«Ήταν η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας μου. Ήταν ένα φοβερό συναίσθημα όταν άκουσα τον εθνικό ύμνο και όταν μπήκα στο γήπεδο. Η πρώτη εμφάνιση με την εθνική Ελλάδος σε αγώνα προκριματικών Μουντιάλ ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ήταν μια μαγική στιγμή». Τίποτα περίεργο σε αυτές τις δηλώσεις. Κάθε παίκτης που παίζει στην εθνική του θα έλεγε κάτι αντίστοιχο. «Τραγούδησα τον εθνικό ύμνο, τον έμαθα 5-6 μήνες πιο πριν». Αυτή τη φορά κομματάκι λίγο πιο περίεργη δήλωση θα πει κάποιος. 5-6 μήνες πριν; Καθόλου περίεργο όμως όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λισαβόνα και μέχρι τα 23 περίπου δεν είχε καμία επαφή με την Ελλάδα. Ξεκίνησε παίζοντας μπάλα στους δρόμους της πόλης, μέχρι που ένας φίλος τού πρότεινε να δοκιμαστεί στην ομάδα του, την Κάζα Πία. Σε δέκα λεπτά μέσα ο προπονητής επέλεξε τον σχεδόν 10χρονο. Έμεινε εκεί πολλά χρόνια και όταν πλέον είχε φτάσει τα 21 του και βρισκόταν ακόμα στη Γ’ εθνική, είχε αρχίσει να ψάχνει για μια “κανονική” δουλειά, καθώς έβλεπε 19χρονους να είναι στην Α’ εθνική και αυτός να έχει τελματώσει. Είχε μάλιστα ρωτήσει έναν φίλο του που δούλευε στα ΙΚΕΑ, μήπως υπάρχει καμία θέση. Τελικά δεν χρειάστηκε…
Ο Ζοσέ Κάρλος Γκονσάλβες Ροντρίγκες, για όλους τους υπόλοιπους “Ζέκα”, είναι μια πολύ πολύ ιδιαίτερη περίπτωση και φαίνεται και από τις παραπάνω δηλώσεις τον Μάρτιο του 2017. Δεν είναι σπάνιο κάποιος αθλητής να γεννηθεί σε μια χώρα και να παίξει με την εθνική μιας άλλης. Σε έναν κόσμο όπου η μετανάστευση είναι συχνή, το βλέπουμε συνεχώς. Ο Ζέκα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ούτε είναι σπάνιο κάποιος αθλητής να πάρει ένα διαβατήριο με διαδικασίες fast track και να αγωνίζεται σε μια εθνική χώρας στην οποία δεν ξέρει ούτε μισή λέξη. Το βλέπουμε για παράδειγμα στο μπάσκετ με αρκετούς Αμερικάνους αθλητές να γίνονται διεθνείς με παντελώς άσχετες χώρες. Ο Ζέκα όμως δεν ανήκει ούτε σε αυτή την κατηγορία. Και ναι, θα πει κάποιος σωστά, οι πιθανότητες να αγωνιστεί σε μια σπουδαία εθνική όπως αυτή της Πορτογαλίας δεν ήταν ποτέ πολλές, αλλά ο Ζέκα δεν έψαχνε απλώς μια τυχαία εθνική για να παίξει, έκανε κάτι που φαινόταν ότι ήθελε πολύ. Δεν ήθελε απλώς να βάλει στο βιογραφικό του “διεθνής”, ήθελε να παίξει για την Ελλάδα.
Καλοκαίρι 2011. Ο Παναθηναϊκός κλείνει την τέταρτη μεταγραφή του εκείνο το καλοκαίρι, παίρνοντας έναν παντελώς άγνωστο Πορτογάλο που είχε επί της ουσίας μία σεζόν σε καλό επίπεδο, ημιβασικός στη Βιτόρια Σετουμπάλ. Στα άρθρα της εποχής μάλιστα, αναφέρεται ότι ο τραυματισμός του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου “έτρεξε” αυτή τη μεταγραφή. Ο ΠΑΟ δεν βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, τα χρήματα δεν είναι πολλά για την μεταγραφή, αλλά γίνονται παζάρια ακόμα και για 100 χιλιάδες Ευρώ. Τον νεαρό Πορτογάλο δεν θα περιμένουν δεκάδες οπαδοί της ομάδας στο αεροδρόμιο. Για τον ίδιο είναι μόλις η δεύτερη φορά στη ζωή του που θα μπει σε αεροπλάνο για να πάει τόσο μακριά. Η τέταρτη κατά σειρά μεταγραφή μετά τους Βιτόλο, Τοτσέ και Κουίνσι πιθανότατα τραβά και λιγότερο τα φώτα της δημοσιότητας. Κακώς θα πει κανείς, βλέποντας την ιστορία να εξελίσσεται.
Το ωραίο βίντεο για την αποχώρησή του από τον ΠΑΟ
Ο Ζέκα θα μείνει μια ολόκληρη εξαετία στο τριφύλλι, θα τρέξει, θα μοχθήσει, θα σκοράρει (όχι πολύ, άλλωστε δεν είναι αυτός ο ρόλος του), θα ιδρώσει τη φανέλα όσο λίγοι και μέσα σε μια δύσκολη περίοδο θα μπει στις καρδιές των φίλων της ομάδας. Οι καλύτεροι συμπαίκτες που είχε εκεί ήταν ο Λέτο και ο Πέτριτς, θα πει σε συνέντευξή του φέτος. Θα κατακτήσει μόλις ένα κύπελλο, αλλά θα το σηκώσει ως αρχηγός της ομάδας. Και φυσικά, όπως ξέρουμε όλοι, θα φτάσει να έχει το δικαίωμα της ελληνικής υπηκοότητας, αλλά και της συμμετοχής στην εθνική. Όταν έπαιζε μπάλα στους δρόμους της Λισαβόνας σίγουρα δεν περίμενε την πορεία του. Θα μάθει τον εθνικό ύμνο και θα γίνει ένα ακόμα «από τα παιδιά». Έχει γράψει πάνω από 30 συμμετοχές στην εθνική, έχει σκοράρει και δύο φορές.
«Νιώθω Έλληνας, αγαπώ τη χώρα, ταυτίζομαι με τους Έλληνες. Με έχουν υποστηρίξει πολύ σε ό,τι κατάφερα στην Ελλάδα. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια θέλω να μείνω στην Ελλάδα», θα πει μετά την πρώτη του συμμετοχή. Στο ποδόσφαιρο όμως τα πράγματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Το καλοκαίρι του 2017 θα φτάσει στον Παναθηναϊκό μια αρκετά καλή πρόταση (κοντά στα 3 εκατομμύρια) που σίγουρα βοηθάει τα ταμεία του συλλόγου. Ο Ζέκα είναι από τα πιο σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και σίγουρα μπορεί να προσφέρει οικονομικά στον σύλλογο. Η μεταγραφή θα γίνει, αλλά ο κόσμος, στην πλειοψηφία του, στενοχωριέται. Στενοχωριέται γιατί σπανίζουν οι ξένοι παίκτες που δένονται τόσο πολύ με τη φανέλα, μοχθούν τόσο και γίνονται μέλη της ομάδας. Επόμενος σταθμός η Κοπεγχάγη.
Ο Ζέκα μιλάει για τα γεμιστά, τις φακές και άλλα φλέγοντα ζητήματα
«Είμαι ένας παθιασμένος μαχητής», θα πει στις πρώτες του δηλώσεις στη Δανία περιγράφοντας τον εαυτό του. «Θα δώσω μάχη για κάθε μπαλιά». Υποσχέσεις που θα τηρήσει. Πέντε χρόνια μετά βρίσκεται ακόμα εκεί. Έχει κατακτήσει δύο πρωταθλήματα, έχει βγει καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος το 2019, καλύτερος παίκτης της Κοπεγχάγης δύο φορές και πλέον έχει το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ο κόσμος τον λατρεύει γιατί συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε πάντα στην καριέρα του. Τον περασμένο Οκτώβριο, σε ένα ματς με τη Βίμποργκ, θα πάθει ρήξη χιαστών. Δεν είναι πια μικρό παιδί. Θα δώσει ακόμα μία μάχη όμως. Βάζει στόχο να επιστρέψει, κάνει ό,τι μπορεί, σκάει που δεν μπορεί να βοηθήσει την ομάδα του στο πρωτάθλημα. Επιστρέφει τελικά και ρίχνεται στα βαθιά. Για το όνειρο της συμμετοχής στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Βασικός με το 10 στο πρώτο παιχνίδι με την Τραμπζονσπόρ, χαλάει τη γιορτή ο συμπαίκτης του στην εθνική, ο Μπακασέτας, μειώνοντας και δίνοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τη ρεβάνς στην Τουρκία.
Ακόμα και πέντε χρόνια μετά τη φυγή του από την Ελλάδα, ο Κάρλος Ζέκα μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τη χώρα και φυσικά για τον Παναθηναϊκό και λέει ότι εξακολουθεί να νιώθει και Έλληνας και να έχει την Ελλάδα στην καρδιά του. «Το λέω πάντα. Είμαι τυχερός. Έχω παίξει σε ολόκληρη την καριέρα μου σε μόλις τρεις ομάδες», θα πει στην ίδια συνέντευξη τον περασμένο Μάρτιο. Στη λέξη τίμιος θα βρεις δίπλα τη φωτογραφία του. Τρεχαλατζής, φιλότιμος, ψυχή, σκληρός, μαχητής. Από αυτές τις περιπτώσεις παικτών που κερδίζουν λιγότερα χρήματα από άλλους, αλλά τους ξεπερνούν στην αγάπη που εισπράττουν.