Το καλοκαίρι του 2008 ο Ολιβιέ Ζιρού ενσωματώθηκε στην προετοιμασία της Γκρενόμπλ χωρίς να έχει ιδέα τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Η ομάδα στην οποία είχε περάσει όλη του την εφηβεία είχε καταφέρει να κερδίσει την άνοδο στη Λιγκ 1 αλλά ο Ζιρού ήταν απών από αυτή την επιτυχία. Ένα χρόνο πριν είχε επιλέξει να πάει δανεικός στην Ίστρ, που έπαιζε μια κατηγορία πιο χαμηλά, για να μπορέσει να πάρει χρόνο συμμετοχής και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Αντικειμενικά, δεν τα είχε πάει και άσχημα. Τα 14 γκολ που έβαλε εκεί αποτελούν ένα αξιοσέβαστο νούμερο, δεδομένου και του πρότερου βιογραφικού του. Στις πρώτες δυο του σεζόν ως επαγγελματίας στη Γκρενόμπλ είχε σκοράρει δυο φορές. Συνολικά.
Η εμπειρία της Ίστρ είχε σίγουρα βοηθήσει αλλά όπως αποδείχτηκε δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει μια θέση στο ρόστερ της παλιάς του ομάδας που πλέον θα αντιμετώπιζε τα “μεγάλα παιδιά” της Γαλλίας. Λίγες μέρες μετά το τέλος της προετοιμασίας ο προπονητής Μεχμέντ Μπαζντάρεβιτς τον ενημέρωσε ότι δεν τον υπολογίζει στα πλάνα του. Για την ακρίβεια, και σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του Ζιρού στην «Εκίπ», του είπε κατά λέξη: “Δεν έχεις το επίπεδο για να παίξεις ούτε στην 2η κατηγορία. Πόσο μάλλον στην 1η”. Πολλά χρόνια μετά, όταν ο Γάλλος στράικερ είχε γίνει διάσημος, ο Βόσνιος ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο δεν του είπε ποτέ τέτοιο πράγμα αλλά ότι ήταν ο Ζιρού αυτός που είχε ζητήσει να φύγει για να συνεχίσει την εξέλιξη του κάπου που θα είχε σίγουρο χρόνο συμμετοχής. Για να μεγεθύνει κι άλλο το μπέρδεμα γύρω από τι έγινε, λίγο αργότερα πρόσθεσε μια ακόμα συγκεχυμένη πληροφορία: “Εγώ ήθελα να μείνει αλλά η διοίκηση προτιμούσε να κινηθούμε για πιο έμπειρους παίκτες και δεν μου άφησε περιθώριο να διαλέξω”.
O Ζιρού σε προπόνηση της Γκρενόμπλ το καλοκαίρι του 2008. Δίπλα του ο Ρεγκραγκί, που τότε βρισκόταν στο κλείσιμο της καριέρας του και σήμερα ως προπονητής οδηγεί το Μαρόκο στα ημιτελικά ενός Μουντιάλ
Στα 22 του, με μια μόνο ελκυστική χρονιά στο βιογραφικό του, ο Ζιρού δεν είχε και πολλές επιλογές. Ποδοσφαιρικές τουλάχιστον, καθώς εκτός γηπέδων είχε φροντίσει από πριν να κάνει τα κουμάντα του παίρνοντας πτυχίο στον τομέα της επιστήμης φυσικής αγωγής και αθλητισμού: “Έκανα προπονήσεις με τη Γκρενόμπλ το πρωί και το απόγευμα διάβαζα. Σκεφτόμουν ότι μπορώ να γίνω γυμναστής σε σχολείο ή προσωπικός γυμναστής. Ήθελα να έχω μια εναλλακτική αν το ποδόσφαιρο δεν πήγαινε καλά”.
Η πρόταση από την Τουρ, που αγωνιζόταν στη Λιγκ 2, ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν εκείνη την εποχή. Στα δυο χρόνια που έμεινε εκεί πέτυχε συνολικά 38 γκολ, βελτιώθηκε σε όλους τους τομείς χάρη στις συμβουλές του προπονητή και πρώην επιθετικού Ντανιέλ Σαντσέζ και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος τη σεζόν 2009-10. Αυτή η χρονιά ήταν και το εισιτήριο του για έναν νέο, καλύτερο κόσμο. Από τον Γενάρη κιόλας του 2010 η Μονπελιέ είχε αποσπάσει την υπογραφή του και το καλοκαίρι τον βρήκε να προετοιμάζεται για την πρώτη του χρονιά στη μεγάλη κατηγορία. Έστω και σε ηλικία 24 ετών.
Στο Μονπελιέ ο Ζιρού βρήκε δυο ανθρώπους που βοήθησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στο να εξελιχθεί ποδοσφαιρικά αλλά και να αποτελέσει κομμάτι μιας σπουδαίας έκπληξης. Ο ένας ήταν αυτός που τον έφερε στην ομάδα.
Ο Λουί Νικολέν ήταν μια ξεχωριστή και κάπως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ένας από αυτούς τους τύπους που συχνά αποκαλούμε “μορφή”. Τεράστιος σε μέγεθος, πολυλογάς, χωρίς καμία διάθεση να προσέξει τι και πώς το λέει, εριστικός και μπλεγμένος σε διάφορες δικαστικές υποθέσεις, ο «Λουλού», όπως ήταν γνωστός, ήταν ένας ιδιοκτήτης που θα μπορούσες πολύ εύκολα να φανταστείς σε μια ελληνική ομάδα. Χάρη στα λεφτά που έβγαζε από την οικογενειακή εταιρεία συλλογής απορριμμάτων, ασχολήθηκε από μικρός με την ερασιτεχνική τότε Μονπελιέ, καθώς λάτρευε γενικότερα τα σπορ. Έγινε πρόεδρος το 1974 και με τη στήριξη του δήμου, με τον οποίο πάντα είχε καλές σχέσεις (νόμιμες ή μη) ανέβασε την ομάδα κατηγορίες και κέρδισε μαζί της ένα κύπελλο το 1990 και ένα Λιγκ Καπ το 1992.
Ο δεύτερος σημαντικός άνθρωπος για τον Ζιρού ήταν ο Γιουνές Μπελχαντά, ένας από τους τρεις Μαροκινούς που υπήρχαν στο ρόστερ της ομάδας. Προϊόν των ακαδημιών της Μονπελιέ, ο Μπελχαντά ήταν ένας κλασικός Μαροκινός μεσοεπιθετικός με πολύ καλή τεχνική και λίγο ζόρικο χαρακτήρα, που δυσκολευόταν να επιδείξει σταθερότητα στην απόδοση αλλά και τη συμπεριφορά του και να γίνει κομβικός για την ομάδα του. Την πρώτη χρονιά της συνύπαρξης του με τον Ζιρού στην επίθεση το δέσιμο τους δεν ήταν και τόσο πετυχημένο. Η Μονπελιέ τερμάτισε 14η και μέχρι την τελευταία αγωνιστική κινδύνευε με υποβιβασμό. Ο Ζιρού τέλειωσε την πρώτη του σεζόν στη μεγάλη κατηγορία με 12 γκολ αλλά ουκ ολίγες φορές ακούστηκαν και γράφτηκαν διάφορα επικριτικά σχόλια για τα τελειώματα του και τις τοποθετήσεις του ειδικά στο δεύτερο μισό της διοργάνωσης.
Μπελχαντά και Ζιρού
Μετά από μια τέτοια πορεία, οι προσδοκίες για την επόμενη χρονιά δεν θα μπορούσαν να ήταν πολύ ψηλές. Ο βασικός στόχος της Μονπελιέ παρέμενε η σωτηρία. Σε μια συνέντευξη του στην αρχή της σεζόν ο προπονητής Ρενέ Ζιράρ έκανε μια μικρή ανάλυση των ομάδων που είχαν τους ίδιους στόχους με τη δική του, εστιάζοντας στη Λορέν και τη Σεντ Ετιέν, και κατέληξε λέγοντας “…και υπάρχουν φυσικά και οι δυνατές ομάδες αλλά εμείς ανήκουμε ουσιαστικά σε ένα δεύτερο πρωτάθλημα.” Το πόσο έξω έπεσε είναι, εκ των υστέρων, σχεδόν αστείο.
Χωρίς να κάνει αρκετές μεταγραφές και χωρίς να αλλάξει ριζικά το σύστημα του (που συνήθως ήταν 4-2-3-1), ο Ζιράρ παρουσίασε μια διαφορετική ομάδα που με κάποιον σχεδόν ανεξήγητο τρόπο, από αυτούς που λατρεύει να παρουσιάζει το ποδόσφαιρο, λειτουργούσε ξαφνικά σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και μπροστά και πίσω. Η έλευση του απίθανου 34χρονου Βραζιλιάνου Βιτορίνο Χίλτον, που υποτίθεται πως ήταν στα τελειώματα της καριέρας του και τελικά έμεινε εκεί για 10 χρόνια (!), αποτέλεσε την κίνηση-κλειδί για να δυναμώσει η άμυνα. Αντίστοιχα στην επίθεση η μετατόπιση του Μπελχαντά από τα άκρα στο κέντρο, σε ρόλο 10αριου, έδωσε την ευκαιρία στον Μαροκινό να συνδυαστεί καλύτερα με τον Ζιρού και να κάνει την καλύτερη σεζόν της καριέρας του.
Με ένα εντελώς απροσδόκητο 3/3 απέναντι σε δυνατές ομάδες στην αρχή η Μονπελιέ βρέθηκε στις πρώτες θέσεις από το ξεκίνημα του φθινοπώρου και δεν έφυγε από αυτές σε καμία στιγμή μέσα στη χρονιά! Με έναν εκπληκτικό Ζιρού να κάνει σχεδόν τα πάντα στην επίθεση η ομάδα του Ζιράρ εξέπληξε τους πάντες τους πρώτους μήνες. Πήρε διπλό μέσα στην έδρα της πρωταθλήτριας Λιλ, κέρδισε τη Μαρσέιγ, έβαλε τέσσερα στη Ρεν, πέντε στη Ντιζόν και τρία μέσα στην έδρα της Σοσό, και τα τρία από τον Ολιβιέ Ζιρού που είχε ένα τεράστιο εξτρά κίνητρο εκείνη τη μέρα: Στον πάγκο της Σοσό καθόταν ο Μεχμέντ Μπαζντάρεβιτς.
Στο τέλος του πρώτου γύρου η “σταχτοπούτα” Μονπελιέ φιγουράριζε στη 2η θέση, τρεις βαθμούς πίσω από την Παρί σεν Ζερμέν, που ήταν εξ αρχής το μεγάλο φαβορί για τον τίτλο αφού είχε αγοραστεί από τους Άραβες και είχε διαθέσει στην αγορά αρκετές δεκάδες εκατομμύρια σε παίκτες όπως ο Παστόρε, ο Γκαμεϊρό, ο Μενέζ, ο Ματουιντί και ο Μότα. Ο στόχος της παραμονής αναπροσαρμόστηκε και σύμφωνα με μια δήλωση του Ζιρού εκείνον τον Δεκέμβριο: “Ο νέος μου στόχος είναι να τερματίσουμε στην πρώτη 3αδα, να βγω πρώτος σκόρερ και να παίξω το καλοκαίρι στο Euro 2012. Ξέρω ότι ζητάω πολλά αλλά το κάνω με την ελπίδα ότι τουλάχιστον ένα από τα τρία θα επιτευχθεί. Αν πάλι γίνουν και τα τρία, τότε θα μιλάμε για ευτυχία.”
Έστω και λίγο καθυστερημένα, σε σχέση με άλλους, ο Γάλλος με το ωραίο, από πολλές απόψεις, κεφάλι έδειχνε για πρώτη φορά στην καριέρα του όλες τις πτυχές του παιχνιδιού του. Εκτός από την έφεση στο σκοράρισμα και την ποικιλία εκτελέσεων που παρουσίαζε, βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη, μοιράζοντας άψογα τη μπάλα στα άκρα, είτε με το πόδι είτε με το κεφάλι, συνεργαζόταν ιδανικά με τον Μπελχαντά ενώ αποκάλυψε και ένα νέο ταλέντο, αυτό της δημιουργίας. Έτσι, από το τέλος του πρώτου γύρου κιόλας ο Ζιρού ήταν στις πρώτες θέσεις και στο σκοράρισμα και στις ασίστ. Χάρη σ’αυτές τις επιδόσεις κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Γαλλίας και κέντρισε το ενδιαφέρον αρκετών συλλόγων, όπως η Άρσεναλ, η Σέλτικ και η Μπάγερν. Σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, ακόμα και η Παρί ενδιαφέρθηκε για να τον εντάξει στο δυναμικό της.
Παρά την εντυπωσιακή της πορεία στο πρώτο μισό, η Μονπελιέ δεν συμπεριλαμβανόταν ακόμα στα μεγάλα φαβορί για τον τίτλο, αφού εκτός από την Παρί υπήρχαν πάντα η Λιλ, η Λιόν και η Μαρσέιγ. Για να τους αποδείξει πως δεν κάνει πλάκα, η ομάδα του «Λουλού», που κάθε εβδομάδα έβγαινε στην τηλεόραση έτοιμος να πετάξει τις φαρμακερές του ατάκες και να κάνει βαρυσήμαντες δηλώσεις, όπως το ότι αν κερδίσει τον τίτλο θα βάψει τα μαλλιά του με τα χρώματα του συλλόγου, ξεκίνησε το δεύτερο γύρο με μόλις μια ήττα στα πρώτα δέκα ματς, παρ’όλο που ανάμεσα τους ήταν και ο αγώνας μέσα στην έδρα της Παρί (2-2). Κι αν υπήρχε κάποιος που συνέχιζε να έχει αμφιβολίες για τις δυνατότητες της, αυτές μειώθηκαν αισθητά στο ενδέκατο παιχνίδι όταν έριξε τρία γκολ μέσα στο Βελοντρόμ. Δυο έβαλε ο Μπελχαντά, ένα έβαλε ο Ζιρού και πλέον λίγο πριν την τελική ευθεία η Μονπελιέ ήταν στην κορυφή της βαθμολογίας, έχοντας δείξει εκτός από θράσος και μεγάλα ψυχικά αποθέματα αφού είχε κερδίσει αρκετά παιχνίδια στα τελευταία λεπτά.
Το στραβοπάτημα που περίμεναν αρκετοί δεν έγινε ποτέ. Στα τελευταία έξι παιχνίδια της σεζόν, η Μονπελιέ έκανε 5 νίκες και 1 ισοπαλία και αγκάλιασε τον τίτλο από την προτελευταία αγωνιστική όταν και κέρδισε τη Λιλ του τρομερού τότε Εντέν Αζάρ με 1-0, με γκολ στο 93′ από έναν άλλο Μαροκινό, τον Καρίμ Αΐτ-Φάνα. Για να ολοκληρωθεί το θαύμα χρειαζόταν απλά ένας βαθμός μέσα στην έδρα της Οσέρ που είχε ήδη υποβιβαστεί. Αυτό στην πράξη αποδείχτηκε λίγο πιο δύσκολο απ’ότι φαινόταν στη θεωρία, αφού εκτός του ότι οι γηπεδούχοι προηγήθηκαν, ο αγώνας διακόπηκε για αρκετή ώρα λόγω επεισοδίων, αφού οι φίλοι της Οσέρ τα είχαν με την ομάδα τους για την τραγική σεζόν που είχε κάνει. Με δυο γκολ του Νιγηριανού Τζον Ουτάκα η Μονπελιέ πήρε τελικά το παιχνίδι και για πρώτη φορά στην ιστορία της στέφτηκε πρωταθλήτρια Γαλλίας.
Το είπε και το έκανε: O «Λουλού» με το νέο του κούρεμα στα πανηγύρια για τον τίτλο
Ο Ουτάκα ήταν ο ήρωας της τελευταίας μέρας, ο Αΐτ-Φάνα έβαλε ένα από τα πιο σημαντικά γκολ της πορείας, ο Χίλτον ήταν ο έμπειρος ηγέτης της άμυνας, ο Μπελχαντά τέλειωσε τη σεζόν με 13 γκολ και 5 ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις αλλά αυτός που έκλεψε την παράσταση ήταν αναμφίβολα το αψηλό παιδί από τις ακαδημίες της Γκρενόμπλ που είχε αγοραστεί με μόλις δυο εκατομμύρια ευρώ και τώρα έβγαινε πρώτος σκόρερ της χώρας (21 στο πρωτάθλημα, 25 συνολικά) και πρώτος σε ασίστ στην ομάδα με 10 σε όλες τις διοργανώσεις!
Δέκα χρόνια μετά, ο Ολιβιέ Ζιρού έχει προσθέσει σε εκείνον τον τίτλο ένα πρωτάθλημα Ιταλίας (στο οποίο πέτυχε μερικά πολύ καθοριστικά γκολ), αρκετά κύπελλα με Άρσεναλ και Τσέλσι, ένα Τσάμπιονς Λιγκ (ως πρώτος σκόρερ της ομάδας του), ένα Γιουρόπα Λιγκ (ως πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης), ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και τώρα παλεύει για ένα δεύτερο συνεχόμενο σε ηλικία 36 ετών. Καθόλου άσχημα για κάποιον που “δεν είχε επίπεδο ούτε για τη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας”.