Ήταν τέλη Σεπτέμβρη του 1978 όταν η Τσέλσι υποδεχόταν στο Στάμφορντ Μπριτζ τη Γουέστ Μπρομ. “Το να πηγαίνεις στο γήπεδο εκείνη την εποχή όντας μαύρος ήταν μια αρκετά άβολη εμπειρία. Έπρεπε να έχεις το κεφάλι χαμηλωμένο και να κρατάς τις σκέψεις σου για τον εαυτό σου” θυμάται ο Έρμαν Ούσλι, μετέπειτα βουλευτής και πρόεδρος της αγγλικής ποδοσφαιρικής αντιρατσιστικής καμπάνιας ‘Kick It Out’. Όταν μπήκε στο γήπεδο η Γουεστ Μπρομ οι οπαδοί της Τσέλσι ξεσηκώθηκαν και ένα απίστευτο γιουχάισμα κάλυψε κάθε άλλο ήχο . Στόχος τους ήταν τρεις συγκεκριμένοι παίκτες, γνωστοί τότε και ως ‘Three Degrees’ (παρατσούκλι επηρεασμένο από το ομώνυμο γυναικείο συγκρότημα, που αποτελούταν από τρεις μαύρες γυναίκες): οι Σίριλ Ρίτζις, Λόρι Κάνιγχαμ και Μπρέντον Μπάτσον. Ο λόγος; Ήταν μαύροι.
“Όταν ξεκίνησε το ματς, αρκετοί πετούσαν φρούτα προς το μέρος τους. Κάθε φορά που κάποιος εξ αυτών ακουμπούσε τη μπάλα, το γιουχάισμα που ακουγόταν ήταν τρομαχτικό. Κάπου στο 20λεπτο όμως, ο Λόρι έκανε μια κούρσα, έδωσε στον Σίριλ και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα. Οι τύποι γύρω μου εξαγριώθηκαν κι άλλο. Σηκώθηκαν όρθιοι και έβριζαν με μίσος” συνεχίζει τη διήγηση του ο Ούσλι. “Λίγο αργότερα το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε. Κι άλλο γκολ. Τότε ένας από τους εξαγριωμένους ‘γορίλες’ που καθόταν μπροστά μου γύρισε και είπε στον διπλανό του: ‘Πάντως, αυτοί οι μαύροι είναι και γαμώ τους παίκτες, δεν νομίζεις;’ Αυτή ήταν μια στιγμή έμπνευσης για μένα. Μου έλεγε ότι ανεξάρτητα από τις πιθανότητες, μπορείς πράγματι να κερδίσεις τους ανθρώπους με το ταλέντο και την επιμονή σου.”
——
Η δεκαετία του 70′ ήταν μια εποχή κατά την οποία η αγγλική κοινωνία, και κατ’επέκταση το αγγλικό ποδόσφαιρο, μαστιζόταν από φαινόμενα ρατσισμού. Τα κρούσματα ρατσιστικής βίας ήταν καθημερινό φαινόμενο, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο (National Front) είχε αυξήσει αισθητά τη δύναμη του και οι περισσότεροι μαύροι ποδοσφαιριστές ή δεν έπαιρναν ποτέ ευκαιρίες για να δείξουν την αξία τους ή παρατούσαν από νωρίς την προσπάθεια, απογοητευμένοι και φοβισμένοι από τις απειλές, τις προσβολές και τα αντικείμενα που δεχόταν από την κερκίδα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Σίριλ Ρίτζις. “Όταν ψάχναμε να νοικιάσουμε σπίτι βλέπαμε συνέχεια ταμπέλες που έλεγαν ‘Όχι μαύρους, όχι σκυλιά, όχι Ιρλανδούς’. Ήμουν μικρός τότε και δεν καταλάβαινα αλλά βλέποντας τα απογοητευμένα πρόσωπα των γονιών μου ήξερα ότι κάτι δεν ήταν σωστό” δήλωσε ο ίδιος σε μια συνέντευξη του χρόνια μετά. “Εκείνα τα χρόνια στο Λονδίνο ο ρατσισμός ήταν συνέχεια δίπλα σου. Έφτανες σε μια ηλικία 13-14 όπου πλέον καταλάβαινες τι σήμαιναν αυτά που σου έλεγαν και σκεφτόσουν ‘Τι ακριβώς συμβαίνει; Είμαι διαφορετικός; Φταίει το χρώμα μου;'”
Ο Ρίτζις είχε φτάσει με την οικογένεια του στην Αγγλία από τη Γαλλική Γουιάνα όταν ήταν 5 χρονών και μεγάλωσε με την προοπτική να γίνει ηλεκτρολόγος. Το ποδοσφαιρικό του ταλέντο όμως ήταν τέτοιο που δεν γινόταν να μην το παρατηρήσει κάποιος που γνωρίζει σε βάθος το παιχνίδι. Αυτός ο κάποιος ήταν ο αρχισκάουτ της Γουέστ Μπρόμιτς, Ρόνι Άλεν, που τον ανακάλυψε το 1977 βλέποντας έναν αγώνα ερασιτεχνικής κατηγορίας. Η μεταγραφή έκλεισε στις 5.000 λίρες και ο 19χρονος Ρίτζις από ηλεκτρολόγος, που στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε μπάλα σαν χόμπι, έγινε μέσα σε μια νύχτα επαγγελματίας ποδοσφαιριστής μιας ομάδας πρώτης κατηγορίας!
Το νεαρό της ηλικίας του σε συνδυασμό με το χρώμα του δέρματος του προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στους κόλπους της Γουεστ Μπρομ αλλά η διάψευση όλων των αρνητικών προβλέψεων έγινε με τον πιο άμεσο και εμφατικό τρόπο. Ντεμπούτο στο Λιγκ Καπ, 4-0 νίκη η Γουέστ Μπρομ, δυο γκολ ο Ρίτζις. Ντεμπούτο στο πρωτάθλημα, 2-1 νίκη η Γουέστ Μπρομ, ένα γκολ ο Ρίτζις. Όλες οι αμφιβολίες ξεπεράστηκαν, όλες οι ενστάσεις εξαφανίστηκαν, ήταν πλέον ξεκάθαρο σε όλους ότι ο 19χρονος επιθετικός ήξερε να βάζει τη μπάλα στα δίχτυα.
Τα γκολ δεν ήταν όμως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της καριέρας του. Εκείνη την εποχή οι μαύροι παίκτες στο αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν ελάχιστοι, έτσι η παρουσία των ‘Three Degrees’ στα αγγλικά γήπεδα ήταν από μόνη της μια μικρή επανάσταση. Καμία άλλη ομάδα δεν είχε τρεις μαύρους παίκτες στη σύνθεση της. Οι αντιδράσεις σε κάθε εκτός έδρας ματς ήταν ενδεικτικές του πως αντιμετώπιζε ο κόσμος τους ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα: Υποδοχή από το λεωφορείο ακόμα, γιουχάισμα, μπινελίκια, απειλές, χειρονομίες, ήχοι που έμοιαζαν με κραυγές μαϊμούς, ρίψεις αντικειμένων και φρούτων (κυρίως μπανάνες) και φτυσίματα. “Σε αρκετά παιχνίδια ο θείος μου αναγκαζόταν στο ημίχρονο να αλλάξει φανέλα γιατί ήταν γεμάτη από πάνω έως κάτω με φλέματα” αποκάλυψε χρόνια μετά ο ανεψιός του Ρίτζις, Τζέισον Ρόμπερτς.
Η στοχοποίηση δεν τελείωνε φυσικά με τη λήξη των αγώνων. Παρά τη φαινομενική διασημότητα τους οι μαύροι παίκτες αντιμετώπιζαν, όπως όλοι, ρατσιστικές επιθέσεις στο μετρό, στις παμπ και στο δρόμο ενώ τα απειλητικά γράμματα που έφταναν στο σπίτι τους ήταν αμέτρητα. Σε μια περίπτωση μάλιστα, κάποιοι πέταξαν ακόμα και μολότοφ στην είσοδο του σπιτιού του Λόρι Κάνιγχαμ (o οποίος το 1979 έγινε ο πρώτος Βρετανός που πήρε μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης).
Ο Σίριλ Ρίτζις όμως ήταν αποφασισμένος να πετύχει και για να το κάνει αυτό έπρεπε να μπορεί να αγνοεί και να προσπερνάει τις προκλήσεις. “Από νωρίς αποφάσισα πως θα χειριζόμουν αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να τους κάνω να πονέσουν και κατέληξα πως ο καλύτερος τρόπος ήταν να διοχετεύω όλο μου το θυμό στο παιχνίδι μου, να προσπαθώ να γίνομαι ακόμα καλύτερος. Ήταν σαν να τους έλεγα ‘Θα σας δείξω ποιος είμαι, βάζοντας τη μπάλα στα δίχτυα σας’. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτούς τους φανατικούς να χαλάσουν το όνειρο μου. Αυτή ήταν η καλύτερη δυνατή απάντηση”.
Όπως αποδείχτηκε, ο Ρίτζις τα κατάφερε και με το παραπάνω. Με το χαμόγελο μόνιμα καρφιτσωμένο στο πρόσωπο του (χαμογελούσε επιδεικτικά ακόμα και όταν οι αντίπαλοι τον ‘έλουζαν’ με λεκτικό ρατσιστικό οχετό!), έπαιξε για 15 χρόνια στην πρώτη κατηγορία, σκοράροντας δεκάδες γκολ, μερικά εκ των οποίων τόσο εντυπωσιακά που φιγούραραν στις πρώτες θέσεις των διαγωνισμών για το καλύτερο γκολ της χρονιάς. Ευγενικός, πρόσχαρος, ήρεμος ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, ο Ρίτζις έλεγε για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο αγγλικό ποδόσφαιρο και εκμεταλλευόταν τη φήμη του για να βάλει στο τραπέζι του διαλόγου το ανέγγιχτο έως τότε θέμα του ρατσισμού στα γήπεδα, την ίδια ώρα που η επιτυχία του εντός των τεσσάρων γραμμών αποτελούσε από μόνη της ένα ψυχολογικό στήριγμα για όλα τα πιτσιρίκια που ήθελαν να γίνουν ποδοσφαιριστές αλλά φοβόταν να κυνηγήσουν το όνειρο τους λόγω του χρώματος του δέρματος τους.
Τον Φεβρουάριο του 1982 έγινε μόλις ο τρίτος μαύρος παίκτης στην ιστορία της εθνικής Αγγλίας. Οι αντιδράσεις δεν έλειψαν ούτε τότε. Ανοίγοντας ένα από τα γράμματα των ‘θαυμαστών’ ανακάλυψε ένα σημείωμα που έλεγε ‘Αν πατήσεις τα πόδια σου στο χόρτο του δικού μας Γουέμπλει, θα φας μια τέτοια στα πόδια’. Μέσα στο φάκελο ανακάλυψε μια σφαίρα. “Την έχω κρατήσει αυτή τη σφαίρα” αποκάλυψε χρόνια μετά. “Σαν υπενθύμιση της δύναμης που έχει ο θυμός και η κακία που είχαν κάποιοι μέσα τους τότε. Ήταν κίνητρο πάντως για την υπόλοιπη καριέρα μου, μια υπενθύμιση ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν πρόκειται να με σταματήσουν”.
Τη Δευτέρα που μας πέρασε ο Σίριλ Ρίτζις άφησε την τελευταία του πνοή, μερικές μέρες πριν κλείσει τα 60 του. Ο πρόωρος χαμός του βύθισε το αγγλικό ποδόσφαιρο στο πένθος. Δεκάδες παλαίμαχοι αλλά και εν ενεργεία ποδοσφαιριστές βγήκαν και μίλησαν για την τεράστια επιρροή που είχε στην καριέρα και τη ζωή τους. “Ήταν ο ήρωας μου, ο πρωτοπόρος, ο λόγος που ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο” δήλωσε ο σπουδαίος Άντι Κόουλ. “Ήταν ένα είδωλο, μια πηγή έμπνευσης, ένας απόλυτος θρύλος” είπε ο επίσης σπουδαίος Ίαν Ράιτ. “Ήταν έμπνευση για μένα αλλά και για πολλούς παίκτες της γενιάς μου. Έφτιαξε μια διαδρομή για κάθε μαύρο παίκτη που τον ακολούθησε” πρόσθεσε ο Μαρκ Μπράιτ. “Το μόνο που ήθελα ήταν να παίζω σαν κι αυτόν. Ήταν ένας ήρωας. Αν δεν ήταν αυτός δεν θα γινόμουν ποτέ επαγγελματίας ποδοσφαιριστής” σχολίασε συγκινημένος ο Ντιον Ντάμπλιν.
Ο θάνατος του δεν προκάλεσε αντιδράσεις μόνο στους μαύρους παίκτες. Ανάμεσα στους εκατοντάδες γνωστούς που θέλησαν να υπενθυμίσουν στον κόσμο την αξία του Ρίτζις και τη συμβολή του στη βελτίωση του αγγλικού ποδοσφαίρου, συναντάει κανείς τον Άλαν Σίρερ, τον Γκάρεθ Μπέιλ και τον Γκάρι Λίνεκερ. Μετά από αρκετές πιέσεις, η Πρέμιερ Λιγκ έστω και καθυστερημένα ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι σε όλα τα γήπεδα της θα κρατηθεί ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ενώ είναι δεδομένο πως αυτό θα συμβεί και σε πολλά γήπεδα των υπόλοιπων κατηγοριών. Εκτός αυτού, οι παίκτες της Γουέστ Μπρομ θα αγωνιστούν αύριο στο Γκούντισον Παρκ απέναντι στην Έβερτον, φορώντας μαύρα περιβραχιόνια.
Ο Σίριλ Ρίτζις δεν ήταν υπερήρωας, δεν φορούσε κάπα, δεν έσπαγε ρεκόρ, δεν κέρδισε τίτλους (μοναδική εξαίρεση, ένα Κύπελλο Αγγλίας με την Κόβεντρι το 1987), δεν έβγαλε εκατομμύρια, δεν έπαιξε σε μια μεγάλη ομάδα. Ήταν όμως (μαζί με μερικούς ακόμα) πρωτοπόρος. Ήταν σκληρός όχι γιατί κλωτσούσε δυνατά ή γιατί έμπλεκε σε καβγάδες, όπως άλλοι διάσημοι ‘σκληροί’ του ποδοσφαίρου. Ήταν σκληρός γιατί δεν τον λύγισαν τα όσα βίωνε. Έγινε ήρωας και πρότυπο γιατί αντιμετώπισε όλα τα σκατά της συντηρητικής κοινωνίας εκείνης της εποχής και δεν τα άφησε να τον πνίξουν.
Με μοναδικά όπλα το ταλέντο του, το χαμόγελο του, την αυτοπεποίθηση και το πείσμα του βοήθησε όσο λίγοι ώστε να εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό ο ρατσισμός από τα αγγλικά γήπεδα και να κάνει το ποδόσφαιρο ένα βήμα προς το μεγάλο στόχο του: Να γίνει ένα παιχνίδι μέσα στο οποίο όλοι είναι ίσοι, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής. Έγινε ασπίδα για να μπορούν σήμερα χιλιάδες άνθρωποι να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα. Κι αυτό το κατόρθωμα δεν μετριέται σε νίκες, κούπες ή ατομικά βραβεία. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ντιον Ντάμπλιν: “Ήταν τόσο δυνατός που όλοι εμείς οι μαύροι παίκτες σταθήκαμε στους ώμους του. Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ. Θα τον θυμόμαστε πάντα ως έναν άνθρωπο που είχε πολύ θάρρος, τεράστιο ταλέντο και το μεγαλύτερο χαμόγελο που μπορείς να φανταστείς”.