Πάουλο Ενρίκε Γκάνσο Stoiximan

Η μεγάλη ευκαιρία του Γκάνσο

Το καλοκαίρι του 2005 ο Τζιοβάνι αποχαιρετούσε την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αγωνιστεί ξανά με τη φανέλα της Σάντος. Κατά τη διάρκεια των διακοπών του και ενώ βρισκόταν στην Μπελέμ, την πόλη στην οποία γεννήθηκε και έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα, ένας φίλος του, του ζήτησε να πάει να τσεκάρει έναν συγκεκριμένο ντόπιο πιτσιρικά σε έναν αγώνα εφηβικού πρωταθλήματος. Ένα παιχνίδι ήταν αρκετό. Ο Τζιοβάνι ενθουσιάστηκε με τις ικανότητες του 16χρονου («Παρά την ηλικία του είναι πολύ εκλεπτυσμένος. Επίσης είναι έξυπνος, ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους»), τον πρότεινε στους ανθρώπους της Σάντος και λίγους μήνες μετά ο Πάουλο Ενρίκε Γκάνσο και οι θετοί γονείς του μετακόμιζαν στο Σάο Πάολο, όπου ο μικρός θα μπορούσε να κυνηγήσει το όνειρο του να γίνει ποδοσφαιριστής, όπως ο μπαμπάς του.

ganso

Ο βιολογικός πατέρας του Γκάνσο, που έκανε καριέρα σε διάφορες μικρές ομάδες της Βραζιλίας με το όνομα Αμαρίλντο, ζούσε μακριά από τον γιο του εξ αρχής. Ο Πάουλο είχε προκύψει από το πουθενά, ήταν καρπός μιας πολύ μικρής σχέσης του Αμαρίλντο με μια από τις υπηρέτριες του σπιτιού της αδερφής του. Λίγες μέρες μετά τη γέννηση του η βιολογική του μητέρα τον εγκατέλειψε στην πόρτα του σπιτιού και εξαφανίστηκε και έτσι το μωρό μεγάλωσε με την οικογένεια της αδερφής του Αμαρίλντο, ο οποίος πάντως δηλώνει πως έχει πολύ καλή σχέση με τον γιο του, παρ’ όλο που βρίσκονται σπάνια λόγω απόστασης.

Στις ακαδημίες της Σάντος ο Γκάνσο θα γνωρίσει τον Νειμάρ, με τον οποίο θα αποκτήσει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση εντός και εκτός γηπέδων. Ο, λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία, Γκάνσο θα προωθηθεί στην πρώτη ομάδα το 2008. Ο Νειμάρ θα τον ακολουθήσει την επόμενη σεζόν. Ο συνδυασμός του ταλέντου τους και η άψογη συνεργασία μεταξύ τους θα φέρουν στη Σάντος έξι τίτλους μεταξύ του 2010 και του 2012. Με τον Γκάνσο να δημιουργεί ασταμάτητα, μοιράζοντας διψήφιο αριθμό ασίστ τις περισσότερες χρονιές, και τον Νειμάρ να ντριπλάρει και να σκοράρει ακατάπαυστα η Σάντος κερδίζει το 2011 το πρώτο της Λιμπερταδόρες από την εποχή του Πελέ.

Τα διθυραμβικά σχόλια είναι αμέτρητα, οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι στέλνουν συνέχεια ανθρώπους για να τσεκάρουν για πολλοστή φορά κάποιον εκ των δυο, ο κόσμος τους αγαπάει σαν μικρούς Θεούς. Είναι η εποχή που αρκετοί πιστεύουν πως από τους δυο αυτός που θα κάνει πιο γρήγορα το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη είναι ο σοβαρός και ισορροπημένος Γκάνσο. Τα δεδομένα είναι όλα υπέρ του και όχι άδικα. Παίζει με το κεφάλι ψηλά, έχει τρομερή διορατικότητα και φαντασία, εξαιρετική τεχνική και κοντρόλ, καλό μακρινό σουτ και εντυπωσιακή ικανότητα στο να δημιουργεί ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του με πάσες που τρυπάνε κάθε άμυνα. Όλοι συμφωνούν πως είναι ένα από τα τελευταία 10αρια παλιάς κοπής και αυτό αρκεί για να προκαλέσει κύμα ενθουσιασμού στη Βραζιλία, που αγαπάει τα προικισμένα 10αρια όσο λίγα πράγματα στον κόσμο. Τα ελαττώματα του (η έλλειψη ταχύτητας, πάθους και δύναμης και το χαλαρό – στα όρια της αδιαφορίας σε κάποιες περιπτώσεις – στυλάκι) περνάνε, εκείνη την εποχή, σε δεύτερη μοίρα.

Footballer Neymar (L), of Brazilian team Santos, celebrates with teammate Ganso after scoring against Bolivia's Bolivar during a Libertadores Cup match at Vila Belmiro stadium in Santos, Brazil, on May 10, 2012. AFP PHOTO/Yasuyoshi CHIBA (Photo credit should read YASUYOSHI CHIBA/AFP/GettyImages)

Διάφοροι θρύλοι του παρελθόντος (όπως ο Σώκρατες και ο Τοστάο) εγκωμιάζουν το ταλέντο και τις ικανότητες του, ο Νειμάρ τον αποκαλεί δημόσια «νέο Ζιντάν» (ένας χαρακτηρισμός που προστίθεται στους διάφορους άλλους που έχει κερδίσει, όπως ο «νέος Τζιοβάνι» ή – το πιο ταιριαστό μάλλον – ο «Βραζιλιάνος Ρικέλμε»), σύμφωνα με τα ρεπορτάζ η Ρεάλ και η Μάντσεστερ Σίτυ μαλώνουν για την υπογραφή του (την ίδια ώρα που αυτός δηλώνει πως δεν θα βιαστεί, καθώς θεωρεί ότι έχει να προσφέρει κι άλλα στη Σάντος πριν δοκιμάσει την τύχη του στην Ευρώπη) και πολλοί άνθρωποι του ποδοσφαίρου της χώρας κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να πείσουν τον Ντούνγκα να τον καλέσει στην αποστολή για το Μουντιάλ του 2010, παρά τα μόλις 21 του χρόνια.  Ο Ντούνγκα δεν πείθεται πως είναι ακόμα έτοιμος για μια τόσο μεγάλη πρόκληση («αν το θέμα μας είναι η απόκτηση εμπειριών, τότε να φέρω το παιδί μου» είναι μια από τις ατάκες που χρησιμοποιεί) και τον αφήνει εκτός. Λίγο καιρό μετά, τον Αύγουστο σε ένα παιχνίδι με τη Γκρέμιο, τραυματίζεται σοβαρά στους χιαστούς και μένει έξι μήνες εκτός γηπέδων. Τίποτα δεν είναι ίδιο ξανά, μετά απ’ αυτό.

Επιστρέφει την επόμενη χρονιά αλλά φαίνεται ξεκάθαρα επηρεασμένος. Στην πρώτη του μεγάλη ευκαιρία με την εθνική, το Κόπα Αμέρικα του 2011, δεν καταφέρνει να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες, τελειώνοντας το τουρνουά με δυο ασίστ και μερικές μεμονωμένες θεαματικές εμπνεύσεις κάπου στο κέντρο. Ακολουθούν μερικές χρονιές γεμάτες σκαμπανεβάσματα, όπου οι δεκάδες ασίστ που μοιράζει απλόχερα συνοδεύονται από αρκετές απογοητευτικές στιγμές μετριότητας και γκρίνιας. Ζητάει και κερδίζει με το ζόρι τη μεταγραφή του στη Σάο Πάολο, τραυματίζεται ξανά, μαλώνει με τον προπονητή του, καταλήγει να κάνει προπόνηση με τη δεύτερη ομάδα, μένει εκτός του Μουντιάλ της Βραζιλίας αλλά και του περσινού Κόπα Αμέρικα και ουσιαστικά εξαφανίζεται από το ραντάρ των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων.

Η ζωή τα φέρνει όμως έτσι που η μεγάλη ευκαιρία φτάνει, έστω και καθυστερημένα. Η Σεβίλλη προσλαμβάνει τον Χόρχε Σαμπαόλι και ο Γκάνσο αποτελεί διακαή πόθο του. Ο Αργεντινός τεχνικός πείθει τον Μόντσι πως ο Βραζιλιάνος είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα και να εξελιχθεί, παίζοντας στο υψηλότερο επίπεδο του Ισπανικού πρωταθλήματος και σε μια ομάδα που έχει αποδείξει πως ξέρει να αξιοποιεί τα ταλέντα των παικτών της, και έτσι η μόνιμη νικήτρια του Europa League ομάδα της Ανδαλουσίας τα βρίσκει με τη Σάο Πάολο και εντάσσει τον Γκάνσο στο δυναμικό της.

Όσοι τον παρακολουθούν στενά από τις πρώτες του εμφανίσεις στη Σάντος πιστεύουν πως, παρά το ότι δεν έχει καταφέρει ακόμα να επιβεβαιώσει όσους πίστεψαν πως είναι κάτι πολύ ξεχωριστό, το ταλέντο και η ποιότητα του παραμένουν αναμφισβήτητα και το μόνο που χρειάζεται για να τα ανακαλύψει όλος ο πλανήτης είναι λίγη τύχη (για να αποφύγει νέους τραυματισμούς) και μια σοβαρή, οργανωμένη ομάδα που θα τον χρησιμοποιήσει σωστά. Το σίγουρο είναι ότι στα 27 του πλέον, αυτή είναι η τελευταία μεγάλη του ευκαιρία να αποδείξει πως είναι κάτι παραπάνω από ένας ακόμα ταλαντούχος Βραζιλιάνος που κέρδισε την προσοχή κάποιων εκμεταλλευόμενος απλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πρωταθλήματος της χώρας του. Και τέτοιες ευκαιρίες δεν εμφανίζονται πολύ συχνά στη ζωή.