Ο Φιλίπε Λουίς είναι μια μορφή που σε όλους μας είναι συνδυασμένη με την Ατλέτικο Μαδρίτης, τα χρόνια του Σιμεόνε, ένα προσηλωμένο αριστερό μπακ, που δεν σε εντυπωσίαζε με το παρουσιαστικό του, δεν ήταν ο σούπερ παίκτης, αλλά με κάποιον τρόπο βρισκόταν πάντα εκεί, παίζοντας σταθερά και ικανοποιώντας τα θέλω του Τσόλο, ένας παίκτης του προπονητή που αγαπήθηκε σχεδόν σε όλες τις ομάδες στις οποίες έπαιξε. Είναι πλέον προπονητής στη Φλαμένγκο της Βραζιλίας, με αρκετό καλό ξεκίνημα, και αυτό αποτελεί και την αφορμή για το σημερινό άρθρο.
Γεννήθηκε στη Σάντα Καταρίνα, μια από τις πιο νότιες, πιο μικρές και πιο ορεινές επαρχίες της Βραζιλίας. Μετακόμισε στην πρωτεύουσα Φλοριανόπολη και έπαιξε μπάλα στις ακαδημίες της τοπικής Φιγκεϊρένσε, όταν οι άνθρωποί της τον είδαν να παίζει ποδόσφαιρο σάλας. Ο ίδιος αποδίδει στο futsal όλα όσα ξέρει για κοντρόλ, ντρίμπλες σε κλειστό χώρο, πάσες με το εξωτερικό και πολλά ακόμα. Έπαιζε ποδόσφαιρο σάλας μέχρι τα 14 του και του πήρε αρκετό χρόνο να συνηθίσει σε μεγαλύτερο, εξωτερικό αγωνιστικό χώρο. Μάλιστα, στη Φιγκεϊρένσε έπαιζε αρχικά επιθετικό χαφ. Εκεί τον είδαν οι άνθρωποι του Άγιαξ και τον έφεραν στην Ολλανδία.
Ο Φιλίπε Λουίς πέρασε τον Ατλαντικό στα 19 του και αν κάποιοι από σας αναρωτιέστε “μα γιατί δεν τον θυμάμαι ποτέ στον Άγιαξ”, η απάντηση είναι απλή. Γιατί δεν έπαιξε ποτέ, πέρασε και δεν ακούμπησε. Ένας σοβαρός τραυματισμός του κόστισε πολύτιμο χρόνο και η ευκαιρία χάθηκε, καθώς δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί. Ο ίδιος πάντως δεν ξεχνάει εκείνη την περίοδο και ευγνωμονεί τον Άγιαξ γιατί ήταν αυτός που τον έφερε στην Ευρώπη. Όπως λέει, μπόρεσε να προπονηθεί κοντά σε παίκτες όπως ο Σνάιντερ και ο φαν ντερ Φάαρτ.
Με τη φανέλα της Ντεπόρ έφτιαξε το όνομά του
Και αν πολλοί δεν θυμούνται το πέρασμά του από την Ολλανδία, σίγουρα αρκετοί ακόμα δεν θα θυμούνται ότι πέρασε από τη Ρεάλ. Για να είμαστε ακριβείς βέβαια, από τη Ρεάλ Β’, τη Ρεάλ Καστίγια στην οποία και έπαιξε για έναν χρόνο. Οι άνθρωποι της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια τον είδαν, τον έφεραν στην ομάδα τους και ο Φιλίπε Λουίς έπαιξε για τέσσερις χρονιές στο Ριαθόρ. Τις πρώτες δύο με τη μορφή δανεισμού και στη συνέχεια με αγορά. Το 2008-09 έκανε τρομερή χρονιά στη Λα Λίγκα και δεν έχασε δευτερόλεπτο (ο μοναδικός μη-τερματοφύλακας που το έκανε) και ίσως θα το επαναλάμβανε και την επόμενη σεζόν αν δεν τραυματιζόταν σοβαρά σε μια σύγκρουση με τον τερματοφύλακα της Αθλέτικ Μπιλμπάο. Το σερί σταμάτησε στα 66 συνεχόμενα ματς βασικός. Κάταγμα στην περόνη, επιστροφή μετά από μερικούς μήνες και μεταγραφή με πάνω από 10 εκατομμύρια στην Ατλέτικο. Η πορεία του στην Ντεπορτίβο τον έκανε περιζήτητο.
Ο Φιλίπε Λουίς μπορεί, όπως είπαμε, να ήταν μέλος της συμμορίας του Σιμεονέ από την αρχή της, πρόλαβε όμως τον σύλλογο από πιο πριν. Τον πρόλαβε σε δύσκολες στιγμές, με τον Κίκε Σάντσεθ Φλόρες και τον Γκρεγκόριο Μανθάνο προπονητές, τότε που το γήπεδο έβραζε για τις αποτυχίες, τότε που τα αποδυτήρια ήταν σε κακή κατάσταση, με παίκτες να μη δίνουν την μπάλα ο ένας στον άλλον. Έζησε λοιπόν το πριν της εποχής Σιμεονέ και είδε πόσο μεγάλη αλλαγή έφερε ο Αργεντινός προπονητής. Μιλάει πάντα για τον Τσόλο, για το πόσο σπουδαίος προπονητής είναι, πόσο σκληρός, αλλά παράλληλα και πώς κερδίζει όλους τους παίκτες του, πώς διαβάζει τον αντίπαλο. Ο Φιλίπε Λουίς ήταν ένα φουλ μπακ με εξαιρετική τακτική προσήλωση και μυαλό. Δεν ήταν τόσο οι φαρμακερές του σέντρες ή τα συνεχή του τάκλιν, αλλά ότι μπορούσε να υπηρετήσει το πλάνο του προπονητή. Να διαβάσει το παιχνίδι, κάτι που λέει ότι το πήρε πολύ από τον Ντάνι Μπλιντ στον Άγιαξ. Όχι βέβαια ότι ήταν soft. Το αντίθετο. Xρησιμοποιούσε κάθε όπλο διαθέσιμο σε αυτόν.
Όταν βρισκόταν στην Ατλέτικο, πριν από ένα ντέρμπι με τη Ρεάλ ήξερε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον ντι Μαρία. Ο Σέρχιο Αγκούερο, σαν καλός προδότης, πήγε και του είπε: «Φιλίπε, αν τον κοντράρεις σκληρά, θα χαθεί, θα αποσυνδεθεί πνευματικά. Γι’ αυτό κάνε του ένα σκληρό τάκλιν στην αρχή του παιχνιδιού και πες του κάτι για τη γυναίκα του». Πράγματι, ο Βραζιλιάνος του κάνει τάκλιν, τον βρίζει και μετά του λέει για τη γυναίκα του, αναφέροντάς την ονομαστικά, για να το κάνει προσωπικό. Και όντως, η αδυναμία του ντι Μαρία για τη γυναίκα του ήταν και η αχίλλειος πτέρνα του (τουλάχιστον σε εκείνο το ματς). Σε συνέντευξή του διηγείται: «Φίλε, με κοιτούσε απογοητευμένος, τον μάρκαρα καλά, πήγα κι άλλες φορές δυνατά πάνω του και δεν έπαιξε καλά. Αλλά όταν γύρισα σπίτι φίλε, το μετάνιωσα τόσο πολύ. Γι’ αυτό ντι Μαρία, συγγνώμη γι’ αυτό που έκανα. Ζητώ συγγνώμη».
Είναι μέρος της δουλειάς του αμυντικού και γι’ αυτό μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον Μέσι. Πιστεύει ότι όταν παίκτες σαν αυτόν και τον Κριστιάνο σκοράρουν 50 γκολ δεν είναι επειδή οι αμυντικοί είναι κακοί, αλλά επειδή αυτοί είναι ασταμάτητοι. «Αν ο Μέσι έχει την μπάλα και είμαι μόνος απέναντί του, αν δεν του κάνω φάουλ, αν δεν τον τραβήξω, τότε από τις 20 φορές, θα του κλέψω την μπάλα τη μία. Γίνομαι ο κακός, αυτός που κάνει τα φάουλ και μαλώνει, αλλά δεν μου το κρατάει ποτέ. Πάντα μου δίνει το χέρι μετά τον αγώνα και μου δίνει συγχαρητήρια αν κερδίσαμε και χαιρετάμε ο ένας τον άλλον, όποτε συναντιόμαστε».
Μπορεί να μην ήταν ο πιο γνωστός από τους σκληρούς του Τσόλο Σιμεόνε, να μην είχε βγάλει τόσο κακό όνομα, όσο άλλα πρωτοπαλίκαρα της Ατλέτικο, αλλά ο Φιλίπε Λουίς με το μαλλάκι με την κορδέλα δεν πήγαινε πίσω. Ένα από τα μαρκαρίσματά του στον Λιονέλ Μέσι έμεινε ιστορικό. Στην Ισπανία έγινε ο κακός χαμός και ο Βραζιλιάνος τιμωρήθηκε τελικά με τρεις αγωνιστικές για το επικίνδυνο παιχνίδι του. Εκείνη τη χρονιά, το 2015-16, έκανε ρεκόρ σε κάρτες, με 12 κίτρινες και αυτή την κόκκινη. Ήταν η χειρότερη σεζόν του από άποψη πειθαρχικού ελέγχου, σε μια καριέρα στην οποία μάζεψε πάνω από 110 κίτρινες και αποβλήθηκε 6 φορές.
Ο Βραζιλιάνος κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο, ένα Γιουρόπα Λιγκ, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ πριν πάρει μεταγραφή στην Τέλσι. Η καριέρα του στο Λονδίνο θα ήταν σύντομη, καθώς συνέπεσε με τη μεγάλη άνοδο του Αθπιλικουέτα. Είχε πάει μάλιστα και χτύπησε την πόρτα του Μουρίνιο. Τον ρώτησε γιατί τον πήρε από ένα μέρος που ένιωθε καλά και ήταν ευτυχισμένος, τη Μαδρίτη, για να τον φέρει στην Τσέλσι και να μην τον βάζει. Ο Μουρίνιο με ειλικρίνεια του είπε ότι νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια με τον Αθπιλικουέτα, ότι ο Ισπανός παίζει καλύτερα. Και όπως παραδέχτηκε και ο Φιλίπε Λουίς, ο Πορτογάλος προπονητής είχε δίκιο. Έτσι, μόλις έναν χρόνο περίπου μετά από τη μεταγραφή του στην Πρέμιερ Λιγκ, επέστρεψε το καλοκαίρι του 2015 στην ζεστή αγκαλιά του Τσόλο και της παλιοπαρέας στη Μαδρίτη. Ο Σιμεόνε που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την πορεία του στην Αγγλία και έβλεπε ότι δεν έπαιζε, είχε αρχίσει το ψηστήρι από τον Γενάρη, αλλά ο Βραζιλιάνος ήθελε να βγάλει τη σεζόν, καθώς η Τσέλσι πήγαινε για πρωτάθλημα. Επέστρεψε στην Ατλέτικο έχοντας κατακτήσει την Πρέμιερ Λιγκ. Έπαιξε για μια ακόμα τετραετία στη Μαδρίτη, αποχωρώντας το 2019 με τη λήξη του συμβολαίου του, εν μέσω αποθέωσης. Κατέκτησε ακόμα ένα Γιουρόπα Λιγκ, ένα ακόμα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και έχασε σε ακόμα έναν τελικό Τσάμπιονς Λιγκ. 333 αγώνες, 12 γκολ, πολλά πολλά κιλά ιδρώτα.
Εδώ με τον Βιν Ντίζελ
Αλλά θα ήταν άδικο να μείνουμε μόνο στην παρουσία του στο γήπεδο και να μη μιλήσουμε και για την προσωπικότητά του. Ο Φιλίπε Λουίς κυκλοφορεί με μπλουζάκια Breaking Bad, Sons of Anarchy, βλέπει φανατικά ταινίες (έχει συλλογή με 2.000!), συζητάει στις συνεντεύξεις για αστροφυσική και δεν διστάζει να πάρει πολιτικές θέσεις. «Ο κινηματογράφος έχει διαμορφώσει την προσωπικότητα μου. Η πιο ωραία εμπειρία ήταν όταν είδα το Interstellar στην πρεμιέρα στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ με συνοδεία ζωντανής ορχήστρας. Με είχε καλέσει ο Φάμπρεγας γιατί ήξερε ότι λατρεύω τον Νόλαν. Ο Νόλαν είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης και έβαλα τα καλύτερα ρούχα που είχα στην ντουλάπα. Ένα κοστούμι, χωρίς γραβάτα. Αυτοί που με ξέρουν, γνωρίζουν ότι θα ήθελα να είχα φορέσει ένα μπλουζάκι Κλιντ Ίστγουντ, μπας και με ρωτήσει κανείς ‘Σου αρέσει ο Κλιντ; Είναι φίλος μου, έλα να στον γνωρίσω’. Πήρα ένα ταξί και είπα “Στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ παρακαλώ”. Ακούστηκε πολύ ωραίο. Περπάτησα και στο κόκκινο χαλί, αλλά φυσικά κανένας δεν με πρόσεξε αφού ήταν εκεί ο Νόλαν, ο Χανς Ζίμερ, η Τζέσικα Τσάστεϊν, ο Στίβεν Χόκινγκ και ο Κιπ Θορν, ο φυσικός. Με είχαν βάλει να κάτσω μαζί με τον Ανρί και τον Μάικλ Κέιν και από τη χαρά μου δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν ήθελα να ενοχλήσω, γι’ αυτό άφησα τον Ανρί να κάνει όλες τις ερωτήσεις».
Όταν τον ρώτησαν για τους σημερινούς ποδοσφαιριστές, απάντησε: «Το 80% ζει σε μια φούσκα. Ειδικά οι νεότεροι, που πιστεύουν ότι αν κυκλοφορούν με μια φιρμάτη τσάντα, παπούτσια 400 ευρώ, ένα επιβλητικό αυτοκίνητο και 8 τατουάζ θα γίνουν αμέσως σταρ και ο κόσμος θα τους σέβεται. Ξεχνάνε εντελώς τον αληθινό κόσμο. Είμαι πολύ τυχερός γιατί δεν δουλεύω πολύ. Έχω μεγάλη πίεση, αλλά δουλεύω λίγες ώρες και πληρώνομαι καλά. Και όταν κοιτάς τις ζωές των άλλων, ξέρεις πώς περνάνε. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω λοιπόν είναι να το παίρνω στα σοβαρά. Δεν θα άλλαζα τη δουλειά μου με τίποτα στον κόσμο.»
Στην ερώτηση αν θα πρέπει να ανακατεύουμε την πολιτική με το ποδόσφαιρο και αν είναι μια καλή δικαιολογία για τους παίκτες να μην το κάνουν απαντά: «Όταν ξεκινάς, στην πρώτη σου συνέντευξη τρέμεις. Δεν ξέρεις τι να πεις και αρχίσεις τα κλισέ “δώσαμε τα πάντα, δεν υπάρχουν μικροί αντίπαλοι κ.ο.κ.” και έτσι συνηθίζεις για να μην μπλέξεις σε μπελάδες. Αλλά έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να αποδεχτείς ότι υπάρχουν πράγματα που δεν είναι σωστά ή δεν σου αρέσουν και ότι έχεις το δικαίωμα να πεις πράγματα, όπως κάθε άλλος πολίτης. Πρέπει να τολμάς.»
Ποδόσφαιρο υπάρχει και εκτός Ευρώπης, όπως οι αναγνώστες μας γνωρίζουν. Η καριέρα του Φιλίπε Λουίς δεν τελείωσε στην Ισπανία. Όταν ολοκληρώθηκε το συμβόλαιο του με την Ατλέτικο αρκετές ομάδες ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτόν από την Ευρώπη, όπως οι Ντόρτμουντ και Λυών, ενώ υπήρχαν προτάσεις και από την Ασία, εκεί όπου τα λεφτά ήταν περισσότερα. Ο Βραζιλιάνος όμως είχε άλλα σχέδια. Μεγαλωμένος σε μια οικογένεια οπαδών της Φλαμένγκο, το όνειρο του ήταν να φορέσει τη φανέλα της πριν κρεμάσει τα παπούτσια του. Η ώρα για τον επαναπατρισμό είχε φτάσει. Στα 34 του επιστρέψει στη Βραζιλία και τη μεγάλη Φλαμένγκο. Τη μέρα που ανακοινώθηκε η μεταγραφή, ο Λουίς ανέβασε μια παιδική φωτογραφία του που τον δείχνει στην αγκαλιά του πατέρα του να φοράει τη φανέλα της Φλαμένγκο. Από κάτω είχε γράψει: «Ένα συναίσθημα που περνά από πατέρα σε γιο, από παππού σε εγγονό. Η μεγάλη μέρα έφτασε. Η μέρα να κάνω πραγματικότητα το παιδικό μου όνειρο.»
Μικρή παρένθεση. Ο Φιλίπε Λουίς εκτός από σινεφίλ είναι και ροκάς «Το πάθος μου για τη ροκ, ξεκίνησε όταν ήμουν μικρός, μου άρεσαν πολύ οι Engenheiros do Hawaii (μια διάσημη ροκ μπάντα της Βραζιλίας). Οτιδήποτε είχε κιθάρα με τραβούσε. Όταν ζεις στο ποδόσφαιρο, ειδικά στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη για τη σάμπα και τη παγόδε, μαθαίνεις να καταλαβαίνεις αυτή την κουλτούρα, οπότε ακούω σάμπα και παγόδε στα αποδυτήρια μαζί με τους συμπαίκτες μου, αλλά όχι όταν είμαι μόνος. Το καταλαβαίνουν ότι είμαι διαφορετικός και μου αρέσει η ροκ. Για παράδειγμα, πριν τα ματς συνήθως ξυρίζομαι και ακούω ροκ γιατί μου δίνει κίνητρο και έξτρα ενέργεια για το παιχνίδι».
Η μπάντα που έκανε τον Λουίς να αγαπήσει τη ροκ
Ο Φιλίπε Λουίς έχει εμφανιστεί με μπλουζάκι Red Hot Chilli Peppers και έχει πει ότι το Californication είναι από τα αγαπημένα του άλμπουμ, του αρέσει πολύ το City of Blinding Lights των U2, ακούει τους Strokes, έχει φορέσει μπλουζάκι Paramore και πολλά ακόμα. Στο Rock in Rio του 2022 είχε πάει να δει τους Guns n Roses αποφασισμένος να χαρίσει στον Axl Rose μια φανέλα της Φλαμένγκο, αλλά οι άμπαλοι Αμερικάνοι σεκιουριτάδες δεν τον άφησαν να περάσει και έχει ακόμα να το λέει. Ένα άλλο μπλουζάκι όμως, δημιούργησε θέμα. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο του Ρίο για να υπογράψει στη Φλαμένγκο, εμφανίστηκε με μπλουζάκι Iron Maiden και τον Έντι, τη… μασκότ ας πούμε του συγκροτήματος. Μόνο που υπήρχε ένα θέμα. Ο Έντι εδώ και χρόνια είναι έμβλημα των οργανωμένων οπαδών της Βάσκο ντα Γκάμα, τόσο πολύ μάλιστα που οι οπαδοί της είχαν κάνει δώρα στα μέλη των Iron Maiden σε μια επίσκεψη του συγκροτήματος στη Βραζιλία. Επειδή μιλάμε για Βραζιλία, εκεί που συχνά η λογική είναι κάτι που αναζητείται, το μπλουζάκι του Λούις έφερε αντιδράσεις στους οπαδούς της Φλαμένγκο. Ευτυχώς όμως, όλα αυτά τελείωσαν πολύ γρήγορα, κυρίως με τις εμφανίσεις του.
Δέθηκε πολύ με τη “Μενγκάο” και έπαιξε για μια ολόκληρη 4ετία, κάνοντας τρομερά πράγματα. Η Φλαμένγκο κατέκτησε το πρώτο της Λιμπερταδόρες μετά από 38 ολόκληρα χρόνια. Πήρε πρωτάθλημα μετά από 10 χρόνια το 2019 και έκανε το repeat το 2020. Ο Φιλίπε Λουίς κατέκτησε επίσης δύο Σούπερ Καπ, ένα κύπελλο, δυο τοπικά πρωταθλήματα Καριόκα και το Ρεκόπα Σουνταμερικάνα. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας 176 φορές και όταν αποσύρθηκε αποθεώθηκε και τιμήθηκε από διοίκηση και κόσμο.
Όταν επέστρεψε στη Φλαμένγκο είχε πει ότι κατά τις διαπραγματεύσεις είπε στη διοίκηση ότι έχει μεγάλη επιθυμία να γίνει προπονητής όταν αποσυρθεί. Οι άνθρωποι της Φλαμένγκο του είπαν ότι θα του δώσουν την ευκαιρία και κανείς δεν περίμενε πόσο αληθινή θα έβγαινε αυτή η συζήτηση. Από τις πιο παλιές του συνεντεύξεις, όταν ήταν ακόμα στην Ευρώπη, δήλωνε συνέχεια ότι ήθελε να κοουτσάρει. Και τελικά όλοι κράτησαν τις υποσχέσεις τους. Ένα μήνα αφότου κρέμασε τα παπούτσια του ανέλαβε προπονητής στην Κ17 της Φλαμένγκο και κέρδισε το Κόπα Ρίο. Ανέβηκε στην Κ20 και κατέκτησε μαζί της το Διηπειρωτικό (κερδίζοντας τον Ολυμπιακό στον τελικό). Όταν ο Τίτε αποχώρησε από την πρώτη ομάδα, οι άνθρωποι της Φλαμένγκο είχαν ήδη καταλάβει ότι υπήρχε ο ιδανικός αντικαταστάτης. Ένας έξυπνος, εργατικός, φιλόδοξος προπονητής που μιλάει πάντα ήρεμα και αφού σκεφτεί. Ο Φιλίπε Λουίς, ανέλαβε την ομάδα με τους περισσότερους οπαδούς στη χώρα και μόλις στα 39 του έχει κατακτήσει το πρωτάθλημα Καριόκα, το κύπελλο και το Σούπερ Καπ Βραζιλίας. Με τη Φλαμένγκο έχει κατακτήσει τους τελευταίους 12 μήνες συνολικά πέντε τίτλους με τις μικρές ομάδες και την πρώτη, λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων.
Αφήνει την ομάδα στη διακοπή, στην 1η θέση του πρωταθλήματος Βραζιλίας, με στόχο φυσικά την κούπα. Αλλά ο ίδιος παραμένει προσγειωμένος. «Η Φλαμένγκο είναι κάπως έτσι. Μια καθημερινή τρέλα στις καλές και τις κακές στιγμές. Πάντα συμβαίνει κάτι γύρω από τη Φλαμένγκο, υπάρχει μια υπερβολή για τα πάντα. Ένας παίκτης παίζει δυο καλά παιχνίδια και πρέπει να τον πάρουν εθνική, ο προπονητής είναι για την Μπαρσελόνα. Μετά έρχεται μια ήττα και όλοι είναι άχρηστοι. Προειδοποίησα τους παίκτες γι’ αυτό, όταν κάναμε αήττητο σερί.» Τα λόγια δεν ήταν τυχαία. Μπορεί η ομάδα να πήγαινε καλά στο πρωτάθλημα, αλλά στο Λιμπερταδόρες πέρασε οριακά από τη φάση των ομίλων, την τελευταία στιγμή, σε τριπλή ισοβαθμία. Κάτω από την LDU του Εκουαδόρ και πάνω από τη Σεντράλ Κόρδοβα της Αργεντινής. Τον Αύγουστο θα έχει έναν βραζιλιάνικο εμφύλιο απέναντι στην Ιντερνασιονάλ. Ο Φιλίπε Λουίς ξέρει ότι η υπομονή είναι άγνωστη λέξη στον κόσμο και τις διοικήσεις του ποδοσφαίρου. Πάντως δεν θα είναι καθόλου περίεργο να τον δούμε κάποια στιγμή να επιστρέφει στην Ευρώπη ως προπονητής, αν συνεχίζει να έχει επιτυχίες.