Το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου ξεκίνησε το 1960 και μέχρι και το 1976 η τελική του φάση διεξάγονταν με τέσσερις ομάδες. Αυτές, αφού πρώτα έφταναν εκεί, έπαιζαν τους δύο, μονούς, ημιτελικούς, με τις νικήτριες ομάδες να λύνουν τις διαφορές τους σε μονό Τελικό, με έπαθλο το βαρύτιμο τρόπαιο. Το 1968 η τελική φάση διεξήχθη στα γήπεδα της Ιταλίας μεταξύ 5 και 10 Ιουνίου και οι τέσσερις ομάδες που έφτασαν μέχρι εκεί ήταν η Ιταλία, στο ντεμπούτο της σε τελική διοργάνωση, η Γιουγκοσλαβία, που είχε βρεθεί στον τελικό της πρώτης διοργάνωσης χάνοντας από την Σοβιετική Ένωση, φυσικά η Σοβιετική Ένωση που εκείνα τα χρόνια ήταν μια σπουδαία δύναμη, και του αθλητισμού, και η Αγγλία, στην πρώτη της παρουσία και αυτή, έχοντας όμως να την ακολουθεί ο τίτλος της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας που είχε κερδίσει, μόλις δύο χρόνια πριν στα δικά της γήπεδα. Για την ομάδα του Σερ Αλφ Ράμσεϊ φυσικά και δεν υπήρχε τίποτα λιγότερο από την πρώτη θέση. Δικαίως, για πολλούς και διαφόρους λόγους, εκείνα τα χρόνια
Ο «κορμός» των παικτών που είχαν φέρει την Αγγλία στην κορυφή του κόσμου ήταν ακόμα εδώ και είχε ενισχυθεί με νέο, φρέσκο, αίμα ταλαντούχων παικτών που είχαν όμως ήδη κάνει μεγάλο ντόρο γύρω απ’ το όνομά τους. Ο αμυντικός Σίριλ Νόουλες της Τότεναμ. Ο επιθετικός Μάικ Σάμερμπι της Μάντσεστερ Σίτι. Και φυσικά ο άνθρωπος που άθελά του έγραψε ιστορία για τα «Τρία Λιοντάρια». Ο μέσος, της Τότεναμ εκείνα τα χρόνια, Άλαν Μάλερι. Όλοι τους διεκδικούσαν μια θέση στη βασική εντεκάδα, δίπλα στους θρυλικούς Μπόμπι Μουρ, Μπόμπι Τσάρλτον, Ρότζερ Χαντ και φυσικά τον κίπερ Γκόρντον Μπανκς. Την ίδια περίοδο στο Νησί, αλλά και στα αποδυτήρια της, ομάδας το μόνο που δεν υπήρχε καθόλου ως σκέψη ήταν η Αγγλία να μην κερδίζει το τρόπαιο. Ήταν άλλωστε οι καλύτεροι του κόσμου. Πως ήταν δυνατόν να μην είναι οι καλύτεροι της Ευρώπης; Για την ομάδα του Ράμσεϊ είχε προηγηθεί η πρωτιά στον 8ο προκριματικό όμιλο. Εκεί αντιμετώπισε -κρατηθείτε- τις Σκωτία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία (όχι που θα τρέχανε εκτός Νησιού οι Άγγλοι) κατακτώντας, όχι και τόσο εύκολα, την πρώτη θέση στο +1 απ’ τους Σκοτσέζους. Η 1η θέση οδηγούσε στα προημιτελικά, εκεί που η Αγγλία, σε διπλούς αγώνες, θα αντιμετώπιζε την εξαιρετική Ισπανία για την πρόκριση στην τελική τετράδα του Γιούρο στα γήπεδα της χώρας του Δάντη, θέλοντας να προκαλέσει η ίδια, τη δική της «κόλαση» στους αντιπάλους.
Στις 3 Απριλίου του 1968 η Αγγλία υποδέχτηκε την Ισπανία με τον Σερ Αλφ Ράμσεϊ να πρέπει να λύσει μια μεγάλη σπαζοκεφαλιά μιας και απουσίαζαν για διαφορετικούς λόγους όχι ένας, όχι δύο, αλλά τρεις βασικοί ποδοσφαιριστές του που τον είχαν βοηθήσει για να φτάσει στην κατάκτηση της κορυφής. Φυσικά και η μεγαλύτερη απουσία ήταν ο επιθετικός Τζέφ Χερστ. Το βάρος της απουσίας του αμυντικού μέσου Νόμπι Στάιλς έπεσε στον Άλαν Μαλερι που περίμενε πως και πως γι’ αυτήν την ευκαιρία σε μια εξαιρετική περίοδο της καριέρας του. Αυτή ήταν μόλις η έβδομη παρουσία του με το εθνόσημο, σε τέσσερα χρόνια, από το ντεμπούτο του απέναντι στους Ολλανδούς σε μια φιλική αναμέτρηση που είχε διεξαχθεί στο Άμστερνταμ και είχε βρει τις δύο ομάδες ισόπαλες με 1-1. Με τον Μάλερι να πραγματοποιεί σπουδαία εμφάνιση στο χώρο του κέντρου και τον Μπόμπι Τσάρλτον να σκοράρει λίγο πριν το 90′ η Αγγλία πήρε προβάδισμα για τη ρεβάνς με αυτό το 1-0, φτάνοντας μάλιστα σε τρίτη σερί νίκη επί των Ισπανών μιας και είχαν προηγηθεί οι νίκες σε δύο φιλικές αναμετρήσεις, που μόνο φιλικές δεν ήταν. Εκείνο το γκολ του Τσάρλτον ήταν το 44ο, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του σπουδαίου Τζίμι Γκριβς που είχε σταματήσει όμως απ’ την εθνική, μόλις στα 27 του, ένα χρόνο νωρίτερα. Ο σπουδαίος αστέρας της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σταμάτησε από την εθνική ως ρέκορντμαν στο σκοράρισμα, με 49 γκολ, ρεκόρ που έσπασε ένας άλλος αστέρας της Γιουνάιτεντ, ο Ρούνεϊ, φτάνοντας τα 53.
Πέντε βδομάδες αργότερα, μπροστά σε 120.000 θεατές, στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου η Αγγλία πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις που έχει κάνει ποτέ, παίρνοντας και τη μεγάλη πρόκριση για τα τελικά της Ιταλίας. Τα προβλήματα πριν την αναμέτρηση πολλά και σημαντικά, μα το πάθος, το ταλέντο, και η δίψα για διάκριση μιας ομάδας που δεν ήταν τυχαία πρωταθλήτρια κόσμου δεν μπορούσαν να της στερήσουν τίποτα απ’ όσα δικαιούταν. Για αρχή ο Ράμσεϊ έπρεπε να αντικαταστήσει τον σπουδαίο Γκόρντον Μπανκς που ήταν τραυματίας με τον Πίτερ Μπονέτι της Τσέλσι, έναν εξαιρετικό τερματοφύλακα που όμως λόγω Μπανκς δεν έπαιζε -σχεδόν- ποτέ, και έπρεπε να βρει τρόπο να καλύψει το κενό που άφηνε στην επίθεση ο τραυματισμός του Τζεφ Χερστ. Τελικά τα κατάφερε, και αν και η Αγγλία βρέθηκε πίσω στο σκορ στο 47′ με το γκολ του Αμάρο, τα γκολ των Μάρτιν Πίτερς, στο 54′, και Νόρμαν Χάντερ, στο 81′, έδωσαν τελικά την πρόκριση γεμίζοντας με περηφάνια ολόκληρη την Αγγλία. Η εμφάνιση των Άγγλων ήταν τόσο σπουδαία και συνάμα σημαντική που ο Κεν Τζόουνς της Daily Mirror είχε γράψει για το γεγονός: «Η πίστη της Αγγλίας για τη νίκη, μια πίστη που την οδήγησε να γίνει Παγκόσμια πρωταθλήτρια, επιβεβαιώθηκε από ακόμα μια απίστευτη εμφάνιση. Η Αγγλία βρίσκεται στους ημιτελικούς της Ευρώπης και αυτό που μπορούν να κάνουν οι φίλοι της είναι να την θαυμάσουν, με τους εχθρούς της απλά να την φθονούν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία και καμία συζήτηση. Αυτή ήταν μια πραγματικά υπέροχη ποδοσφαιρική παράσταση». Απ’ την άλλη ο πάντα καθόλου φειδωλός στις δηλώσεις του Σερ Αλφ Ράμσεϊ συμπλήρωνε: «Όλοι ξέρουμε πως κάποτε όλο αυτό θα σταματήσει και κάποια ομάδα θα καταφέρει να μας κερδίσει. Ποιος όμως θα τα καταφέρει και πότε;» Η απάντηση δυστυχώς για τους ίδιους δεν άργησε να δοθεί.
Το πρώτο σοβαρό «καμπανάκι» που έδειξε στους Άγγλους ότι μπορούν να ηττηθούν ήταν το εκτός έδρας φιλικό παιχνίδι με τη Δυτική Γερμανία, που βρήκε ηττημένους τους Άγγλους με 1-0, λίγο πριν η ομάδα ταξιδέψει για την Ιταλία. Η αντιμετώπιση όμως που αυτή η ήττα είχε από τους Άγγλους ήταν αστεία, μιας και σύμφωνα με τους ίδιους «ήταν μια φιλική αναμέτρηση προετοιμασίας την οποία και την αντιμετωπίσαμε αρκετά χαλαρά». Για την ιστορία αυτή ήταν η πρώτη ήττα των Άγγλων από τους Γερμανούς, σε μια παράδοση που συνεχίστηκε από τότε, δυστυχώς, σε πολλά μεγάλα ραντεβού, και η πρώτη ήττα των Άγγλων σε εκτός έδρας αναμέτρηση τα τελευταία 4 χρόνια. Επόμενο ραντεβού αυτό με την Γιουγκοσλαβία στο Αρτέμιο Φράνκι της Φλωρεντίας. Το παιχνίδι ήταν σκληρό και οι Πλάβι αποδείχτηκαν αρκετά καλύτεροι από αυτό που οι Άγγλοι είχαν στο δικό τους μυαλό. Η αναμέτρηση κρίθηκε στο 86′, όταν μετά από σέντρα των αντιπάλων ο Μπόμπι Μουρ έκανε λάθος εκτίμηση με την μπάλα να τον περνά και να καταλήγει στον Ντράγκαν Τζάιτς που από κοντά σκόραρε το μοναδικό γκολ του παιχνιδιού. Η πανωλεθρία ολοκληρώθηκε στο 89′ όταν ο αμυντικός μέσος Άλαν Μάλερι δέχτηκε την απευθείας κόκκινη κάρτα για χτύπημα, εκτός φάσης, στον Τρίβιτς μπροστά μάλιστα στα μάτια του διαιτητή. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος παίκτης της εθνικής Αγγλίας αποβάλλονταν από κάποια αναμέτρηση. Όταν συνέβη ήταν τόσο περίεργο που όλοι πίστεψαν πως ο Ράμσεϊ θα έβγαινε έξω απ’ τα ρούχα του μιας και ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στον εγωισμό των περήφανων και αρχοντικών ιδρυτών του ποδοσφαίρου.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μάλερι, όταν η αναμέτρηση τελείωσε και ο ίδιος περίμενε στα αποδυτήρια απογοητευμένος και φοβισμένος για την κατσάδα που θα άκουγε απ’ τον προπονητή του, έμεινε αποσβολωμένος όταν η πόρτα άνοιξε και στα αποδυτήρια εισέβαλε η αρχοντική μορφή του προπονητή του. Ήταν κατακόκκινος από τα νεύρα του και τίποτα δεν έδειχνε να γλιτώνει τον νεαρό μέσο απ’ την οργή του. Ξαφνικά, και αφού πραγματικά δεν ακουγόταν τίποτα κι από κανέναν, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στον κυριολεκτικά τρομαγμένο Μαλερι και του είπε με ήρεμη φωνή. «Καλά του έκανες. Αν δε το είχες κάνει εσύ θα το είχα κάνει εγώ. Γι’ αυτό μη σκας νεαρέ μου». Ο θρυλικός προπονητής δεν είχε κανένα παράπονο από τους παίκτες του και την προσπάθεια που είχαν καταβάλει στον αγωνιστικό χώρο αφού θεωρούσε πως ο βασικός λόγος της ήττας ήταν η απαράδεκτη προσέγγιση του παιχνιδιού, στα όρια του αντιαθλητικού σύμφωνα με τον ίδιο, των παικτών της Γιουγκοσλαβίας. Ακόμα και σήμερα οι Άγγλοι θεωρούν πως έχασαν άδικα την ευκαιρία να κατακτήσουν και το Γιούρο αμέσως μετά το Μουντιάλ και αυτό θα τους πονά, ίσως και περισσότερο, από όλες τις άλλες φορές που έφτασαν κοντά και δεν τα κατάφεραν. Για να δεχτεί και πάλι κάποιος Άγγλος κόκκινη κάρτα με τη φανέλα της εθνικής έπρεπε να περάσουν 5 χρόνια για να δούμε τον Άλαν Μπολ να αποβάλλεται στο παιχνίδι με την Πολωνία για τα προκριματικά του Μουντιάλ του ’74. «Αν το παιχνίδι είχε παιχτεί σήμερα θα είχε διακοπεί στο 20λέπτο μιας και αυτοί θα είχαν μείνει με 6 παίκτες και εμείς με 9» είχε δηλώσει το 2012 στο BBC o Μάλερι, αφήνοντας στη φαντασία του κόσμου τι ακριβώς είχε γίνει εκείνη τη μέρα.
Ο Μάλερι έμεινε στην ιστορία του Αγγλικού ποδοσφαίρου για τον λάθος λόγο. Κάτι που όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος θα τον πονά για πάντα. Σε πρόσφατη μάλιστα συνέντευξή του δήλωσε. «Πήρα μέρος σε πάνω από 700 παιχνίδια από τα 15 μου χρόνια μέχρι και τα 34 που σταμάτησα το ποδόσφαιρο και ο κόσμος, έστω μια μεγάλη μερίδα αυτού, με θυμάται μόνο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η αποβολή μου στο παιχνίδι απέναντι στους Γιουγκοσλάβους το ’68 και ο δεύτερος εκείνο το γκολ που σκόραρα στο κύπελλο απέναντι στη Λέστερ με τη φανέλα της Φούλαμ το ’74. Ίσως το πιο όμορφο γκολ της καριέρας μου. Από αυτά που σπανίζουν στη σύγχρονη εποχή. Είναι τόσο άδικο που κανένας δεν μιλάει για όλα αυτά που έκανα στα υπόλοιπα 698 παιχνίδια». Ο Μάλερι πήρε μέρος και στο Μουντιάλ του 1970 και αποσύρθηκε από την εθνική ένα χρόνο αργότερα μετρώντας 35 εμφανίσεις και μόλις 1 τέρμα.
Η Αγγλία ρίχνεται στη μάχη του Γιούρο απέναντι στην Κροατία στη ρεβάνς της ήττας του ημιτελικού του Μουντιάλ του 2018 ξέροντας πως δεν είναι ανίκητη, έχοντας στο μυαλό της μια καλή πορεία. Οι μέρες που οι Άγγλοι θεωρούσαν πως είναι οι καλύτεροι από όλους τους άλλους ανήκουν στο παρελθόν και αυτό που μένει να δούμε είναι τι μπορεί να καταφέρει η άκρως νεανική, και ταλαντούχα, ομάδα του Σάουθγκεϊτ σε αυτή τη διοργάνωση.