Ιούνιος 2000. Στο Νταντί οι κάτοικοι ετοιμάζονται για ένα ακόμα ζεστό αδιάφορο ποδοσφαιρικό καλοκαίρι. Η πόλη στα ανατολικά της Σκωτίας αποτελεί έδρα δυο ομάδων της πρώτης κατηγορίας αλλά οι γνώσεις των περισσότερων ποδοσφαιρόφιλων σταματάνε στην πληροφορία ότι τα γήπεδα των δυο αντιπάλων χωρίζει μια απόσταση μερικών μόνο μέτρων. Αν και η ιστορία τους ξεπερνάει τον έναν αιώνα ζωής, η Νταντί και η Νταντί Γιουνάιτεντ μετράνε συνολικά δυο κερδισμένα πρωταθλήματα όλα κι όλα. Βυθισμένες στη μετριότητα, βρίσκονται συνήθως μακριά από τις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας ενώ κάποιες φορές η κατρακύλα τους τους οδηγεί στην δεύτερη κατηγορία.
Μια τέτοια αδιάφορη μετριότητα κυριαρχούσε στην πόλη και εκείνο το καλοκαίρι του 2000. Η Νταντί είχε τερματίσει την προηγούμενη σεζόν στην 7η θέση, δυο μόλις βαθμούς πάνω από την συμπολίτισσα Γιουνάιτεντ. Εκείνο το καλοκαίρι όμως η πόλη ζωντάνεψε λίγο και αιτία ήταν δυο αδέρφια από την Ιταλία. Οι Ντάριο και Ιβάνο Μπονέτι, πρώην παίκτες με αξιόλογη καριέρα στο Καμπιονάτο, συμφώνησαν να μετακομίσουν στη Σκωτία και να αναλάβουν την ομάδα. Ο 35χρονος Ιβάνο θα είχε το ρόλο του παίκτη-προπονητή και ο 38χρονος Ντάριο αυτόν του βοηθού του. Η έλλειψη προπονητικής εμπειρίας ήταν δεδομένη αλλά οι ιδιοκτήτες της Νταντί, τα αδέρφια Μαρ, πίστευαν στο ιταλικό δίδυμο και πόνταραν αρκετά στις διασυνδέσεις τους.
“Ο στόχος μας είναι να φέρουμε στην ομάδα έμπειρους παίκτες που θα παντρέψουν το σκωτσέζικο στυλ με το ευρωπαϊκό” αποκάλυψε ο Ιβάνο Μπονέτι στην πρώτη συνέντευξη του και έβαλε εξ αρχής ψηλά τον στόχο της ομάδας: “Θέλουμε να κάνουμε την Νταντί μια από τις 3 καλύτερες ομάδες της Σκωτίας”. Τα αδέρφια έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά και μέσα στους επόμενους μήνες στο Νταντί μετακόμισαν 4 ακόμα Ιταλοί παίκτες και 5 Αργεντινοί.
Ο κόσμος της ομάδας έβλεπε στην αρχή με καχυποψία την όλη προσπάθεια, μια καχυποψία που αυξήθηκε με το ξεκίνημα της σεζόν, το οποίο δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικό. Τα αδέρφια Μπονέτι όμως είχαν έναν κρυφό άσσο στο μανίκι. Η φήμη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα τέλη Σεπτέμβρη αλλά κανένας στην πόλη δεν τολμούσε να την πιστέψει. “Η Νταντί θέλει τον Κλαούντιο Κανίγια”. Ακόμα και ο τίτλος ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Η πραγματικότητα όμως αποδείχτηκε διαφορετική.
Ο Ντάριο Μπονέτι ήξερε καλά τον Κανίγια από το κοινό τους πέρασμα από την Βερόνα και εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο Αργεντινός σούπερ σταρ περνούσε μια δύσκολη φάση της καριέρας του, παίζοντας στη Serie B με την Αταλάντα. Ο μακρυμάλλης επιθετικός είχε πατήσει τα 33 αλλά στο μυαλό του η ποδοσφαιρική σύνταξη ήταν ακόμα πολύ μακριά. Ο μεγάλος του στόχος ήταν να επανέλθει σε φόρμα για να προλάβει το Μουντιάλ του 2002. Κάπως έτσι, δέχτηκε την πρόσκληση των Μπονέτι και στις 3 του Οκτώβρη του 2000 μια από τις πιο κουλές μεταγραφές όλων των εποχών ανακοινώθηκε επίσημα: Ο Κλαούντιο Κανίγια, ένας από τους καλύτερους επιθετικούς της εποχής, με περάσματα από μεγάλες ομάδες και πρωταγωνιστικό ρόλο σε δυο Παγκόσμια Κύπελλα με την Αργεντινή, θα έπαιζε με τη φανέλα της Νταντί στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα!
Η είδηση ήταν τόσο σοκαριστική που ακόμα και σε σοβαρά αγγλικά ΜΜΕ ο τίτλος συνοδευόταν με θαυμαστικό. Ο νεαρός επιθετικός τότε της Νταντί, Στίβεν Μιλν ανακαλεί εκείνες τις μέρες: “Οι άνθρωποι με ρωτάνε ακόμα και σήμερα πως είναι να παίζεις δίπλα στον Κανίγια στη Νταντί και η λέξη που χρησιμοποιώ κάθε φορά είναι η ίδια: Σουρεαλιστικό. Θυμάμαι καλά την πρώτη μέρα που ήρθε στην προπόνηση και ο Μπονέτι μας είπε ‘Παιδιά, από εδώ ο Κλαούντιο’. Είχαμε μείνει όλοι ακίνητοι, χαζεύοντας έναν ζωντανό θρύλο. Θυμάμαι τον εαυτό μου 10 χρονών να τον βλέπει στην τηλεόραση να πρωταγωνιστεί στο Μουντιάλ της Ιταλίας. Κι όμως, ήταν εκεί μπροστά μου.”
Παρά τον φυσιολογικό ενθουσιασμό τους, οι οπαδοί φοβόταν πως ο Αργεντινός βρέθηκε στη Σκωτία απλά και μόνο για να τσεπώσει μερικές χιλιάδες δολάρια ακόμα. Η ηλικία του σε συνδυασμό με τις ελάχιστες επιτυχίες του τα τελευταία χρόνια ενίσχυαν κι άλλο αυτές τις αμφιβολίες. Όμως ο Κανίγια ήταν αποφασισμένος να επιστρέψει στο προσκήνιο, έστω και μέσω της μικρούλας Νταντί. Μπορεί η ταχύτητα του να μην έφτανε τα επίπεδα του παρελθόντος (τότε που έκανε τα 100 μέτρα σε 11.2 δευτερόλεπτα) αλλά ήταν αρκετή για να αντιμετωπίσει τον μέσο αμυντικό του σκωτσέζικου πρωταθλήματος.
Τα επίσημα αποκαλυπτήρια έγιναν σε ένα εκτός έδρας ματς με την Αμπερντίν. Ο “γιος του ανέμου” (όπως ήταν ένα από τα παρατσούκλια του) μπήκε αλλαγή με το σκορ στο 0-1, κέρδισε την αποβολή ενός αντιπάλου και λίγο πριν το τέλος του ματς σκόραρε το παρθενικό του γκολ στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα. Μια εβδομάδα μετά, και πριν προλάβει να κοπάσει ο ενθουσιασμός του ντεμπούτου, ο Κανίγια έκανε άλλη μια επίδειξη του ταλέντου του, σκοράροντας στο πρώτο του εντός έδρας ματς με υπέροχη λόμπα έξω από τη μεγάλη περιοχή. Ο έρωτας με την πρώτη ματιά των οπαδών, είχε μετατραπεί γρήγορα σε τρελή αγάπη.
Το Νταντί βίωνε πλέον μια ‘Κανίγια-μάνια’. Η προσέλευση του κόσμου στο Ντενς Παρκ αυξήθηκε, αυτοί που πήγαιναν στο γήπεδο φορώντας μακριές, ξανθιές περούκες ήταν πλέον εκατοντάδες, η φανέλα με το νούμερο 33 (όσα και τα χρόνια του) πουλούσε σαν τρελή και η είδηση πως ο Κανίγια ξαναγεννήθηκε κυκλοφορούσε παντού, αναγκάζοντας ακόμα και κανάλια της Αργεντινής να μεταδώσουν για πρώτη φορά ζωντανά αγώνες του σκωτσέζικου πρωταθλήματος!
https://www.youtube.com/watch?v=24DthfLHFDU
Μέχρι το χειμώνα, ο Κανίγια ήταν ο νέος μεγάλος ήρωας της πόλης και οδηγούσε τη Νταντί σε δυο ιστορικά διπλά μέσα στην ίδια σεζόν, στις έδρες της Σέλτικ και της Ρέιντζερς (καμιά άλλη σκωτσέζικη ομάδα δεν το έχει καταφέρει από τότε) αλλά και σε μια εξίσου σημαντική νίκη, εναντίον της μισητής συμπολίτισσας Γιουνάιτεντ. Η εικόνα του να γιορτάζει τη νίκη μέσα στην έδρα της Γιουνάιτεντ πίνοντας μπύρες σε μια παμπ-στέκι των οπαδών, δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τη μνήμη των φίλων της Νταντί.
Οι συγκινήσεις όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Από τις πρώτες εβδομάδες παρουσίας του Κανίγια στην πόλη, στους κύκλους της ομάδας κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Αργεντινός μπορούσε να πείσει τον κολλητό του, Ντιέγκο Μαραντόνα, να ταξιδέψει στο Νταντί για χάρη της ομάδας. Όσο περνούσε ο καιρός, οι φήμες εντεινόταν και τον Γενάρη του 2001 έσκασε το ‘μπαμ’. Η Νταντί επιβεβαίωσε ότι έχει έρθει σε συμφωνία με τον Μαραντόνα ώστε ο Αργεντινός θρύλος να φορέσει τη φανέλα της για ένα σπουδαίο φιλικό στη Σκωτία, απέναντι στην αγαπημένη του Νάπολι.
O Ντιέγκο είχε πατήσει πλέον τα 40 και ήταν σε φάση απεξάρτησης από τα ναρκωτικά αλλά η σκέψη και μόνο ότι θα φορέσει τη φανέλα της Νταντί και θα συνεργαστεί στο χόρτο για λίγη ώρα με τον, παρτενέρ του στο Μουντιάλ του 1990 και στα χρόνια της Μπόκα, Κανίγια προκαλούσε παροξυσμό στους κατοίκους μιας κατά τ’άλλα ξεγραμμένης ποδοσφαιρικά πόλης. Δυστυχώς για τους φίλους της Νταντί αυτό το όνειρο δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Ο Μαραντόνα μπήκε στο αεροπλάνο για την Ευρώπη αλλά προτίμησε να κάνει πρώτα μια στάση στην Ιταλία. Εκεί αντί για αποθεωτική υποδοχή, τον περίμεναν αστυνομικοί και εφοριακοί, κατηγορώντας τον για φοροδιαφυγή ύψους 16,6 εκατομμυρίων από την εποχή που έπαιζε στο Καμπιονάτο. Ο Ντιεγκίτο κατάφερε να ξεγλιστρήσει, φεύγοντας από το ξενοδοχείο αργά το βράδυ, και αφού εγκατέλειψε τη χώρα κατηγόρησε δημόσια τους ανθρώπους της Νάπολι γιατί δεν τον προστάτευσαν. Το φιλικό με τους Σκωτσέζους φυσικά ακυρώθηκε και η ιδέα ότι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου θα βγει στο Ντενς Παρκ φορώντας τη φανέλα της Νταντί παρέμεινε μια άπιαστη φαντασίωση.
Ο Κανίγια έμεινε στην ομάδα μέχρι το τέλος της σεζόν και χάρη στις καλές εμφανίσεις του πήρε μεταγραφή στη Ρέιντζερς, δίνοντας την ευκαιρία στη Νταντί να βάλει στο ταμείο της ένα ποσό κοντά στις 850.000 λίρες. Τα δυο επόμενα χρόνια οι ιδιοκτήτες της ομάδας προσπάθησαν να επαναλάβουν το πετυχημένο πείραμα και εκμεταλλευόμενοι και τη φήμη που είχε αποκτήσει η ομάδα από το πέρασμα του Κανίγια, προσέλκυσαν στην πόλη κι άλλους γνωστούς παίκτες. Ανάμεσα τους ήταν ο Τιμούρ Κετσπάγια, που προερχόταν από ένα πετυχημένο πέρασμα από την Αγγλία, και ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, στη μεταγραφή του οποίου συνέβαλλε ο τότε τεχνικός διευθυντής της ομάδας Τζιοβάνι ντι Στεφάνο, ένας Ιταλός δικηγόρος-μεγαλοαπατεώνας, γνωστός στην πιάτσα ως ‘Δικηγόρος του Διαβόλου’, αφού είχε συνεργαστεί με τύπους όπως ο Σαντάμ Χουσέιν, ο Μιλόσεβιτς και ο ‘Αρκάν’.
Καμία από αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ομάδα δεν κατάφερε να πλησιάσει ούτε με αυτές τις μεταγραφές τις πρώτες θέσεις και σαν να μην έφτανε αυτό, το οικονομικό άνοιγμα ήταν τόσο μεγάλο για τα δεδομένα της που τον χειμώνα του 2003 αναγκάστηκε να μπει σε διαδικασία πτώχευσης, κουβαλώντας πλέον ένα χρέος που πλησίαζε τα 20 εκατομμύρια.
Ακολούθησαν αρκετά ‘πέτρινα χρόνια’ στα οποία η Νταντί προσπαθούσε να συνέλθει οικονομικά παίζοντας κατά κύριο λόγο στη δεύτερη κατηγορία. Από το 2014 έχει επιστρέψει στην Πρέμιερσιπ, χωρίς όμως να μπορεί να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από την παραμονή της. Τα δεδομένα δεν φαίνεται να είναι καλύτερα ούτε φέτος. Η ομάδα του Νιλ Μακάν μετράει 4 ήττες στα 4 πρώτα παιχνίδια της σεζόν και το μέλλον μόνο ευοίωνο δεν φαίνεται.
Tο απόγευμα του Σαββάτου η Νταντί δοκιμάζεται στο Άιμπροξ απέναντι στους Ρέιντζερς του Στίβεν Τζέραρντ που επίσης δεν έχουν κάνει καλή αρχή (βρίσκονται ήδη 7 βαθμούς πίσω από την κορυφή). Η τελευταία φορά που η Νταντί έφυγε με τους τρεις βαθμούς της νίκης από τη Γλασκώβη και την έδρα των ‘Γκερς’ ήταν 18 χρόνια πριν, όταν νίκησε με 0-2. Τότε όμως είχε στην επίθεση της έναν Αργεντινό που φορούσε μια κορδέλα στα μαλλιά και το όνομα του από μόνο του προκαλούσε φόβο στους άτεχνους και αργοκίνητους σέντερ μπακ του σκωτσέζικου πρωταθλήματος.