Το καλοκαίρι του 2010 ο Όσκαρ ντε Μάρκος ήταν 21 ετών και πετούσε στα ουράνια. Ένα χρόνο πριν είχε υπογράψει το πρώτο του καλό συμβόλαιο στην αγαπημένη του Αθλέτικ Μπιλμπάο, είχε κάνει μια γεμάτη σεζόν με πολλές συμμετοχές σε Ισπανία και Ευρώπη και είχε πετύχει το παρθενικό του γκολ μέσα σε ένα κατάμεστο Σαν Μαμές απέναντι στη Μπαρτσελόνα του Πεπ. Ήταν και επίσημα ένας ακόμα ποδοσφαιριστής επιπέδου Πριμέρα Ντιβιζιόν.
Όταν οι αγωνιστικές υποχρεώσεις ολοκληρώθηκαν όμως, επέλεξε να κάνει κάτι που πιθανόν κανένας άλλος ποδοσφαιριστής δεν θα έκανε σε μια τέτοια ηλικία κι ενώ έχει μόλις «πιάσει την καλή». Αντί να πάει σε κάποιο από τα πολλά δημοφιλή τουριστικά θέρετρα ή να νοικιάσει ένα σκάφος για να απολαύσει ήσυχος τις διακοπές του, αυτός μπήκε σε ένα αεροπλάνο και ταξίδεψε στο Τόγκο.
Το Τόγκο είναι μια μικρή και σχετικά άγνωστη χώρα στα δυτικά της Αφρικής που υποφέρει από σχεδόν όλα τα γνώριμα προβλήματα της ηπείρου. Ο ακριβής προορισμός του Βάσκου ήταν το Κέντρο Ντον Μπόσκο στην πόλη Κάρα, 400 περίπου χιλιόμετρα βόρεια από την πρωτεύουσα Λομέ. Ένα μέρος που λειτουργούσε σαν καταφύγιο για πρόσφυγες, ντόπια παιδιά και εφήβους που είχαν μείνει χωρίς οικογένεια και σπίτι αλλά και κορίτσια και νεαρές γυναίκες που είχαν γλιτώσει την τελευταία στιγμή από κυκλώματα σωματεμπορίας και μαστροπούς. Εκεί θα συναντούσε έναν συμπατριώτη του από την Παλένθια που είχε αναλάβει το ρόλο του υπευθύνου. Το σχέδιο έλεγε πως ο ντε Μάρκος θα έκανε μερικά μαθήματα ποδοσφαίρου στα παιδιά κι έτσι θα τα βοηθούσε να ξεχάσουν για λίγο τη ζοφερή καθημερινότητα τους. Αυτές θα ήταν οι πρώτες διακοπές του ως πετυχημένος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Η επαγγελματική ιδιότητα του και η φήμη του ως παίκτης μιας ιστορικής ομάδας σε ένα από τα καλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου έκαναν φτερά μέσα σε ελάχιστα λεπτά το βράδυ της άφιξης του στην Αφρική. Για λόγους που ποτέ δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει, με το που τον είδαν οι αρχές του αεροδρομίου έκριναν πως η συμπεριφορά του είναι ύποπτη και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Η περιγραφή που ακολουθεί είναι του ιδιου: “Με έσπρωξαν ξαφνικά σε έναν τοίχο κρατώντας τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου. Άρχισαν να με ψάχνουν και να φωνάζουν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Κάτι είχε συμβεί προφανώς αλλά δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό. Προσπάθησα να απαντήσω στις κατηγορίες τους αλλά το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή ήταν να φωνάξω «παρακαλώ, βοήθεια, παρακαλώ».”
Το σκηνικό δεν κράτησε αρκετή ώρα αλλά το σημάδι που άφησε μέσα του έμεινε ζωντανό για χρόνια. “Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Αφρική κατάφερε να καταργήσει όλη την προστατευτική φούσκα στην οποία ζούσα ως τότε, όλες αυτές τις ανοησίες, όλη τη φήμη. Ήμουν ολομόναχος απέναντι σε έναν κίνδυνο που δεν καταλάβαινα, κρατούμενος μιας υπηρεσίας ασφαλείας που με κατηγορούσε για κάτι που δεν ήξερα τι είναι. Όλα αυτά μέσα στη νύχτα, σε μια ξεχασμένη χώρα της Αφρικής όπου κανένας δεν με γνώριζε και κανένας δεν μιλούσε κάποια γλώσσα που να καταλαβαίνω. Εκτός από τον λογικό φόβο, στο μυαλό μου κυριαρχούσε η σκέψη ότι είχα κάνει λάθος. Κατηγορούσα τον εαυτό μου που επέλεξε να δοκιμάσει να κάνει κάτι τέτοιο. Τι δουλειά είχα εκεί; Δεν ήξερα πού είχα μπλέξει, δεν ήξερα τι θα μου συμβεί τις επόμενες μέρες.”
Ευτυχώς, οι εκκλήσεις του για βοήθεια έπιασαν τόπο. Ένας Τογκολέζος συνεπιβάτης του, που επέστρεφε από την Ισπανία και με τον οποίο είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες στο αεροπλάνο, άκουσε τις φωνές του και έσπευσε να βοηθήσει. Ακόμα κι αυτός όμως δυσκολεύτηκε να τους πείσει ότι ο λευκός ταξιδιώτης είναι ποδοσφαιριστής και δεν επισκεπτόταν τη χώρα με κάποιο πονηρό σκοπό. Για να τα καταφέρει, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα και η λύση βρέθηκε στο ίντερνετ. Η παρεξήγηση λύθηκε όταν οι άνθρωποι της ασφάλειας είδαν φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον άνθρωπο που είχαν μπροστά τους να μαρκάρει κάποιον που όλοι γνώριζαν, ακόμα και σε εκείνη τη μικρή, φτωχή χώρα της δυτικής Αφρικής: Τον Λιονέλ Μέσσι.
Η συνολική εμπειρία από εκείνο το ταξίδι έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ο τρόπος που τον αντιμετώπισαν τα παιδιά του κέντρου και οι μέρες που πέρασε μαζί τους κατάφεραν να επισκιάσουν ως ένα βαθμό το επεισόδιο στο αεροδρόμιο. “Υποτίθεται ότι εγώ θα τους έκανα μαθήματα και τελικά μου έκαναν αυτά. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που βίωνα. Το πώς αντιμετώπιζαν τη ζωή παρ’ότι ζούσαν σε ένα μέρος που κυριαρχούσε η μιζέρια και η εκμετάλλευση. Ήταν διατεθειμένα να σου δώσουν ό,τι έχουν για να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα. Και τι είχαν; Είχαν ένα πράγμα. Είχαν στοργή.”
Κάποια στιγμή οι «διακοπές» στο Τόγκο ολοκληρώθηκαν και ο νεαρός «εθελοντής δάσκαλος» επέστρεψε στην «κανονική εργασία» του στο Μπιλμπάο. Τα χρόνια πέρασαν, παίκτες και προπονητές ήρθαν και έφυγαν, η Αθλέτικ μετακόμισε σε νέο γήπεδο αλλά ο Όσκαρ ντε Μάρκος είναι ακόμα εκεί. Πιστός στρατιώτης ενός συλλόγου που αγαπάει από μικρός, παίζοντας ένα παιχνίδι που όπως λέει δεν μπορεί με τίποτα να το αντιμετωπίσει ως δουλειά και υπερνικώντας όλα τα εμπόδια, ακόμα κι αυτά που δυσκολεύεται να φανταστεί ένας θεατής. Όπως το ότι παίζει τόσο καιρό σε αυτό το επίπεδο έχοντας αχρωματοψία. “Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω τον συμπαίκτη από τον αντίπαλο, ειδικά με την ταχύτητα που παίζεται πλέον το ποδόσφαιρο. Δεν είναι ότι είμαι τυφλός αλλά όταν δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις τη διαφορά μεταξύ κάποιων χρωμάτων προκύπτουν διάφορα προβλήματα. Θυμάμαι μια φορά σε έναν αγώνα με τη Μπαρτσελόνα, είχα μια μονομαχία με τον Βίγια και όταν σηκώθηκα είδα ότι ο διαιτητής του έδωσε κάρτα. Οπότε ρώτησα τον Πικέ, που έτυχε να είναι δίπλα μου: «Κόκκινη του έδειξε;» «Ναι. Μα καλά, δεν βλέπεις;» «Όχι, έχω αχρωματοψία»”.
Πριν από λίγο καιρό οι Βάσκοι ανακοίνωσαν πως το συμβόλαιο του θα ανανεωθεί για μια ακόμα σεζόν. Λίγο αργότερα ο Ίκερ Μουνιαΐν, που αποχώρησε από την ομάδα, του παρέδωσε το περιβραχιόνιο. Μετά από αρκετά χρόνια στα οποία είχε το ρόλο του δεύτερου αρχηγού φέτος παίρνει προαγωγή, σε μια χρονιά που οι Βάσκοι επιστρέφουν στην Ευρώπη για πρώτη φορά μετά το 2018. Στα 35 του πλέον έχει την ευκαιρία να σκαρφαλώσει στη δεύτερη θέση στη λίστα των παικτών με τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία του συλλόγου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνει μια γεμάτη σεζόν στην Πριμέρα παίζοντας σε οποιοδήποτε πόστο τον χρειαστεί ο προπονητής του. Ό,τι δηλαδή κάνει εδώ και 15 χρόνια με μια αυθεντική αγάπη και αφοσίωση που δεν συναντάς και τόσο συχνά στις μέρες μας.
Τυπικά και με την κλασική έννοια του όρου, ο ντε Μάρκος δεν αποτελεί σημαία του συλλόγου. Στο ξεκίνημα της καριέρας του έπαιξε για μια σεζόν στην Αλαβές. Εκεί τον εντόπισαν οι άνθρωποι της Αθλέτικ και του πρότειναν να μετακομίσει στο Μπιλμπάο. Η αρχική ιδέα έλεγε πως θα παίξει ένα χρόνο στη δεύτερη ομάδα που αγωνιζόταν στην 3η κατηγορία. Ο νεαρός δεν το σκέφτηκε καθόλου, αν και είχε αποδείξει προηγουμένως την αξία του στη 2η κατηγορία που αγωνιζόταν η Αλαβές. Δεν το αντιμετώπιζε ως υποβάθμιση γιατί απλά ήταν η Αθλέτικ. Η ομάδα που αγαπούσε ο πατέρας του, η ομάδα που κατ’επέκταση αγαπούσε και ο ίδιος.
Ο παίκτης-όνειρο για αρκετούς προπονητές, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές
Η δοκιμή στην δεύτερη ομάδα κράτησε ένα μόνο παιχνίδι. Ο Χοακίν Καπαρός πείστηκε κατ’ευθείαν για τις δυνατότητες του, του έδωσε μια θέση στους μεγάλους και ο πιτσιρικάς τον δικαίωσε γρήγορα. Δέκα μέρες μετά το ντεμπούτο του, απέναντι στη Γιούνγκ Μπόις σε ένα παιχνίδι προκριματικών του Γιουρόπα, άνοιγε το σκορ στο Σούπερ Καπ απέναντι στη Μπαρτσελόνα στο πρώτο του παιχνίδι μέσα στο Σαν Μαμές. Δεν βρίσκεις εύκολα πιο ονειρεμένο ξεκίνημα από αυτό.
Όταν έφτασε στη Χώρα των Βάσκων ο Μαρσέλο Μπιέλσα, ο ντε Μάρκος είχε δυο φουλ σεζόν στην πλάτη. Αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Ο Αργεντινός ταρακούνησε τον κόσμο του Βάσκου, όπως το είχαν κάνει και εκείνοι οι αστυνομικοί στο αεροδρόμιο στο Τόγκο. Μέχρι και σήμερα κάθε φορά που μιλάει για τον «Λόκο» τονίζει την επιρροή που είχε πάνω του. Και τακτικά και σωματικά και πνευματικά. “O Μπιέλσα μου άλλαξε τη ζωή” είναι μια από τις ατάκες που έχει χρησιμοποιήσει. Οι εμφανίσεις του με τον Μπιέλσα στον πάγκο τράβηξαν την προσοχή διάφορων ομάδων. Το ιστορικό διπλό της Αθλέτικ μέσα στο Όλντ Τράφορντ ακολούθησαν αρκετές φήμες πως η Γιουνάιτεντ είχε στο στόχαστρο της τον παίκτη που μπορεί να παίξει σχεδόν παντού στο γήπεδο με το ίδιο πάθος και την ίδια ποδοσφαιρική τιμιότητα. Ο παίκτης όμως δεν ενδιαφερόταν. Ούτε για τη Γιουνάιτεντ, ούτε για τις υπόλοιπες ομάδες που φέρεται να ενδιαφέρθηκαν γι’αυτόν κατά καιρούς. Όπως ακριβώς και οι χλιδάτες διακοπές στo Μαϊάμι και την Ιμπίθα, οι μεταγραφές και η προοπτική μιας καριέρας στο εξωτερικό είναι για άλλους.
Ο Όσκαρ ντε Μάρκος ονειρευόταν από παιδί να παίξει στην Αθλέτικ και από τη στιγμή που το κατάφερε δεν έχει καμία πρόθεση να φύγει, όσο μεγάλο κι αν είναι το δέλεαρ. “Η μόνη περίπτωση να φύγω είναι αν δεν με θέλει άλλο η ομάδα” είναι μια από τις αρκετές, σχετικές δηλώσεις που έχει κάνει. “Ακούγεται υπερβολικό αλλά σας διαβεβαιώνω πως ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, κάθε φορά που μπαίνω να παίξω στο Σαν Μαμές ανατριχιάζω.”
Σε μια άλλη περίπτωση, λίγο μετά το Μουντιάλ του 2014, είχε αναλύσει περισσότερο τη σκέψη του: “Δείτε τον Μαστσεράνο στην εθνική Αργεντινής. Πώς παίζει, πώς θυσιάζεται για την ομάδα, πώς δίνει τα πάντα σε κάθε φάση. Δοκιμάστε να τον ρωτήσετε αν θα επέλεγε να παίξει κάπου αλλού για να κερδίσει ένα τίτλο. Όχι, θα σας έλεγε ότι προτιμάει να προσπαθήσει να γίνει πρωταθλητής με την Αργεντινή. Έτσι ακριβώς κι εγώ θέλω να κερδίσω τίτλους με την Αθλέτικ. Δεν με ενδιαφέρει η προοπτική να κερδίσω κάτι με κάποιον άλλον. Θέλω να το πετύχω εδώ, να το ζήσω με τους ανθρώπους μου, να είμαι ένας από τους λίγους που το έχουν καταφέρει.”
Όταν η κουβέντα πάει στα λεφτά, ο ντε Μάρκος είναι εξίσου απόλυτος: “Δεν βρίσκω κανένα λόγο να φύγω λόγω χρημάτων. Εδώ που είμαι νιώθω ότι με εκτιμούν και πιστεύω ότι με πληρώνουν καλά. Δεν με ενδιαφέρει να πάω κάπου αλλού για να κερδίσω 6 εκατομμύρια το χρόνο. Κάποιοι άλλοι προφανώς το βλέπουν διαφορετικά και δεν έχω κανένα θέμα με αυτό. Δεν θέλω να κριτικάρω κανέναν, ούτε να κρίνω αυτούς που το κάνουν. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός.”
Τον Απρίλιο που μας πέρασε ο Βάσκος, που έχει καθιερωθεί πλέον ως δεξιός μπακ, κατάφερε να ζήσει αυτό για το οποίο μιλούσε τόσα χρόνια. Μετά από σαράντα χρόνια ανομβρίας, η Αθλέτικ κέρδισε το πρώτο της μεγάλο τρόπαιο (είχαν προηγηθεί δυο Σούπερ Καπ και μια παρουσία σε ευρωπαϊκό τελικό) με τον 35χρονο Όσκαρ ντε Μάρκος να φοράει το περιβραχιόνιο και να βγάζει 120′ αγώνα στον τελικό του κυπέλλου. Το όνομα του προστέθηκε και επίσημα στο πάνθεον του συλλόγου, το πρόσωπο του έγινε γκράφιτι σε τοίχο του Μπιλμπάο, ο ίδιος έγινε ένας από τους σύγχρονους θρύλους της πόλης. Θρύλος και για αγωνιστικούς λόγους. Γιατί εκτός γηπέδων ήταν μια πολυαγαπημένη μορφή εδώ και μερικά χρόνια.
Όπως πιθανόν έχετε αντιληφθεί ήδη, ο ντε Μάρκος δεν είναι ένας φυσιολογικός ποδοσφαιριστής της εποχής μας. Και δεν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι στον ελεύθερο χρόνου του παίζει κιθάρα σε ένα ροκ συγκρότημα που έχει φτιάξει μαζί με μερικούς ποδοσφαιριστές της Αθλέτικ (το 2021 πανηγύρισαν την κατάκτηση του Σούπερ Καπ παίζοντας το «Highway to hell» των AC/DC). Ούτε στο ότι τον πετυχαίνεις στις περισσότερες κοινωνικές δράσεις του συλλόγου, είτε είναι οι καθιερωμένες επισκέψεις στα νοσοκομεία την περίοδο των γιορτών, είτε είναι οι εμφανίσεις σε εκθέσεις, όπως η έκθεση φωτογραφίας που έκανε παλιότερα στο Μπιλμπάο ο Ερνέστο Βαλβέρδε, σε μια εποχή που δεν ήταν προπονητής της τοπικής ομάδας.
Το παράξενο ταξίδι στο Τόγκο δεν ήταν μια τρέλα της ηλικίας. Μέσα στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν αρκετά ακόμα. Τα καλοκαίρια για τους περισσότερους παίκτες είναι συνυφασμένα με αραλίκι, βουτιές, κλάμπινγκ και επισκέψεις σε καλά εστιατόρια. Για τον αρχηγό της Αθλέτικ αποτελούν συχνά μια ιδανική ευκαιρία για να γνωρίσει έναν διαφορετικό κόσμο που έχει ελάχιστα κοινά με τη φούσκα στην οποία ζει τους υπόλοιπους μήνες.
Το διαβατήριο του έχει πλέον σφραγίδες από διάφορες χώρες της Αφρικής, εκεί που συνεχίζει να πηγαίνει εθελοντικά συμμετέχοντας σε προγράμματα που περιλαμβάνουν συνήθως συναναστροφή με παιδιά και νέους που ψάχνουν μια διαφορετική διέξοδο στον αθλητισμό. Το 2013 ταξίδεψε στο Περού για να παίξει μπάλα, να μιλήσει και να εμψυχώσει τα παιδιά ενός κέντρου που έχει δημιουργήσει εκεί ένας παλιός συμπαίκτης του στην Αθλέτικ ενώ το 2016 ήρθε και από τα μέρη μας. Αντί όμως να επισκεφτεί τη Μύκονο ή τη Σαντορίνη, επέλεξε να πάει στη Χίο για να γνωρίσει τα παιδιά σε ένα κέντρο προσφύγων και να παίξει μπάλα και μαζί τους. Το ότι δεν το μάθαμε ποτέ δεν αποτελεί καμία έκπληξη, ούτε ήταν τυχαίο. Σε μια εποχή που όλα καταγράφονται, μοιράζονται και αξιολογούνται με λάικ και ψηφιακές καρδούλες, ο ντε Μάρκος επέμενε να κρατάει κρυφές τις εκτός γηπέδων δραστηριότητες του.
Από το Μπερναμπέου και το Καμπ Νου σε ένα αυτοσχέδιο γήπεδο σε κάποια γειτονιά του Περού
Αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν οι κάτοικοι του Μπιλμπάο που τον ζουν σχεδόν καθημερινά. Για αρκετά χρόνια λίγοι, ακόμα και στην ίδια την πόλη που παίζει, ήξεραν ότι ένας εκ των αρχηγών του καμαριού της περιοχής περνάει αρκετές από τις Παρασκευές του στην Ογκολογική Μονάδα Παίδων ενός νοσοκομείου σε ένα προάστιο. Έπρεπε να φτάσουμε στο καλοκαίρι του 2018 για να ανεβάσει στα κοινωνικά δίκτυα ένας επισκέπτης του νοσοκομείου μια ανάρτηση που έλεγε ότι πέτυχε εκεί τον ποδοσφαιριστή και όταν ρώτησε έναν γνωστό του που δουλεύει σε αυτό για ποιο λόγο βρίσκεται εκεί η απάντηση τον εξέπληξε. Όπως επιβεβαιώθηκε μετά και από αρκετές άλλες πηγές, για χρόνια ο ντε Μάρκος επισκέπτεται τη μονάδα κάθε Παρασκευή, εκτός από τις περιπτώσεις που δεν το επιτρέπουν οι αγωνιστικές υποχρεώσεις της Αθλέτικ. Κατά την παραμονή του εκεί συζητάει, ενθαρρύνει και περνάει χρόνο με τα παιδιά αλλά και με τους γονείς και τους συγγενείς που τα συνοδεύουν.
Όλο το προηγούμενο διάστημα η συνήθεια αυτή είχε μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας γιατί ο ίδιος ζητούσε να μην μαθευτεί. Όταν το μυστικό διέρρευσε και οι δημοσιογράφοι έσπευσαν για μια δήλωση η απάντηση του ήταν: “Δεν θέλω να πω οτιδήποτε για το συγκεκριμένο θέμα. Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε «παιδί μου, προσπάθησε να μείνεις στη σκιά». Όταν εμφανίζονται οι κάμερες μοιάζει σαν να το κάνεις για να κερδίσεις την εκτίμηση του κόσμου”.
Η δημοσιοποίηση του θέματος έδωσε την ευκαιρία στον Μπιέλσα να μιλήσει στους Άγγλους δημοσιογράφους για έναν από τους αγαπημένους του παίκτες. Σε μια συνέντευξη τύπου ο τότε προπονητής της Λιντς βρήκε κλασικά μόνος του μια αφορμή για να ξεφύγει από τα καθαρά ποδοσφαιρικά και να πει: “Στο Μπιλμπάο είχα έναν ποδοσφαιρική που πάντα πίστευα ότι αποτελεί πρότυπο. Έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται περισσότερο για το συλλογικό καλό παρά για το ατομικό. Αυτές τις μέρες το επιβεβαίωσα για άλλη μια φορά, όταν μαθεύτηκε κάτι που έκανε τόσο καιρό στα κρυφά. Αυτή είναι η νοοτροπία ενός σωστού αρχηγού.”
Ένα χρόνο αργότερα οι άνθρωποι του ιδρύματος της Αθλέτικ Μπιλμπάο, το οποίο συχνά ξεφεύγει από τα αθλητικά πλαίσια και διοργανώνει μεταξύ άλλων κινηματογραφικά φεστιβάλ και λέσχες ανάγνωσης, του ζήτησαν να καταγράψει το πώς βίωσε το πέρασμα από την αθωότητα και την αφέλεια της εφηβείας στον επαγγελματικό αθλητισμό και τις τεράστιες απαιτήσεις που τον συνοδεύουν. Ο ντε Μάρος αρχικά αρνήθηκε να μπει στη διαδικασία να εξωτερικεύσει τόσα πράγματα για αυτόν και τη ζωή του. Η απόφαση του άλλαξε όταν του εξήγησαν ότι έτσι μπορεί να βοηθήσει και να προετοιμάσει ψυχολογικά τα παιδιά της περιοχής που τον βλέπουν σαν ίνδαλμα και θέλουν να ακολουθήσουν μια παρόμοια επαγγελματική πορεία.
Το μικρό βιβλίο που προέκυψε έχει τίτλο «Τόγκο» και περιλαμβάνει όλες τις σκέψεις και τις εμπειρίες του από την παρθενική χρονιά στην Αθλέτικ αλλά και από το καλοκαίρι που ακολούθησε, όταν και επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αφρική. Σε αυτό μιλάει με απόλυτη ειλικρίνεια για το πώς ένιωσε να «ψωνίζεται» μετά τις πρώτες εμφανίσεις του στην Ευρώπη και το γκολ στη Μπαρτσελόνα (“Εκείνη τη μέρα χάσαμε τελικά αλλά εγώ δεν ένιωθα χαμένος γιατί εστίαζα μόνο στον προσωπικό μου θρίαμβο. Όταν ξεκινάς, σκέφτεσαι κυρίως τον εαυτό σου. Είναι αναπόφευκτο. Όλα νομίζεις πως γυρνάνε γύρω σου, πιστεύεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου και μια φούσκα ματαιοδοξίας σε περιβάλλει”), το πώς προσγειώθηκε απότομα όταν αργότερα έχασε τη θέση του στην ενδεκάδα γιατί χαλάρωσε υπερβολικά αλλά και για τα όσα του έμειναν από την εμπειρία της Αφρικής. Φυσικά δεν πρόκειται για μια ακόμα αυτοβιογραφία κάποιας φίρμας που εκμεταλλεύεται την πρόσκαιρη φήμη της για να βγάλει κι άλλα χρήματα. Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν από τη σελίδα του Ιδρύματος αλλά και από επιλεγμένα βιβλιοπωλεία του Μπιλμπάο ενώ έχει δοθεί σαν δώρο σε όλα τα σχολεία και τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της περιοχής.
Στην πρώτη από τις εκατό περίπου σελίδες του υπάρχει μια φράση του συγγραφέα Εντουάρντο Γκαλεάνο με μια μικρή σημείωση από κάτω που ενημερώνει τον αναγνώστη ότι πρώτη φορά άκουσε για αυτήν από το στόμα του Μπιέλσα. Αυτή λέει: «Η φιλανθρωπία είναι ταπεινωτική γιατί ασκείται κάθετα και από πάνω. Η αλληλεγγύη είναι οριζόντια και δείχνει αμοιβαίο σεβασμό»