Στο «A Night on Earth», μια ταινία του Τζιμ Τζάρμους, ο σκηνοθέτης μας δείχνει πως κυλάει ένα βράδυ σε διαφορετικά μέρη του κόσμου μέσα από πέντε ιστορίες. Πρωταγωνιστές σε όλες είναι κάποιοι οδηγοί ταξί, οι πελάτες που παίρνουν εκείνη το νύχτα και οι συζητήσεις που γίνονται μεταξύ τους. Η σκηνή που αναμφισβήτητα ξεχωρίζει είναι αυτή που ο ταξιτζής Ρομπέρτο Μπενίνι (με φωτογραφία της ομάδας της Σιένα σε περίοπτη θέση) εξομολογείται με τον δικό του χαρακτηριστικό και τόσο εκδηλωτικό τρόπο σε έναν άτυχο ιερέα που έχει επιλέξει το ταξί του κάποιες πολύ πικάντικες αμαρτίες. Τα πέντε μέρη που έχει επιλέξει να παρουσιάσει ο Τζάρμους είναι το Λος Άντζελες, η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, η Ρώμη και το Ελσίνκι.
Αν στις επιλογές είχε χωρέσει και μια ελληνική πόλη όλοι μπορούμε να φανταστούμε κάποια κομμάτια του διαλόγου που θα εξελισσόταν. Αν δε έπρεπε να μαντέψουμε κάποιες από τις πιθανές ατάκες, σε περίπτωση που η κουβέντα πήγαινε στο ποδόσφαιρο υπήρχε μια καλή πιθανότητα να χωρέσει μια φράση που έχουμε ακούσει αρκετοί: “Aν δεν είχα πάθει εκείνον τον σοβαρό τραυματισμό μικρός, τώρα θα μπορούσα να κάνω μεγάλη καριέρα.” Για να είμαστε δίκαιοι, αυτή δεν είναι μια αποκλειστικά ελληνική υπερβολή. Σε ένα αφιέρωμα για τον Μόντριτς, ο ξένος δημοσιογράφος που πήγε στην Κροατία για να μιλήσει με συμπατριώτες του έγραψε ότι ο ταξιτζής που τον μετέφερε στο Ζάγκρεμπ του είπε ότι και ο ίδιος ήταν μεγάλο ταλέντο αλλά κάποια στιγμή χτύπησε σοβαρά κι έτσι κατέληξε πίσω από το τιμόνι.
Στο Ρίο της Βραζιλίας πάντως υπάρχει ένας ταξιτζής που αν η κουβέντα πάει στη μπάλα μπορεί να σου πετάξει τη φράση “εμένα ο γιος μου παίζει στην Πρέμιερ Λιγκ” χωρίς να σε κοροϊδεύει. Κι αν έχει κέφια μπορεί να γίνει και πιο μεγαλόστομος και να σου εξηγήσει ότι αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό χάρη στο ταξί στο οποίο βρίσκεστε εκείνη την ώρα. Το ταξί νούμερο 39.
“Ο αριθμός που φοράω στη φανέλα λέει από μόνος του μια ιστορία πιο όμορφη από οποιαδήποτε λέξη κι αν χρησιμοποιήσω” έγραψε στον πρόλογο ενός κειμένου για τη ζωή του ο Μπρούνο Γκιμαράες. Και συνέχισε: “Ξέρω ότι ο κόσμος πιστεύει πως είναι παράξενο νούμερο για ποδοσφαιριστή αλλά για μένα είναι ξεχωριστό. Μάλλον κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι μαγικό. Το 39 μου έχει δώσει τα πάντα στη ζωή. Με έφερε στο Νιούκαστλ, με έντυσε, με τάισε, με πήγαινε στους αγώνες, πλήρωνε για τις 3ωρες διαδρομές με τα λεωφορεία όταν ξεκινούσα την καριέρα μου. Εκείνο το κίτρινο ταξί με τον αριθμό 39 κράτησε ζωντανό το όνειρο μου να παίξω μπάλα.”
Το να κυκλοφορείς όλη μέρα (και, ακόμα χειρότερα, όλη νύχτα) στους δρόμους στο Ρίο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. “Ουσιαστικά ο πατέρας μου δούλευε συνέχεια και σε δύσκολες ώρες. Πρακτικά η μόνη μέρα που τον έβλεπα ήταν το Σάββατο, όταν ερχόταν να με δει να παίζω” θυμάται ο Γκιμαράες. Η ελπίδα να δει τον γιο του να πετυχαίνει κάτι στο ποδόσφαιρο και να αλλάζει τη ζωή του έδινε ελπίδα και κουράγιο στον οδηγό του ταξί Νο39 που μεταλαμπάδευσε την αγάπη του για το παιχνίδι και στο παιδί του.
Όπως όμως έχουμε δει να συμβαίνει υπερβολικά συχνά ακόμα και σε παίκτες που αργότερα έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, τα χρόνια της εφηβείας περιλαμβάνουν συνήθως και αρκετές απορρίψεις. Ο μικρός Μπρούνο δοκίμασε σε όποια γνωστή ομάδα της περιοχής μπορούσε αλλά ούτε μια δεν τον κράτησε στις ακαδημίες της. “Στη Μποταφόγκο με δοκίμασαν για 3-4 προπονήσεις πριν μου πούνε «όχι, ευχαριστούμε». Στη Φλουμινένσε έκατσα σχεδόν ένα χρόνο, έφαγα αμέτρητες ώρες στα λεωφορεία για το πήγαινε-έλα και τελικά μια μέρα με έδιωξαν”. Με το παράδειγμα του Καφού (που είχε απορριφθεί από πολλές ομάδες στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του) σφηνωμένο στο μυαλό και χάρη στην οικονομική στήριξη από τις κούρσες του μπαμπά, ο Γκιμαράες συνέχισε την προσπάθεια και στα 15 του κατάφερε να βρει μια θέση σε μια άσημη ομάδα του Σάο Πάουλο που αγωνιζόταν στις χαμηλές κατηγορίες.
Μπαμπάς και γιος μπροστά στο όχημα που σημάδεψε τη ζωή τους
Η φαμίλια μπήκε για μια ακόμα φορά στο ταξί νούμερο 39 (“ακόμα και τις μέρες που δεν δούλευε, ο μπαμπάς μου δεν ξέφευγε ποτέ από αυτό το ταξί”) και πήγε στο Σάο Πάουλο με την ελπίδα ότι αυτό θα είναι το πρώτο βήμα προς ένα επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο μικρός θα έμενε για πρώτη φορά μόνος, σε ένα μέρος που έμοιαζε με κατασκήνωση με 18 κρεβάτια στον ίδιο χώρο. Μόνο που αυτή δεν θα κρατούσε λίγες εβδομάδες. Στα τρία χρόνια που έκατσε εκεί ενηλικιώθηκε από όλες τις απόψεις. Λίγο το ότι ζούσε μόνος μακριά από τους δικούς του, λίγο οι συνθήκες διαβίωσης στις εστίες της ακαδημίας (στο κείμενο του περιγράφει με λεπτομέρειες τη μέρα που ανακάλυψε έναν αρουραίο στο μαξιλάρι του και την αναμέτρηση που ακολούθησε μεταξύ αυτού και των συμπαικτών του και της… ομάδας αρουραίων του κτιρίου), λίγο το ότι οι υπεύθυνοι δεν του έδιναν ευκαιρίες για να ανελιχθεί συντέλεσαν στο να πάρει τη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσει μαθήματα για να βγάλει δίπλωμα αυτοκινήτου. Όταν οι γονείς του τον ρώτησαν τι το ήθελε, είπε ψέματα ότι προετοιμαζόταν για την περίπτωση που όλα πήγαιναν κατ’ευχήν. Με το πρώτο του συμβόλαιο θα αγόραζε ένα μικρό αμάξι. Στην πραγματικότητα είχε αρχίσει να πείθεται ότι το μέλλον του δεν είναι στα γήπεδα, γι’αυτό έβαζε σε εφαρμογή ένα δεύτερο πλάνο. “Πλησίαζα τα 18 και δεν έβλεπα καμία διάθεση να μου δώσουν ένα κανονικό συμβόλαιο. Έπρεπε να το δω ρεαλιστικά. Το εναλλακτικό μου σχέδιο ήταν να βγάλω δίπλωμα ώστε να αναλάβω το ταξί του πατέρα μου. Θα γινόμουν κι εγώ το νούμερο 39”.
Φυσικά για να διαβάζετε τώρα αυτό το κείμενο, ο Μπρούνο Γκιμαράες δεν έγινε ένας ακόμα ταξιτζής στους δρόμους του Ρίο. Όπως επίσης συμβαίνει πολύ συχνά, ένας άνθρωπος αρκούσε για να του αλλάξει τη ζωή. Ο Φερνάντο Ντινίζ, που πρόσφατα έκατσε στον πάγκο της εθνικής Βραζιλίας ως προσωρινός τεχνικός και 1,5 χρόνο πριν οδήγησε τη Φλουμινένσε στην κατάκτηση του Λιμπερταδόρες, ανέλαβε προπονητής στην ομάδα του Σάο Πάουλο, εντόπισε τις προοπτικές του νεαρού και του έδωσε την ευκαιρία να δείξει αν αξίζει. Έστω και κοντά στα 20 του, ο Βραζιλιάνος αμυντικός χαφ πήρε παιχνίδια στα πόδια του, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Ατλέτικο Παραναένσε κι από εκεί και μετά η καριέρα του πήρε την ανιούσα.
Στα 21 του κέρδισε το Σουνταμερικάνα, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην πορεία ως τον τελικό. Στα 22 του ταξίδευε για τη Γαλλία για να υπογράψει στη Λιόν, μετά από μια τηλεφωνική συνομιλία από αυτές που δεν φαντάζεσαι ποτέ ότι θα ζήσεις. Μια κλήση από τον Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Στο 7ο παιχνίδι του με τη φανέλα της Λιόν έπαιζε βασικός στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ (που λόγω κόβιντ διεξαγόταν τον Αύγουστο σε μονά παιχνίδια) και βοηθούσε την ομάδα του να πετύχει μια ιστορική πρόκριση επί της Σίτι. Το 8ο του παιχνίδι ήταν ένας ημιτελικός απέναντι στη Μπάγερν. Στα 23 του ήταν διεθνής με την εθνική Βραζιλίας.
Δυο ακριβώς χρόνια αργότερα μετακόμιζε στη βόρεια Αγγλία. Η Νιούκαστλ βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο με την αλλαγή ιδιοκτησίας και την εποχή εκείνη ήταν στην 18η θέση και πάλευε για την παραμονή. Ο στόχος τελικά επετεύχθη, η ομάδα ενισχύθηκε στη συνέχεια, άλλαξε κατεύθυνση και έφτασε να παίζει στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ.
Πριν λίγες μέρες ο Γκιμαράες συμπλήρωσε μια τριετία στα ασπρόμαυρα. Αν ρωτήσεις τους φίλους της Νιούκαστλ είναι βέβαιο ότι θα σου πούνε ότι είναι μια από τις καλύτερες μεταγραφές που έκαναν τα τελευταία πολλά χρόνια. Οι αμυντικές ικανότητες σε συνδυασμό με την άνεση του με τη μπάλα στα πόδια αλλά και το πάθος που βγάζει στο παιχνίδι του φτιάχνουν ένα αρκετά ελκυστικό πακέτο που αρέσει στους προπονητές και τους οπαδούς. Γι’αυτό κιόλας από το καλοκαίρι έχει προστεθεί στους αρχηγούς του συλλόγου.
Με το περιβραχιόνιο στο χέρι πλέον σε μερικά παιχνίδια συνεχίζει φέτος τις εξαιρετικές εμφανίσεις και είναι ένας από τους βασικούς λόγους (μαζί με τον Ισακ και τον Γκόρντον) που η Νιούκαστλ βρίσκεται μέσα στη μάχη για μια θέση στο επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ. Έχει παίξει περισσότερο από όλους στην ομάδα, έχει συμμετοχή σε 10 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, έχει τρέξει συνολικά περισσότερο από κάθε άλλον στο πρωτάθλημα και βρίσκεται στις ψηλότερες θέσεις σε αρκετές στατιστικές κατηγορίες που σχετίζονται και με την προώθηση του παιχνιδιού και με την άμυνα. Είναι πρώτος στα τάκλιν στη Νιούκαστλ και έχει κερδίσει περισσότερες προσωπικές μονομαχίες από κάθε άλλον στην Πρέμιερ Λιγκ αλλά ταυτόχρονα έχει κάνει τις περισσότερες πετυχημένες κάθετες στα τοπ5 πρωταθλήματα ενώ είναι δεύτερος στην Αγγλία στις πάσες που προωθούν το παιχνίδι. Με λίγα λόγια, τα κάνει όλα (στο κέντρο) και συμφέρει. Γι’αυτό κιόλας το όνομα του ακούγεται συνέχεια στις τελευταίες μεταγραφικές περιόδους σαν υποψήφιος στόχος των μεγαθηρίων της Ευρώπης.
Όλα αυτά τα έχει πετύχει φορώντας το αγαπημένο του νούμερο. Με μοναδική εξαίρεση την εθνική, στην οποία τα επιτρεπόμενα νούμερα δεν φτάνουν τόσο ψηλά, από την πρώτη φανέλα που πήρε έως αυτή που φοράει τώρα στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ, ο αριθμός του είναι ο ίδιος. Το 39. Το νούμερο που του έδωσε τα πάντα μέχρι να καταφέρει να βρει το δικό του δρόμο. Ένα νούμερο συνδεδεμένο με τη ζωή του με τρόπο που κάποιες φορές ξεπερνάει τη λογική. Τη μέρα που ήταν να διαλέξει φανέλα σε εκείνη την πρώτη ομάδα του Σάο Πάουλο, ο πατέρας του πρότεινε να πάρει το 39. Ο μικρός συμφώνησε. Όταν πήγε στον φροντιστή, αυτός του έδωσε ένα πακέτο που είχε ετοιμάσει με όλα τα ρούχα του. Ο Γκιμαράες διστακτικά του είπε “α, νόμιζα πως μπορώ να διαλέξω εγώ τον αριθμό μου”. Ο φροντιστής απάντησε πως του είχαν ήδη αναθέσει τυχαία έναν. Ο πιτσιρικάς άνοιξε το κουτί και έβγαλε τη φανέλα. “Μου κάνεις πλάκα, ε;” σχολίασε. “Τι εννοείς; Στην τύχη επιλέχθηκε από όσα είχαν μείνει διαθέσιμα”. Στο πίσω μέρος η φανέλα είχε τυπωμένο τον αριθμό 39.