Ο άνθρωπος που αναγέννησε τη Ρίβερ Πλέιτ

Όταν στα 35 του αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο δεν πρόλαβε να ξεκουραστεί. Δέκα ημέρες μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας στην Νασιονάλ της Ουρουγουάης, ο πρόεδρος του συλλόγου επικοινώνησε μαζί του και του ζήτησε να αναλάβει τον πάγκο της ομάδας. Ο Γκαγιάρδο που ήθελε να ηρεμήσει, να περάσει λίγο χρόνο με την οικογένειά του δεν αρνήθηκε. Γιατί ο Γκαγιάρδο μπορεί ποδοσφαιρικά να ήταν ακόμα ένας “νέος Μαραντόνα” για τους διψασμένους Αργεντίνους, που μέχρι να βρουν τον Μέσι έψαχναν διαδόχους, αλλά διέφερε με τους περισσότερους που κουβαλούσαν την ίδια ταμπέλα (όπως π.χ. ο Ορτέγκα ή ο Τέβες). Ήταν μεν ένας εξαιρετικός τεχνίτης που μιλούσε στην μπάλα, αλλά ήταν μάλλον κι ο περισσότερο εγκεφαλικός από αυτή τη συνομοταξία (μαζί με τον Ρικέλμε). Ήταν ήδη ένας προπονητής μέσα στο γήπεδο.

Συνήθως στις ιστορίες μας, αναφέρουμε τα παιδικά χρόνια, πώς ο Χ ήταν με μια μπάλα στα πόδια από τότε που μπορούσε να περπατήσει. Ο Γκαγιάρδο είναι εξαίρεση. Μεγάλωσε στο Μέρλο, στην επαρχία του Μπουένος Άιρες, και στο σπίτι μπροστά υπήρχε ένα χωράφι. Παρ’ ότι η οικογένειά του ήταν τρελή με την μπάλα, ο Μαρσέλο προτιμούσε να πετάει χαρταετούς στο χωράφι, αντί να κλωτσάει τη στρογγυλή θεά. Την πρώτη φορά που έπαιξε στα 6 του, έφαγε δυο μπαλιές στο κεφάλι και έπαιζε τόσο άσχημα που τον έβγαλαν έξω στο πεντάλεπτο. Ήταν αρκετά αργότερα που το ποδόσφαιρο έγινε το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του. Έγραψε ιστορία στη Ρίβερ, πολύ πιο σοβαρός από τον συνοδοιπόρο του Αριέλ Ορτέγκα, αλλά έχοντας κι αυτός τις δικές του στιγμές σε ντέρμπι απέναντι στην Μπόκα, όπως με τον Αμποντανσιέρι ή τον Γκάρι Μεδέλ.

Λίγοι θα πίστευαν τότε που αναλάμβανε τη Νασιονάλ το 2011, ότι ο Γκαγιάρδο θα ξεπερνούσε το όνομα που έφτιαξε ως παίκτης και θα γινόταν ακόμα σπουδαιότερος προπονητής. Με τη Ρίβερ ως παίκτης κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και ένα Λιμπερταδόρες, σε μια περίοδο που η ομάδα ήταν γεμάτη παίκτες που έγραψαν ιστορία. Πέρασε τον Ατλαντικό και τα πήγε περίφημα και στην Ευρώπη. Στη Μονακό, ανάμεσα σε σπουδαίους συμπαίκτες, κατέκτησε πρωτάθλημα, ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης και έφυγε μόνο όταν τα έσπασε με τον Ντιντιέ Ντεσάμπ. Επέστρεψε στη Ρίβερ, πήρε ακόμα ένα πρωτάθλημα και στη συνέχεια πήρε εκ νέου μεταγραφή στη Γαλλία και την ΠΣΖ. Η καριέρα του, όπως είπαμε, έκλεισε στην Ουρουγουάη, μετά από πολλούς τραυματισμούς, αλλά και μαγικές συνεργασίες με παίκτες όπως ο Ορτέγκα, ο Σάλας, ο Μάρκο Σιμόνε και ο Νταβίντ Τρεζεγκέ. Και τελικά ο πρόεδρος της Νασιονάλ δικαιώθηκε, αφού ο “μουνιέκο” (η παιδική κούκλα ελληνιστί και σίγουρα όχι για την ομορφάδα, αλλά για το σχεδόν άτριχο πρόσωπό του όταν ήταν πιτσιρικάς στις ακαδημίες και το παρουσιαστικό του) μόλις στην πρώτη του προπονητική χρονιά, κατέκτησε το πρωτάθλημα στην Ουρουγουάη.

“Στο Μονακό έβγαινες έξω και στο δρόμο περπατούσε ο Μάτζικ Τζόνσον ή ο Σουμάχερ. Πήγαινες σε ένα μπαρ και ο Μπόνο έπαιρνε ένα μικρόφωνο και τραγουδούσε”
(από συνέντευξή του στο περιοδικό El Grafico)

Ο Γκαγιάρδο όμως παρά τη δόξα, έβαλε προτεραιότητες. Δεν κεφαλαιοποίησε την επιτυχία, παραιτήθηκε και αποφάσισε για δύο χρόνια να ξεκουραστεί, μια που είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Αυτό δεν σήμαινε φυσικά ότι δεν είχε πλάνο για το μέλλον και όπως λέει κι ο ίδιος, από τα 28 του ήξερε ότι θα γινόταν τελικά κόουτς, ρωτώντας για τα πάντα τους προπονητές του και μαθαίνοντας πράγματα. «Δυστυχώς όταν είχα τον Μπιέλσα ήμουν πολύ μικρός για να μπορώ να τον ρωτάω, κρατούσε απόσταση από τους παίκτες του, αλλά όταν σε πλησίαζε μπορούσες να μιλήσεις για πολλά. Έμαθα πολλά και από τον Αλεχάντρο Σαμπέλα [σημ. για όσους δεν θυμούνται ο κόουτς της Αργεντινής που την οδήγησε στον τελικό του Μουντιάλ του 2014], ήταν αυτός που με έβαλε να παίξω πρώτη φορά στα 15 μου».

Για όσους δεν πρόλαβαν ή δεν θυμούνται τον ποδοσφαιριστή Γκαγιάρδο

Ο “μουνιέκο” δεν φοβήθηκε να βάλει στόχους. «Κάποια μέρα θα προπονήσω τη Ρίβερ» δήλωνε την περίοδο εκείνη. Η ευκαιρία ήρθε. Δύο χρόνια μετά τον υποβιβασμό της Ρίβερ στη 2η κατηγορία, η ομάδα κατακτούσε το πρωτάθλημα με τον σπουδαίο Ραμόν Ντίας στον πάγκο. Ο Ντίας παραιτήθηκε και η Ρίβερ προσέλαβε τον άπειρο Γκαγιάρδο που δεν είχε κάτσει σε πάγκο για δύο χρόνια. Αναλαμβάνοντας έναν τόσο μεγάλο σύλλογο, μετά μάλιστα από μία επιτυχία δεν είναι ποτέ εύκολο. Ο Γκαγιάρδο έκανε μια καλή ομάδα, αλλά το γεγονός ότι έκανε πορεία τόσο σε Αργεντινή, όσο και στο Σουνταμερικάνα έφερε ένα rotation που οδήγησε στην απώλεια του τίτλου από τη Ράσινγκ. Έκανε όμως το πιο σημαντικό βήμα, αποκλείοντας την Μπόκα στα ημιτελικά του Κόπα Σουνταμερικάνα και στη συνέχεια κατακτώντας το τρόπαιο στον τελικό απέναντι στην Ατλέτικο Νασιονάλ της Κολομβίας. Έφερε έτσι τον πρώτο διεθνή τίτλο της Ρίβερ από το μακρινό 1997 και έθεσε τις βάσεις για νέες επιτυχίες. Το μέλλον θα γινόταν ακόμα καλύτερο, τόσο από άποψη τίτλων, όσο και από την ίδια την ποδοσφαιρική πλευρά. Την πρώτη του χρονιά, η Ρίβερ ναι μεν δεν έχανε εύκολα και έγραφε ρεκόρ αήττητων αγώνων, αλλά δεν μάγευε κιόλας. Στην πορεία το ποδόσφαιρό της βελτιώθηκε πολύ.

Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο θεωρείται ίσως ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία της Ρίβερ και ο κόσμος πίνει νερό στο όνομά του. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι η Ρίβερ δεν έχει κατακτήσει κανένα πρωτάθλημα από τότε, ενώ η Μπόκα έχει πάρει τρία! Πώς μπορεί να γίνεται αυτό, θα αναρωτηθεί κάποιος. Είναι το γεγονός ότι η Ρίβερ έχει κατακτήσει εκτός από το Σουνταμερικάνα, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες, δύο Ρεκόπα Σουνταμερικάνα (το Σούπερ Καπ της Ν. Αμερικής), δύο κύπελλα Αργεντινής και ένα σούπερ καπ. Το γεγονός ότι η Ρίβερ έχει φτιάξει πλέον το image της σε όλη την ήπειρο. Αυτό που κάποτε ήταν η Μπόκα στις διεθνείς διοργανώσεις, ένα φόβητρο, έχει γίνει πλέον η Ρίβερ. Και φυσικά το γεγονός ότι επί Γκαγιάρδο η Ρίβερ έχει αποκλείσει δύο φορές την Μπόκα σε διεθνείς διοργανώσεις και την έχει κερδίσει μια τρίτη φορά σε έναν τελικό Λιμπερταδόρες, όπως και σε ένα Σούπερ Καπ Αργεντινής. Ο Γκαγιάρδο έχει πάρει τον αέρα της Μπόκα στα κρίσιμα. Πολλές φορές το πρωτάθλημα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην καταξίωση σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο πάνω κάτω που γίνεται και αυτή την περίοδο, με Ρίβερ Πλέιτ και Μπόκα Τζούνιορς να έχουν επικεντρωθεί στον 2ο ημιτελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες, εκεί που η Ρίβερ καλείται να υπερασπιστεί το 2-0 του πρώτου αγώνα.

Ο Γκαγιάρδο είναι πλέον ο πρώτος σε τίτλους προπονητής στην ιστορία της Ρίβερ. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα είπε ότι θεωρεί απίστευτα αυτά που έχει καταφέρει ο Μουνιέκο στη Ρίβερ και ότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς ο Αργεντινός δεν ήταν υποψήφιος για καλύτερος προπονητής της χρονιάς. Το όνομά του ακούστηκε πριν λίγο καιρό ως πιθανού αντικαταστάτη του Βαλβέρδε στην Μπαρσελόνα, ο Μέσι άλλωστε ήταν από αυτούς που τον ψήφισαν για προπονητή της χρονιάς. Είναι έτσι κι αλλιώς περίεργο, το πώς ο Γκαγιάρδο δεν έχει κάνει τη μετάβαση στην Ευρώπη για να προστεθεί στην αποικία των Ντιέγκο Σιμεόνε και Μαουρίτσιο Ποτσετίνο. Πριν δύο χρόνια αποφάσισε να ανανεώσει το συμβόλαιό του, αλλά ίσως έχει φτάσει η στιγμή για το επόμενο βήμα. Ειδικά αν καταφέρει να κατακτήσει ένα ακόμα Λιμπερταδόρες. Τη δεδομένη στιγμή, αν αποφασίσει να αποχωρήσει από την αγαπημένη του Ρίβερ, φαίνεται για πολλούς λόγους αδύνατο να προπονήσει άλλη ομάδα στην Αργεντινή και η μόνη πιθανή εναλλακτική πλην της Ευρώπης, θα ήταν κάποια από τις πλούσιες ομάδες της Βραζιλίας. Εκτός αν αποφασίσει να συνεργαστεί με την ασόβαρη Π.Ο. της Αργεντινής και να αναλάβει την εθνική.

Ο Γκαγιάρδο καλεί τον 18χρονο Ρολχάιζερ για τον βάλει πρώτη φορά σε παιχνίδι. “Γυρίζουμε σε 4-3-3, εσύ δεξία, ο Νίκο αριστερά. Όταν προωθηθείς, δες το Νίκο στην άλλη πλευρά που θα είναι ελεύθερος και άλλαξε παιχνίδι. Προωθήσου και τέλειωσε τη φάση“. Πέντε λεπτά αργότερα (έστω και με μία κόντρα) γίνεται ακριβώς αυτό, ο Ρολχάιζερ σκοράρει κι ο Γκαγιάρδο στον πάγκο είναι σε στιλ “μάθετε μπαλίτσα”.

Πρόκειται για έναν προπονητή που δεν διστάζει να αλλάζει πράγματα μέσα στον αγώνα, να αλλάζει τακτικές, να κάνει εκπλήξεις στον αντίπαλο και κυρίως να παίρνει πολλά από τις αλλαγές του, διαβάζοντας σωστά το παιχνίδι. Παράλληλα, έχει μεγάλη συμμετοχή στο τμήμα σκάουτινγκ του συλλόγου, έχοντας αναδιοργανώσει το πώς η Ρίβερ μαζεύει ταλέντα από όλη τη χώρα, ενώ στις ακαδημίες γίνεται επιλογή παικτών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία ταιριάζουν στο παιχνίδι που παίζει η ανδρική ομάδα. Η πορεία του μέχρι εδώ είναι μια δικαίωση για τη σοβαρή δουλειά που έχει κάνει τόσα χρόνια. Το τι θα φέρει το μέλλον, μένει να το δούμε.