Αγγλία, δεκαετία του ’50. Η χώρα έχει βγει νικήτρια απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά παραμένει φτωχή και προβληματική. Οι νέες γενιές που μεγαλώνουν εκείνη την δύσκολη περίοδο, είναι οι πρώτες που δεν έχουν αυτή την αίσθηση ανωτερότητας και καθωσπρεπισμού που χαρακτήριζε την παλιά Βρετανία, κάτι που καθρεφτίζεται φυσικά και εντός του γηπέδου, γι’ αυτούς που επιλέγουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Η Βρετανία είναι γεμάτη ταλαντούχους νεαρούς (και νεαρές) που ζουν για το σήμερα. Θέλουν να κατακτήσουν τα πάντα – και τα θέλουν όλα εκείνη τη στιγμή. Βασικό χαρακτηριστικό πολλών νέων ποδοσφαιριστών της εποχής πως όσο ατίθασοι ήταν στη ζωή τους εκτός ποδοσφαίρου -προσπαθώντας να γευτούν μέχρι την τελευταία σταγόνα αυτής της εφήμερης (;) δόξας- ακόμα τόσο (και περισσότερο) ήταν και εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Κάτι σαν τους ροκ σταρ εκείνης της εποχής. Τους αληθινούς ροκ σταρ. Ποτά, γυναίκες, ξενύχτια αλλά και μπόλικες δόσεις εξωπραγματικού ποδοσφαίρου. Αν υπήρξε ένας παίκτης που να έζησε στο μάξιμουμ όλα τα παραπάνω -χωρίς όμως να σπαταλήσει σπιθαμή του τεράστιου ταλέντου του- αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον σπουδαίο Πίτερ Όσγκουντ της Τσέλσι.
O Όσγκουντ γεννήθηκε στο Γουίνστορ το ’47 και από πολύ μικρή ηλικία ερωτεύθηκε το ποδόσφαιρο λόγω του θείου του. Ο θείος Μπομπ, όπως τον αποκαλούσε, ήταν μάλιστα αυτός που έκλεισε μετά κόπων και βασάνων εκείνο το δοκιμαστικό στην Τσέλσι, όταν ο Όσγκουντ ήταν σχεδόν 16 ετών, και αφού είχε προλάβει να απορριφθεί απ’ την Άρσεναλ λίγους μήνες νωρίτερα. Το δοκιμαστικό που του άλλαξε τη ζωή, όπως έλεγε ο ίδιος. Προπονητής της Τσέλσι εκείνα τα χρόνια ήταν ο θρυλικός Τόμι Ντόχερτι που λάτρεψε αμέσως τις ικανότητες του νεαρού. Απαίτησε μάλιστα απ’ την διοίκηση των “μπλε” να δώσει συμβόλαιο στον νεαρό 10 λιρών την εβδομάδα στην β’ ομάδα. Καθόλου άσχημα για ένα μικρό παιδί προερχόμενο απ’ την εργατική τάξη. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1964 ο Ντόχερτι θα δώσει στον νεαρό την ευκαιρία να κάνει το επίσημο ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα στον επαναληπτικό του 5ου γύρου του Λιγκ Καπ κόντρα στην Γουόρκινγκτον. Ο νεαρός επιθετικός θα σκοράρει δύο τέρματα και θα χαρίσει την πρόκριση στους “μπλε”. Κάπως έτσι θα αρχίσει να φτιάχνει από πολύ νωρίς μια αληθινή και δυνατή σχέση αγάπης με το κοινό της ομάδας του. Ο Πίτερ Όσγκουντ έγινε αρκετά γρήγορα κανονικό μέλος της Τσέλσι βάζοντας με τον εαυτό του το μεγαλύτερο στοίχημα της -έως τότε- ζωής του. Να ξεφύγει δηλαδή απ’ τη φτώχεια και να εξελιχθεί σε θρύλο της ομάδας και του αγγλικού ποδοσφαίρου. Τα κατάφερε και τα δύο χωρίς να του χαριστεί τίποτα κι από κανένα.
Ψηλός, γρήγορος και δυνατός. Αποτελεσματικός με το κεφάλι αλλά και με τα δύο πόδια, και ικανότατος ντριμπλέρ, δεν άργησε να κάνει δική του τη φανέλα με το νούμερο 9 από πολύ μικρή ηλικία. Το όμορφο παρουσιαστικό του επίσης, δεν άφηνε και ιδιαίτερα περιθώρια στο κοινό της Τσέλσι και της Αγγλίας. Μπορούσες είτε να τον λατρέψεις είτε απλά να τον αγαπήσεις. Το απαιτητικό κοινό των Λονδρέζων τελικά υπέκυψε και τον λάτρεψε. Κυριολεκτικά. Μιλάμε άλλωστε για το Λονδίνο των 60s. Μια πόλη που είχε αφήσει πίσω της την φτώχεια της προηγούμενης δεκαετίας (την περίοδο που μεγάλωσε δηλαδή και ο Όσγκουντ) και έβλεπε τη νέα δεκαετία από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά. Η μουνταμάρα και η αβεβαιότητα είχαν δώσει τη θέση τους στην λάμψη, και οι σούπερ σταρ της εποχής από τον χώρο της μουσικής, του θεάτρου, της μόδας αλλά και του κινηματογράφου είχαν κατακλύσει το Λονδίνο ζώντας ένα συνεχές και ξέφρενο πάρτι. Το ίδιο φυσικά ζούσε και ο Όσγκουντ αλλά και αρκετοί ποδοσφαιριστές της γενιάς του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο πως το Στάμφορντ Μπριτζ ήταν ο χώρος που μαζεύονταν οι περισσότεροι σταρ που βρίσκονταν για δουλειές στο Λονδίνο για να ξεσκάσουν απ’ το φορτωμένο τους πρόγραμμα, βλέποντας ποδόσφαιρο και βάζοντας τους ποδοσφαιριστές της Τσέλσι (αλλά κι άλλων ομάδων του Λονδίνου) ακριβώς δίπλα τους. Όχι ως ποδοσφαιριστές αλλά επίσης ως σούπερ σταρ. Την μέρα μάλιστα που ο Πίτερ Όσγκουντ σκόραρε το 100ο του γκολ για την Τσέλσι, όταν έφτασε στα αποδυτήρια μετά το τέλος του αγώνα, είδε να τον περιμένει εκεί ο σπουδαίος ηθοποιός Στηβ Μακουίν για να τον συγχαρεί και να τον καλέσει να πιει μαζί του (και με την παρέα του εννοείται) ένα ποτό. “Δεν ξέρω τι έχει μεγαλύτερη σημασία. Τα 100 γκολ που έχω σκοράρει ή να έρχεται ο μεγαλύτερος σταρ του κινηματογράφου για να με συγχαρεί στα αποδυτήρια” δήλωνε αμέσως μετά το παιχνίδι ο Όσγκουντ γεμάτος χαρά, δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο πως έβλεπε το ποδόσφαιρο η δική του γενιά και ανοίγοντας “πόλεμο” με τον Σερ Αλφ Ράμσεϊ, τον προπονητή της Αγγλίας, που ήθελε τους παίκτες συντηρητικούς και προσηλωμένους μόνο στο άθλημα. Δυστυχώς μέσα από αυτή την κόντρα χαμένες βρέθηκαν και οι δύο πλευρές
Ο Όσγκουντ βρέθηκε αρκετά κοντά στο να επιλεγεί στην ομάδα του ’66 που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά είδε τελικά άλλους παίκτες (ίσως και χειρότερους από αυτόν) να του παίρνουν τη θέση την τελευταία στιγμή. Όσο κι αν ο Ράμσεϊ δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη νέα γενιά (με ντελικάτους παίκτες όπως ο Άλαν Χάντσον και ο Ρόντνι Μαρς που δεν φόρεσαν πολλές φορές τη φανέλα της εθνικής επειδή δύσκολα έμπαιναν σε καλούπια κυρίως εκτός γηπέδου) δεν μπόρεσε να μην πάρει μαζί του τον Όσγκουντ στο Μουντιάλ του ’70. Ο επιθετικός της Τσέλσι είχε σκοράρει 31 τέρματα εκείνη τη σεζόν. Η ομάδα του είχε τερματίσει 3η και τελικά κατέκτησε και το Κύπελλο, με τον Όσγκουντ να έχει σκοράρει σε όλους τους γύρους της διοργάνωσης, μέχρι και τον τελικό, κάτι που φυσικά αποτελεί και ρεκόρ. Τα τέρματά του μάλιστα εκτός ότι ήταν σημαντικά ήταν και σπάνιας ομορφιάς, κάνοντας τους αντιπάλους να σηκώνονται και να τον χειροκροτούν πολλές φορές, παρέα με τους οπαδούς της Τσέλσι.
Ο επαναληπτικός τελικός του 1970 και το γκολ της ισοφάρισης με τη Λιντς
“Ήταν απίστευτο εκείνο το τηλεφώνημα. Ήταν ο ίδιος ο Ράμσεϊ που με κάλεσε στην τελική 22αδα. Δεν μπορώ να περιγράψω το πως νιώθω. Είναι απλά απερίγραπτο αυτό το συναίσθημα”. Αυτά είναι μερικά απ’ τα λόγια του παίκτη στις εφημερίδες της εποχής για την κλήση του και το φανταστικό για τον ίδιο γεγονός. Τελικά ο Ράμσεϊ χρησιμοποίησε τον Όσγκουντ μόλις δύο φορές στο Μουντιάλ, και αυτές ως αλλαγή, απογοητεύοντας τόσο τον ίδιο όσο και το κοινό της χώρας που στο πρόσωπο του παίκτη έβλεπε το νέο μεγάλο ποδοσφαιρικό του ήρωα. Η Αγγλία αποκλείστηκε και ο Όσγκουντ δεν φόρεσε ποτέ ξανά τη φανέλα με το εθνόσημο σε μεγάλο τουρνουά μετρώντας μόλις 4 συμμετοχές και κανένα τέρμα. Απογοητευτικοί αριθμοί για το σπάνιο ταλέντο και τα ηγετικά του χαρίσματα. Ήταν το σκληρό τίμημα που πλήρωσε η δική του γενιά. Η γενιά της αλλαγής. Και φυσικά το τίμημα που πλήρωσε η Αγγλία σε μια εποχή που ήταν γεμάτη από ατίθασους αλλά άκρως ταλαντούχους παίκτες που θυσιάστηκαν στο βωμό αυτής της παλαιολιθικής ποδοσφαιρικής λογικής που ίσως υπάρχει ακόμα και σήμερα (εννοείται κρυμμένη αρκετά καλά) στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Με μοντέλο της εποχής για διαφημιστικούς σκοπούς
Η Τσέλσι εκείνης της περιόδου και φυσικά ο Όσγκουντ λατρεύτηκαν κι απ’ το ελληνικό κοινό όταν οι “μπλε” κέρδισαν το Κύπελλο Κυπελλούχων στο στάδιο Καραϊσκάκη (σε διπλούς αγώνες) απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης το ’71. Μάλιστα το γλέντι της ομάδας μέχρι πρωΐας, μια μέρα πριν τον επαναληπτικό, σε γνωστό μαγαζί του Πειραιά θα μνημονεύεται για πάντα, αγγίζοντας τα όρια του θρύλου για τους Άγγλους και τις αντοχές τους στο αλκοόλ. Τρία χρόνια αργότερα και έχοντας συμπληρώσει μια δεκαετία γεμάτη δόξα, σπάνιας ομορφιάς τέρματα και ξέφρενα πάρτι στα κλαμπ του Λονδίνου, ως παίκτης της Τσέλσι εννοείται, θα πωληθεί στην Σαουθάμπτον και μαζί της θα πανηγυρίσει ακόμα μια κατάκτηση Κυπέλλου Αγγλίας. Ήταν το ’76 με τους “αγίους” να επικρατούν με 1-0 της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μάλιστα προπονητής εκείνης της Γιουνάιτεντ δεν ήταν κάποιος τυχαίος αλλά ο Τόμι Ντόχερτι. Ο άνθρωπος δηλαδή που είχε δώσει στον Όσγκουντ το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο Πίτερ Όσγκουντ έκλεισε την τεράστια καριέρα του με τη φανέλα της Τσελσι το 1979, έχοντας συμπληρώσει πάνω από 300 συμμετοχές με τη φανέλα της και έχοντας σκοράρει μερικά απ’ τα ομορφότερα και σημαντικότερα τέρματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70.
Μετά το τέλος της καριέρας του συνέχισε να πηγαίνει τακτικά στο Στάμφορντ Μπριτζ και να υποστηρίζει φανατικά την ομάδα που λάτρεψε και που λατρεύτηκε απ’ το κοινό της. Την ομάδα που τον έκανε σούπερ σταρ και του έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα εντός και εκτός γηπέδου. Για τους φίλους της Τσέλσι θα είναι πάντα ο “Βασιλιάς του Στάμφορντ Μπριτζ” και φυσικά ο “Μάγος του Όζ”, προσωνύμια που του έδωσαν στα 60s όταν κυριολεκτικά χάζευε συμπαίκτες κι αντιπάλους με τις περίτεχνές του ενέργειες. Την 1η Μαρτίου του 2006 ο λατρεμένος πρώην ποδοσφαιριστής άφησε την τελευταία του πνοή ξαφνικά, μετά από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 59 ετών, βυθίζοντας στο πένθος όλο το ποδοσφαιρικό κοινό της Αγγλίας. Οι στάχτες του θάφτηκαν κάτω απ’ τη βούλα του πέναλτι μπροστά απ’ το πέταλο των φανατικών της ομάδας, την Σεντ Έντ, για να βρίσκεται πάντα εκεί. Πάντα μαζί τους. Σήμερα το απόγευμα η λατρεμένη του Τσέλσι αγωνίζεται απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του Κυπέλλου, έχοντας ως μεγάλο αντίπαλο τον παλιό της λατρεμένο προπονητή, τον Ζοσέ Μουρίνιο. Το μόνο σίγουρο είναι πως πολλοί φίλοι της ομάδας θα φέρουν στο μυαλό τους τον αγαπημένο τους “Όζι” και τα δικά του απίστευτα τέρματα σε όλους σχεδόν τους τελικούς που πήρε μέρος. Μένει να δούμε αν θα τον κάνουν και να χαμογελάσει βλέποντάς τους από εκεί ψηλά.