Άστον Βίλα να φτάνει στους ημιτελικούς απέναντι σε ακόμα μία άκρως τεχνική ομάδα της εποχής. Την Βελγική Άντερλεχτ. Η Βίλα στηριζόμενη και πάλι στην άμυνά της, θα κρατήσει το 0 και με το γκολ του Μόρλεϊ από το 27ο λεπτό θα πάρει τη νίκη και το προβάδισμα για τη ρεβάνς. Το 0-0 του Βελγίου, σε ένα παιχνίδι που οι παίκτες του Σόντερς πάλεψαν σαν μανιασμένοι για να διατηρήσουν το προβάδισμα του ενός γκολ, ολοκλήρωσε το «θαύμα» και έστειλε τους Άγγλους στον τελικό του Ρότερνταμ απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου των Μπράιτνερ, Ρουμενίγκε και Ντίτερ Χένες. Ο Γουίδ έβλεπε το όνειρο που του είχε στερήσει η πώληση στη Νιούκαστλ να γίνεται πραγματικότητα ξέροντας όμως πως απέμενε ακόμα ένα παιχνίδι. 90 λεπτά ακόμα απέναντι σε μία πραγματική ποδοσφαιρική μηχανή.
Στον τελικό η Βίλα αγωνίστηκε με την τριάδα των Μόρλεϊ, Σο και φυσικά τον Γουίδ στην επίθεση και είχε την ατυχία να δει τον τερματοφύλακα Τζίμι Ρίμερ να αποχωρεί τραυματίας δίνοντας τη θέση του στον νεαρό Νάιτζελ Σπινκ μόλις στο 10ο λεπτό. Ο Σπινκ πραγματοποίησε εξαιρετική εμφάνιση, κάνοντας μερικές τρομερές επεμβάσεις που κράτησαν για μία ακόμα φορά ανέπαφη την εστία των Άγγλων, μέχρι και το 67′. Εκεί ο Τόνι Μόρεϊ θα υποδεχτεί την μπάλα στα αριστερά της επίθεσης, θα εκμεταλλευτεί το ρήγμα που υπήρχε στην άμυνα της Μπάγερν και με μία πάσα ακριβείας θα βρει τον Γουίδ εντός της περιοχής με τον δεύτερο να γράφει το 1-0 που έμελλε να χαρίσει στους Άγγλους το σπουδαίο τρόπαιο. Ήταν κάτι το μαγικό. Η προφητεία του Γουίδ είχε βγει αληθινή και ο προπονητής Τόνι Μπάρτον, που είχε πάρει τη θέση του Σάντερς λίγους μήνες νωρίτερα, κέρδιζε το σπουδαίο τρόπαιο βάζοντας το όνομά του δίπλα σε μεγαθήρια της προπονητικής, αφήνοντας τους πάγκους μόλις τρία χρόνια αργότερα στην Νορθάμπτον Τάουν. Ο Γουίδ συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο μέχρι και το 1991 αλλά εκείνα τα χρόνια στην Άστον Βίλα ήταν τα τελευταία σπουδαία της καριέρας του. Έφτασε μέχρι και την Εθνική ενώ ακολούθησε μια καριέρα σε πάγκους ομάδων όπως η Γουίμπλεντον και οι εθνικές Ταϊλάνδης και Ινδονησίας σε κάτι που μάλλον είχε μεγαλύτερη σχέση με διακοπές τύπου The White Lotus παρά με το ποδόσφαιρο.
Η Άστον Βίλα βρίσκεται στους «8» του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ και θα βρεθεί απέναντι σε μια από τις πιο φορμαρισμένες ομάδες της Ευρώπης, την Παρί του Λουίς Ενρίκε. Η αποστολή της αναμένεται να είναι πολύ δύσκολη αν και η ομάδα του Ουνάι Έμερι δείχνει να έχει τον τρόπο να δυσκολέψει τους Παριζιάνους και να διεκδικήσει ό,τι της αναλογεί. Οδηγός σίγουρα θα είναι η ομάδα του 1982 με μπροστάρη τον Πίτερ Γουίδ. Εκείνο το πανύψηλο πιτσιρίκι που από το Λίβερπουλ βρέθηκε στο μουντό Μπέρμινγχαμ και με ένα δικό του γκολ τους έκανε κάποτε Πρωταθλητές Ευρώπης.