Ήταν 28 Φεβρουαρίου 2007 όταν ένας λόχος του ελβετικού στρατού εκτελούσε μια στρατιωτική άσκηση κάπου στα βουνά των Άλπεων. Μιας και ο καιρός δεν ήταν καθόλου καλός και η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη, οι Ελβετοί στρατιώτες, αρματωμένοι και θεωρητικά έτοιμοι για μάχη, πήραν κάπου μια λάθος στροφή, πέρασαν τα σύνορα της χώρας τους με το Λιχτενστάιν και συνέχισαν κανονικά την πορεία τους στο έδαφος της γειτονικής χώρας για μερικά χιλιόμετρα μέχρι να καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει καλά και να επιστρέψουν άρον-άρον πίσω. Την ίδια ώρα στο Λιχτενστάιν δεν κατάλαβαν τίποτα και πληροφορήθηκαν για το περιστατικό μερικές μέρες αργότερα, όταν τους ενημέρωσαν οι ίδιοι οι Ελβετοί! Το υπέροχα σουρεαλιστικό σκηνικό ολοκληρώθηκε τέλεια με το επίσημο και λίγο καφενειακό σχόλιο ενός εκπροσώπου της κυβέρνησης του Λιχτενστάιν: “Καλά, δεν εισέβαλαν και με στρατιωτικά ελικόπτερα”.
Ακόμα κι αν καταλάβαιναν την ‘εισβολή’ πάντως, είναι σίγουρο ότι δεν θα δημιουργούνταν κάποια σοβαρή ένταση. Την τελευταία φορά άλλωστε που ο στρατός του Λιχτενστάιν δραστηριοποιήθηκε τα αποτελέσματα ήταν κάπως κωμικά. Το 1866, στη διάρκεια του Αυστροπρωσικού Πολέμου, το μικροσκοπικό κρατίδιο έστειλε όλη τη δύναμη του, δηλαδή και τους 80 στρατιώτες του, να προστατεύσουν ένα πέρασμα μεταξύ της Ιταλίας και της Αυστρίας. Όπως αποδείχτηκε, το σημείο εκείνο ήταν αδιάφορο για όλους τους εμπλεκόμενους στον πόλεμο, έτσι οι στρατιώτες περνούσαν τη μέρα τους κατά κύριο λόγο αράζοντας, πίνοντας και απολαμβάνοντας τη φύση. Όταν τελικά επέστρεψαν στην πρωτεύουσα Βαντούζ όχι απλά δεν είχαν απώλειες αλλά ο λόχος τους μετρούσε ένα επιπλέον άτομο! Σύμφωνα με το μύθο, πρόκειται για έναν Ιταλό που βρήκε ευκαιρία να εγκαταλείψει τη χώρα του, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή στο πλουσιοπάροχο Πριγκιπάτο. Κάποια άλλη από τις πολλές εκδοχές της ιστορίας λέει πως ο καλεσμένος του λόχου ήταν ένας Αυστριακός αξιωματικός, που είχε γίνει φίλος με τους στρατιώτες. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, συνοψίζεται εξαιρετικά στη φράση που έμεινε τελικά στην ιστορία: “Το Λιχτενστάιν πήγε στον πόλεμο με 80 στρατιώτες και γύρισε με 81”!
Ένα από τα πολλά memes που κυκλοφορούν για τον στρατό του Λιχτενστάιν
Η διαφορετικότητα της χώρας δεν σταματάει όμως στα στρατιωτικά θέματα. Το ποδόσφαιρο στο Λιχτενστάιν διαφέρει αρκετά από το ποδόσφαιρο των υπολοίπων χωρών. Πρόκειται για τη μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει δικό της πρωτάθλημα! Οι 7 ομάδες που εδρεύουν στο Πριγκιπάτο δεν είναι αρκετές για να στηρίξουν μια τέτοια διοργάνωση και γι’αυτό αγωνίζονται σαν φιλοξενούμενες στις μικρότερες κατηγορίες της Ελβετίας. Το μοναδικό τουρνουά που διοργανώνει η τοπική ομοσπονδία είναι το Κύπελλο, από το οποίο προκύπτει και η ομάδα που εκπροσωπεί τη χώρα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις (ο κυπελλούχος κερδίζει μια θέση στα προκριματικά του Γιουρόπα Λιγκ).
Ακόμα κι εκεί βέβαια τα δεδομένα είναι λίγο διαφορετικά απ’αυτά που έχουμε συνηθίσει, μιας και όπως προείπαμε οι ομάδες είναι 7. Για να δημιουργηθεί μια διοργάνωση της προκοπής, στο Κύπελλο συμμετέχουν κανονικά και οι δεύτερες και τρίτες ομάδες (φτάνουμε έτσι τις 15), που μπορούν ανά πάσα στιγμή να κληρωθούν να παίξουν με την πρώτη ομάδα. Στο τέλος το κύπελλο συνήθως (46 από τις 73 φορές) καταλήγει στη Βαντούζ, που είναι και το… μεγαθήριο της χώρας, αφού αγωνίζεται στη 2η κατηγορία της Ελβετίας.
Και οι διαφορές δεν σταματάνε εδώ. Την ώρα που το παγκόσμιο ποδόσφαιρο είναι γεμάτο ρομαντικές ιστορίες για πάμφτωχα παιδιά που έφτιαξαν τη ζωή τους χάρη στην καριέρα τους, στο Λιχτενστάιν, που είναι μια από τις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου (όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα), συνήθως συμβαίνει το αντίθετο! Ο Νίκολας Χάσλερ, ένας από τους καλύτερους παίκτες της εθνικής που βγάζει το ψωμί του στο MLS, το εξηγεί: “Αρκετοί παίκτες μας σταματάνε κάποια στιγμή την καριέρα τους γιατί η δουλειά τους είναι πιο σημαντική και θέλουν να αφοσιωθούν σ’αυτήν. Εκτός αυτού, επειδή είμαστε μια πολύ πλούσια χώρα, συνήθως οι γονείς λένε στα παιδιά τους να ψάξουν για μια καλή δουλειά, αντί να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο. Δεν θέλουν τα παιδιά τους να ρισκάρουν, όταν ξέρουν ότι μπορούνε να έχουν μια πολύ καλή δουλειά κάπου αλλού, γι’αυτό και δεν έχουμε πολλούς επαγγελματίες ποδοσφαιριστές”.
Η ανεύρεση καλών παικτών θα αποτελούσε πάντως πρόβλημα ακόμα κι αν τα οικονομικά δεδομένα της χώρας ήταν διαφορετικά. Σε ένα κράτος 38.000 κατοίκων οι λύσεις είναι περιορισμένες και γι’αυτό ακόμα και στην εθνική ομάδα μπορεί να συναντήσει κανείς μέχρι και 7-8 ερασιτέχνες, που τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου εστιάζουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στην κανονική τους δουλειά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για αρκετά χρόνια ο μοναδικός επαγγελματίας παίκτης στη χώρα ήταν ο επιθετικός Μάριο Φρικ, που αποτελεί θρύλο για το ποδόσφαιρο του Λιχτενστάιν. Ο Φρικ έπαιξε για αρκετά χρόνια στα 90s στο ελβετικό πρωτάθλημα πριν μετακομίσει το 2000 στην Ιταλία. Στο απόγειο της καριέρας του έπαιξε για ένα χρόνο στο Καμπιονάτο με τη φανέλα της Βερόνα, κάτι που αυτόματα τον έκανε αιώνιο ίνδαλμα για όλα τα παιδιά του Πριγκιπάτου.
O καλύτερος παίκτης στην ιστορία της εθνικής του Λιχτενστάιν, ο Μάριο Φρικ
Στα 22 χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της εθνικής του, ο Φρικ μέτρησε 125 συμμετοχές και 16 γκολ, ένα νούμερο που ακούγεται πολύ μικρό αλλά για τα δεδομένα μιας τόσο αδύναμης ομάδας είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το φτάσει σύντομα κάποιος άλλος παίκτης. Από τους εν ενεργεία ποδοσφαιριστές, ο μόνος που έχει σκοράρει πάνω από 3 φορές είναι ο 34χρονος Μικέλε Πολβερίνο, που δεν μπορεί να θεωρηθεί και συνεπής σκόρερ, μιας και την τελευταία 6ετια έχει βρει τα δίχτυα μια φορά όλη κι όλη, σ’ένα φιλικό με το Κατάρ.
Σήμερα το βράδυ στο μικρό και κάπως γραφικό Στάδιο Ράινπαρκ, το Λιχτενστάιν θα αντιμετωπίσει την εθνική μας ομάδα, στο πρώτο παιχνίδι των προκριματικών του Euro 2020. Με δεδομένο ότι στα προηγούμενα 3 παιχνίδια των δυο ομάδων η Ελλάδα κέρδισε και τις 3 φορές χωρίς να δεχτεί γκολ, ο αρχικός στόχος του Λιχτενστάιν είναι να πανηγυρίσει έστω μια φορά. Στα προηγούμενα προκριματικά άλλωστε, αυτά του Μουντιάλ του 2018, σε 10 παιχνίδια σκόραρε μόλις μια φορά (τερμάτισε τελευταίο με απολογισμό 0-0-10 και γκολ 1-39)!
Παρά τις αμέτρητες συντριβές και τις ελάχιστες επιτυχίες (13 νίκες σε 184 παιχνίδια) όμως, οι παίκτες του Λιχτενστάιν, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, δεν πτοούνται. Όπως εξηγεί ο Πολβερίνο: “Για εμάς είναι μεγάλο κίνητρο να παίζουμε απέναντι σε μεγάλους παίκτες και σε γήπεδα με πολύ κόσμο. Ακόμα και οι μικρές στιγμές σου δίνουν μεγάλη χαρά. Το να πάρεις μια φορά τη μπάλα από τον Ινιέστα, να κερδίσεις ένα φάουλ από τον Φάμπρεγας. Αυτά είναι εμπειρίες που μένουν αξέχαστες και που σε βοηθάνε να εξελιχθείς σαν παίκτης”.
Ο Χάσλερ από την πλευρά του συμπληρώνει: “Είναι σίγουρα ενοχλητικό όλο αυτό. Όλοι θέλουμε να κερδίζουμε αλλά στο τέλος αυτό που έχει σημασία είναι το να παλεύεις για τη χώρα σου. Πρέπει κάθε φορά να τα δίνουμε όλα και να μαχόμαστε για τη χώρα μας”. Όπως έχει δείξει το παρελθόν πάντως, από το να κερδίσει τη συγκεκριμένη μάχη το Λιχτενστάιν, πιο πιθανό είναι να πείσει στο τέλος κάποιον από την ελληνική αποστολή να μείνει για πάντα στην μικρή και πλούσια χώρα στην καρδιά των Άλπεων, ελπίζοντας σε μια πιο άνετη ζωή.