“Μήπως έχετε πέντε λεπτά να σας μιλήσουμε για τον Πίτερ Νόουλς;”

Τον Φεβρουάριο του 1971 οι Fleetwood Mac βρίσκονταν στις ΗΠΑ για μια ακόμα περιοδεία. Ο Τζέρεμι Σπένσερ ήταν 23 ετών και ζούσε το όνειρο πολλών ανθρώπων. Ήταν ο κιθαρίστας σε μια πολλά υποσχόμενη αλλά και διάσημη ήδη μπάντα που είχε κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους μέσα σε τρία χρόνια, είχε μια έντονη σκηνική παρουσία που του προσέδιδε μια ροκ αύρα που λάτρευε ο κόσμος εκείνη την εποχή (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ερωτική του ζωή) και έβγαζε λεφτά γυρίζοντας τον κόσμο και παίζοντας τη μουσική που του αρέσει.

Ένα μεσημέρι εκείνου του μήνα και μερικές μόνο ώρες πριν από μια ακόμα sold out εμφάνιση σε ένα πασίγνωστο κλαμπ του Λος Άντζελες, ο Σπένσερ ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη του εξ αρχής πολυτάραχου συγκροτήματος ότι θα πάει μια βόλτα για να αγοράσει ένα περιοδικό, για να έχει κάτι να διαβάζει μέχρι να φτάσει η ώρα της συναυλίας. Μια συναυλία που τελικά ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω έλλειψης κιθαρίστα, αφού ο Τζέρεμι Σπένσερ δεν επέστρεψε ποτέ στο ξενοδοχείο.

Η εξαφάνιση του δηλώθηκε στην αστυνομία, η μπάντα φοβήθηκε ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί και ο μάνατζερ του έβαλε ό,τι μέσο είχε στην πόλη για να βοηθήσει στον εντοπισμό του αλλά ο Σπένσερ παρέμενε άφαντος, καταστρέφοντας έτσι το πρόγραμμα της περιοδείας. Μια εβδομάδα αργότερα, ο 23χρονος Άγγλος εντοπίσθηκε επιτέλους από κάποιον σε μια μεγάλη αποθήκη στα περίχωρα της πόλης. Ο ανακουφισμένος μάνατζερ έσπευσε αμέσως εκεί και αντίκρισε μια εικόνα που τον εξέπληξε, μια πρόταση που δεν γράφεται εύκολα για κάποιον που ζούσε από μέσα τη ροκ σκηνή εκείνων των ξέφρενων χρόνων.

Ο ροκάς/άγριο νιάτο/μαλλιάς Τζέρεμι Σπένσερ είχε ξυρίσει το κεφάλι του, ζούσε σε ένα τεράστιο κοινόβιο με εκατοντάδες άλλους αγνώστους, είχε αλλάξει το όνομα του σε Τζόναθαν και είχε γίνει μέλος στη χριστιανική αίρεση «Τα παιδιά του Θεού» που προσέφερε (και προσφέρει ακόμα και σήμερα, παρά τις καταγγελίες για σεξουαλική αποπλάνηση ανηλίκων) το άκρως ελκυστικό πακέτο “σωτηρία/πνευματική αναγέννηση/εσωτερική γαλήνη” μέσω μιας κάπως αμφιλεγόμενης σεξουαλικής απελευθέρωσης. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, είχε συναντήσει ένα μέλος της οργάνωσης στο δρόμο για το βιβλιοπωλείο, αυτός τον ρώτησε αν ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής που συνοδεύεται από “πνευματική επανάσταση και ευτυχία”, αυτός δέχτηκε να τον ακολουθήσει στα… ας τα πούμε γραφεία της αίρεσης και εκεί αποφάσισε, σε χρονικό διάστημα μικρότερο απ’ότι χρειάζεται ένας μέσος άνθρωπος για να επιλέξει αν θα βγει τελικά το βράδυ, πως η παλιά του ζωή ως ροκ σταρ έχει τελειώσει. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Όλα αυτά χωρίς να ενημερώσει κανέναν και χωρίς να γυρίσει ποτέ να πάρει τα πράγματα του από το ξενοδοχείο.

Ο Τζέρεμι Σπένσερ Τζόναθαν πέρασε τα επόμενα χρόνια της ζωής του μαζί με τα υπόλοιπα… ας τα πούμε παιδιά του Θεού, παίζοντας και γράφοντας μουσική για λογαριασμό της αίρεσης. Ακόμα κι έτσι, το 1998 μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame για τη συνεισφορά του στα πρώτα άλμπουμ των Fleetwood Mac. Οι υπόλοιποι του συγκροτήματος κατάφεραν για πολλοστή φορά να σταθούν στα πόδια τους μετά από αντικατάσταση κάποιου βασικού μέλους και να γράψουν ροκ ιστορία με τους επόμενους δίσκους τους αλλά και τα αμέτρητα ευτράπελα που συνέχισαν να συνοδεύουν την πορεία τους.

Τρία περίπου χρόνια πριν από τη μέρα που ο Τζέρεμι Σπένσερ ανακάλυψε το δρόμο προς τον Θεό σε μια κοινότητα ανθρώπων στην οποία αρκετά χρόνια αργότερα κάποιοι δικαστές ανακάλυψαν μια σειρά κακουργημάτων, ένας άλλος 23χρονος πετυχημένος Βρετανός ζούσε μια παρόμοια στιγμή.

Το καλοκαίρι του 1968 ο Πίτερ Νόουλς βρισκόταν σε ένα σημείο το οποίο θα ζήλευαν πολλοί. Ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και μάλιστα διάσημος, θεωρούταν το ανερχόμενο αστέρι της Γουλβς, έβαζε γκολ που ξεσήκωναν τα πλήθη, απολάμβανε μια ζωή που σε αρκετά σημεία έμοιαζε με αυτή των ροκ σταρς της εποχής και βρισκόταν κοντά στο να πραγματοποιήσει το στόχο των περισσότερων παικτών, να παίξει σε ένα Μουντιάλ με τη χώρα του.

Για κάποιον που είχε γεννηθεί σε ένα χωριό στη βόρεια Αγγλία που έβγαζε μόνο εργάτες για τα τοπικά ορυχεία, μια ζωή σαν αυτή που είχε ήταν σχεδόν ουτοπική. Αντί να περνάει όλη του τη μέρα με μια αξίνα στα έγκατα της Γης, ο Νόουλς έπαιζε μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους στα καλύτερα γήπεδα της πρώτης κατηγορίας, έδινε συνεντεύξεις σε εφημερίδες, άκουγε τους οπαδούς της Γουλβς να τραγουδούν συχνά το όνομα του, οδηγούσε το τελευταίο και πιο ακριβό μοντέλο της MG που είχε γραμμένο στα πλαϊνά το όνομα του και κυκλοφορούσε τη νύχτα με τα ωραιότερα κορίτσια της πόλης. έχοντας υιοθετήσει μια πιο ροκ εμφάνιση με το λίγο μακρύ μαλλί που ήταν στη μόδα τότε λόγω Beatles και Μπεστ.

Το ταλέντο του είχε ξεχωρίσει από τα 17, όταν και τον είδε να παίζει ένας σκάουτερ της Γουλβς. Οι «λύκοι» βρίσκονταν τότε σε μεταβατική περίοδο και έψαχναν, όπως και στις μέρες μας, μια σταθερότητα στην απόδοση τους αλλά τα μεγαλεία της προηγούμενης δεκαετίας δεν είχαν προλάβει να ξεχαστούν: Από το 1952 έως το 1961 είχαν τερματίσει μόνο μια φορά εκτός 3αδας ενώ είχαν κατακτήσει και τρία πρωταθλήματα και ένα κύπελλο. To 1963 και σε ηλικία 18 ετών έκανε ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία σε ένα ματς με τη Λέστερ. Στα 19 του είχε κερδίσει μια θέση βασικού στην επίθεση της ομάδας. Μέσα στην επόμενη πενταετία καθιερώθηκε εκεί και παρ’ότι η Γουλβς έκανε ένα πέρασμα από τη δεύτερη κατηγορία, αυτός κατάφερε να φτιάξει ένα καλό όνομα που ξεπέρασε τα όρια της περιφέρειας των Γουέστ Μίντλαντς και του έδωσε μια θέση σε όλες τις μικρές εθνικές ομάδες της Αγγλίας (μέχρι και την U23). Ήταν σχεδόν μόνιμα ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, ήταν γρήγορος, ήταν δυνατός, μυριζόταν το γκολ αλλά ταυτόχρονα είχε την οξυδέρκεια και την ικανότητα να φτιάχνει αρκετές φάσεις για τους συμπαίκτες του.

Για να μην χάσει το κελεπούρι που της έκατσε, η διοίκηση του έκανε ένα καλό και σπάνιο για την εποχή εξαετές συμβόλαιο που του επέτρεπε μεν να απολαμβάνει χωρίς φειδώ τη νυχτερινή ζωή αλλά τον κρατούσε και δέσμιο σε ένα σύλλογο που δυσκολευόταν να διεκδικήσει τίτλους όπως παλιότερα. Κάπως έτσι έχασε και τη μεγάλη ευκαιρία να υπογράψει στη Λίβερπουλ του Μπιλ Σάνκλι που ενδιαφέρθηκε έντονα γι’αυτόν την εποχή που έβρισκε με άνεση τα δίχτυα στην πρώτη κατηγορία και πολλοί πίστευαν πως μπορεί να εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους Άγγλους επιθετικούς της γενιάς του. Όλα αυτά μέχρι που ένα πρωινό του καλοκαιριού του 1968 άνοιξε την πόρτα του και είδε από έξω δυο καλοντυμένους κυρίους να ζητάνε λίγο από το χρόνο του για να του μιλήσουν για τον Θεό.

Ο Νόουλς δεν είχε καμία διάθεση να συζητήσει για τέτοια θέματα, οι δυο επισκέπτες όμως τον έπεισαν ότι δεν θα χαραμίσουν πολύ από τον πολύτιμο χρόνο του. Η ολιγόλεπτη, υποτίθεται, κουβέντα κράτησε τελικά ώρα καθώς οι μουσαφίρηδες κατάφεραν να τον κάνουν να ανοιχτεί σε βαθμό που σίγουρα δεν περίμενε ούτε ο ίδιος.

Όπως αποδείχτηκε, κάτω από το παρουσιαστικό του ποδοσφαιρικού σταρ κρυβόταν ένας πιεσμένος άνθρωπος γεμάτος προβληματισμούς, που δεν είχε καταφέρει ποτέ του να χωνέψει πώς σε ηλικία 11 ετών έχασε μέσα σε μερικές εβδομάδες τη μικρή του αδερφή και τον πατέρα του από καρκίνο και μερικά χρόνια αργότερα μια ακόμα αδερφή από πνευμονία. “Στην οικογένεια μου δεν συζητούσαμε ποτέ για τον Θεό. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί συνέβη αυτό που συνέβη. Θεωρήσαμε πως είναι «κακή τύχη» και συνεχίσαμε τις ζωές μας. Εγώ όμως δεν μπορούσα να μην το σκέφτομαι. Γιατί έπρεπε να πεθάνουν ο πατέρας μου και η αδερφή μου που δεν είχαν κάνει τίποτα κακό;” Οι απαντήσεις των συνομιλητών του για τα σχέδια του Θεού φαίνεται πως έπεισαν τον Νόουλς και όταν η κουβέντα ολοκληρώθηκε, έδωσαν ραντεβού για να τη συνεχίσουν σε κάποια πιο οργανωμένη συνάθροιση, όπου γίνεται μελέτη και συζήτηση πάνω σε θέματα της Βίβλου. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή του με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και η αρχή του τέλους της προηγούμενης ζωής του.

Ένα μικρό κινηματογραφικό διάλειμμα με μια δόση Monty Python και συνεχίζουμε

Εκείνη τη χρονιά, τη σεζόν 1968-69, ο Πίτερ Νόουλς συνέχισε την ανοδική του πορεία, βρήκε άλλες 11 φορές το δρόμο προς τα δίχτυα, είδε το όνομα του να συμπεριλαμβάνεται σε διάφορες μεταγραφικές φήμες, ξεχώρισε σε ένα καλοκαιρινό τουρνουά στις ΗΠΑ, που είχε στόχο να προωθήσει το ποδόσφαιρο στην αμερικάνικη αγορά, και παρέμεινε στη λίστα των υποψηφίων του Αλφ Ράμσει, που αναζητούσε τους παίκτες που θα στελεχώσουν την αποστολή της Αγγλίας στο Μουντιάλ στο Μεξικό. Όλα αυτά στο ποδοσφαιρικό σκέλος. Στην υπόλοιπη ζωή του, σχεδόν τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Το σταριλίκι είχε κάνει φτερά και τα νυχτοπερπατήματα είχαν μετατραπεί σε επισκέψεις στις συναντήσεις των Μαρτύρων και σε ατέλειωτες ώρες μελέτης της Αγίας Γραφής, μαζί μάλιστα με τη γυναίκα του. Αν και κανένας από τους νέους του πνευματικούς φίλους δεν φέρεται να του είπε πως η ζωή του ποδοσφαιριστή δεν είναι συμβατή με τα νέα θρησκευτικά του πιστεύω, στο μυαλό του η συνύπαρξη των δυο έμοιαζε όλο και περισσότερο ως δυσεπίλυτο πρόβλημα. Για να κερδίσει ένα παιχνίδι αναγκαζόταν να γίνει στον αγωνιστικό χώρο ένας διαφορετικός και πιο σκληρός άνθρωπος ενώ ακόμα και η λατρεία του κόσμου της Γουλβς προς αυτόν του προκαλούσε πλέον τα εντελώς αντίθετα συναισθήματα από παλιά, αφού τα αντιμετώπιζε ως μια μορφή θεοποίησης και ειδωλολατρίας. Μια άβολη κατάσταση που δεν συμβάδιζε με αυτά που διάβαζε στη Βίβλο.

Όταν αυτές οι σκέψεις πλημμύρισαν για τα καλά τον εγκέφαλο του, πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τη μπάλα. Τον Αύγουστο του 1969 ενημέρωσε τον προπονητή του και τους ανθρώπους της Γουλβς και λίγες μέρες αργότερα γνωστοποίησε την απόφαση του και στις εφημερίδες. Ο Πίτερ Νόουλς θα κρεμούσε τα παπούτσια του μέσα στον Σεπτέμβρη, καθώς ήθελε πριν πει αντίο στο ποδόσφαιρο να παίξει μια τελευταία φορά αντίπαλος με τον αδερφό του, που εκείνη την εποχή έπαιζε στην Τότεναμ, την οποία θα αντιμετώπιζαν οι «λύκοι» στις 3 Σεπτεμβρίου για το Λιγκ Καπ.

Η αναπάντεχη δήλωση του αντιμετωπίστηκε αρχικά με υπερβολική χαλαρότητα από όλους. Κανένας δεν πίστευε ότι το εννοεί. Ή για να το θέσουμε καλύτερα, όλοι πίστευαν ότι θα ανακαλέσει την απόφαση του μετά από λίγο καιρό. Ο προπονητής του, η διοίκηση, οι συμπαίκτες, οι φίλοι του, ο κόσμος της ομάδας, ακόμα και η μάνα του που ήρθε εσπευσμένα από το χωριό για να τον “συνεφέρει” και να του πει ότι πάει να κάνει τεράστια κουταμάρα. Όλοι ήταν πεπεισμένοι πως αυτό είναι ένα μικρό σκάλωμα που θα υποχωρήσει μετά από μερικές εβδομάδες.

“Εγώ πάντως τον περιμένω κανονικά στην προπόνηση της Δευτέρας” ήταν η ατάκα του προπονητή του στις αμέτρητες ερωτήσεις των δημοσιογράφων λίγο πριν το τελευταίο του παιχνίδι, ένα χορταστικό 3-3 με τη Νότιγχαμ Φόρεστ στις 6 Σεπτεμβρίου 1969. Ο προπονητής τον περίμενε, ο φροντιστής ετοίμασε κανονικά τα ρούχα και τα παπούτσια του στα αποδυτήρια αλλά το ανερχόμενο αστέρι της ομάδας δεν εμφανίστηκε στην προπόνηση εκείνη τη μέρα. Ούτε την επόμενη. Ούτε τη μεθεπόμενη.

Προς έκπληξη όλων, ο Πίτερ Νόουλς δεν επέστρεψε ποτέ. Εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο χωρίς καν να κάνει μια δήλωση μετά το τέλος του τελευταίου του αγώνα με τη Φόρεστ. Έφυγε από το γήπεδο βιαστικά και από την πίσω πόρτα, για να μην τον συναντήσουν οι δημοσιογράφοι και οι φανατικοί θαυμαστές του, στους οποίους έδινε για ώρα αυτόγραφα μετά από κάθε ματς. Ό,τι είχε να πει, το είχε πει λίγο καιρό πριν, όταν είχε ανακοινώσει τις προθέσεις του λέγοντας πως “έχω χάσει τη φιλοδοξία μου, θέλω να σταματήσω για να διαθέσω περισσότερο χρόνο στη μελέτη της Βίβλου”. Λίγες εβδομάδες αργότερα γιόρτασε τα γενέθλια του. Έκλεινε τα 24.

Μετά την απόσυρση του στράφηκε σε λιγότερο προβεβλημένα επαγγέλματα για να βγάλει τα προς το ζην. Μοίραζε γάλα, καθάριζε παράθυρα, κουβαλούσε κιβώτια σε αποθήκες. Παρά την αποχώρηση του από την επικαιρότητα, οι φίλοι της Γουλβς που τον πετύχαιναν στο δρόμο συνέχιζαν να του ζητάνε αυτόγραφο και να προσπαθούν να τον πείσουν να επιστρέψει στα γήπεδα. Οι εκκλήσεις τους δεν έπιασαν τόπο. Αρκετές δεκαετίες μετά, ο Νόουλς παραμένει ενεργός στην κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στον ελεύθερο χρόνο του μοιράζει φυλλάδια σε κεντρικά σημεία ή και από πόρτα σε πόρτα ενώ δίνει το παρών και σε κάποιες από τις συναντήσεις τους. Σε μια συνέντευξη του πριν λίγα χρόνια δήλωσε: “Όλοι πίστευαν ότι σε έξι μήνες θα αλλάξω γνώμη. Η οικογένεια μου δεν μπορούσε να το αποδεχτεί με τίποτα. Ούτε η μητέρα μου, ούτε ο αδερφός μου. Ήταν όμως η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ούτε μια στιγμή.”

Ο ίδιος δεν το μετάνιωσε ποτέ αλλά οι παλιοί φίλοι της Γουλβς ακόμα αναρωτιούνται πόσο ψηλά θα μπορούσε να φτάσει και αυτός και ο αγαπημένος τους σύλλογος. Για περισσότερα από δέκα χρόνια μετά από τη μέρα που αποχώρησε, η ομάδα του έστελνε στο σπίτι νέα συμβόλαια για να υπογράψει και τον δήλωνε στο ρόστερ στην αρχή κάθε σεζόν, με την ελπίδα ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή μέσα στη χρονιά να εμφανιστεί μια μέρα στην προπόνηση και να θελήσει να παίξει. Αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ.