Ο άνθρωπος που φίλησε μόνο δύο φανέλες

Το “φαινόμενο της πεταλούδας” στη θεωρία του χάους περιγράφει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μία μικρή αλλαγή μιας συνθήκης σε ένα ολόκληρο σύστημα. Το γνωστό αυτό παράδειγμα έχει μετατραπεί σε φράση, που αρκετές φορές παρερμηνεύεται, για να περιγράψει πόσο ένα γεγονός μπορεί να επηρεάσει τις ζωές πολλών ανθρώπων. Κάπως έτσι, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1991 έγινε κάτι που θα επηρέαζε πολλούς ανθρώπους και μαζί τους και το άθλημα του ποδοσφαίρου. Η 17χρονη τότε Αλεχάντρα Φορλάν είχε βγει έξω για να διασκεδάσει με τον φίλο της Γκονζάλο και την παρέα της. Το ζευγάρι επέστρεφε μετά από μια νύχτα χορού. Το Μοντεβιδέο ήταν βροχερό, ο Γκονζάλο έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που βρέθηκε με μια τρελή πορεία πάνω στο πεζοδρόμιο να κάνει τούμπες μέχρι να σταματήσει πάνω σε έναν φοίνικα στη διάσημη Ράμπλα του Μοντεβιδέο, δίπλα στη θάλασσα. Κανείς τους δεν φορούσε ζώνη.

Η Αλεχάντρα γύρισε προς την πλευρά του συντρόφου της και είδε αίμα να βγαίνει από το αυτί του. Αμέσως κατάλαβε ότι ο Γκονζάλο είχε χάσει τη ζωή του. Ταυτόχρονα όμως, αντιλήφθηκε ότι κι η ίδια δεν μπορούσε να κουνηθεί. «Ένιωσα αδύναμη γιατί δεν μπορούσα να κινηθώ. Θες να τα βάλεις με τον κόσμο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Η κοπέλα που πριν λίγα λεπτά χόρευε, τώρα άκουγε τους ανθρώπους τριγύρω της να αναρωτιούνται «είναι ζωντανή;». Πέρασε μήνες στο νοσοκομείο, διασωληνωμένη, ισορροπώντας ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, μέχρι να πάρουμε την απάντηση. Ναι, ήταν ζωντανή, αλλά δεν θα περπατούσε ποτέ ξανά, ήταν παραπληγική. Η Αλεχάντρα, μια όμορφη κοπέλα που είχε προτάσεις να γίνει μοντέλο (αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν), αποφάσισε να αφοσιώσει τη ζωή της στο να βοηθάει θύματα παρόμοιων καταστάσεων. Σπούδασε Ψυχολογία και από τότε ασχολείται με φιλανθρωπικές δραστηριότητες μέσα από το ίδρυμά της. Στηρίζει και προσπαθεί να κάνει καλύτερη τη ζωή των ατόμων με αναπηρία, χωρίς διακρίσεις, ενώ συμμετέχει σε προσπάθειες για μεγαλύτερη ασφάλεια στους δρόμους.

Η Ράμπλα του Μοντεβιδέο (φωτογραφία του 2009)

Η οικογένειά της ήταν πάντα εκεί να της στέκεται. Τόσο η μητέρα της Πιλάρ, όσο κι ο πατέρας της Πάμπλο. Ο Πάμπλο Φορλάν υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής με μεγάλη καριέρα στην Πενιαρόλ, αλλά και σε βραζιλιάνικες ομάδες. Ο μικρός γιος Ντιέγκο Φορλάν δεν φαινόταν να ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του. Προτιμούσε, χαροποιώντας και τη μητέρα του, ένα άλλο άθλημα, το τένις. Περνούσε πολλή από την ώρα του στο Carrasco Lawn Tennis Club του Μοντεβιδέο και μάλιστα είχε γίνει φίλος με τον κορυφαίο Ουρουγουανό τενίστα Μαρσέλο Φιλιπίνι που έφτασε μέχρι το Νο30 του κόσμου. Μπορεί ο Ντιέγκο να τον ξεπερνούσε, μπορεί και όχι. Μπορεί να μην τον γνωρίζαμε σήμερα, μπορεί το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης να μην είχε τις επιτυχίες των περασμένων ετών, αν εκείνα τα χαράματα στον Σεπτέμβριο του 1991 ο Γκονζάλο δεν έχανε τον έλεγχο τον αυτοκινήτου του. Η ιστορία λέει ότι ο πιτσιρικάς Ντιέγκο είπε στους γονείς του ότι θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής για να μπορέσει να πληρώσει ο ίδιος τα έξοδα και η αδερφούλα του να γίνει καλά. Μπορεί αυτό να μην ειπώθηκε ποτέ, αν και ο χαρακτήρας του Ντιέγκο το κάνει πιθανό, αλλά είναι εκείνο το δυστύχημα άλλαξε τη ζωή του και οδήγησε τον μικρό Ντιέγκο στην αγκαλιά του ποδοσφαίρου.

Ο Ντιέγκο πέρασε από τις μικρές ομάδες της Πενιαρόλ και της Ντανούμπιο. Δοκιμάστηκε και στην Ευρώπη, πηγαίνοντας στη Γαλλία και τη Νανσί, μόλις στα 16 του. Παρά το γεγονός ότι έμεινε εκεί για πέντε μήνες, δεν έπεισε τους ανθρώπους της ομάδας που αργότερα θα χτυπούσαν τα κεφάλια τους. Τελικά, πήγε στην Ιντεπεντιέντε. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Πέρα από τον κύριο Πάμπλο Φορλάν, άνθρωπος του ποδοσφαίρου ήταν και ο παππούς Χουάν Κάρλος Κοράτσο (πατέρας της μητέρας του), παίζοντας εκεί τη δεκαετία του 1930. Αργότερα, ο Κοράτσο έγινε και τεχνικός της εθνικής Ουρουγουάης για πολλά χρόνια, οδηγώντας τη σε ένα Μουντιάλ και έχοντας το ρεκόρ αγώνων χωρίς ήττα, μέχρι να το πάρει ο Ταμπάρες. Ο Φορλάν αρχικά συνδύασε μπάλα με την παιδεία, καθώς αποφάσισε να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Όταν όμως το ταλέντο του άρχισε να ξεχωρίζει, κατάλαβε ότι έπρεπε να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. Ήταν ο τεράστιος Σέζαρ Λουίς Μενότι που του έδωσε την ευκαιρία να κάνει ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα της Ιντεπεντιέντε. Έμεινε σχεδόν τέσσερα χρόνια εκεί, μέχρι να τραβήξει τα βλέμματα των ατζέντηδων, να ενδιαφερθεί η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και να τον φέρει στην Αγγλία. Ταυτόχρονα γίνεται μέλος και της εθνικής ομάδας, παίζοντας και στο Μουντιάλ του 2002.

Το ματς που οδήγησε στο σύνθημα: “Diego, ooooh, Diego ohhh, he came from Uruguay, he made the scousers cry”

Η σχέση του με τον κόσμο της Γιουνάιτεντ περνάει διάφορες φάσεις. Από αυτή της τεράστιας προσμονής και της λατρείας, όταν φτάνει εκεί, μέχρι την πλήρη απογοήτευση όταν δεν σκοράρει για 8 μήνες και τελικά, κάτι σαν αγάπη προς μια cult φιγούρα. Σε αυτό το τελευταίο βοηθάει ιδιαίτερα το ντέρμπι με τη Λίβερπουλ την 1η Δεκεμβρίου του 2002. Εκεί που ένα εγκληματικό λάθος του Ντούντεκ αρχικά και ένα εξαιρετικό τελείωμα του Ουρουγουανού στη συνέχεια, τον έκαναν να σκοράρει δις και να χαρίζει τη νίκη με 1-2 μέσα στο Άνφιλντ. Μαζί με κάποια ακόμα σημαντικά γκολ, τον έβαλαν στις καρδιές των φίλων της Γιουνάιτεντ, καθώς κι ο ίδιος είναι εξαιρετικός χαρακτήρας που δεν δημιουργεί προβλήματα. Ο Φορλάν έπαιξε σχεδόν 100 φορές στα 2,5 και λίγο παραπάνω χρόνια που έμεινε στην Αγγλία, σκοράροντας μόλις 18 φορές. Παρά τη σχετική αποτυχία του εκεί και την εμφανή κατρακύλα του ονόματός του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, ο Φορλάν παραμένει μια συμπαθής φιγούρα στο Μάντσεστερ, μια που συμμετείχε και στο πρωτάθλημα του 2003. Ειδικά όταν από την μετέπειτα καριέρα του, ο κόσμος κατάλαβε ότι δεν ήταν καθόλου κακός παίκτης.

Τα επόμενα τρία χρόνια του ήταν αυτά που τον έφεραν ξανά στο επίκεντρο του ποδοσφαιρικού κόσμου και συνδέουν τις δυο φιναλίστ του φετινού Γιουρόπα Λιγκ. Ο Φορλάν μετακόμισε στην Ισπανία και συγκεκριμένα στη Βιγιαρεάλ και βρήκε ένα μέρος που το ένιωσε σαν στο σπίτι του. Κόσμος απλοϊκός, μικρότερες απαιτήσεις και κυρίως μια λατινοαμερικάνικη παροικία. Σορίν, Ρικέλμε, Αρουαμπαρένα, Μάρκος Σένα, Μπατάλια, Φιγκερόα και φυσικά Πελεγκρίνι στον πάγκο. Το ποσό των 3 εκατομμυρίων ήταν από τις μεγαλύτερες κλοπές στην ιστορία των μεταγραφών. Με το που έφτασε εκεί, τον περίμενε ο Ρικέλμε για να τον γνωρίσει και να τον καλέσει σπίτι του για φαγητό, όπως λέει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Athletic. Ο “σπεσιαλίστες στις πατάτες” Ρικέλμε που φτιάχνει εξαιρετικό πουρέ, σύμφωνα με τον Φορλάν, ήταν ακόμα πιο σπεσιαλίστας στο χορτάρι. Οι δυο τους έδεσαν απόλυτα. Ο ένας έφυγε ως αποτυχημένος από την Μπαρσελόνα, ο άλλος ως λύση πάγκου από τη Γιουνάιτεντ. Τους πήρε λίγα ματς να δέσουν και μετά άρχισαν να παράγουν γκολ συνεχώς. Ο Φορλάν αναδείχτηκε 1ος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 25 γκολ, τρία σε ένα ανεπανάληπτο χατ τρικ στο Καμπ Νου. Μοιράστηκε το Χρυσό Παπούτσι με τον Τιερί Ανρί και στην Αγγλία άρχισαν να σκέφτονται τι πήγε στραβά.

Ακόμα δυο σεζόν στο κίτρινο υποβρύχιο και ένας ημιτελικός Τσάμπιονς Λιγκ που χάθηκε στο τέλος του. Εκείνη η μαγική τριετία της Βιγιαρεάλ χάρισε πολύ μεγάλες στιγμές σε αρκετό κόσμο. Μέχρι που ήρθε η νέα μετακόμιση. Αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα Μαδρίτη και την Ατλέτικο που ξεκινούσε μια πορεία διαδοχικών σπουδαίων φορ μετά τη φυγή του Φερνάντο Τόρες. Ήταν ένας άλλος Αργεντινός που έγινε κι εκεί ο συμπρωταγωνιστής του. Αυτή τη φορά ο Σέρχιο “Κουν” Αγκουέρο. Το παιδί θαύμα της Ιντεπεντιέντε, ακόμα ένα κοινό τους, στα 19 του μόλις. Οι δυο τους δεν σταματούσαν να σκοράρουν, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό δίδυμο για μια τετραετία. Δεύτερο Χρυσό Παπούτσι και μια Χρυσή Μπάλα στο Μουντιάλ του 2010 ήταν μερικές ακόμα από τις ατομικές διακρίσεις του Ουρουγουανού. Από τίτλους όμως λίγα πράγματα. Ένα Γιουρόπα Λιγκ και ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Χαμηλή αναλογία γκολ και ποιότητας με κατάκτηση τίτλων. Η παράλληλη όμως πορεία του με την συγκλονιστική εθνική Ουρουγουάης τον έκανε εθνικό ήρωα στην πατρίδα του και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό κόσμο. Σημείωσε 36 γκολ με την εθνική Ουρουγουάης και αν δεν είχαν βρεθεί κάτι περίεργοι τύποι με όνομα Σουάρες και Καβάνι, θα ήταν αυτός ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής. Ένας ολοκληρωμένος παίκτης που μπορούσε να τραβήξει μόνος του την επίθεση (όπως συχνά έκανε στην εθνική) κρατώντας μπάλα ή να συνεργάζεται με ακόμα ένα φορ. Με υπέροχη τεχνική, εξαιρετικά μακρινά σουτ και στημένα (με όποιο πόδι του ερχόταν), αλλά ταυτόχρονα και δημιουργός.

Απόλαυση διαρκείας. Ή όπως λέει ένα σχόλιο κάτω από το βίντεο:
– Ντιέγκο, είσαι αριστεροπόδαρος ή δεξιοπόδαρος;
– Ναι.

Ουσιαστικά, η συλλογική του καριέρα τελειώνει το 2011 μετά την Ατλέτικο. Το πέρασμά του από την Ίντερ ως αντι-Ετό, αποτυχημένο. Εκτός από μια σεζόν στην αγαπημένη του Πενιαρόλ, το πρόγραμμα περιείχε Βραζιλία, Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ και Ινδία. Μια καριέρα γεμάτη γκολ, επιτυχίες και λατρεία από τον κόσμο έκλεισε το 2018. Αλλά ο Φορλάν ποτέ δεν φίλησε τη φανέλα  μιας ομάδας. Ή για να είμαστε ακριβείς, μόνο αυτές της Πενιαρόλ και της Ουρουγουάης. Το εξήγησε όταν βρέθηκε στην Πενιαρόλ κι ο κόσμος της Ατλέτικο Μαδρίτης αναρωτιόταν. «Εγώ δεν ήμουν ποτέ οπαδός της Ατλέτικο. Δεν μεγάλωσα ποτέ εδώ. Οι γονείς μου με έχουν μάθει να σέβομαι τα σύμβολα και ο τρόπος με τον οποίο τα σέβομαι είναι να μην υποκρίνομαι και να μη λαϊκίζω, αλλά να κάνω αυτό που νιώθω και όχι αυτό που θα κάνει τον κόσμο να με αποθεώνει. Αυτές είναι οι αξίες μου. Δεν πουλάω φούμαρα. Σέβομαι πολύ την ιστορία της Ατλέτικο, αλλά ήμουν ένας επαγγελματίας σε αυτό το κλαμπ, όχι ένας οπαδός από μικρό παιδί. Είμαι οπαδός της Ουρουγουάης και της Πενιαρόλ και από τότε που γεννήθηκα νιώθω κοντά τους. Πιστεύω ότι τίμησα τη φανέλα της Ατλέτικο και τώρα είμαι χαρούμενος να ζω από κοντά έναν τίτλο με την ομάδα μου, την Πενιαρόλ». Και ίσως εκείνα τα 8 γκολ στο πρωτάθλημα που κατέκτησε με την Πενιαρόλ το 2016 να είναι αυτά που χάρηκε περισσότερο και από τα δύο στο Άνφιλντ ή εκείνο επί της Ίντερ με τη φανέλα της Βιγιαρεάλ. Και όλα ξεκίνησαν από εκείνο το άσχημο βροχερό βράδυ του 1991, όταν ένα αυτοκίνητο έχασε την πορεία του.