Άνοιξη του 1994. Η Αταλάντα βρίσκεται κολλημένη στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας και η αποφυγή του υποβιβασμού, του πρώτου μετά από έξι σεζόν στην Σέριε Α, φαίνεται αδύνατη. Ο κόσμος της ομάδας είναι εξοργισμένος και στο στόχαστρο βρίσκονται όλοι. Διοίκηση, παίκτες και προπονητής. Η γιούχα στο τέλος των αγώνων είναι συνηθισμένο φαινόμενο, οι ποδοσφαιριστές δεν τολμούν να κυκλοφορήσουν στην πόλη αλλά τίποτα απ’όλα αυτά δεν φαίνεται να βοηθάει. Όταν οι οργανωμένοι καταλαβαίνουν ότι οι αποδοκιμασίες στο γήπεδο δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, οι ενέργειες τους γίνονται πιο ακραίες. Οργανώνονται επισκέψεις στα σπίτια των παικτών ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα ενώ σε μια περίπτωση η πυροσβεστική σβήνει την τελευταία στιγμή μια φωτιά που είχε στόχο να καταστρέψει κάποια από τα αυτοκίνητα των παικτών στο πάρκινγκ του γηπέδου.
Ένα από εκείνα τα βράδια με την ατμόσφαιρα ακόμα τεταμένη, στο στέκι των οργανωμένων, ένα μπιλιαρδάδικο κοντά στο κέντρο της πόλης, μπαίνει μόνος του ένας 50αρης με κοντό μαλλί και αθλητικό καπέλο. Με σπαστά ιταλικά ζητάει να μιλήσει με τον αρχηγό των οπαδών. Λίγα λεπτά αργότερα στέκεται μπροστά σε κάποια από τα ‘μεγάλα κεφάλια’ των οργανωμένων της ομάδας και εκεί τους εξηγεί ότι αν ακούσει ξανά κάποιον να φωνάζει έξω από το σπίτι του στις 4 το πρωί, θα έχει άσχημε ξεμπερδέματα μαζί του. Όταν ένας από τους οπαδούς τον ρωτάει γελώντας “ποιος είσαι εσύ ρε φίλε;”, η απάντηση είναι “είμαι ο πατέρας του Μοντέρο”. Πριν προλάβουν οι συνομιλητές του να αντιδράσουν από την αποκάλυψη, ο τύπος δείχνει με το δάχτυλο τον πιο γεροδεμένο εξ αυτών, ένα άσβερκο θηρίο που του έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι, και του λέει: “Αν κάποιος αγγίξει τον Πάολο, εσένα θα έρθω να ψάξω”.
Ο, 22χρονος τότε, Πάολο Μοντέρο θα μείνει τελικά άλλα δυο χρόνια στην Αταλάντα, θα τη βοηθήσει να επανέλθει στο Καμπιονάτο και θα αγαπηθεί από τους οπαδούς της για το πάθος που έδειχνε σε κάθε παιχνίδι. Αρκετούς μήνες μετά από εκείνη τη… φιλική κουβέντα στο μπιλιαρδάδικο, σε μια συγκέντρωση της ομάδας οι οπαδοί του μετέφεραν τι ακριβώς έγινε εκείνο το βράδυ και του εξέφρασαν μια απορία που στο παρελθόν λογικά έχουν εκστομίσει αρκετοί: “Ο μπαμπάς σου έχει κότσια πάντως. Σίγουρα δεν είναι τρελός;”
Αυτό που πιθανόν δεν γνώριζαν εκείνη την εποχή κάποιοι από τους φίλους της Αταλάντα είναι ότι ο Χούλιο Μοντέρο Καστίγιο δεν ήταν απλά ο πατέρας του Πάολο Μοντέρο. Ήταν και είναι ένας θρύλος της Ουρουγουάης αλλά και σε κάποιο βαθμό και της Λατινικής Αμερικής. Με έξι πρωταθλήματα Ουρουγουάης, ένα Λιμπερταδόρες, ένα Διηπειρωτικό (απέναντι στον Παναθηναϊκό) και ένα Κόπα Άμερικα στην τροπαιοθήκη του και με δυο παρουσίες σε Παγκόσμια Κύπελλα, εκ των οποίων στη μια έφτασε, παίζοντας σε όλα τα παιχνίδια βασικός, μέχρι τον ημιτελικό όπου και ηττήθηκε από τη μεγάλη Βραζιλία του Πελέ. Αυτό που πάντως θα μπορούσαν εύκολα να φανταστούν, έχοντας μιλήσει έστω και για λίγο μαζί του, είναι ότι το βασικό προτέρημα του ήταν ότι μπορούσε να γίνει πολύ πειστικός.
Δεξιά ο μπαμπάς του Πάολο Μοντέρο, στο κέντρο ο μπαμπάς του Ντιέγκο Φορλάν
Όπως ακριβώς και ο Πάολο, ο Μοντέρο Καστίγιο αγωνιζόταν στο χώρο της άμυνας (είτε ως δεξί μπακ, είτε ως αμυντικό χαφ) και όπως ακριβώς και ο γιος του φημιζόταν για το σκληρό παιχνίδι του. Όσοι πρόλαβαν τον μπαμπά Μοντέρο και στη συνέχεια παρακολούθησαν και την πορεία του μικρού Μοντέρο στην Ευρώπη, υποστηρίζουν ότι ο αμυντικός της Γιουβέντους μοιάζει με σχολιαρόπαιδο μπροστά στον πατέρα του, μια διαπίστωση με την οποία συμφωνεί και ο νεότερος της οικογένειας. Κάτι που φυσικά δικαιολογείται εν μέρει και από τις εποχές που έπαιξαν μπάλα.
Ο ‘Μουγγός’, όπως ήταν το παρατσούκλι του γιατί τα πρώτα χρόνια της καριέρας του απέφευγε να μιλάει πολύ (“προτιμώ να κλοτσάω παρά να μιλάω” είχε πει χρόνια μετά σε μια συνέντευξη για να προσθέσει ένα ακόμα λιθαράκι στη φήμη του), έπαιξε σε μια εποχή που οι τακτικές στην άμυνα δεν είχαν εξελιχθεί και πολύ αλλά οι τακτικές στα τάκλιν είχαν τερματίσει την εξέλιξη τους. Σε μια εποχή που και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά ειδικότερα στη Ν. Αμερική, οι ομάδες με τους περισσότερους σκληρούς παίκτες πρωταγωνιστούσαν και οι ντελικάτοι ποδοσφαιριστές συνήθως υπέφεραν, αφού οι διαιτητές δεν ήταν διατεθειμένοι να στείλουν κάποιον εκτός αγώνα αν δεν εμφανιζόταν αίμα, κόκαλο ή ιατροδικαστής. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια από τις πιο σκληρές και αντιαθλητικές ομάδες όλων των εποχών, η Εστουδιάντες ντε λα Πλάτα, εκείνη την περίοδο κέρδισε τρεις συνεχόμενες φορές το Λιμπερταδόρες και μια φορά το Διηπειρωτικό.
Σε εκείνο ακριβώς το ποδόσφαιρο, ο Μοντέρο Καστίγιο ήταν κάτι παραπάνω από χρήσιμος. Αν και, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιστορίες εκείνης της εποχής, αρκετοί υποστηρίζουν ότι και με τη μπάλα στα πόδια ήταν ικανότατος, το μεγαλύτερο μέρος της φήμης και της καριέρας του το οφείλει στο δυναμικό παίξιμο του και στη μαεστρία του στην αντιμετώπιση αντιπάλων που κανένας άλλος δεν τολμούσε να κοντράρει. Ένας από τους βασικούς λόγους που η Νασιονάλ κατάφερε να σπάσει την κυριαρχία της Εστουδιάντες και να κατακτήσει το πρώτο Λιμπερταδόρες της ιστορίας της το 1971 ήταν η παρουσία του ‘Μουγγού’ στο κέντρο της. Οι κόντρες των δυο ομάδων εκείνη την περίοδο έχουν γράψει ιστορία στη Λ. Αμερική και μπορούν να περιγραφούν με τη φράση “επιτέλους η Εστουδιάντες βρήκε το δάσκαλο της”.
“Παίξαμε πέντε παιχνίδια σε δυο τελικούς με αυτούς” θυμάται ο Μοντέρο: “Το 1969 που μας κέρδισαν και το 1971 που τους κερδίσαμε. Μιλάμε για ακραίες καταστάσεις. Τότε το πούλμαν δεν έμπαινε μέσα στο γήπεδο τους. Σε άφηνε στη γωνία του δρόμου και για να φτάσεις στην είσοδο περπατούσες αρκετά μέτρα και πλακωνόσουν κανονικά με τους οπαδούς που σε περίμεναν!” Όχι πως μέσα στον αγωνιστικό χώρο τα πράγματα ήταν καλύτερα. Σε μια εποχή που κάποιοι παίκτες των Αργεντινών φημολογούνταν πως κυκλοφορούσαν με πινέζες και κάποιοι άλλοι πετούσαν χώμα στα μάτια των αντιπάλων, ο Μοντέρο δεν σήκωνε πολλά-πολλά. Ο συμπαίκτης του στη Νασιονάλ, Ίλντο Μανέιρο, τον είχε αποκαλέσει κάποτε τρακτέρ, “επειδή σε ισοπεδώνει και μετά περνάει από πάνω σου”.
Στους τελικούς του 1971, όντας αποφασισμένος πως δεν πρόκειται να χάσει ξανά από τους Αργεντινούς, έδωσε κανονικές μάχες στο κέντρο, με αντιπάλους μερικούς από τους χειρότερους παίκτες της εποχής, όπως ο περιβόητος Ραμόν Αγκίρε Σουάρες, που είχε τη φήμη του πιο σκληρού ποδοσφαιριστή του κόσμου. Σύμφωνα με τον ίδιο, στα τελευταία λεπτά του 3ου τελικού και με το σκορ στο 2-0 υπέρ της Νασιονάλ, ο εξαντλημένος Σουάρες τον πλησίασε και του είπε “ηρέμησε φίλε, τέλειωσε, μας έχεις τσακίσει όλους”.
Το τρομερό είναι ότι μπορεί οι μονομαχίες τους εντός γηπέδου να έφταναν στα όρια του σπλάτερ αλλά εκτός γηπέδου οι περισσότεροι είχαν πολύ καλές σχέσεις. Ο Μοντέρο είχε περιγράψει αυτή τη θεωρία του με μια από τις πιο διάσημες ατάκες του ουρουγουανικού ποδοσφαίρου: “Και στη μάνα μου αν δώσεις μια φανέλα και τη βάλεις στο γήπεδο απέναντι μου, θα την κλοτσήσω κι αυτή”. Εκτός γηπέδου όμως, πολλοί από αυτούς διασκέδαζαν μαζί στα ίδια μαγαζιά, οργάνωναν μπάρμπεκιου παρέα ή έπαιζαν συμπαίκτες στις εθνικές.
Δυο χρόνια μετά τον τελικό εκείνο, Μοντέρο και Σουάρες βρέθηκαν μαζί στην ισπανική Γρανάδα. Εκεί μαζί με τον Παραγουανό Πέδρο Φερνάντεζ, έφτιαξαν μια αμυντική τριάδα που κανένας επιθετικός δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Οι τρεις τους οδήγησαν την ομάδα σε μια από τις καλύτερες θέσεις της ιστορίας της και απέκτησαν το παρατσούκλι “οι χασάπηδες της Γρανάδα”. Σύμφωνα με τον Χουάν Μανουέλ Ασένσι της Μπαρτσελόνα, “όταν παίζαμε στην έδρα τους ήταν σαν να πηγαίναμε σε πόλεμο”, κάτι με το οποίο συμφωνούσε και ο Μοντέρο που στη διάρκεια ενός αγώνα είχε συμβουλέψει έναν αντίπαλο να μην πλησιάσει την περιοχή γιατί εκεί η κατάσταση θυμίζει… Βιετνάμ!
Μουντιάλ 1974. Ολλανδία-Ουρουγουάη. Ο Μοντέρο Καστίγιο γίνεται ο πρώτος παίκτης σε Παγκόσμιο Κύπελλο που βλέπει απ’ευθείας την κόκκινη κάρτα
Μετά τη Γρανάδα ο Μοντέρο έμεινε άλλη μια σεζόν στην Ισπανία, και πιο συγκεκριμένα στην Τενερίφη, και στα 32 του επέστρεψε στην αγαπημένη του Νασιονάλ με την οποία κατέκτησε άλλο ένα πρωτάθλημα πριν κρεμάσει τα ματωμένα παπούτσια του. Ακόμα και στα 34 του πάντως δεν άλλαξε κοσμοθεωρία: Δεν με νοιάζει τι είσαι εκτός γηπέδου αλλά μέσα στο γήπεδο είσαι απλά αντίπαλος μου. Σε έναν εκτός έδρας αγώνα με την Σάντα Μπερναρντίνα μπλέχτηκε σε καυγά με έναν αμυντικό. Το πρόβλημα ήταν ότι οι περισσότεροι παίκτες των γηπεδούχων ήταν ταυτόχρονα και στρατιωτικοί. Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι στην Ουρουγουάη υπήρχε πλέον δικτατορία. “Είχαν έναν αμυντικό που ερχόταν και σε κλοτσούσε από πίσω. Του είπα να σταματήσει να το κάνει και δεν με άκουσε. Τότε του έριξα αγκωνιά. Όταν μου την έπεσαν όλοι μαζί, τους έδειξα τα γεννητικά μου όργανα. Πριν το καταλάβω κατέληξα να κοιμάμαι σε ένα στρώμα στο κρατητήριο. Η Νασιονάλ έβαλε δικηγόρους και με έβγαλαν μετά από 4 μέρες. Ο αστυνομικός εκεί μου είπε ότι ήθελαν να με μεταφέρουν σε στρατόπεδο, όπου θα μπορούσαν να με σαπίσουν στο ξύλο άνετα, αλλά ο ίδιος επέμεινε να με κρατήσει στο αστυνομικό τμήμα”.
Οι περιπέτειες του με τους ανθρώπους του καθεστώτος δεν σταμάτησαν εκεί. Λίγο καιρό μετά όταν τον σταμάτησαν σε ένα μπλόκο και του ζήτησαν να κατέβει από το αμάξι αρνήθηκε γιατί βιαζόταν. Ένας από τους στρατιώτες έβγαλε τότε το περίστροφο του και το έβαλε στο κεφάλι του. Ο Μοντέρο του υπενθύμισε ποιος είναι και του εξήγησε πως αν κάνει καμιά χαζομάρα δεν πρόκειται να τη γλιτώσει τόσο εύκολα. Ακόμα και κάτω από εκείνες τις δύσκολες για τη χώρα συνθήκες, παρέμενε ένας διάσημος παίκτης της Νασιονάλ αλλά και της εθνικής που λίγα χρόνια πριν είχε τερματίσει 4η στο Μουντιάλ στο Μεξικό. Το 1972 είχε συμπεριληφθεί από τους δημοσιογράφους της Λ. Αμερικής στους καλύτερους παίκτες της ηπείρου, πίσω μόνο από τους Πελέ, Ζαιρζίνιο, Τοστάο και Κουμπίγιας! Τελικά για άλλη μια φορά κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα, απ’όπου και τον έβγαλε ένας φίλος του που είχε διασυνδέσεις στο καθεστώς.
Η μοίρα το έφερε έτσι που τις επόμενες δεκαετίες ο Πάολο Μοντέρο έγινε πιο γνωστός από αυτόν, παίζοντας σε ένα Καμπιονάτο που είχε στραμμένη πάνω του την προσοχή όλου του πλανήτη. Ακόμα και στην καριέρα του γιου του όμως υπάρχουν κάποια σημάδια από τα κατορθώματα του μπαμπά. Όπως αποκάλυψε ο πρώην παίκτης της Γιουβέντους, όταν ξεκινούσε την πορεία του στο ποδόσφαιρο πήγε να δοκιμαστεί στη Νασιονάλ, την αγαπημένη ομάδα του πατέρα του. Όταν τον απέρριψαν, σκέφτηκε να δοκιμάσει και στην μεγάλη αντίπαλο της, την Πενιαρόλ. “Έφτασα εκεί και είδα 100 παιδιά να περιμένουν στην ουρά για να δοκιμαστούν. Τότε όμως με πρόσεξε ένας από τους προπονητές και με ρώτησε ‘εσύ είσαι ο Πάολο Μοντέρο, ο γιος του ‘Μουγγού’; Όταν του απάντησα καταφατικά, μου έδωσε μια θέση στην ομάδα χωρίς καν να με δοκιμάσει. Ήταν απλά απίστευτο. Με δέχτηκαν στην Πεναριόλ επειδή ήμουν ο γιος ενός θρύλου της Νασιονάλ! Το μόνο που μου είπε ήταν: ‘Αν είσαι το μισό από αυτό που ήταν ο πατέρας σου, μας αρκεί'”.