Το Χρυσωρυχείο της Μίντιλαντ: Πώς οι ακαδημίες και τα δεδομένα την έβαλαν στον χάρτη

Η σημερινή μας ιστορία είναι κομματάκι διαφορετική. Από την αρχή της. Δεν είμαστε σε μια παραδοσιακή ποδοσφαιρική χώρα με συλλόγους μεγαθήρια. Δεν μιλάμε για μια ομάδα με ιστορία αιώνων, δεν πρόκειται να μπούμε σε ρομαντικές ιστορίες με παιδιά που έπαιζαν ξυπόλητα στον δρόμο, τρομερό πάθος σε ντέρμπι και άλλα τέτοια. Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ομάδα με πλάνο, που βλέπει το ποδόσφαιρο εντελώς διαφορετικά και έχει καταφέρει να αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ευρώπη. Όλα ξεκίνησαν το 1999 από δύο ανθρώπους που αν τους δεις δεν θα πάει το μυαλό σου αμέσως στο ποδόσφαιρο. Και πολύ καλά θα κάνεις. Ο μεν ένας ξυλουργός και ιδιοκτήτης μιας εταιρείας ξυλείας. Ο άλλος επίσημος αντιπρόσωπος της Mercedes. Τα ονόματά τους Τζόνι Ρούνε και Στιν Χέσελ.

Εκτός από αυτές τις δυο ιδιότητές τους, οι άνθρωποι αυτοί ήταν πρόεδροι σε δυο ομάδες. Η μία με έδρα το Χέρνινγκ, μια σχετικά μεγαλούτσικη πόλη της Δανίας, και η άλλη το γειτονικό, και μικρότερο, Ίκαστ. Δυο πόλεις καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μακριά. Οι δύο άνθρωποι, απογοητευμένοι από τη μέτρια εικόνα των ομάδων τους και την έλλειψη προοπτικής είχαν την ιδέα να ενώσουν τις δυνάμεις τους για κάτι καλύτερο. Αυτό έγινε μετά από ένα ματς κακοποίηση του ποδοσφαίρου στο οποίο η Χέρνινγκ κέρδισε μεν, αλλά το θέαμα ήταν φριχτό. Στις εξέδρες είχαν βρεθεί και ο Ρούνε και ο Χέσελ. Η ιδέα έπεσε εκεί, οι συζητήσεις κράτησαν αρκετό καιρό και δεν ήταν λίγες οι φορές που έδειχναν να ναυαγούν. Υπήρχε αρκετός κόσμος που δεν επιθυμούσε τη συνένωση της Χέρνινγκ Φρέμαντ, με έτος ίδρυσης το 1918, και της Ίκαστ, με έτος ίδρυσης το 1935. Οι δυο ομάδες ήταν σχετικά άσημες στο ποδόσφαιρο της Δανίας, αλλά έφτιαχναν ένα τοπικό ντέρμπι με αρκετή αντιπαλότητα. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν ήθελαν μια συνένωση και να χάσουν τις ομάδες τους, κάτι απολύτως λογικό.

Ο κύριος Ρούνε αριστερά, ο κύριος Χέσελ δεξιά

Για μια ομάδα που σήμερα είναι διάσημη για την οργάνωσή της, είναι αρκετά παράδοξο ότι αρχικά ιδρύθηκε χωρίς μεγάλο πλάνο. «Είχαμε πάρει την απόφαση, αλλά συμφωνήσαμε ότι θα λύναμε τα προβλήματα αργότερα, δεν είχαμε αρκετό χρόνο γι’ αυτό. Γιατί αν χρειάζεται να αναγκαστείς να λύσεις ένα πρόβλημα για να μη γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, τότε συνήθως το κάνεις», θυμάται ο Ρούνε. Οι άνθρωποι των δύο ομάδων αποφάσισαν να φτιάξουν έναν νέο σύλλογο που δεν θα είχε καμία σχέση με το παρελθόν. Να θάψουν την προηγούμενη ιστορία, να κάνουν μια νέα αρχή. Και έπρεπε αρχικά να ξεπεράσουν τα μέλη των ερασιτεχνικών τμημάτων που αντιδρούσαν. Αφού έγινε και αυτό και εξασφαλίστηκε η πλειοψηφία, η ομάδα πήρε σάρκα και οστά. Ο δήμαρχος κλήθηκε με κάθε επισημότητα να διαλέξει το νέο όνομα με κλήρωση. Αυτό που δεν ήξερε βέβαια ήταν ότι η κλήρωση ήταν… στημένη. Νέο όνομα και νέα χρώματα, αλλά μέσα στην κλήρωση και τα τρία χαρτάκια έγραφαν ένα όνομα: FC Midtjylland. Το όνομα είχε προαποφασιστεί. Και κάπως έτσι, ιδρύθηκε το 1999, ο σύλλογος της Μίντιλαντ, με σήμα τον κόκκινο λύκο, ζώο της περιοχής παλιότερα.

Στόχος της Μίντιλαντ ήταν να μαζέψει ταλέντα για να φτιάξει μια ισχυρή ομάδα σε βάθος χρόνου. Αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Κανείς δεν προτιμούσε να στείλει το παιδί του στην άσημη ομάδα χωρίς ιστορία. Η Μίντιλαντ μπορεί να κατάφερε αμέσως να φτάσει στην Α’ εθνική της Δανίας και να άνοιξε τις ακαδημίες της το 2004 (πέντε χρόνια μόλις μετά την ίδρυσή της), αλλά δεν είχε το ειδικό βάρος για να πείσει παιδιά και γονείς. Η ίδρυση των ακαδημιών έγινε με τον στόχο στο Μουντιάλ του 2010 να υπάρχουν δυο παίκτες της Μίντιλαντ, κάτι που αντιμετωπίστηκε σκωπτικά από το κοινό. Όταν μάλιστα άρπαξε τρία πιτσιρίκια από την Άαλμποργκ, η Μίντιλαντ απέκτησε κακό όνομα για τις πρακτικές της.

Οι άνθρωποι της Μίντιλαντ δικαιώθηκαν όμως. Το 2010 ο Σίμον Κιάερ και μαζί του ο Γουίνστον Ριντ πήραν μέρος στο Μουντιάλ. Ο πρώτος με τη Δανία, ο δεύτερος με τη Νέα Ζηλανδία. Και οι δύο προϊόντα της Μίντιλαντ. Ο Κιάερ είχε πουληθεί δυο χρόνια πιο πριν στην Παλέρμο με ποσό ρεκόρ. Ο σύλλογος στέκεται γερά στα πόδια του και παίζει από νωρίς στην Ευρώπη, το 2001 στο ντεμπούτο της στην Ευρώπη η Μίντιλαντ πετυχαίνει και την πρώτη πρόκρισή της μέχρι να συναντήσει τη Σπόρτινγκ και να αποκλειστεί. Από τότε η παρουσία της στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ είναι συχνή και αργότερα το ίδιο συμβαίνει και στο Europa League. Η ομάδα μεγαλώνει, αλλά φαίνεται ότι μεγαλώνει υπερβολικά πολύ για τις δυνατότητες της διοίκησης και της ιδιοκτησίας. Για να απογειωθεί το πρότζεκτ της Μίντιλαντ χρειάστηκε ένα σημαντικό γεγονός. Η ομάδα είχε περιέλθει σε κακή οικονομική κατάσταση (δείγμα του ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν πάντα) και ο σωτήρας είχε όνομα Μάθιου Μπέναμ. Αν σας λέει κάτι το όνομα, είναι ο άνθρωπος πίσω από την Μπρέντφορντ με τον οποίο είχαμε ασχοληθεί πριν μερικά χρόνια. Ο άνθρωπος που υιοθέτησε το μοντέλο του Moneyball στο ποδόσφαιρο και κινείται μέσω των αριθμών, των στατιστικών, των αναλύσεων και των δεικτών. Αυτά καθορίζουν τις κινήσεις του.

Παίκτες και κόσμος πανηγυρίζουν το πρωτάθλημα του 2024

Το καλοκαίρι του 2014 ο Μπέναμ παίρνει το πλειοψηφικό πακέτο της Μίντιλαντ (που βρίσκεται στο Γιουρόπα Λιγκ) με στόχο όπως λέει να κάνει τον σύλλογο βιώσιμο. Οι οπαδοί της Μπρέντφορντ ανησυχούν για το τι σημαίνει αυτό για την ομάδα τους, αλλά ο Μπέναμ τους καθησυχάζει ότι χωράνε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη. «Η Μίντιλαντ έχει όσα χρειάζονται για να γίνει ένα κορυφαίο, επιτυχημένο κλαμπ. Εντυπωσιακή εξέλιξη ταλέντων με έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό παικτών από τις ακαδημίες να παίζουν στην πρώτη ομάδα ή να πωλούνται σε ξένες ομάδες, ένα ποδοσφαιρικό μάνατζμεντ βασισμένο στο πάθος για το παιχνίδι και το κλαμπ και, όπως και η Μπρέντφορντ, ισχυρές ρίζες στην τοπική κοινότητα», θα δηλώσει τον Ιούλιο του 2014.

Μπορεί η ευρωπαϊκή προοπτική να κόβεται πολύ νωρίς από τον Παναθηναϊκό, με τον Μάρκους Μπεργκ να κάνει πάρτι, αλλά η χρονιά 2014-15 θα μείνει αξέχαστη. Στην πρώτη σεζόν της νέας διοίκησης, η Μίντιλαντ θα κατακτήσει και το πρώτο πρωτάθλημα Δανίας, τέσσερις βαθμούς μπροστά από την Κοπεγχάγη. Από τότε θα το κατακτήσει άλλες τρεις φορές μέχρι το 2024. Ως πρωταθλήτρια θα ψάξει το όνειρο του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά θα αποκλειστεί από τον ΑΠΟΕΛ στην πρώτη της απόπειρα. Θα όμως κάνει σπουδαία πορεία στους ομίλους του Γιουρόπα και θα φτάσει μέχρι τους 32 όπου και θα αποκλειστεί από τη Μάντσεστερ Σίτι. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, το 2021, το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. Θα κάνει ένα τρελό καλοκαίρι αποκλείοντας κατά σειρά Λουντογκόρετς, Γιανγκ Μπόιζ και Σλάβια Πράγας και θα φτάσει στους ομίλους του ΤσουΛου, ένα κατόρθωμα το οποίο προσπάθησε να επαναλάβει και φέτος. Τελικά ηττήθηκε στα πλέι οφ αλλά τουλάχιστον εξασφάλισε μια θέση στο νέο «πρωτάθλημα» του Γιουρόπα Λιγκ.

Η έλευση του Μπέναμ αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία του κλαμπ. Ένας καλά οργανωμένος σύλλογος με ακαδημίες που πετάνε, αλλά πλέον με την τρέλα για τους αριθμούς του Άγγλου. Αυτό είναι εμφανές σε πολλά κομμάτια της ομάδας. Για παράδειγμα στον τεράστιο αριθμό γκολ από στημένες φάσεις, με ειδικό προπονητή που μαζεύει όλα τα νούμερα, φτιάχνει τα βίντεο και κατασκευάζει τις κομπίνες, με βάση έναν τεράστιο αριθμό στατιστικών στοιχείων και αρχείων. Υπήρχε ξεχωριστό κομμάτι για τα κόρνερ και τα πλάγια άουτ. Τη σεζόν 2019-20 το 49% των γκολ της μπήκαν από στημένα. Τα στατιστικά αναλύουν τις φάσεις, τις ευκαιρίες, τι έφταιξε, τι πρέπει να αλλάξει. Πριν από κάθε παιχνίδι γίνεται ανάλυση στα νούμερα του αντιπάλου και έτσι τροποποιείται, αν χρειάζεται, η στρατηγική. Στην προσπάθεια να αποφευχθούν τραυματισμοί παικτών από καταπόνηση, υπάρχει μεγάλος αριθμός δεδομένων που εξετάζεται για κάθε παίκτη ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν καλύτερη πρόληψη.  Κάθε επιλογή γίνεται με βάση τα δεδομένα και λιγότερο με το θυμικό.

Υπάρχει μια τεράστια βάση δεδομένων με επιδόσεις, με νούμερα, με στοιχεία για κάθε παίκτη και κάθε αγώνα, τι χρειάζεται η ομάδα και φυσικά μια δεξαμενή με στοιχεία παικτών από τους οποίους γίνονται οι επιλογές για μεταγραφές. Είπαμε, Moneyball. Η Μίντιλαντ προσπαθεί να παίρνει παίκτες στους οποίους πιστεύει, με βάση τα συνολικά τους νούμερα, πριν αυτοί φτάσουν στο peak τους ή ακόμα και αν για κάποιον λόγο έχει πέσει η αξία τους. Αν οι άνθρωποί της πιστεύουν ότι η πτώση στη… χρηματηστηριακή αξία είναι κάτι τυχαίο και παροδικό που δεν ανταποκρίνεται στην ποιότητα του παίκτη, τότε είναι η στιγμή να τον χτυπήσουν. Οι αποφάσεις δεν κρίνονται από ένα αποτέλεσμα ή μια σεζόν, αλλά από την ανάλυση των παραμέτρων. Για παράδειγμα, όταν η Μίντιλαντ κατέκτησε το πρωτάθλημα με 14 βαθμούς διαφορά, μπορεί ο εξωτερικός παρατηρητής να έβλεπε ότι σάρωσε, αλλά οι άνθρωποι της Μίντιλαντ έκατσαν και ανέλυσαν τα δεδομένα και γνώριζαν την αλήθεια. «Τα νούμερά μας δεν έδειξαν κάποια βελτίωση. Η διαφορά έγινε επειδή οι αντίπαλοί μας ήταν χειρότεροι», θα δηλώσει ο τότε πρόεδρος Ράσμους Άνκερσεν. Και θα πει και κάτι άλλο που απαντά στο φυσιολογικό ερώτημα που μπορεί όλοι να έχουμε: «Ε, εντάξει τώρα, όλες οι ομάδες βλέπουν τα στατιστικά, γιατί η Μίντιλαντ να ξεχωρίζει;» Ο Άνκερσεν λέει κάτι που λίγο πολύ ισχύει και στην Ελλάδα. «Δεν έχουμε δυο παιδιά σε ένα υπόγειο να δουλεύουν με τα δεδομένα. Υπάρχει μια πίστη, ένα σύστημα το οποίο ξεκινά από την κορυφή της διοίκησης και συνεχίζει προς τα κάτω». Γιατί πολλές φορές πιστεύουμε ότι αν πάρουμε έναν… “κομπιουτερά” με λάπτοπ να βλέπει τα xG και τις key passes στην ομάδα μας, θα αλλάξει ο κόσμος. Αν ο προπονητής, όλο το τεχνικό τιμ, το τμήμα μεταγραφών δεν είναι σε συμφωνία σχετικά με τη χρήση των δεδομένων και δεν γίνεται οργανωμένη δουλειά, τίποτα δεν θα αλλάξει.

Και αν τα xG και όλα αυτά τα νούμερα είναι η μισή Μίντιλαντ, η άλλη μισή είναι οι ακαδημίες της. Το ήδη καλό έργο που γινόταν εκεί, βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο επί Μπέναμ και των ανθρώπων του. Ο σύλλογος βασίζεται στις ακαδημίες και όπως αναφέρεται και στο παραπάνω βίντεο, στόχος είναι το 40% των λεπτών της σεζόν να πηγαίνει σε παίκτες που έχουν προέλθει από τις ακαδημίες. Η στρατηγική στις ακαδημίες της Μίντιλαντ είναι γνωστή με το όχι και τόσο ρομαντικό όνομα Guldminen, που σημαίνει το Χρυσωρυχείο. Ο τίτλος δεν έχει πολύ τακτ και ίσως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, οι ακαδημίες της Μίντιλαντ είναι κάτι αρκετά περισσότερο από μια μηχανή που κόβει χρήματα και προσπαθούν να μοιάσουν σε αυτές συλλόγων όπως η Μπαρσελόνα ή ο Άγιαξ. Το όνομα προέρχεται από το βιβλίο του Ράσμους Άνκερσεν που ήταν παίκτης της Μίντιλαντ και αργότερα ανέλαβε ρόλο Ποδοσφαιρικού Διευθυντή στην Μπρέντφορντ του Μάθιου Μπέναμ και φυσικά, όπως είπαμε, πρόεδρος στη Μίντιλαντ. Ένας από τους σημαντικότερους νέους ανθρώπους στο ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια με εμπλοκή σε πολλές ομάδες, ένας από τους ιερείς του Moneyball στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Η Μίντιλαντ το 2019 ίδρυσε το ομώνυμο σχολείο, ένα σχολείο που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του μαθητή με τον καλύτερο τρόπο, ώστε όταν φτάσει στην κατάλληλη ηλικία να έχει τις απαραίτητες βάσεις για να ασχοληθεί με το άθλημα, αλλά χωρίς παράλληλα να πέφτει σε δεύτερη μοίρα η μόρφωση. Το σχολείο προετοιμάζει αθλητές ποδοσφαίρου και χάντμπολ, αναπτύσσοντας όχι μόνο τις αθλητικές δεξιότητες, αλλά προσπαθώντας να φτιάξει και τους νέους πολίτες του κόσμου, με διάθεση να συνεισφέρουν στην κοινωνία, υπεύθυνα και μορφωμένα παιδιά που θα είναι και αθλητές, αλλά και ολοκληρωμένες προσωπικότητες, «δεν θα κοιτάνε μόνο τα ακριβά τους αυτοκίνητα», όπως λέει ο CEO της Μίντιλαντ.

Μπορεί ο τίτλος Χρυσωρυχείο να είναι σχετικά ατυχής όταν μιλάμε για παιδιά, αλλά όποιος μπει στις σελίδες της Μίντιλαντ και δει τα βίντεο και τις εικόνες από το σχολείο θα καταλάβει ότι είναι κάτι αρκετά διαφορετικό. Το παιχνίδι και η χαρά είναι κομμάτια της καθημερινότητας των παιδιών. Το πρόγραμμα σπουδών έχει βασιστεί σε ειδικούς και ιθύνων νους είναι ο Σβεν Έρικ Σμιντ που έχει φτιάξει ένα εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο και ακολουθεί ο σύλλογος. Αγόρια και κορίτσια που έχουν απώτερο στόχο να γίνουν αθλητές και αθλήτριες του ποδοσφαίρου και του χάντμπολ, συνδυάζουν το σχολείο με τη γυμναστική, τις πολεμικές τέχνες και τα σπορ. Δεν υπάρχει το άγχος των βαθμών και της παπαγαλίας, αλλά μια διαφορετική προσέγγιση στην εκμάθηση των παιδιών. Από το 2019, όταν και έγινε και η εγγραφή των πρώτων 75 μαθητών, και μετά, περνούν εκατοντάδες παιδιά από 5 ετών και πάνω. Το σχολείο βρίσκεται δίπλα στα γήπεδα που προπονούνται οι παίκτες. Τα πιτσιρίκια βλέπουν τα ινδάλματά τους και έχουν επαφή μαζί τους συχνά. Οι άνθρωποι της Μίντιλαντ λένε με καμάρι ότι τα παιδιά συχνά παρακαλάνε τους γονείς να τα πάνε στο σχολείο και τα Σαββατοκύριακα. Τόσο πολύ τους αρέσει.

Εικόνες από το Χρυσωρυχείο

Και η Μίντιλαντ δεν προσπαθεί να επιμορφώσει μόνο τα πιτσιρίκια, αλλά και τον ίδιο της τον κόσμο. Πριν από ένα ματς με την Ομόνοια πέρσι, ένας Κορεάτης που βρέθηκε στις εξέδρες του γηπέδου της Μίντιλαντ, είδε δυο οπαδούς της Μίντιλαντ να του κάνουν ρατσιστικές χειρονομίες. Η διοίκηση τους βρήκε, τους μάζεψε και τους έφερε σε επαφή με το θύμα. Οι ίδιοι ζήτησαν συγγνώμη από τον Κορεάτη που είπε ότι το επεισόδιο για τον ίδιο είχε λήξει. Η διοίκηση όμως, έκρινε ότι έπρεπε να υπάρχει και κάποια τιμωρία για να δοθεί καθαρό μήνυμα και έτσι απαγόρευσε στους δύο οπαδούς να μπουν στο γήπεδο για έναν χρόνο. Το έκανε μάλιστα όχι απλώς βγάζοντας μια ανακοίνωση, αλλά αφού πρώτα εξήγησε κατ’ ιδίαν στους δύο δράστες τους λόγους για τους οποίους πρέπει να υπάρχει η τιμωρία. Πέρα όμως από τον κόσμο και οι παίκτες πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν τη στήριξη του συλλόγου, καθώς υπάρχει ειδικός ψυχολόγος για τις ανάγκες τους.

Πριν περίπου έναν χρόνο η Μίντιλαντ άλλαξε ιδιοκτήτη. Ο πιο πλούσιος Δανός (με την περιουσία του να υπολογίζεται σε πάνω από 11 δις), ο Άντερς Πόβλσεν, αγόρασε τις μετοχές του Μπέναμ. Ο Πόβλσεν είναι γνωστός ως ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στη Σκωτία, έχοντας τεράστιες εκτάσεις εκεί, αλλά και ως ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας ASOS. Η αλλαγή ιδιοκτησίας  δεν φαίνεται να επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του συλλόγου. Συνεχίζει να βασίζεται στο χρυσωρυχείο του (με στόχο να βγάλει κάποιον νικητή της Χρυσής Μπάλας στα επόμενα δέκα χρόνια) και στα στατιστικά.

Είναι μόλις 25 χρόνια από τότε που είχε πέσει η ιδέα της δημιουργίας ενός συλλόγου από δυο τοπικούς παράγοντες. Η πορεία της Μίντιλαντ μέχρι σήμερα σίγουρα δεν θα ήταν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Μια ομάδα δίχως ιστορία που δημιουργήθηκε εν μέσω αντιδράσεων από αρκετούς ανθρώπους, έχει γίνει όχι απλώς μια πετυχημένη ομάδα με τίτλους στη Δανία, αλλά ένα μοντέλο που θαυμάζεται ευρωπαϊκά. Ένα ολοκληρωμένο πρότζεκτ που συνδυάζει τις επιτυχίες και τα χρήματα (ο κύριος Πόβλσεν έδωσε πολύ σημαντικό ποσό για τις μετοχές, δείγμα του πόσο καλό “μαγαζί” είναι ο δανέζικος σύλλογος) με την προσφορά στην τοπική κοινότητα. Είναι ένα διαφορετικό μοντέλο, που σε πολλούς μπορεί να μην αρέσει, αλλά σίγουρα έχει αποτέλεσμα, καθώς έχει βάλει έναν σύλλογο στον χάρτη του ποδοσφαίρου.