Το βράδυ του προηγούμενου Σαββάτου, την ίδια ακριβώς ώρα που στο Παρίσι ο Ζλάταν Ιμπραίμοβιτς αποχαιρετούσε το κοινό του Παρκ ντε Πρενς με τον πιο “ζλατανίστικο” τρόπο που θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος (όπου κάποιος=οποιοσδήποτε εκτός του ίδιου του Ζλάταν, που δεν αποκλείεται να είχε σκεφτεί ακόμα και το να πάρει μαζί του τη μπάλα φεύγοντας χωρίς ειδοποίηση από τον αγωνιστικό χώρο στο 88ο λεπτό, γιατί στο μυαλό του Ζλάταν είναι ό,τι θέλει κάνει) λίγο πιο μακριά από εκεί, στην πόλη Τρουά, η Μαρσέιγ ολοκλήρωνε ένα τραγικό πρωτάθλημα αποσπώντας με γκολ στο δεύτερο ημίχρονο την ισοπαλία από την τοπική ομάδα.
Από τη μια, ένα τέτοιο αποτέλεσμα απέναντι στην ουραγό Τρουά, που έχει υποβιβαστεί εδώ και αρκετές εβδομάδες, μόνο επιτυχημένο δεν το λες. Από την άλλη όμως, μιλάμε για τη Μαρσέιγ που σε ολόκληρο πρωτάθλημα φέτος έκανε στο γήπεδο της μια νίκη τον Σεπτέμβρη και μια δεύτερη και τελευταία τον Μάη! Οπότε, η ισοπαλία αυτή που επέκτεινε το αήττητο της ομάδας στα πέντε παιχνίδια, από τη μέρα που ο γνωστός μας Μίτσελ κούνησε μαντήλι, δεν χάλασε τουλάχιστον το καλό κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην ομάδα τις τελευταίες εβδομάδες. Και το ότι η Μαρσέιγ εμφανίζεται κουτσά-στραβά αξιόμαχη και πάλι δεν είναι καλό νέο μόνο για τους οπαδούς της αλλά είναι και για όλους τους υπόλοιπους φιλάθλους που περιμένουν το μεγαλύτερο παιχνίδι της χρονιάς, τον τελικό του κυπέλλου που διεξάγεται σήμερα το βράδυ στο Σταντ ντε Φράνς.
Όχι φυσικά πως ένα Μαρσέιγ-Παρί Σεν Ζερμέν χρειαζόταν οπωσδήποτε αυτή την βελτίωση των Μασσαλών για να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Γαλλίας. Το “classique”, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, τραβάει τα βλέμματα εκ γενετής και όταν αναφερόμαστε σε γέννηση εννοούμε αυτή της Παρί το 1970, καθώς η Μαρσέιγ βρισκόταν στην “πιάτσα” από πολύ παλιά (από το 1899 για την ακρίβεια). Όπως ακριβώς συμβαίνει σε αρκετά ακόμα μεγάλα ντέρμπι του πλανήτη, οι διαφορές των δυο ομάδων δεν ξεκινάνε και τελειώνουν μέσα σε ένα γήπεδο. Η κόντρα συμπεριλαμβάνει αναπόφευκτα και τις πόλεις των δυο αντιπάλων, κάνοντας το παιχνίδι να μοιάζει σαν μια μάχη Βορρά εναντίον Νότου, οι πρωτευουσιάνοι απέναντι στους επαρχιώτες, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη εναντίον της δεύτερης, η κουλτούρα της μιας αντιμέτωπη με την κουλτούρα της άλλης.
Ακόμα και αν αφαιρέσει πάντως κάποιος τα εξωποδοσφαιρικά στοιχεία, το ενδιαφέρον της κόντρας δεν φθίνει. Μαρσέιγ και Παρί κυριάρχησαν για αρκετά χρόνια εντός των συνόρων, παίζοντας κάποιες φορές τον τίτλο στα μεταξύ τους ντέρμπι, ενώ παραμένουν και οι μόνες γαλλικές ομάδες που έχουν σηκώσει ευρωπαϊκή κούπα. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις το μίσος που υπάρχει ανάμεσα στους οπαδούς τους, που ουκ ολίγες φορές οδηγεί σε συμπλοκές και επεισόδια κάθε μορφής (“δεν ξαναπαίρνω τα παιδιά μου στο γήπεδο” είχε πει τρομαγμένος ο Γκρεγκορί Κουπέ μετά τα επεισόδια σε ένα ντέρμπι το 2010), τότε καταλαβαίνεις γιατί τα παιχνίδια των δυο ομάδων σπάνε συχνά-πυκνά τα ρεκόρ ποδοσφαιρικής τηλεθέασης στη χώρα.
Ο Φαμπρίς Φιορέζ είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του τι εστί “Μαρσέιγ εναντίον Παρί”. Όταν το 2004 επέστρεψε για πρώτη φορά στο Παρκ Ντε Πρενς (στο οποίο έπαιζε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια) με τη φανέλα της μισητής Μαρσέιγ κάθε επαφή του με τη μπάλα ήταν αρκετή για να βγάλουν οι οπαδοί των γηπεδούχων τα βαθύτερα αισθήματα μίσους τους. Όταν μάλιστα στο 19ο μόλις λεπτό, και σε μια ανύποπτη φάση κάπου στο κέντρο, ο αριστερός μπακ της Παρί, Σιλβάν Αρμάν, τον πέτυχε “γεμάτα” από πίσω, με ένα τάκλιν το οποίο θα χειροκροτούσε με πάθος ακόμα και ο Αρέβαλο Ρίος, το γήπεδο σείστηκε λες και είχε μπει γκολ. Όσο ο Φιορέζ σφάδαζε από τον πόνο προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη ζημιά έχει πάθει το πόδι του, ο Αρμάν αποχωρούσε ατάραχος από το παιχνίδι με κόκκινη κάρτα. Ακόμα και με 10 όμως η Παρί κέρδισε το ματς με 2-1 και οι οπαδοί της γύρισαν διπλά ευτυχισμένοι στο σπίτι τους: και το ντέρμπι πήραν και ο “προδότης” τιμωρήθηκε παραδειγματικά.
Εκτός από το ιστορικό υπόβαθρο του και το διαχρονικό μίσος, το σημερινό ντέρμπι έχει ιδιαίτερη αξία και για δυο εξτρά λόγους. Παρά το γεγονός ότι έχει να σηκώσει κύπελλο από το 1989 και να εμφανιστεί σε τελικό από το 2007 η ομάδα της Μασσαλίας παραμένει πολυνίκης του θεσμού με δέκα κούπες. Ποια είναι δεύτερη; Η Παρί. Πόσες έχει; Καλά το φανταστήκατε. Εννιά. Για να διατηρήσει την πρωτιά της η κάκιστη φέτος Μαρσέιγ πρέπει να κάνει απόψε την υπέρβαση και να κερδίσει τους “λεφτάδες” του Παρισιού. Και η υπέρβαση αυτή πρέπει να είναι μεγάλη. Πολύ μεγάλη.
Η Παρί Σεν Ζερμέν δεν είναι απλά καλύτερη ομάδα (τόσο καλύτερη που στο πρωτάθλημα μάζεψε ακριβώς τους διπλάσιους βαθμούς από τη σημερινή αντίπαλο της, 96 έναντι 48!), έχει πάρει και για τα καλά τον αέρα της Μαρσέιγ. Την τελευταία φορά που οι Μασσαλοί κέρδισαν ένα μεταξύ τους ματς η χρονολογία ήταν 2011! Από τότε μετράνε 11 ντέρμπι χωρίς νίκη, στα οποία απέσπασαν μια ισοπαλία όλη κι όλη κι αυτή το 2012. Και κάπου εδώ μπαίνει στην εξίσωση και ο δεύτερος λόγος που έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αυτός ο τελικός.
Ο Ζλάταν όχι μόνο δεν έχει χάσει ποτέ από τη Μαρσέιγ αλλά έχει προλάβει μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια να γίνει εκτός από πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Παρί και πρώτος σκόρερ στα ντέρμπι των δυο αντιπάλων, με διαφορά κιόλας από τον επόμενο. Η μοίρα το έφερε έτσι ώστε το τελευταίο του παιχνίδι με τη φανέλα των Παριζιάνων να είναι ένας τελικός. Δυστυχώς γι’αυτόν δεν είναι ο τελικός που λογικά φανταζόταν, που σε στέλνει στην κορυφή της Ευρώπης, στην οποία δεν έχει καθίσει ποτέ. Ακόμα και έτσι όμως είναι αναμφίβολα ένα ιδανικό ματς για να γράψει έναν ωραίο επίλογο σε ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του, ένα παιχνίδι που μπορείς να αποκαλέσεις “κάτι παραπάνω από ένας απλός τελικός κυπέλλου” και κανένας να μη σε κοιτάξει περίεργα.