9 Μαρτίου. Ο κορωνοϊός έχει μπει για τα καλά στη ζωή της Ιταλίας, τα καθημερινά νέα κρούσματα ξεπερνάνε τα 1000 και η κυβέρνηση ανακοινώνει τα πρώτα μέτρα για την καταπολέμηση του, βάζοντας σε καραντίνα κάποιες περιοχές στα βόρεια της χώρας. Όπως όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες, o χώρος του ποδοσφαίρου είναι μουδιασμένος και οι πρώτες φήμες για αναβολή του πρωταθλήματος ακούγονται. Στο τελευταίο παιχνίδι που διεξάγεται πριν κλειστεί ο κόσμος μέσα για αρκετό καιρό η Σασουόλο υποδέχεται τη Μπρέσια.
Με το σκορ στο 0-0, σε μια από τις τελευταίες φάσεις του πρώτου ημιχρόνου οι γηπεδούχοι θα βρούνε το δρόμο προς τα δίχτυα με τον Φραντσέσκο Καπούτο, που θα πλασάρει σωστά με το αριστερό από κοντά. Ο σκόρερ θα τρέξει προς την κάμερα και θα αποκαλύψει μια λευκή κόλλα χαρτί πάνω στην οποία υπάρχει το μήνυμα: “Όλα θα πάνε καλά. Μείνετε σπίτι”. Η σκηνή θα κυκλοφορήσει παντού το επόμενο διάστημα και θα προσθέσει μια μικρή νότα αισιδοξίας σε μια περίοδο που η μαυρίλα έχει καταπλακώσει όλη τη χώρα. Η εικόνα θα αποκτήσει κι έναν συμβολικό χαρακτήρα καθώς ο πρωταγωνιστής της δεν είναι κάποιος απρόσιτος σούπερ σταρ αλλά ένα παιδί του λαού, ένας δικός τους άνθρωπος που κατάφερε να φτάσει να παίζει σε αυτό το επίπεδο, ένας “επιθετικός της επαρχίας”, όπως λένε στην Ιταλία.
O όρος αυτός είναι πολύ διαδεδομένος στη γειτονική χώρα και αναφέρεται σε παίκτες που προέρχονται από μικρότερες πόλεις, που ξεχωρίζουν στις χαμηλές κατηγορίες, σε αγώνες που συνήθως γίνονται μακριά από τα φημισμένα γήπεδα των μεγάλων ιταλικών πόλεων, που αποκτούν μια ιδιαίτερη φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους που βλέπουν αυτούς τους όχι και τόσο εμπορικούς αγώνες και τελικά κάποια στιγμή καταφέρνουν να κάνουν το μεγάλο άλμα και να παίξουν στη Σέριε Α. Στο παρελθόν ο χαρακτηρισμός αυτός συνόδευε επιθετικούς όπως ο Ντάριο Χούμπνερ, ο Κριστιάν Ριγκάνο, o Ιγκόρ Πρότι και αρκετούς ακόμα. Ο Φραντσέσκο Καπούτο είναι μια τέτοια περίπτωση.
Γεννημένος στην Αλταμούρα, μια μικρή πόλη κοντά στο Μπάρι, πέρασε τα πρώτα χρόνια της καριέρας του αγωνιζόμενος στις μικρές κατηγορίες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη επιτυχία. Αν δεν υπήρχε ο Ονόφριο Κολασουόνο, ο προπονητής του στην ημι-επαγγελματική ομάδα της Τορίτο, που τον έπεισε να δώσει μια ακόμα ευκαιρία στο ποδόσφαιρο όταν τον απέρριψε μια ομάδα μεγαλύτερης κατηγορίας, το πιθανότερο είναι πως ο 17χρονος τότε Φραντσέσκο θα παρατούσε το άθλημα για να πάει να δουλέψει μαζί με τον πατέρα του στις οικοδομές.
Ο λόγος του προπονητή του αποδείχτηκε όμως πειστικός, τα γκολ ήρθαν μαζεμένα εκείνη τη σεζόν (14 σε 20 αγώνες), η Τορίτο ανέβηκε κατηγορία και ο Καπούτο άρχισε σιγά-σιγά να φτιάχνει το όνομα του στην πιάτσα. Δυο πετυχημένες ακόμα σεζόν στις μικρές κατηγορίες αρκούσαν για να τον μυριστεί ένας φιλόδοξος ανερχόμενος προπονητής, με το όνομα Αντόνιο Κόντε. Ο Ιταλός τεχνικός της Μπάρι τον πίστεψε εξ αρχής και του έδωσε αμέσως την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του στο πολύ πιο ζόρικο περιβάλλον της Σέριε Β’, δυο κατηγορίες πιο ψηλά από το ανώτατο επίπεδο που είχε παίξει ως τότε. Ο 21χρονος ‘Σίσιο’ ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη με 10 γκολ, η Μπάρι τερμάτισε 1η και επέστρεψε στο Καμπιονάτο.
Το δεύτερο πισωγύρισμα στην καριέρα του ήρθε τότε. Στα δυο χρόνια που έμεινε η ομάδα από το νότο της Ιταλίας στη μεγάλη κατηγορία ο Καπούτο βρήκε χώρο στην ενδεκάδα ελάχιστες φορές. Σε μια από αυτές πέτυχε και το πρώτο και όπως φαινόταν τότε, μοναδικό του γκολ απέναντι στην Τσεζένα. Ακολούθησαν δυο δανεισμοί και μια σεζόν εκτός γηπέδων, για εμπλοκή του (μαζί με αρκετούς άλλους παίκτες της Μπάρι) σε ένα σκάνδαλο που αφορούσε στημένο αγώνα, κατηγορία που πάντως αποσύρθηκε σε επόμενο δικαστήριο καθαρίζοντας το όνομα του.
Εκεί που όλα έδειχναν πως η καριέρα του όδευε προς το τέλος της η μπάλα άρχισε πάλι να μπαίνει στο πλεκτό. Χωρίς να εντυπωσιάζει με ντρίπλες ή θεαματικές ενέργειες, ο Καπούτο βρισκόταν συχνά στο κατάλληλο σημείο για να τελειώσει σωστά μια φάση και στο τέλος της ημέρας αυτό είναι που μετράει. Η βελτίωση του από τα 27 του και μετά αποτυπώνεται πολύ εύκολα στα στατιστικά του: 11 γκολ το 2014 με τη Μπάρι, 17 γκολ το 2015 και 18 γκολ το 2016 με την Βίρτους Εντέλα και 26 γκολ, βραβείο πρώτου σκόρερ και άνοδος στο Καμπιονάτο τη σεζόν 2017-18 με την Έμπολι, κι όλα αυτά στη Σέριε Β, εκεί που πλέον οι περισσότεροι έπιναν νερό στο όνομα του. Στα 31 του ο Καπούτο επέστρεφε στη μεγάλη κατηγορία για μια, πιθανόν, τελευταία ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν ήταν απλά ο επιθετικός του ενός γκολ στη Σέριε Α σε όλη την καριέρα του. Και το κατάφερε με τρόπο που λογικά δεν θα περίμενε ούτε ο πιο πιστός θαυμαστής του.
Στις δυο τελευταίες σεζόν, πέρσι με την Έμπολι και φέτος με τη Σασουόλο, ο ‘Σίσιο’ μετράει 37 γκολ και 10 ασίστ, νούμερα σχεδόν εξωπραγματικά για έναν παίκτη της φήμης του, που ουσιαστικά παίζει πρώτη φορά σε τέτοιο επίπεδο, σε τέτοια ηλικία και σε ομάδες τέτοιου επιπέδου (η Έμπολι πέρσι υποβιβάστηκε)! Στο φετινό Καμπιονάτο οι μόνοι που είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή σε γκολ (γκολ+ασίστ) από αυτόν ήταν οι Ιμόμπιλε και Ρονάλντο. Η αποτελεσματικότητα του μάλιστα δεν φαίνεται να επηρεάζεται από την ποιότητα του αντιπάλου, αφού στα παιχνίδια με Γιουβέντους, Ίντερ, Νάπολι, Μίλαν, Ρόμα και Λάτσιο μετράει συνολικά 11 γκολ και 4 ασίστ.
Ο σκόρερ της επαρχίας, αυτός που ήξεραν μόνο οι οπαδοί της ομάδας που έπαιζε και τα απανταχού αρρωστάκια που παρακολουθούν φανατικά Σέριε Β, έγινε στα 33 του τόσο διάσημος που ασχολήθηκε μαζί του ακόμα και το ίνδαλμα των παιδικών του χρόνων, ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο. Στην αρχή της φετινής σεζόν οι δυο τους έβαλαν ένα κάτι-σαν-στοίχημα μέσω των social media. Αν ο επιθετικός της Σασουόλο πετύχαινε φέτος 20 γκολ στο Καμπιονάτο θα έβγαιναν μαζί για φαγητό. Το νούμερο φαινόταν απλησίαστο καθώς ποτέ στην ιστορία της Σασουόλο κάποιος παίκτης δεν έχει σκοράρει τόσο σε αυτό το επίπεδο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς ο χαβαλετζής Αλεσάντρο ανέβαζε μετά από κάθε γκολ ένα ποστ με τον αριθμό που χρειάζεται ακόμα ο Καπούτο για να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Τελικά ο ‘Σίσιο’ τα κατάφερε την προτελευταία αγωνιστική, όταν με τα δυο του γκολ απέναντι στη Τζένοα έφτασε τα 21 και κέρδισε μια πρόσκληση σε δείπνο από αυτές που δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να αρνηθεί κάποιος ποδοσφαιρόφιλος.
Η επιβράβευση της προσπάθειας του όλα αυτά τα χρόνια δεν σταμάτησε όμως σε αυτή την βραδινή έξοδο παρέα με το ίνδαλμα του. Πριν από λίγες μέρες ο Ρομπέρτο Μαντσίνι έκανε τη μίνι έκπληξη και συμπεριέλαβε το όνομα του στις κλήσεις για την εθνική για τα παιχνίδια με την Βοσνία και την Ολλανδία. Έστω και στα 33 του ο Φραντσέσκο Καπούτο έγινε από “επιθετικός της επαρχίας”, δεινός σκόρερ της Σέριε Α και διεθνής με την Ιταλία! Με αφορμή την κλήση του στην εθνική δήλωσε πριν λίγες μέρες: “Η ετικέτα αυτή δεν με ενοχλεί καθόλου. Ίσα-ίσα θα έλεγα ότι μου δίνει δύναμη και εξτρά κίνητρο κάθε φορά που την ακούω. Ξέρω πολύ καλά την διαδρομή που έκανα για να φτάσω ως εδώ και πιστεύω ότι η καριέρα μου δείχνει σε όλους ότι πρέπει να πιστεύουν στα όνειρα τους. Υπάρχουν αρκετοί καλοί νέοι Ιταλοί παίκτες, πρέπει απλά να τους στηρίξει κάποιος. Εγώ απολαμβάνω αυτό που ζω τώρα. Ακόμα και σήμερα σε αυτή την ηλικία έχω τον ίδιο ενθουσιασμό που είχα όταν ήμουν παιδί.”
Όσοι τον παρακολουθούν συστηματικά από τα χρόνια του στη 2η κατηγορία περιμένουν με αγωνία εκείνη τη στιγμή που σε κάποιο σημαντικό παιχνίδι της Ιταλίας (γιατί όχι και στο Euro του επόμενου καλοκαιριού) θα τρυπώσει ανάμεσα στα αντίπαλα σέντερ μπακ, θα στείλει τη μπάλα στα δίχτυα με κάποιο καλοζυγισμένο σουτ και μετά θα πανηγυρίσει κάνοντας πως κατεβάζει ένα ποτήρι μπύρας, ένας συμβολικός πανηγυρισμός που συνδέεται με την επιχείρηση παραγωγής ξανθιάς μπύρας που άνοιξε πριν λίγα χρόνια με τρεις φίλους του από το Μπάρι. Ένας ταιριαστός πανηγυρισμός για κάποιον που θεωρείται ένα παιδί του λαού που κατάφερε να δείξει σε όλους τους ερασιτέχνες και ημιεπαγγελματίες εκεί έξω πως κάποιες φορές τα ταβάνια που σου ορίζουν οι υπόλοιποι είναι για να τα τρυπάς.