Γρανάδα, η ομάδα που ξανακέρδισε τον κόσμο της

Είναι γνωστό ότι η Ανδαλουσία είναι ένα από τα πιο όμορφα και ενδιαφέροντα μέρη στην Ισπανία. Είναι γνωστές και ιδιαιτερότητες των ντόπιων, το πάθος τους, οι διαφορές τους με κατοίκους άλλων περιοχών της χώρας, κάτι που βγαίνει και στο ποδόσφαιρο. Στο ποδόσφαιρο που το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι ομάδες της Σεβίλλης και σε δεύτερο βαθμό η Μάλαγα. Στην Ανδαλουσία όμως φέτος εμφανίζεται, έστω και προσωρινά, μια ακόμα ποδοσφαιρική επιλογή από μια άλλη πόλη. Η Γρανάδα είναι γνωστή για το πανεπιστήμιό της και για την Αλάμπρα, αλλά όχι ιδιαίτερα για το ποδόσφαιρό της.

Παρ’ ότι η τοπική ομώνυμη ομάδα ιδρύθηκε το 1931, οι παρουσίες της στη μεγάλη κατηγορία είναι πάνω κάτω καμιά εικοσαριά, με καλύτερη περίοδό της τη δεκαετία του 1970, όταν και είχε συνεχή παρουσία στην Α’ εθνική της Ισπανίας, φτάνοντας μάλιστα δύο φορές στην έκτη θέση. Από το 1976 και μετά άρχισε η παρακμή που την έφερε μέχρι και στην Δ’ εθνική, όχι κάτι πολύ τιμητικό για μια πόλη με πάνω από 200.000 κατοίκους. Πιθανότατα δεν θα ασχολούμασταν μαζί της σήμερα, αν το 2009, με την ομάδα στη Σεγούντα Β’, ο σύλλογος δεν έπεφτε στα χέρια της οικογένειας Πότσο από την Ιταλία.

Ομορφιές…

Στο σημείο αυτό, θα ανοίξει ξανά μία κουβέντα όπως έγινε πρόσφατα και με τη Φαμαλικάο. Γιατί η οικογένεια Πότσο αντιπροσωπεύει λίγο πολύ όλα όσα μας ενοχλούν στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Είναι οι ιδιοκτήτες της Ουντινέζε που άνοιξαν τις δουλειές τους και σε άλλες ομάδες της Ευρώπης, όπως τη Γρανάδα και την Γουόντφορντ πιο πρόσφατα. Με λίγα λόγια, αν εξαιρέσουμε ίσως την Ουντινέζε, βλέπουν τις ομάδες τους ως “αποθήκες” παικτών, ευκαιρία να διακινήσουν ποδοσφαιριστές, να βγάλουν κάποια χρήματα και αυτό ήταν. Από την άλλη βέβαια ήταν ο Τζίνο Πότσο που ανέλαβε τη Γρανάδα και την ανέβασε αμέσως δύο κατηγορίες, φτάνοντας ξανά στην Πριμέρα το 2009 μετά από 30 περίπου χρόνια. Και αυτό πρέπει να του πιστωθεί. Ο κόσμος είδε ξανά στο Νουέβο Εστάδιο ντε λος Κάρμενες όλα τα αστέρια του ισπανικού ποδοσφαίρου.

Η Γρανάδα μάλιστα, όχι απλά ανέβηκε με τη νέα ιδιοκτησία, κατάφερε και να διατηρηθεί στην κατηγορία, δίνοντας φυσικά κάθε χρόνο μάχη και γλιτώνοντας για ελάχιστους βαθμούς. Μέχρι το 2017, που με μόλις 4 νίκες σε 38 παιχνίδια τερμάτισε 20η και υποβιβάσθηκε. Το κακό είναι, ότι η Γρανάδα όλα εκείνα τα χρόνια δεν μας άφησε και πολλά για να τη θυμηθούμε. Δεν είχε κάποιον χαρακτήρα ως ομάδα, δεν είχε κάτι να σε κάνει να τη συμπαθήσεις. Τη σεζόν 2016-17 το κέντρο διερχομένων είχε νοματαίους από καμιά 20αρια χώρες, πολλοί εξ αυτών δανεικοί από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης.

Το ρόστερ της Γρανάδα το 2017, βγαλμένο από συνεδρίαση του ΟΗΕ. Μεταξύ των ονομάτων, οι “δικοί μας” Κονέ, Ουακάσο, Πόνσε και Καρσελά.

Ο μέσος όρος εισιτηρίων κατρακύλησε κάτω από τις 15.000, σε αντίθεση με τα 20.000 που ήταν τη χρονιά της ανόδου και μεταξύ μας, σε κανέναν δεν έλειψε ιδιαίτερα. Ήδη η ομάδα είχε αλλάξει χέρια, αφού το καλοκαίρι του 2016 η οικογένεια Πότσο ολοκλήρωσε το έργο της και πούλησε στον Κινέζο Ζιανγκ Λιζάνγκ που κατά διαβολική σύμπτωση έχει κι αυτός εταιρεία εκπροσώπησης παικτών. Στο deal μπλέχτηκε κι η Media Base, εταιρεία του Πέρε Γκουαρδιόλα, ναι αδερφού του Πεπ. Ο Λιζάνγκ που εκείνο το καλοκαίρι βγαίνοντας για ψώνια αγόρασε και την Πάρμα, κατάφερε να ρίξει την ομάδα, αφού έφερε 18 νέους παίκτες, κάνοντας ακόμα χειρότερη την τακτική της περιόδου Πότσο. Εκτός φυσικά από παίκτες, άλλαξε και αρκετούς προπονητής, από τον Πάκο Χέμεθ και τον Λούκας Αλκάραθ μέχρι τον… Τόνι τον Άνταμς (θυμίζοντας λίγο την επιλογή Νέβιλ στη Βαλένθια).

Ένας Ιταλός πουλάει σε έναν Κινέζο μια ισπανική ομάδα.

Πέφτοντας σε μια από τις πιο δύσκολες δεύτερες κατηγορίες της Ευρώπης, πολλοί υπέθεσαν ότι δεν θα ξαναβλέπαμε τη Γρανάδα σύντομα. Και τα πράγματα δεν έδειχναν πολύ θετικά. Όσοι βέβαια αναπολούσαν την παλιά κατάσταση, κατάλαβαν σύντομα ότι μάλλον η Γρανάδα γλίτωσε. Ο πρώην πρόεδρος Κίκε Πίνα, παλιός ποδοσφαιριστής, μάνατζερ (με μεγάλες επιτυχίες τις μεταγραφές Ρικέλμε και Σαβιόλα παλιότερα) και δεξί χέρι της οικογένειας Πότσο συνελήφθη. Οι κατηγορίες ήταν ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή, αφού είχε κρύψει μέσω εταιρειών offshore τα πανάκριβά του αυτοκίνητα, τα σπίτια και τα χρήματά του που είχε βγάλει από το αλισβερίσι παικτών. Την ίδια στιγμή ο ίδιος δεν εμφανιζόταν πουθενά, αφού όλες του οι δουλειές γίνονταν στο όνομα του πατέρα του και της αδερφής του.

Ο Πίνα είχε αφήσει το στίγμα του βέβαια στη Γρανάδα και με άλλον τρόπο. Η εφημερίδα El Mundo αποκάλυψε ότι άνθρωποι του Λιζάνγκ διαπίστωσαν ότι τόσο τα αποδυτήρια των παικτών, όσο και των διαιτητών βρίσκονταν υπό παρακολούθηση. Μέσα στους ανιχνευτές κίνησης και καπνού υπήρχαν κάμερες και έτσι η Γρανάδα ζούσε σε ένα καθεστώς Big Brother με την παλιά διοίκηση να βλέπει τα πάντα. Η δικαιολογία του ανθρώπου του Πίνα ήταν ότι οι κάμερες μπήκαν για περίπτωση… κλοπή οργάνων γυμναστικής, αλλά το γεγονός ότι έβλεπαν και τους διαιτητές δεν αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνείας.

Από Μονεγάσκος, Ανδαλουσιανός. Ο Αντόνιο Κορντόν είναι από τους βασικούς λόγους της πορείας της ομάδας.

Κάπως έτσι η Γρανάδα, χωρίς ιδιαίτερες βλέψεις, αγωνίστηκε το 2017-18 στη Σεγούντα. Ο Λιζάνγκ πάντως φάνηκε να μαθαίνει, μετά το πάθημα του υποβιβασμού. Έτσι, για αρχή έφερε τον Αντόνιο Κορντόν στην ομάδα. Το όνομά του ίσως να είναι άγνωστο σε πολλούς, αλλά πρόκειται για τον άνθρωπο που για 17 χρόνια έκανε κουμάντο στη Βιγιαρεάλ σε όλα τα θέματα των μεταγραφών. Ένας άνθρωπος για όλες τις δουλειές, από το σκάουτινγκ μέχρι το κλείσιμο συμφωνιών έχτισε σπουδαίο όνομα στο Κίτρινο Υποβρύχιο και το εκμεταλλεύτηκε δεχόμενος μια προσφορά “που δεν μπορούσε να αρνηθεί” το 2016 από τη Μονακό και τον ζάμπλουτο ιδιοκτήτη της Ριμπόβλεφ. Πράγματι, η Μονακό χάρη και στις κινήσεις του Κορντόν κατέκτησε το πρωτάθλημα τη σεζόν 2016-17, αλλά ο Κορντόν την εγκατέλειψε αμέσως μετά και βρήκε θέση στις επιχειρήσεις του Λιζάνγκ.

Ο Κορντόν, παρά το γεγονός ότι… μεγαλοπιάστηκε, δεν δείχνει να ξεχνά κάποιες βασικές αρχές του ποδοσφαίρου. Και αποφάσισε να αλλάξει πολιτική στη Γρανάδα. Οργάνωσε ένα ισχυρό τμήμα σκάουτινγκ και άρχισε να ξεψαχνίζει όλη την Ανδαλουσία για να βρει ταλέντα. Οι εποχές των καραβιών με ξένους τελείωσαν στη Γρανάδα. Παράλληλα, έφερε στην ομάδα τον κόουτς Ντιέγκο Μαρτίνεθ με ένα βιογραφικό που δεν τρόμαζε κανέναν. Ο Μαρτίνεθ δεν έπαιξε ποτέ μπάλα σε υψηλό επίπεδο, ασχολήθηκε από νωρίς με την προπονητική. Πέρασε πολλά χρόνια στις ακαδημίες της Σεβίλλης (ανακάλυψη του Μόντσι) αφήνοντας έργο και ουσιαστικά σε υψηλό επίπεδο, είχε μια σεζόν στην Οσασούνα και την παρουσία του ως βοηθός του Ουνάι Έμερι. Ο Κορντόν όμως φαίνεται ότι έχει ταλέντο και στο σκάουτινγκ προπονητών.

Ο πιο νέος κόουτς στη Λα Λίγκα

Η επιλογή ήταν περίεργη, αλλά η πορεία των δικαίωσε. Πέρσι η Γρανάδα έκανε μια εντυπωσιακή σεζόν κατακτώντας τη 2η θέση στη Σεγούντα και μαζί την απευθείας άνοδο, παρά το γεγονός ότι είχε το 9ο μεγαλύτερο μπάτζετ. Αυτό δεν άλλαξε πολλά στην τακτική του Κορντόν και του Μαρτίνεθ. Η ομάδα δεν είχε πολλά χρήματα στη διάθεσή της και καμία όρεξη να φέρει ένα σωρό γυρολόγους. Η Γρανάδα φέτος έχει το τρίτο χαμηλότερο μπάτζετ στην κατηγορία πίσω από Μαγιόρκα και Βαγιαδολίδ και στο ρόστερ της, σε αντίθετη με την προηγούμενο screenshot από τη Wikipedia, βλέπεις πολλές ισπανικές σημαιούλες δίπλα στα ονόματα. Και όχι μόνο, μια ντουζίνα από τους παίκτες του ρόστερ είναι Ανδαλουσιανοί. Η ομάδα απέκτησε ξανά δέσιμο με τον κόσμο της και ταυτότητα. Ο κόουτς Μαρτίνεθ στα 38 του είναι ο πιο νέος προπονητής στην κατηγορία και έχει φτιάξει αποδυτήρια, έχει δημιουργήσει έναν κορμό και την κατάλληλη ψυχολογία για να δοθεί η μάχη της σωτηρίας. Σε αυτόν προσθέτουν ποιότητα παίκτες όπως ο Ματσίς, ένας παίκτης που εντυπωσίασε και με τη Βενεζουέλα στο τελευταίο Κόπα Αμέρικα και παλιές καραβάνες όπως ο Άνχελ Μοντόρο κι ο Ρομπέρτο Σολδάδο.

Ο κόσμος που το 2017 ζητούσε από τη διοίκηση του Κινέζου ιδιοκτήτη να φύγει, είναι πλέον ικανοποιημένος και πίνει νερό στο όνομα του Μαρτίνεθ και των παικτών του, ενώ έχει συγχωρέσει και τον Λιζάνγκ που στην αρχή της χρονιάς ζήτησε συγγνώμη από τον κόσμο της ομάδας, λέγοντας ότι δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις και έκανε πολλά λάθη στην αρχή. Και φαίνεται πόσο σημαντικό είναι όταν δεν ξέρεις από μπάλα, να αφήνεις την ομάδα στα χέρια πιο ικανών ανθρώπων. Το είδαμε και στη Βαλένθια αυτό, όταν ο Λιμ αποφάσισε να αφήσει το κουμάντο σε πιο ικανούς ανθρώπους, μέχρι τελικά να επιστρέψει στις παλιές συνήθειες.

Όποιος περιμένει να αγαπήσει τη Γρανάδα για το τίκι-τάκα της, για την υψηλή της τεχνική ή κάτι παρόμοιο θα απογοητευτεί. Αλλά κάθε τέτοια ομάδα που με πενιχρά (σε σχέση με τα μεγέθη της λίγκας) μεγέθη κάνει κατάθεση ψυχής στο γήπεδο, είναι άξια συγχαρητηρίων. Η Γρανάδα κατάφερε για λίγες ώρες, έστω και χάρη στην αναβολή του Ελ Κλάσικο, να βρεθεί στην κορυφή της Λίγκας. Πριν ξεκινήσει αυτή η αγωνιστική και υποδεχτεί τη Ρεάλ Σοσιεδάδ και παρά την ήττα της από τη Χετάφε βρισκόταν στην τρίτη θέση. Και σίγουρα κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να πει ότι η ομάδα που κέρδισε με 2-0 την Μπαρτσελόνα θα συνεχίσει έτσι. Το ξέρουν κι οι ίδιοι οι άνθρωποί της. Αυτό που κατάφεραν όμως είναι ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η Γρανάδα θα το κάνει με τον σωστό ποδοσφαιρικό τρόπο.