Μια ματιά στον πίνακα της βαθμολογίας της Πριμέρα Ντιβιζιόν θα δείξει τα σχεδόν αναμενόμενα. Η πιο σταθερή Μπαρτσελόνα είναι πρώτη και έχει μια διαφορά σχετικής ασφαλείας από τη δεύτερη Ατλέτικο Μαδρίτης. Κι αν πάμε στα γκολ, εκεί θα δούμε ένα ακόμα αναμενόμενο στατιστικό. Η Ατλέτικο Μαδρίτης σκοράρει λιγότερο από ομάδες από κάτω της όπως η Σεβίλλη και η Ρεάλ (την οποία και αντιμετωπίζει στο μεγάλο ντέρμπι της Μαδρίτης για τη μάχη της 2ης θέσης και τις όποιες ελπίδες απομένουν για το πρωτάθλημα) και φυσικά δέχεται λιγότερα γκολ. Πολύ λιγότερα. Μόλις 14 σε 22 αγώνες. Η σκέψη μας θα πάει άμεσα στους συνήθεις υπόπτους. Τον γιγάντιο Ντιέγκο Γοδίν, τις παλιοσειρές τύπου Χουανφράν και Φιλίπε Λουίς και φυσικά τα άλλα κομάντα της άμυνας του Τσόλο Σιμεόνε.
Δεν θα ασχοληθεί όμως σχεδόν κανείς με τον Σλοβάκο των 188 εκατοστών που ακούει στο όνομα Γιαν Όμπλακ. Τον άνθρωπο που έχει κερδίσει για τρία σερί χρόνια το βραβείο Ρικάρντο Θαμόρα, το βραβείο του “καλύτερου τερματοφύλακα” στην Ισπανία που το κερδίζει κάποιος με το λιγότερο Μ.Ο. τερμάτων ανά παιχνίδι. Δείτε και αντίστοιχες λίστες και άρθρα για τους κορυφαίους τερματοφύλακες του κόσμου. Οι συνήθεις ύποπτοι. Ντε Χέα, Κουρτουά, ο γερόλυκος Τζίτζι, οι νεότεροι τύπου Κέπα, ο τερ Στέγκεν, ο Νόιερ. Αξιόλογοι τερματοφύλακες χωρίς αντίρρηση, αλλά σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί ο άνθρωπος που έχει κρατήσει το 0 πίσω σε 20 από τα 27 του παιχνίδια μέσα στο Μετροπολιτάνο το 2018, αυτός που έφτασε τα 100 ματς χωρίς να δεχτεί γκολ στην καριέρα του πολύ πιο γρήγορα από άλλα μεγαθήρια δεν βρίσκεται στο μυαλό μας; Είναι όντως τόσο σημαντική η επίδραση της άμυνας της Ατλέτικο που σε κάνει να ξεχνάς τον τερματοφύλακα; Κι αν ναι, τότε γιατί ο προκάτοχός του Κουρτουά έτυχε μεγαλύτερου θαυμασμού;
Ο Όμπλακ γεννήθηκε στη μικρή Σκόφια Λόκα της Σλοβενίας που στο λήμμα της στη Wikipedia έχει ως μοναδικό διάσημο πολίτη της τον σημερινό μας ήρωα (ειρήσθω εν παρόδω, η μικρή πόλη των 12 χιλιάδων κατοίκων είναι αδελφοποιημένη για κάποιον λόγο με την Πρέβεζα). Ο Γιαν περιγράφεται ως ένα ήσυχο και σοβαρό παιδί που γρήγορα μετακινήθηκε στην Ολίμπια Λιουμπλιάνα. Δούλευε πάρα πολύ, γράφοντας πολλά χιλιόμετρα με το ποδήλατο καθημερινά για να πηγαίνει μέχρι το κέντρο της Ολίμπια και να προπονείται. Στόχος του να ξεπεράσει τον πατέρα του που ήταν τερματοφύλακας κι αυτός, αλλά χωρίς να φτάσει σε κάποια ψηλή κατηγορία. Μέλος μιας αθλητικής οικογένειας, καθώς η αδερφή του παίζει μπάσκετ στην εθνική της Σλοβενίας.
Το όνομά του άρχισε να κυκλοφορεί και έξω από τη χώρα. Ο ίδιος απέρριψε μια πρόταση από την Έμπολι και δοκιμάστηκε στη Φούλαμ το καλοκαίρι του 2009. Παρά το γεγονός ότι οι Άγγλοι του πρότειναν να μετακομίσει στο Λονδινό, αυτός αποφάσισε να μείνει στη Σλοβενία, ανανεώνοντας μάλιστα το συμβόλαιό του με την Ολίμπια. Το ντεμπούτο του Γιαν έγινε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα περίμενε, καθώς ο τότε γηραλέος τερματοφύλακας Ρόμπερτ Βολκ (είχε ξεπεράσει τα 40) και παράλληλα προπονητής τερματοφυλάκων, είπε στον κόουτς της ομάδας: “Ο μικρός είναι καλύτερος από μένα”. Προς έκπληξη όλων, ο 16χρονος τότε Όμπλακ όχι απλά έκανε ντεμπούτο, αλλά πήρε και τη φανέλα του βασικού σπίτι του παίζοντας σε 33 παιχνίδια.
Τα τσακάλια της Μπενφίκα δεν το έβαλαν κάτω βλέποντας τις αρνήσεις του πιτσιρικά και με μόλις μία σεζόν επαγγελματική, ο Όμπλακ πήγε στην Πορτογαλία με περίπου 1,7 εκατομμύριο. Εκεί φυσικά δεν μπορούσε να περιμένει ότι θα έπαιρνε αμέσως θέση βασικού. Άρχισε το αγροτικό σε διάφορες ομάδες της Πορτογαλίας, χωρίς όμως να τον εμπιστεύονται κι εκεί ιδιαίτερα. Πέρασε μια χρονιά εκτός γηπέδων ουσιαστικά μέχρι το 2011-12 να βρει χρόνο στη Λεϊρία κι ένα χρόνο αργότερα, στον τέταρτο δανεισμό του, κατάφερε να κάνει το ντεμπούτο στην Α’ εθνική της Πορτογαλίας με τα χρώματα της Ρίο Άβε. Κατέκτησε την αξιοπρεπέστατη 6η θέση και επέστρεψε στην Μπενφίκα. Παρ’ ότι ήταν ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας, ένας τραυματισμός του Αρτούρ Μοράες του έδωσε την ευκαιρία να δείξει την αξία του και να κάνει μερικές εκπληκτικές εμφανίσεις. Ήταν πλέον 21 ετών και δεν ήταν ένα ταλέντο, ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας στην Πορτογαλία. Παρά τις προσπάθειες της διοίκησης του συλλόγου να τον κρατήσει, τα 16 εκατομμύρια της Ατλέτικο (ποσό ρεκόρ για τερματοφύλακα στην Ισπανία) τον έφεραν στη ζεστή αγκαλιά του Ντιέγκο Σιμεόνε.
Στη Μαδρίτη όμως, δεν ήταν βασικός. Οι καλές εμφανίσεις του βετεράνου Μογιά τον έκαναν αναπληρωματικό, ενώ στις ευκαιρίες που πήρε αρχικά δεν τα πήγε καλά. Λέγεται ότι το κακό του ντεμπούτο στο Καραϊσκάκη τον Σεπτέμβριο του 2014 τον πήγε πολύ πίσω και μάλιστα η Ατλέτικο επιχείρησε να τον δώσει πίσω στην Μπενφίκα. Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε ο πρόεδρός της Λουίς Φιλίπε Βιέιρα μιλώντας στην πορτογαλική κρατική τηλεόραση. “Ο Όμπλακ έφυγε τρέχοντας από μας και τώρα θέλουν να μας τον δώσουν. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Δεν τον θέλουμε όμως εμείς τώρα”, δήλωσε σαν ζηλιάρης εραστής.
https://www.youtube.com/watch?v=NHkS5-0xFNs
Η μέρα που ο Όμπλακ κέρδισε τη θέση του στην Ατλετικό.
Η εκπληκτική τριπλή του απόκρουση απέναντι στη Λεβερκούζεν.
Η καριέρα του Ομπλάκ φάνηκε να παίρνει τον κατήφορο και τα 16 εκατομμύρια του καλοκαιριού έμοιαζαν πεταμένα. Αλλά και πάλι η τύχη του χαμογέλασε. Ο Μογιά αντιμετώπισε πρόβλημα τραυματισμού τον Μάρτιο του 2015 στο παιχνίδι με την Μπάγερ Λεβερκούζεν, ο Όμπλακ μετά από μεγάλη απραξία βρήκε την ευκαιρία του, πήγε εξαιρετικά και μάλιστα στο τέλος απέκρουσε κι ένα πέναλτι στη διαδικασία που έκρινε την πρόκριση. Η εμφάνιση αυτή τον έφερε βασικό, κλείνοντας τη σεζόν με ορισμένες εξαιρετικές εμφανίσεις όπως αυτή στο ντέρμπι με τη Ρεάλ που κατέβασε τα ρολά. Ο Σιμεόνε τον αποθέωσε αργότερα, επισημαίνοντας την πολλή δουλειά που έκανε και τη μάχη που έδωσε για να κερδίσει την ευκαιρία από το Μόγια.
Ο Όμπλακ από τότε δεν έχασε τη θέση του βασικού και έφτασε στα τρία βραβεία που είπαμε. Χωρίς όμως να παίρνει ποτέ το στάτους ενός από τους κορυφαίους. Σε αυτό δεν βοήθησε κι ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ 2016 απέναντι στη Ρεάλ, με τον ίδιο όχι απλά να μην αποκρούει κανένα από τα πέναλτι των Μερένγκες αλλά να μένει και ακίνητος συχνά, ένα γεγονός που τον έφερε ως αντικείμενο χλευασμού (δηλώνω κι εγώ προσωπικά ένοχος). Ο ίδιος τα αντιμετωπίζει όλα στωικά, με την ωριμότητα που τον διακρίνει από τα 16 του, τότε που έπαιζε ακόμα στη Σλοβενία. Συνεχίζει να εργάζεται σκληρά, να προσπαθεί να βελτιωθεί. Για παράδειγμα, ένα από τα αρνητικά του είναι ότι δεν είναι τόσο καλός “δημιουργικά”. Κάτι που για αρκετούς κορυφαίους προπονητές είναι πλέον σημαντικό στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ο Όμπλακ είναι περισσότερο ο τύπος που θα σταματήσει τα σουτ και όχι αυτός που θα ξεκινήσει μια επίθεση.
https://www.youtube.com/watch?v=Xhb9zAv1ins
Όπως και να έχει όμως τα στατιστικά μιλάνε. Τα βραβεία έρχονται και μάλιστα ξεπερνώντας το μύθο της καλής άμυνας της Ατλέτικο, καθώς η ομάδα του Τσόλο δέχεται περισσότερα σουτ από αρκετές ομάδες στην Πριμέρα πλέον, με τον Όμπλακ να έχει παραπάνω δουλειά από αρκετούς συναδέλφους του. Η απόκρουσή του πριν λίγες ημέρες απέναντι στη Ρεάλ Μπέτις έπαιξε παντού. Δείγμα εξαιρετικών αντανακλαστικών. Αυτό δεν αρκούσε για να πάρει η Ατλέτικο ένα θετικό αποτέλεσμα, αλλά όπως έγραψε κι η Μάρκα πριν μερικές εβδομάδες, δεν αποτελεί είδηση το να χαρίζει βαθμούς στην ομάδα του. Γιατί οι αποκρούσεις του συνήθως δεν γίνονται όταν το σκορ είναι 4-0, αλλά γίνονται με το σκορ ρευστό (όπως συνήθως συμβαίνει στην Ατλέτικο της εποχής του “τσολίσμο”). Οι προσπάθειές του στα τετ-α-τετ με τον Μπάκα της Βιγιαρεάλ και τον Ερνάντες της Ουέσκα ήταν εξαιρετικά δείγματα της αξίας του. Μιας αξίας που κανείς δεν ξέρει πού θα τον φέρει στο μέλλον. Το συμβόλαιό του υπάρχει μέχρι το 2021, αλλά υπάρχει και το ενδιαφέρον πολλών ομάδων. Ο ίδιος δηλώνει ότι ανανέωσε στην Ατλέτικο για να κερδίσει τίτλους, αλλά κι ότι θέλει να δοκιμαστεί και στην Πρέμιερ Λιγκ. Ίσως για να μπορέσει να μπει σφήνα και ανάμεσα στα άλλα ονόματα, σε αυτές τις λίστες με τους κορυφαίους που δεν τον συμπεριλαμβάνουν.