Το 1980 ο Τζον Χιούστον αποφάσισε για πρώτη φορά στην τεράστια καριέρα του να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. O καταξιωμένος Αμερικάνος σκηνοθέτης ήθελε να γυρίσει μια δική του εκδοχή του «Αγώνα του Θανάτου», την ιστορία δηλαδή του παιχνιδιού που έπαιξαν κάποιοι Ουκρανοί φυλακισμένοι ποδοσφαιριστές με μια ομάδα επιλέκτων των ναζί. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι άνθρωποι της παραγωγής κατάφεραν να προσελκύσουν μερικά μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου, όπως είναι ο Μάικλ Κέιν και ο Σιλβέστερ Σταλόνε αλλά και του ποδοσφαίρου, με προεξέχοντες τους Πελέ, Μπόμπι Μουρ και Οσβάλντο Αρντίλες. Το μόνο που έμενε ήταν να βρεθούν οι ηθοποιοί που θα έπαιζαν τους δεύτερους ρόλους.
Για να είναι πιο αληθοφανείς οι (αρκετές) σκηνές που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο η παραγωγή προτιμούσε να συμπληρώσει το καστ με κανονικούς ποδοσφαιριστές, γι’αυτό και επικεντρώθηκε στις ομάδες του αγγλικού πρωταθλήματος. Σε μια από τις συσκέψεις που έγιναν κάποιος πρότεινε να προσεγγιστεί η Ίπσουιτς. Η πρόταση του υπερψηφίστηκε, οι επαφές έγιναν μέσω του προπονητή της και το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, την ώρα που οι ποδοσφαιριστές όλων των άλλων ομάδων έκαναν τις διακοπές του, εφτά μέλη της Ίπσουιτς πέρασαν μερικές εβδομάδες στη Βουδαπέστη, όπου και γυρίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ.
Ο αμυντικός Ράσελ Όσμαν διηγείται: “Μια μέρα μας φώναξε o προπονητής στα αποδυτήρια και μας είπε ότι αν δεν έχουμε κανονίσει κάτι για το καλοκαίρι μπορούμε να λάβουμε μέρος στα γυρίσματα μιας ταινίας. Ήμουν ελεύθερος τότε και δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, οπότε πήγα”.
Η συμβολή των ποδοσφαιριστών στην ολοκλήρωση της αποδείχτηκε καθοριστική. Κάποιοι εξ αυτών ανέλαβαν κανονικούς ρόλους με αρκετές ατάκες (“Νομίζαμε πως απλά θα συμμετέχουμε σαν κομπάρσοι σε κάποιες σκηνές με ποδόσφαιρο και ξαφνικά βρέθηκα να κάνω διάλογο πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μάικλ Κέιν” θυμάται ο Όσμαν), κάποιοι βοήθησαν ώστε οι φάσεις του αγώνα να είναι όσο πιο πειστικές γίνεται (“Για να γυριστούν οι ποδοσφαιρικές σκηνές ο Μπόμπι Μουρ και ο Πελέ έπιασαν τον σκηνοθέτη και του είπαν «εμείς θα σου πούμε ακριβώς τι πρέπει να κάνεις, εσύ απλά να έχεις έτοιμες τις κάμερες» ) και κάποιοι ντούμπλαραν τους κανονικούς ηθοποιούς στις περιπτώσεις που έπρεπε να παίξουν μπάλα.
Ο τερματοφύλακας Λόρι Σίβελ πήρε αναγκαστικά μεταγραφή στην πλευρά των ναζί, γιατί ο Χιούστον θεωρούσε ότι η φωνή του δεν ήταν πολύ καλή για το ρόλο του τερματοφύλακα των συμμάχων. Έναν ρόλο που, όπως όλοι ξέρουμε, ανέλαβε στο δεύτερο μισό της ταινίας ο Σταλόνε. Η περίοδος των γυρισμάτων δεν ήταν και η καλύτερη για τον πρώην «Ρόκι». Αρχικά έχασε 100 δολάρια σε ένα στοίχημα με τον αμυντικό Κέβιν Μπίτι για το ποιος θα κερδίσει σε μια κόντρα δύναμης στο μπρα ντε φερ. Στη συνέχεια έλαβε αρνητική απάντηση στο κάπως παράλογο αίτημα του να πετύχει αυτός το κρίσιμο γκολ παραβλέποντας τη μικρή τεχνική λεπτομέρεια πως ήταν τερματοφύλακας. Και το κακό τρίτωσε όταν σε μια στιγμή χαλάρωσης δέχτηκε να κάτσει κάτω από την εστία για να τεστάρει τις ικανότητες του ο Πελέ: “Από εκείνη την ταινία μου έχει μείνει ενθύμιο ένα σπασμένο δάχτυλο, όταν προσπάθησα να αποκρούσω ένα πέναλτι του Πελέ. Φορούσε ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια και σε συνδυασμό με τη μπάλα, που ήταν δυο φορές πιο βαριά από τις σημερινές, ήταν σαν να σε βαρούσε με κανόνι. Ήθελε να με δοκιμάσει και το μόνο που σκέφτηκα ήταν «σιγά, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι». Μου είπε ακριβώς πού θα στείλει τη μπάλα και παρ’όλο που ήξερα, δεν πρόλαβα να κουνηθώ. Την έστειλε ακριβώς στο σημείο που είπε. Τότε δοκίμασε ξανά, η μπάλα τρύπησε τα δίχτυα και έσπασε ένα παράθυρο από τους στρατώνες στους οποίους κάναμε το γύρισμα. Το μόνο που μπόρεσα να εκστομίσω ήταν ένα «πλάκα μου κάνεις!»”.
Η «Μεγάλη απόδραση των 11» μπορεί να μη μάγεψε τους κριτικούς αλλά αργότερα απέκτησε μια κλασική αύρα και σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες με θέμα το ποδόσφαιρο. Κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της μνημονεύονται συχνά στα κοινωνικά δίκτυα μέχρι και στις μέρες μας.
Οι νεότεροι αναγνώστες πιθανόν θα αναρωτηθούν πώς έγινε και επιλέχθηκε η Ίπσουιτς και όχι κάποια καλύτερη και πιο ξακουστή αγγλική ομάδα. Οι «μπλε» επέστρεψαν φέτος στην Πρέμιερ Λιγκ αλλά τις τελευταίες δυο δεκαετίες ήταν χαμένοι κάπου μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης κατηγορίας. Η Ίπσουιτς στα τέλη των 70s και στις αρχές των 80s όμως δεν είχε καμία σχέση με τον ταλαιπωρημένο σύλλογο που πρόσφατα πέρασε μια τετραετία παίζοντας στη League One. Ήταν μια άκρως ανταγωνιστική ομάδα με μια φήμη που ξεπερνούσε τα όρια του βρετανικού πρωταθλήματος.
Όλα ξεκίνησαν αρκετά χρόνια πριν. Για την ακρίβεια τον Ιανουάριο του 1969 όταν ανέβαλε προπονητής ο Ρόμπερτ «Μπόμπι» Ρόμπσον. Τότε ο τίτλος του «Σερ» δεν υπήρχε καν στο μυαλό του ως μελλοντικό ενδεχόμενο. Στα 35 του προσπαθούσε να αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί στο χώρο ως προπονητής. Ένα μόλις χρόνο πριν είχε κρεμάσει τα παπούτσια του και η πρώτη, κάπως πειραματική, εμπειρία του στους πάγκους δεν είχε εξελιχθεί και πολύ καλά. Σε 36 παιχνίδια ως τεχνικός της Φούλαμ κέρδισε μόνο τα έξι, γι’αυτό και είδε την πόρτα της εξόδου στη μέση της σεζόν. Για καλή του τύχη ένας φίλος του ήξερε τον πρόεδρο της Ίπσουιτς, που είχε διώξει τον προπονητή της την ίδια εποχή, και τον έπεισε να τον συμπεριλάβει στη λίστα των συνεντεύξεων με τους υποψήφιους αντικαταστάτες. Ο χαρισματικός, από τότε, Ρόμπσον κέρδισε τους ανθρώπους της διοίκησης με το λέγειν και την αυτοπεποίθηση του, αυτοί του έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία για να δείξει ότι αξίζει και χάρη σε αυτό το ρίσκο οι φίλοι της έζησαν την ωραιότερη ποδοσφαιρική περίοδο της ζωής τους.
Ο Ρόμπσον στα νιάτα του
Όταν ανέλαβε ο Ρόμπσον η σεζόν-φωτοβολίδα του 1961-62, τότε που ο Αλφ Ράμσεϊ την είχε οδηγήσει από το πουθενά στο μοναδικό πρωτάθλημα της ιστορίας της (την προηγούμενη χρονιά έπαιζε στη 2η κατηγορία, την επόμενη γλίτωσε τον υποβιβασμό στο παρά πέντε!), έμοιαζε αρκετά μακρινή. Η ομάδα είχε μόλις επιστρέψει στην πρώτη κατηγορία, μετά από τέσσερα χρόνια που ήταν κολλημένη στη δεύτερη, και ο στόχος ήταν για αρχή η παραμονή και στη συνέχεια μια σταθερή παρουσία εκεί, χωρίς τα πάνω-κάτω της τελευταίας 15ετιας. Το ξεκίνημα της θητείας του Ρόμπσον δεν ήταν εύκολο. Τα πρώτα του χρόνια στην ανατολική Αγγλία αποδείχτηκαν ζόρικα από όλες τις απόψεις. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα και το κλίμα μέσα στα αποδυτήρια ήταν τις περισσότερες μέρες τεταμένο. Το λιτό βιογραφικό του δεν βοηθούσε ιδιαίτερα. Ήταν πολύ μικρός για προπονητής, δεν είχε αποκτήσει ακόμα ιδιαίτερη πείρα στη χειραγώγηση των παικτών, δεν είχε κάποια επιτυχία να επιδείξει και έμοιαζε και κάπως άβγαλτος σε μια εποχή που αρκετοί παίκτες ήταν αυτό που ευγενικά θα λέγαμε «σκληρά παιδιά» και πιο λαϊκά, «τσογλάνια».
Τον πρώτο καιρό η Ίπσουιτς δυσκολευόταν να ξεκολλήσει από το κάτω μισό της βαθμολογίας. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντως κατάφερνε στο τέλος να σωθεί, κάτι που έδινε στον Ρόμπσον πίστωση χρόνου. Οι κρίσεις που αντιμετώπισε σε αυτό το διάστημα ήταν αρκετές. Η πιο σοβαρή είχε τη μορφή ενός γεροδεμένου αμυντικού ή, όπως τον χαρακτήρισε ο Ρόμπσον, “ενός κυκλοθυμικού και κατσούφη Σκωτσέζου”. Ο Μπιλ Μπάξτερ ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το πρωτάθλημα και μια από τις παλιές καραβάνες, από αυτές που από ένα σημείο και μετά ελέγχουν έμμεσα τα πάντα μέσα στο σύλλογο.
Η συχνή απροθυμία του να ακολουθήσει τις εντολές του νεαρού προπονητή του κατέληξε αναμενόμενα σε σύγκρουση. Όταν ο Ρόμπσον άφησε τον Μπάξτερ και τον κολλητό του, τον Ιρλανδό αμυντικό Τόμι Κάρολ, εκτός ενδεκάδας σε ένα παιχνίδι με τη Λιντς, το δίδυμο των «παλιών» αποφάσισε να το τραβήξει στα άκρα. Η Ίπσουιτς έχασε το παιχνίδι και στα αποδυτήρια ο ευδιάθετος Μπάξτερ έκανε αστειάκια. Το αποκορύφωμα ήταν όταν έδωσε παραγγελία να του φέρουν μια σαμπάνια για να πανηγυρίσει την αποτυχία του κόουτς. Ο, συνήθως ψύχραιμος και μετέπειτα γνωστός ως τζέντλεμαν, Ρόμπσον έφτασε στα όρια του και λίγες μέρες μετά έγινε η έκρηξη. Όταν ο Κάρολ ανακάλυψε ότι παραμένει εκτός ομάδας και στο επόμενο παιχνίδι πήρε το χαρτί με την εντεκάδα και το πέταξε στο πρόσωπο του προπονητή συνοδεύοντας αυτή την κίνηση με μερικές φράσεις που στην τηλεόραση συνοδεύονται συνήθως από ένα «μπιπ». Ο απηυδισμένος Ρόμπσον άφησε για λίγο το σαβουάρ βιβρ στην άκρη και οι δυο τους βρέθηκαν να ανταλλάσσουν μπουνιές. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στη μάχη ρίχτηκε από τη μια πλευρά ο Μπάξτερ και από την άλλη ο βοηθός προπονητή και τα επόμενα λεπτά το σκηνικό έμοιαζε με άγριο καυγά σε σαλούν της άγριας δύσης που διακόπηκε μόνο όταν επενέβησαν οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές. “Δεν έπρεπε να μας χωρίσουν. Είχα αρχίσει να το απολαμβάνω” είπε αργότερα ο Ρόμπσον.
Νικητής από αυτό τον άτυπο εμφύλιο αποδείχτηκε ο προπονητής. Η πλειοψηφία των παικτών πήρε το μέρος του και η διοίκηση αναγκάστηκε να τον στηρίξει. Οι δυο ταραχοποιοί τιμωρήθηκαν με πρόστιμο και αποχώρησαν στο τέλος εκείνης της σεζόν. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Ρόμπσον έγινε το απόλυτο αφεντικό. Όλες οι αποφάσεις περνούσαν από αυτόν: Από τις προσθήκες στην ακαδημία μέχρι και τις εργασίες για την επέκταση του γηπέδου. Είχε αποδείξει ότι εκτός από ευχάριστος και αβρός μπορεί να γίνει και αρκούντως σκληρός αν χρειαστεί και είχε κερδίσει το σεβασμό των παικτών και του κόσμου. Σύμφωνα με τον ίδιο, “εκείνο το επεισόδιο ήταν σημείο καμπής για την καριέρα μου”.
Η Ίπσουιτς των επόμενων χρόνων έμοιαζε σε λίγα πράγματα με αυτή που πάλευε για τη σωτηρία τον πρώτο καιρό του εκεί. Από το 1972 έως το 1982 η ομάδα τερμάτισε κάτω από την 6η θέση μόνο μια φορά. Ο κόσμος στο Πόρτμαν Ρόουντ βίωσε μεγάλες στιγμές (εκείνο το διάστημα έσπασαν όλα τα ρεκόρ προσέλευσης) και το σημαντικότερο είναι ότι τις έζησε χάρη στα δικά του παιδιά. Στα 13 χρόνια που ήταν εκεί ο Ρόμπσον έκανε μόνο 14 μεταγραφές από άλλες ομάδες! Όλες οι υπόλοιπες προσθήκες προέρχονταν από την ακαδημία και βασίζονταν στη λογική ότι ο προπονητής μπορεί να μη θεωρείται μετρ της τακτικής και των συστημάτων αλλά είναι «μανούλα» στο ψυχολογικό κομμάτι και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να δώσει τη σωστή ώθηση σε έναν νεαρό ποδοσφαιριστή αλλά και για να αντλήσει το 100% από κάποιον μεγαλύτερο. “Ήμασταν διατεθειμένοι να πέσουμε με φόρα πάνω σε έναν τοίχο για χάρη του” δήλωσε κάποτε ο Τέρι Μπούτσερ, ένας από τους παίκτες που ξεκίνησαν από την Ίπσουιτς, εξελίχθηκαν χάρη στον Ρόμπσον και έφτασαν τελικά ως την εθνική Αγγλίας.
Μια από τις μετρημένες μεταγραφές του Ρόμπσον: Ο Πολ Μάρινερ αποκτήθηκε από την Πλίμουθ, που έπαιζε στη 2η κατηγορία, και αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ των «μπλε» τρεις σερί χρονιές
Την καθιέρωση στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας ακολούθησαν μερικές εντυπωσιακές νίκες στην Ευρώπη που βοήθησαν στο να διαδοθεί το όνομα της Ίπσουιτς και εκτός συνόρων. Το Πόρτμαν Ρόουντ μετατράπηκε σε απόρθητο φρούριο από το οποίο δεν περνούσε κανένας. Κυριολεκτικά κανένας. Στα 22 ευρωπαϊκά παιχνίδια που έδωσε εκεί η ομάδα του Ρόμπσον εκείνη την περίοδο μέτρησε 19 νίκες και 3 ισοπαλίες! (Για την ιστορία, παραμένει μέχρι και σήμερα αήττητη εντός έδρας στην Ευρώπη μετά από 31 αναμετρήσεις.) Ανάμεσα στα θύματα της ήταν η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα του Κρόιφ, η σπουδαία Σεντ Ετιέν του Πλατινί, η Λάτσιο και η Φέγενορντ. Η παρουσία στα προημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 1974 ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησε το πρώτο κύπελλο Αγγλίας στην ιστορία του συλλόγου, το 1978 απέναντι στην Άρσεναλ σε έναν τελικό που ήταν αουτσάιντερ, και μετά έφτασε η αλησμόνητη τριετία 1979-82.
Με μια δεκαετία προπονητικής εμπειρίας στην πλάτη ο Ρόμπσον ήταν έτοιμος να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Ο στόχος του ήταν να αντικαταστήσει το βρετανικό στιλ με τις βαθιές μπαλιές με ένα πιο στρωτό και μοντέρνο ποδόσφαιρο. Ή έστω να τα συνδυάσει με κάποιο τρόπο. Για να πετύχει αυτή η αλλαγή χρειαζόταν εξωτερική βοήθεια. Αυτή ήρθε από την Ολλανδία. Το καλοκαίρι του 1978 ταξίδεψε μόνος του κρυφά στο Φόλενταμ και μετά από μεγάλη προσπάθεια έπεισε τον 27χρονο Άρνολντ Μιούρεν της Τβέντε να μετακομίσει στην ανατολική Αγγλία. Εκείνη την εποχή αυτού του είδους οι κινήσεις ήταν σπάνιες. Οι ξένοι στο αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Η Ίπσουιτς δεν είχε αποκτήσει ποτέ ξανά παίκτη από ομάδα εκτός Μεγάλης Βρετανίας. Ο Ρόμπσον πίστευε ακράδαντα ότι ένας ικανότατος Ολλανδός μέσος που είχε περάσει από το «σχολείο» του Άγιαξ θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Δεν έπεσε έξω.
Μια από τις μεγαλύτερες στιγμές που έζησε η πόλη: Το 3-0 απέναντι στη Μπαρτσελόνα του Κρόιφ. Στον επαναληπτικό στο Καμπ Νου οι Καταλανοί προκρίθηκαν στα πέναλτι
Ο Μιούρεν έγινε γρήγορα μια από τις αδυναμίες του κόσμου στο Πόρτμαν Ρόουντ και έξι μήνες αργότερα απέκτησε έναν ταιριαστό παρτενέρ όταν αποκτήθηκε ο συμπατριώτης και συμπαίκτης του στην Τβέντε, Φρανς Τάισεν. Με το δίδυμο των Ολλανδών στο κέντρο δίπλα στον Τζον Γουόρκ και τους Μάρινερ, Γκέιτς και Μπραζίλ στην επίθεση η Ίπσουιτς ήταν έτοιμη να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από τη συμπάθεια του κόσμου και μια θέση στην πρώτη 6αδα.
Η σεζόν 1979-80 ολοκληρώθηκε με τα «παιδιά με τα τρακτέρ» να τερματίζουν στην τρίτη θέση. Την επόμενη χρονιά, και αφού μεσολάβησε το ευχάριστο διάλειμμα με τη συμμετοχή στα γυρίσματα της ταινίας του Χιούστον, η ομάδα ξεπέρασε τον εαυτό της. Έκανε ένα δυνατό ξεκίνημα μένοντας 15 παιχνίδια αήττητη, έμεινε πολύ ψηλά στη βαθμολογία μέχρι την άνοιξη εκμεταλλευόμενη για μια ακόμα φορά τη δύναμη της έδρας της (είχε μόνο δυο ήττες σε 33 παιχνίδια) και πάλεψε για τον τίτλο μέχρι την προτελευταία αγωνιστική. Παράλληλα έκανε μια εξαιρετική πορεία στο κύπελλο που σταμάτησε στα ημιτελικά, όπου και ηττήθηκε από τη Μάντσεστερ Σίτι με 1-0.
(Εικόνα: Matthew J I Wood Design & Illustration)
Το πολύ μικρό ρόστερ όμως αποδείχτηκε καθοριστικός παράγοντας. Οι επιλογές του Ρόμπσον ήταν μετρημένες και η βοήθεια από τον πάγκο δεν ήταν αρκετή. Στην τελική ευθεία του πρωταθλήματος η ομάδα παρουσιάστηκε ξεζουμισμένη καθώς διεκδικούσε τρεις τίτλους ταυτόχρονα. Στα τελευταία δέκα παιχνίδια πρωταθλήματος ηττήθηκε εφτά φορές και με αυτόν τον τρόπο χάρισε τον τίτλο στην πιο ξεκούραστη Άστον Βίλα. Έναν τίτλο που πολλοί στην Αγγλία θεωρούσαν πως άξιζε. Όλοι οι κόποι της χρονιάς χάθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ακόμα κι έτσι η δεύτερη θέση ήταν η καλύτερη που είχε πετύχει ποτέ, εξαιρουμένης φυσικά της χρονιάς του πρωταθλήματος.
Η ύστατη ελπίδα για μια χειροπιαστή επιτυχία ήταν ο τελικός του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ απέναντι στην Αλκμάαρ. Το τελευταίο παιχνίδι μιας εξαντλητικής σεζόν που περιλάμβανε αρκετές συγκινήσεις. Στον δρόμο για τον τελικό η Ίπσουιτς είχε αποκλείσει με νίκες μέσα-έξω στα προημιτελικά την Σεντ Ετιέν του Πλατινί, του Ρεπ και του Λαριός και στα ημιτελικά την Κολωνία. Το δε πρώτο βήμα είχε γίνει στα μέρη μας. Στο πρώτο ευρωπαϊκό παιχνίδι της χρονιάς οι Άγγλοι είχαν κερδίσει τον Άρη με 5-1, με τους φιλοξενούμενους να παίζουν από το πρώτο ημίχρονο με 10 παίκτες λόγω αποβολής του Φοιρού και να δέχονται τρία γκολ από το σημείο του πέναλτι. Στον επαναληπτικό στη Θεσσαλονίκη η ομάδα του Ρόμπσον εμφανίστηκε υπέρμετρα χαλαρή λόγω του σκορ του πρώτου αγώνα και λίγο έλειψε να το πληρώσει. Στο 65′ το σκορ ήταν 3-0 και ο Άρης πίεζε για την επική ανατροπή. Ένα γκολ του Γκέιτς στο 75′ έκοψε τα φτερά των γηπεδούχων, το σκορ έμεινε στο 3-1 και οι Άγγλοι έφυγαν από την Ελλάδα ηττημένοι αλλά με την πρόκριση.
Ο διπλός τελικός με την ΑΖ ήταν απολαυστικός για τους ουδέτερους. Το πρώτο παιχνίδι στο Πόρτμαν Ρόουντ εξελίχθηκε σε περίπατο για τους Άγγλους που για άλλη μια φορά εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη της έδρας και επικράτησαν με 3-0. Το γκολ του Τάισεν στο 4′ του επαναληπτικού έμοιαζε σαν να καθαρίζει οριστικά την υπόθεση τίτλος αλλά οι Ολλανδοί δεν ήταν διατεθειμένοι να υποκύψουν τόσο εύκολα. Μέσα σε είκοσι λεπτά γύρισαν το παιχνίδι, έμειναν μπροστά στο σκορ στο ημίχρονο (3-2) και βρήκαν και τέταρτο γκολ στο 73′, μετατρέποντας το τελευταίο εικοσάλεπτο σε θρίλερ. Η δράση μεταφέρθηκε όλη στην περιοχή των Άγγλων αλλά το σκορ δεν άλλαξε. Η Ίπσουιτς κέρδισε το πρώτο ευρωπαϊκό της τρόπαιο και 50.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν λίγες μέρες μετά στο δημαρχείο της πόλης για να αποθεώσουν τους ποδοσφαιρικούς ήρωες τους.
Η τριετία έκλεισε με μια ακόμα πολύ καλή πορεία τη σεζόν 1981-82. Οι «μπλε» τερμάτισαν ξανά στη δεύτερη θέση και έφτασαν για άλλη μια φορά στα ημιτελικά μιας εγχώριας διοργάνωσης. Η μόνη διαφορά ήταν ότι το πρωτάθλημα αυτή τη φορά πήγε στη Λίβερπουλ που ήταν και αυτή που τους πλήγωσε στα ημιτελικά του Λιγκ Καπ. Αυτό ήταν και το τέλος της εποχής Ρόμπσον. Μετά από αρκετές αρνητικές απαντήσεις σε προτάσεις από ομάδες εντός και εκτός Αγγλίας όλα τα προηγούμενα χρόνια ο Άγγλος αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια του Αλφ Ράμσει και να αφήσει τη θέση του για χάρη της εθνικής, με την οποία μερικά χρόνια αργότερα θα έφτανε ως τα ημιτελικά του Μουντιάλ.
Μετά τη φυγή του ανθρώπου που τους αναμόρφωσε «τα παιδιά με τα τρακτέρ» επέστρεψαν πολύ γρήγορα στο κάτω μισό της βαθμολογίας και το 1986 δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τον υποβιβασμό. Δυο δεκαετίες αργότερα ο Ρόμπσον έγινε επίτιμος πρόεδρος του συλλόγου, μια κερκίδα πήρε το όνομα του ενώ έξω από το γήπεδο υπάρχει ένα άγαλμα του για να υπενθυμίζει στους νεότερους ότι από εκεί πέρασε ένας ξεχωριστός προπονητής που έφτιαξε σχεδόν από το τίποτα μια ομάδα που είχε για χρόνια πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αγγλία, την Ευρώπη αλλά και στους κινηματογράφους.