Ήταν τέλη Μαΐου του 2001 όταν ο 21χρονος Λέβαν επέστρεφε σπίτι του μετά από μια επίσκεψη σε ένα νοσοκομείο της Τιφλίδας. Μερικά μέτρα μακριά από το νοσοκομείο τρεις άντρες τον σταμάτησαν, του ανέφεραν πως είναι από τη δίωξη ναρκωτικών και του ζήτησαν τα στοιχεία του. Ο νεαρός φοιτητής ιατρικής εμφανίστηκε πρόθυμος να συνεργαστεί αλλά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο τυπικός έλεγχος πήρε μια αναπάντεχη τροπή. Ένα λευκό Niva τους πλησίασε και οι άντρες ανάγκασαν τον ανυποψίαστο Λέβαν να μπει στο αυτοκίνητο. Ο νεαρός δεν είχε κάνει τίποτα κακό. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στο επίθετο του. Λεγόταν Καλάτζε.
Ο Κάχα Καλάτζε είχε ξεκινήσει την ποδοσφαιρική του καριέρα ως επιθετικός στην ομάδα της πόλης του, στην οποία πρόεδρος ήταν ο πατέρας του. Εκεί τον ανακάλυψε η Διναμό Τιφλίδας, που τον μετέτρεψε σύντομα σε αμυντικό. Η παρουσία του στην πρωτεύουσα του άνοιξε από νωρίς τις πόρτες της εθνικής και αυτή με τη σειρά της προσέλκυσε το ενδιαφέρον ομάδων του εξωτερικού. Ο Βαλερί Λομπανόφσκι τον ξεχώρισε σε ένα παιχνίδι με την εθνική Ιταλίας και το 1998, σε ηλικία 20 ετών, τον πήρε στη Διναμό Κιέβου. Η μεταγραφή αυτή άλλαξε και τη ζωή του.
Δίπλα στον “δάσκαλο” Λεμπανόφσκι εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε έναν ικανότατο αμυντικό που εκτός από αριστερό μπακ, μπορεί να παίξει άνετα και στο κέντρο της άμυνας ή και σε ρόλο λίμπερο. Οι ρυθμοί με τους οποίους δούλευαν οι Ουκρανοί δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που είχε συνηθίσει στην Τιφλίδα (“εμείς οι Γεωργιανοί είμαστε γενικότερα χαλαροί άνθρωποι, δυσκολευόμαστε λίγο με την πειθαρχία” δήλωσε κάποτε) αλλά αποδείχτηκαν καθοριστικοί ώστε να γίνει ο Καλάτζε βασικότατο στέλεχος μιας ομάδας που έφτασε ως τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 1999, χάρη σε εκείνη τη χρυσή φουρνιά που είχε στην επίθεση το δίδυμο Σεφτσένκο-Ρεμπρόφ. Ακολουθώντας ουσιαστικά τα χνάρια του πρώτου, τον Γενάρη του 2001 μετακόμισε στο Μιλάνο για λογαριασμό της Μίλαν, με μια μεταγραφή ρεκόρ για τα δεδομένα της μικρής ποδοσφαιρικά Γεωργίας.
Τη μέρα που ο μικρός του αδερφός έπεφτε θύμα απαγωγής στην Τιφλίδα, ο Κάχα βρισκόταν στο Μιλάνο μαζί με τον πατέρα του για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ μεταξύ της Μπάγερν και της Βαλένθια. Όταν οι απαγωγείς κάλεσαν στο σπίτι τους, η μόνη που βρισκόταν εκεί για να απαντήσει ήταν η μητέρα του. Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες τους, πήγε σε ένα κοντινό πάρκο όπου και βρήκε έναν φάκελο στον οποίο αναγραφόταν το ποσό που έπρεπε να δώσουν για να επιστρέψει ο Λέβαν ζωντανός σπίτι του: 600.000 δολάρια. Κάπου εδώ σταματάνε και οι επιβεβαιωμένες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση. Από εδώ και πέρα υπάρχουν κυρίως αντικρουόμενες ειδήσεις, φήμες και διάφορες θεωρίες.
Σύμφωνα με τα τοπικά ΜΜΕ, ο Καλάτζε ήθελε εξ αρχής να πληρώσει το ποσό για να λήξει η ιστορία το συντομότερο δυνατόν. Η γεωργιανή κυβέρνηση όμως τον διαβεβαίωσε ότι έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης και ότι υποψιάζεται ποιοι κρύβονται από πίσω (μια από τις θεωρίες λέει πως ήταν Τσετσένοι αυτονομιστές), γι’αυτό τον συνέστησε να περιμένει. Ακολούθησε ένα εφιαλτικό διάστημα κατά το οποίο ο αμυντικός της Μίλαν κοιμόταν από ελάχιστα ως καθόλου και ερχόταν ανά διαστήματα σε επαφή με διάφορους άσχετους ανθρώπους που ισχυρίζονταν πως μπορούν να βοηθήσουν την οικογένεια του να βρει λύση, με κάποιο χρηματικό αντίτιμο φυσικά. Οι εσωτερικές ενέργειες που υποτίθεται θα έκαναν οι αρμόδιοι για να λήξει το θέμα αναίμακτα δεν έφεραν αποτέλεσμα, γι’αυτό η απογοητευμένη οικογένεια Καλάτζε (που ισχυρίζεται πως ο Μπερλουσκόνι από την Ιταλία έκανε περισσότερα για να σώσει τον Λέβαν από τους πολιτικούς της Γεωργίας) έκλεισε ραντεβού με τους απαγωγείς για να πληρώσει τα λύτρα.
Αυτός που ανέλαβε να φέρει σε πέρας την αποστολή ήταν ο πατέρας του Κάχα ενώ σαν σημείο παράδοσης ορίστηκε ένα μέρος σε ένα δάσος στα δυτικά της χώρας. Αν και ποτέ δεν έγινε επίσημα γνωστό τι ακριβώς συνέβη σε εκείνη τη συνάντηση, η πιο διαδεδομένη θεωρία λέει ότι την ώρα της ανταλλαγής, και πριν ακόμα προλάβει ο Κάρλο Καλάτζε να δει τον γιο του, η αστυνομία έκανε κάποια λάθος κίνηση που τρόμαξε τους απαγωγείς και κατέστρεψε τα πάντα. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που επικοινώνησαν οι δυο πλευρές.
Για τα επόμενα χρόνια κανένας δεν γνώριζε αν ο Λέβαν ζει, που βρίσκεται και σε τι κατάσταση είναι. “Κάθε μέρα ξυπνάω και δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο από τον αδερφό μου, δεν ξέρω αν είναι νεκρός ή ζωντανός. Κάθε μέρα ζητώ από τον Θεό να τον φέρει πίσω στη ζωή και να χαμογελά.” είχε δηλώσει κάποια στιγμή ο Καλάτζε που, αν και αρχηγός της εθνικής ομάδας της Γεωργίας, μέσα στον εκνευρισμό του για τους χειρισμούς της υπόθεσης από την κυβέρνηση είχε απειλήσει ότι θα κινηθεί για την απόκτηση ουκρανικής υπηκοότητας. Ο απελπισμένος πατέρας του έφτασε ακόμα και στο σημείο να διαμαρτυρηθεί έξω από τα γραφεία κάποιου υπουργείου φωνάζοντας πως αν δεν βρεθεί κάποια λύση για το γιο του θα αυτοπυρποληθεί.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Καλάτζε έκανε μια προσπάθεια να περιγράψει το πως βίωνε την όλη κατάσταση: “Κάθε μέρα ένιωθα πως πεθαίνω μέσα μου αλλά δεν γινόταν να το δείξω. Έπρεπε να φαίνομαι δυνατός για να μην καταρρεύσουν οι δικοί μου άνθρωποι. Το χειρότερο είναι ότι λόγω των υποχρεώσεων μου με τη Μίλαν ήμουν συχνά μακριά τους. Έκανα προπόνηση και σκεφτόμουν τον Λέβαν, έπαιζα αγώνες και σκεφτόμουν τον Λέβαν, ήμουν στα όρια της τρέλας και δεν είχα τρόπο να το λύσω. Θα έκανα τα πάντα για να πάρω πίσω τον αδερφό μου. Θα πλήρωνα όσα κι αν μου ζητούσαν.”
Τέσσερα χρόνια μετά την απαγωγή, την άνοιξη του 2005, έλαβε το τηλεφώνημα που θα ήθελε να μην είχε λάβει ποτέ. Σε ένα προάστιο της Τιφλίδας είχαν εντοπιστεί κάποια πτώματα και οι Αρχές πίστευαν πως ένα από αυτά ανήκει στον αδερφό του. Στις έρευνες που έγιναν συμμετείχε ακόμα και εργαστήριο του FBI και από τους ελέγχους επιβεβαιώθηκε πως ένας από τους νεκρούς ήταν ο Λέβαν. Το πιθανότερο σενάριο λέει πως οι απαγωγείς εκτέλεσαν τον νεαρό την εποχή που έγινε η συνάντηση στο δάσος αλλά κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτό έγινε πριν ή μετά.
Ο Κάχα Καλάτζε έπαιξε ποδόσφαιρο για άλλα εφτά χρόνια, έγινε μέχρι και αρχηγός στη Μίλαν, φόρεσε στα τελειώματα και τη φανέλα της Τζένοα και το 2012 ολοκλήρωσε μια σπουδαία καριέρα κατά την οποία κέρδισε περισσότερους από 20 τίτλους και 5 φορές το βραβείο του καλύτερου Γεωργιανού ποδοσφαιριστή. Εντελώς συμπτωματικά η τελευταία του εμφάνιση με το εθνόσημο έλαβε χώρα τέτοιες μέρες ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, όταν αντίπαλος της Γεωργίας ήταν (όπως και σήμερα) η εθνική Ελλάδος.
Ο πρόωρος χαμός του αδερφού του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ζωής του. Ο μεγάλος του γιος ονομάζεται Λέβαν ενώ, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, η στάση των υπευθύνων της χώρας τον ώθησε να ασχοληθεί ενεργά μετά το τέλος της καριέρας του με τα κοινά, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει την κατάσταση. “Θα μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο για μερικά χρόνια ακόμα. Δεν ήμουν πολύ μεγάλος και αγαπώ το παιχνίδι. Πίστευα όμως πως με καλεί η χώρα να βοηθήσω από ένα άλλο πόστο, να προσπαθήσω να διαγράψω όσα άσχημα συμβαίνουν στη Γεωργία. Ένιωθα πως αυτό ήταν το καθήκον μου.”
Λίγους μόλις μήνες μετά την απόσυρση του και εκμεταλλευόμενος αυτή τη φορά την τεράστια φήμη του εντός και εκτός γηπέδων (καθώς συμμετείχε σε πάρα πολλές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες) εκλέχτηκε εύκολα στη Βουλή και έγινε υπουργός Ενέργειας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, θέσεις που διατήρησε ως το 2017. Τότε αποφάσισε να βάλει υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου της Τιφλίδας, μια θέση που κατέχει μέχρι και σήμερα και που το πιθανότερο είναι να διατηρήσει και τα επόμενα χρόνια, καθώς είναι το μεγάλο φαβορί στις εκλογές που διεξάγονται αυτό το μήνα.