Αν υπάρχει κάποια κορυφαία ομάδα που αποτελεί καθρέφτη του προπονητή της, αυτή δεν είναι άλλη από την Ατλέτικο Μαδρίτης. Η αγαπημένη ατάκα του Ντιέγκο Σιμεόνε “με το μαχαίρι στα δόντια”, από τότε που σήκωνε πρωταθλήματα με Εστουδιάντες και Ρίβερ και έδειχνε ότι είναι έτοιμος για μεγάλα πράγματα, είναι αυτό που αντιπροσωπεύει καλύτερα την Ατλέτικο τον τελευταίων ετών. Όλοι οι παίκτες έρχονται και προσαρμόζονται στο σύνολο, βάζουν κάτω το εγώ τους, γίνονται στρατιώτες. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις παικτών που δεν χρειάζεται να αλλάξουν γιατί ακριβώς αυτό ήταν σε όλη τη ζωή και την καριέρα τους.
Ίσως περισσότερο από τα γκολ του Φαλκάο, του Ντιέγκο Κόστα και πλέον του Γκριεζμάν, η Ατλέτικο Μαδρίτης περιγράφεται από τον ιδρώτα που τρέχει στη φανέλα του Ντιέγκο Γκοντίν. Τις βαθιές ανάσες, εκεί στις στιγμές πίεσης που ζει σχεδόν σε κάθε ματς η ομάδα του, στο σημείο που λες θα καταρρεύσει, κουράστηκε και τελικά βγάζει λίγη ακόμα ψυχή. Στο σωτήριο τάκλιν, τη δύσκολη κεφαλιά, την αυτοθυσία. Γιατί ο Γκοντίν είναι όπως κι η Ατλέτικο. Αυτός που δεν το βάζει κάτω και καταφέρνει να επιζεί. Στην περίπτωση του Ουρουγουανού αμυντικού αυτό δεν είναι μόνο μεταφορικό, αλλά και κυριολεκτικό.
Ήταν μόλις τεσσάρων ετών ο μικρός Ντιέγκο, όταν μαζί με την αδερφή του Λουσία αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο δάσος, όσο οι γονείς τους ετοίμαζαν τη φωτιά για να ψήσουν το φαγητό στο οικογενειακό πικ-νικ. Ο Ντιέγκο ήταν ένα αεικίνητο παιδί που αγαπούσε τη φύση. Πλησίασε στις όχθες του ποταμού για να να πιάσει κάποιο ψάρι και γλίστρησε, πέφτοντας στο νερό. Το ρεύμα άρχισε να τον παρασύρει καθώς δεν ήξερε να κολυμπάει και ο Ντιέγκο φώναζε για βοήθεια. Η αδερφή του έντρομη έτρεξε να βρει τους γονείς τους και όταν αυτοί πλησίασαν, οι φωνές είχαν σταματήσει. Έβαλαν το χειρότερο στο μυαλό τους, αλλά τελικά είδαν τον Ντιέγκο να έχει φτάσει στην όχθη κολυμπώντας σαν (βρεγμένος) κύριος. “Δεν ξέρω πώς βγήκα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κατάφερα να βγω”. Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του βιβλίου της ζωής του, αλλά τελικά η βιογραφία κυκλοφόρησε πρόσφατα με όνομα: “Θάρρος, Καρδιά και Μυαλό”.
Από μικρός ξεπερνούσε κάθε δυσκολία. Όταν ήταν επτά, ένα μεγαλύτερο παιδάκι τον κορόιδευε. Ο Ντιέγκο ρώτησε τον πατέρα του τι να κάνει. Την επόμενη τον περίμενε έξω από την τάξη, του έδωσε μια μπουνιά στην μύτη και το… bullying σταμάτησε μια για πάντα. Μετά από μια τέτοια εμπειρία που παραλίγο να πνιγεί, κάθε παιδάκι θα είχε το δικαίωμα να αποκτήσει τραύματα με το νερό, να μην αγαπάει ποτάμια, θάλασσες, κολύμβηση. Όχι ο μαχητής Ντιέγκο Γκοντίν όμως. Περίπου δέκα χρόνια μετά, κολυμπούσε εξίσου καλά όλα τα στιλ και είχε πέντε διαφορετικά ρεκόρ Ουρουγουάης στην κολύμβηση. Παράλληλα έπαιζε βόλεϊ, μπάσκετ και έκανε στίβο. Ήταν τότε που αποφάσισε να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο και να αφήσει το σπίτι του για να πάει στο Μοντεβιδέο.
Ο Γκοντίν είναι ανταγωνιστικός, θέλει να κερδίζει πάντα, αλλά όχι με το στιλ του Κριστιάνο για παράδειγμα. Θέλει να ξεπερνάει τον εαυτό του και να βελτιώνεται, ίσως γι’ αυτό αγαπούσε και τόσο την κολύμβηση, μόνος, αυτός και η πισίνα. Στην μπάλα έπαιζε και 9αρι, αλλά κυρίως ως 10αρι. Περίμενε κανείς με βάση τα όσα ξέρουμε, να ήταν “εύκολη” η ποδοσφαιρική του καριέρα, χωρίς προβλήματα; Φυσικά και όχι. Μετά από δυο χρόνια παραμονής του στο Μοντεβιδέο και δυσκολίας προσαρμογής του (η πατρίδα του το Ροσάριο έχει μόλις δέκα χιλιάδες κατοίκους) η Ντεφενσόρ αποφάσισε να τον “κόψει” και να τον αφήσει ελεύθερο στα 16 του. Ο Ντιέγκο ξέσπασε σε κλάματα και επέστρεψε στην πόλη του. Ήταν έτοιμος να παρατήσει το ποδόσφαιρο, αλλά μέσω ενός γνωστού δοκιμάστηκε στην Κλουμπ Ατλέτικο Σέρο που τον απέκτησε για… 840 πέσος, περίπου 25€.
Από ένα μεγάλο κλαμπ της χώρας σε μια ομάδα χωρίς λεφτά που δεν μπορούσε να πληρώνει τα γεύματα των ποδοσφαιριστών και δεν είχε ζεστό νερό στα αποδυτήρια. “Τι θέση παίζεις;” τον ρώτησε ο προπονητής που τον δοκίμασε. “Δεκάρι (enganche)” απάντησε ο Γκοντίν. “Δεν παίζω με 10αρι, παίζεις πουθενά αλλού;” ξαναρώτησε ο κόουτς. “Δεξί χαφ” είπε ο Γκοντίν που δεν περίμενε ότι τελικά θα κατέληγε ένα από τα πιο σπουδαία σέντερ μπακ μερικά χρόνια αργότερα. Μια που είχε φτάσει το 1.85 και η ομάδα δεν είχε ψηλά παιδιά, ο κόουτς τον έβαλε σέντερ μπακ. “Φαινόταν ότι δεν του άρεσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Ήταν εξαιρετικός στον αέρα, είχε καλή τεχνική. Του έλειπε η δύναμη και οι τοποθετήσεις”. Γρήγορα τον ανακάλυψε ο προπονητής της πρώτης ομάδας και ο Γκοντίν έγινε στέλεχός της. Πέρασε καλές και κακές στιγμές, υποβιβασμούς και ανόδους και κατέληξε αρχηγός της Ατλέτικο Σέρο.
Το μεγάλο βήμα ήρθε με την μεταγραφή του στη Νασιονάλ. Εκεί σε μια καλή ομάδα ξεχώρισε και έκανε εξαιρετικές εμφανίσεις στο Λιμπερταδόρες. Αυτό ήταν το διαβατήριό του για την Ισπανία και τα υπόλοιπα είναι γνωστά στους περισσότερους. Ουσιαστικά από το 2005 και μετά, από τα 19 του, δεν έχασε τη θέση βασικού σε Σέρο, Νασιονάλ, Βιγιαρεάλ και πλέον στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Η επιτομή της σταθερότητας.
O Γκοντίν δεν είναι ποδοσφαιριστής τύπου Πικέ και Σέρχιο Ράμος που θα παίξει στα ΜΜΕ. Δεν είναι καν στους καλύτερους αμυντικούς στις ετήσιες εντεκάδες του FIFPro, ίσως επειδή δεν πουλάει τόσο. Εκεί που για παράδειγμα φιγουράρει ο Τιάγκο Σίλβα. Ο Σιμεόνε όμως δεν τον αλλάζει με τίποτα και είμαι σίγουρος ότι κι ο Πελεγκρίνι θα τον ήθελε σε κάθε ομάδα του μετά τη Βιγιαρεάλ. Κι αυτός εκεί, με την ασκητική του φυσιογνωμία, συνεχίζει να ιδρώνει και να ματώνει τη φανέλα και συνεχίζει να είναι ο ίδιος εσωστρεφής και ντροπαλός τύπος στην προσωπική του ζωή. Βοηθάει την πόλη του πίσω στην Ουρουγουάη, αλλά δεν το διαφημίζει. Φέτος έστειλε 1200 σχολικές τσάντες και τετράδια στους μαθητές της πόλης και ζητούσε να μη γίνει γνωστό. Βοηθάει συνέχεια τον τόπο του, αλλά σχεδόν πάντα στα κρυφά. Είναι το ίνδαλμα της πόλης. Όταν γύρισε μετά το Μουντιάλ της Ν. Αφρικής, στήθηκε μια τεράστια γιορτή στο κέντρο της πόλης. Αν ρωτήσεις κάποιον κάτοικο του Ροσάριο, σίγουρα θα σου πει ότι τον ξέρει ή έστω ένας φίλος του τον γνωρίζει. Και είναι σίγουρο ότι όλοι θα στηθούν στις τηλεοράσεις τους για να τον δουν στη ρεβάνς του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ του 2014, εκεί που το γκολ του για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και θα έδινε την κούπα στην Ατλέτικο. Δυο χρόνια αργότερα, η Ρεάλ είναι και πάλι απέναντι κι ο Ουρουγουανός θα τα δώσει όλα ξανά. Όπως κάνει είτε απέναντί του είναι η Χιχόν, είτε η Μπαρτσελόνα. Κι αν δεν τα καταφέρει και πάλι, θα μοχθήσει για να φτάσει ξανά σε έναν τελικό στο μέλλον.