Λένε ότι ο πρώτος είναι πρώτος και οι υπόλοιποι δεν είναι τίποτα αλλά έχει αποδειχτεί ότι αυτή η ατάκα δεν λέει πάντα την αλήθεια. Στην ιστορία του παιχνιδιού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αίγλη και η γοητεία του χαμένου επισκίασε ακόμα και τη δόξα του νικητή και το Παγκόσμιο Κύπελλο, η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική διοργάνωση του πλανήτη, δεν θα μπορούσε να μην έχει κάποιες τέτοιες ιστορίες. Στα 82 χρόνια ύπαρξης του, το Μουντιάλ έχει να παρουσιάσει μια λίστα χαμένων που σημάδεψαν ένα παιχνίδι, μια διοργάνωση ή ακόμα και μια ολόκληρη εποχή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν η Ουγγαρία των 50s, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο το 1994, η Ολλανδία των 70s, ο Ζινεντίν Ζιντάν το 2006 και πάνω, ίσως, απ’όλους η Βραζιλία του 1982. Η Βραζιλία του Τέλε Σαντάνα, του Σώκρατες και του Ζίκο.
5 Ιουλίου 1982. Το γήπεδο Σαριά στη Βαρκελώνη, έδρα της Εσπανιόλ εκείνη την εποχή, είναι ασφυκτικά γεμάτο. Περισσότεροι από 45.000 άνθρωποι έχουν στοιβαχτεί για να δούνε ποια θα είναι η ομάδα που θα συμπληρώσει την 4αδα των ημιτελικών. Παρ’όλο που στο γήπεδο μπαίνουν δυο μεγαθήρια του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όλοι γνωρίζουν πως το συγκεκριμένο παιχνίδι έχει ξεκάθαρο φαβορί.
Η Βραζιλία έχει φτάσει εκεί μετρώντας 4 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια. Αλλά τα αποτελέσματα λένε μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Η ‘σελεσάο’ εκείνη δεν έχει καμία σχέση με την ομάδα των προηγούμενων δυο διοργανώσεων, στις οποίες είχαν εμφανιστεί για πρώτη φορά στο παιχνίδι της κάποιες επιρροές από το ευρωπαϊκό στυλ. Η Βραζιλία του 1982 προσπαθεί να επιστρέψει στις ρίζες της, στο παιχνίδι με το οποίο μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές των βραζιλιάνων, ένα παιχνίδι που σαν πρωταρχικό και βασικό στόχο έχει τη χαρά και τη διασκέδαση.
Εμπνευστής και καθοδηγητής του όλου εγχειρήματος είναι ο προπονητής της. Ο Τέλε Σαντάνα δεν πιστεύει στο δόγμα “νίκη με κάθε κόστος” και στήνει μια εθνική πλήρως εναρμονισμένη στη ρομαντική κοσμοθεωρία του. Δίνει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στον αντισυμβατικό, πότη και μανιώδη καπνιστή, Σώκρατες και παρατάσσει μια ομάδα που μπορεί το σύστημα της να μην αποκρυπτογραφείται εύκολα (οι αναλυτές της τακτικής βλέπουν ένα ιδιαίτερο 4-2-2-2, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν ένα πειραματικό 2-7-1) αλλά η διάθεση της είναι ξεκάθαρη από την αρχή: επίθεση, επίθεση και πάλι επίθεση.
Μια ομάδα γεμάτη απίστευτη ποιότητα στο κέντρο, που μπορούσε να ‘ζωγραφίσει’ απέναντι σε οποιαδήποτε άμυνα, είτε με κάποια γρήγορη ομαδική συνεργασία, είτε με κάποια θεαματική, ατομική έμπνευση. Όμως και μια ομάδα που έχει δυο βασικότατα ελαττώματα: Στην κορυφή και στη βάση της. Ο 31χρονος Πέρες κάτω από τα δοκάρια θεωρείται πολύ λίγος για μια τέτοια διοργάνωση και ο 29χρονος ανεπαρκέστατος Σερτζίνιο βρίσκεται ξαφνικά να φοράει τη βαριά φανέλα με το 9, καθώς τρεις μόλις μέρες πριν το εναρκτήριο ματς τραυματίζεται σοβαρά ο Καρέκα, που προοριζόταν για τη θέση του σέντερ φορ.
Παρά τις δυο σημαντικές αυτές ατέλειες, μπαίνει στο τουρνουά με πατημένο το γκάζι, κερδίζοντας με το ποδόσφαιρο της όχι μόνο τους συμπατριώτες της αλλά και εκατομμύρια θεατές και τηλεθεατές απ’όλο τον κόσμο. Η ‘σελεσάο’ περνάει εύκολα στο δεύτερο γύρο, που τότε περιλάμβανε ένα νέο μοίρασμα σε ομίλους των τριών. Η μοίρα τα φέρνει έτσι που στο Group C βρίσκονται τρία από τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου: Βραζιλία, Αργεντινή και Ιταλία αναγκάζονται να παλέψουν για μια μόνο θέση στα ημιτελικά.
Οι Βραζιλιάνοι δείχνουν όμως να μην έχουν αντίπαλο. Κερδίζουν με χαρακτηριστική άνεση την Αργεντινή του Κέμπες, του Πασαρέλα και του ανερχόμενου Μαραντόνα, με 3-1 και στέλνουν το μήνυμα σε όλους πως είναι αποφασισμένοι να συνδυάσουν το όμορφο ποδόσφαιρο με το κύπελλο, όπως ακριβώς είχε κάνει η παρέα του Πελέ 12 χρόνια πριν στο Μεξικό. Το μόνο που χρειάζονται στο τελευταίο ματς των ομίλων για να βρεθούν απέναντι στην αδύναμη Πολωνία στους ΄4′, είναι μια ισοπαλία.
Απέναντι στους εντυπωσιακούς και τρομακτικούς Βραζιλιάνους (“Δεν έδειχναν απ’αυτόν τον πλανήτη, ήταν σίγουρα η καλύτερη ομάδα που έχω δει” παραδέχτηκε λίγα χρόνια μετά ο Ρόσι) υπάρχει ένα σύνολο που ακόμα ψάχνει τα πατήματα του. Η Ιταλία φτάνει σ’εκείνον τον πρόωρο ‘τελικό’ με τον πιο ιταλικό τρόπο που υπάρχει. Τρεις ισοπαλίες στα ισάριθμα βατά παιχνίδια του πρώτου ομίλου, πρόκριση ουσιαστικά χάρη στην τύχη (αφού το ισόβαθμο Καμερούν είχε απλά πετύχει ένα γκολ λιγότερο) και αμέτρητη γκρίνια: Για τον προπονητή, για το σύστημα, για τις επιλογές των παικτών, για τα πάντα.
Στο επίκεντρο της κουβέντας βρίσκεται ο Πάολο Ρόσι. Ο 26χρονος επιθετικός της Γιουβέντους είχε μπλεχτεί το 1980 στο σκάνδαλο “Totonero”, που αφορούσε στημένα παιχνίδια, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τιμωρηθεί με 3 χρόνια αποκλεισμό από τα γήπεδα. Λίγους μήνες πριν το Μουντιάλ όμως η ποινή μειώθηκε και ο Ρόσι όχι μόνο πρόλαβε να παίξει στα τελευταία ματς της Γιουβέντους εκείνης της σεζόν αλλά κλήθηκε και στην αποστολή της εθνικής για το Μουντιάλ. Η επιλογή του προκάλεσε κύμα αντιδράσεων, αφού ουσιαστικά ο επιθετικός προερχόταν από δίχρονη απραγία, αλλά ο προπονητής Έντσο Μπεαρζότ πίστευε πολύ στην ικανότητα του να δημιουργεί κινδύνους από το πουθενά και να τελειώνει φάσεις αποτελεσματικά.
Παρά τη στήριξη του Μπεαρζότ όμως, ο Ρόσι αποδείχτηκε πλήρως ανέτοιμος στα πρώτα ματς της διοργάνωσης, στα οποία ούτε σκόραρε, ούτε βοήθησε δημιουργικά. Ένας δημοσιογράφος τον αποκάλεσε “φάντασμα που περιπλανιέται άσκοπα στο γήπεδο”. Η κόντρα των Ιταλών ρεπόρτερ με τον προπονητή έφτασε σε τέτοιο σημείο που ο Μπεαρζότ σταμάτησε να δίνει συνεντεύξεις από ένα σημείο και μετά. Η νίκη επί της Αργεντινής με 2-1 στον δεύτερο γύρο έδωσε στην Ιταλία την ψυχολογική ώθηση που χρειαζόταν αλλά το γεγονός ότι οι Βραζιλιάνοι είχαν κερδίσει με 3-1 σήμαινε πως στο τελευταίο παιχνίδι η ‘Σκουάντρα Ατζούρα’ δεν βολευόταν με την ισοπαλία.
Κάπως έτσι, στο χόρτο του γηπέδου της Βαρκελώνης παρατάχθηκαν δυο πολύ διαφορετικές σχολές του ποδοσφαίρου, σ’ένα ματς που όλοι καταλάβαιναν πως είναι σημαντικό αλλά πιθανόν κανένας δεν γνώριζε πόσο καθοριστικό θα αποδεικνυόταν για το μέλλον όχι μόνο της διοργάνωσης αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα.
Οι Βραζιλιάνοι μπήκαν στο παιχνίδι με μια αύρα ανωτερότητας και μια μικρή δόση υπεροψίας που σίγουρα στους μεγαλύτερους θα θύμισε το πατατράκ του 1950 απέναντι στην Ουρουγουάη, όταν και πάλι τους αρκούσε η ισοπαλία. Χρειάστηκαν όμως μόνο 5 λεπτά για να προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Σέντρα από τα αριστερά, καρφωτή κεφαλιά του Ρόσι, που είχε τρυπώσει κρυφά στη μικρή περιοχή, 0-1. Μετά από τέσσερα στείρα 90λεπτα, ο Πάολο Ρόσι δήλωνε παρών στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή.
Ο αιφνιδιασμός των νοτιοαμερικάνων δεν κράτησε πολύ. Το μήνυμα από τον πάγκο της Βραζιλίας ήταν σαφές: Παίζουμε κανονικά το παιχνίδι μας, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που η ‘σελεσάο’ έμενε πίσω στο σκορ. Είχε συμβεί και στα δυο πρώτα ματς της διοργάνωσης, με τη Σοβιετική Ένωση και τη Σκωτία. Η απάντηση έρχεται γρήγορα και είναι πλήρως αντιπροσωπευτική του joga bonito εκείνης της ομάδας. Ζίκο και Σώκρατες κρύβουν τη μπάλα στα δεξιά και όταν ο Ντίνο Τζοφ τη βλέπει, είναι ήδη στα δίχτυα του. 1-1 μόλις στο 12′.
Η Ιταλία όμως δεν καταρρέει. Πριν καν συμπληρωθεί μισή ώρα αγώνα, ο Ρόσι εκμεταλλεύεται μια λάθος πάσα στο κέντρο της άμυνας της Βραζιλίας, βγαίνει απέναντι στον Πέρες και ευστοχεί ξανά, θυμίζοντας επιτέλους τον επιθετικό που είχε βάλει 52 γκολ στο Καμπιονάτο τα 3 τελευταία χρόνια πριν την τιμωρία του. Στην πλευρά των Βραζιλιάνων εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα ανησυχίας και εκνευρισμού. Στο ημίχρονο στα αποδυτήρια ο Σερέζο που έκανε τη λάθος πάσα ξεσπάει σε κλάματα από τα νεύρα του. Ο Σώκρατες τον παρηγορεί και μαζί με τον Σαντάνα πείθουν τους πάντες ότι η πρόκριση παραμένει στο χέρι τους, αν παίξουν όπως ξέρουν.
Η Βραζιλία επιτίθεται από παντού στην επανάληψη αλλά η Ιταλία αντέχει. Η προσωρινή λύτρωση για τους λατινοαμερικάνους έρχεται στο 68′ όταν ο Φαλκάο βρίσκει λίγο ελεύθερο χώρο στο ύψος της μεγάλης περιοχής και με δυνατό σουτ ισοφαρίζει. Η κανονικότητα επιστρέφει, οι οπαδοί της Βραζιλίας – που είναι η ατραξιόν της διοργάνωσης – χορεύουν στις κερκίδες, οι Βραζιλιάνοι είναι αγκαλιά με την πρόκριση. Τους αρκεί να αμυνθούν σωστά για 20 μόνο λεπτά.
Εκείνη η Βραζιλία όμως δεν ξέρει να παίζει για το αποτέλεσμα. Ο Σαντάνα κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να καλύψει τις αμυντικές τρύπες, βγάζοντας τον Σερτζίνιο και βάζοντας έναν ακόμα χαφ, αλλά οι παίκτες του δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ‘σκοτώσουν’ το παιχνίδι. Δεν ξέρουν πως να το κάνουν, δεν τους ενδιαφέρει να το κάνουν. Κάθε φάση είναι γι’αυτούς μια νέα ευκαιρία για επίθεση. Κάποιοι το αποκαλούν ρομαντισμό, κάποιοι άλλοι αφέλεια. Όλα στη ζωή είναι θέμα οπτικής.
Η ‘σελεσάο’ συνεχίζει να επιτίθεται, ψάχνοντας με κάθε τρόπο κι άλλο γκολ. Ο ρυθμός ανοίγει επικίνδυνα, η Ιταλία αναγκάζεται να ρισκάρει, ο κόσμος στις κερκίδες ενθουσιάζεται. Μια λανθασμένη κεφαλιά προς τα πίσω δίχως πίεση χαρίζει στην Ιταλία το πρώτο της κόρνερ, στο 75ο λεπτό του αγώνα. Γίνεται μια σέντρα, η μπάλα δεν απομακρύνεται καλά, ο Ταρντέλι πιάνει ένα κακό σουτ αλλά στην πορεία της βρίσκεται το γνώριμο πλέον πόδι του Ρόσι. Κοντινή προβολή, χατ τρικ και 3-2!
Στα λεπτά που απομένουν η Βραζιλία αγγίζει ξανά την ισοφάριση με κεφαλιά μετά από στημένη μπάλα αλλά ο 40χρονος θρύλος Ντίνο Τζοφ πιάνει τη μπάλα ακριβώς πάνω στη γραμμή. Είναι το σημείο στο οποίο όλοι πλέον πείθονται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Το τελευταίο σφύριγμα του Ισραηλινού διαιτητή στέλνει τους Ιταλούς στον ημιτελικό. Ένα από τα καλύτερα και πιο διάσημα παιχνίδια των Παγκοσμίων Κυπέλλων έχει μόλις περάσει στην ιστορία.
Στα αποδυτήρια της Βραζιλίας κανένας δεν μπορεί να πιστέψει τι έχει συμβεί. Κάποιοι κλαίνε, κάποιοι μονολογούν εκνευρισμένοι, κάποιοι κρύβουν το πρόσωπο τους. O Σαντάνα μπαίνει χαλαρός και με το πιο ήρεμο ύφος του κόσμου τους λέει ότι είναι περήφανος γι’αυτούς γιατί έκαναν ό,τι μπορούσαν. “Θέλω να ξέρετε ότι όλος ο κόσμος σας θαύμασε” προσθέτει και δεν έχει άδικο. Λίγα λεπτά αργότερα στη συνέντευξη τύπου δημοσιογράφοι απ’όλες τις χώρες τον αποθεώνουν και κατά την είσοδο του και κατά την έξοδο.
Κατά την επιστροφή στη Βραζιλία, η αποστολή θα γνωρίσει αποθεωτική υποδοχή. Κάποιοι δημοσιογράφοι θα κριτικάρουν τον Σαντάνα, κατηγορώντας τον ότι δεν είχε τις απαιτούμενες λύσεις για να πάρει η ομάδα την πολυπόθητη ισοπαλία. Πολλά χρόνια μετά, ο λάτρης της θεωρίας ‘ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’ και παγκόσμιος πρωταθλητής το 1994, Ντούνγκα θα αποκαλέσει εκείνη την ομάδα “σπεσιαλίστες στο να χάνουν” ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Αμέτρητες αναλύσεις θα γραφτούν σ’όλο τον κόσμο για το συγκεκριμένο παιχνίδι. Σε μια από τις πιο γνωστές, ο Τζόναθαν Γουίλσον της Γκάρντιαν θα γράψει πως “εκείνη τη μέρα δεν πέθανε το ποδόσφαιρο αλλά η αφέλεια”, απαντώντας στην περίφημη φράση που χρησιμοποίησαν αρκετοί (ανάμεσα τους και οι Ζίκο και Σώκρατες) μετά το ματς, πως “εκείνη τη μέρα πέθανε το ποδόσφαιρο”.
https://www.youtube.com/watch?v=3th82ZfFsUg
“H ήττα μας στη Βαρκελώνη ήταν ένα σοκ για το βραζιλιάνικο στυλ. Από εκείνο το σημείο και μετά δόθηκε έμφαση στα αποτελέσματα. Η επιχειρηματική πλευρά του παιχνιδιού κέρδισε έδαφος και το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ξανά ίδιο. Προσπαθώντας να αντιγράψουμε τον πραγματισμό των Ευρωπαίων το παιχνίδι μας έχει γίνει πιο ορθολογικό και τακτικά πιο άκαμπτο κι έτσι έχουμε χάσει μέρος της ταυτότητας μας” έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο ‘γιατρός’ Σώκρατες.
“Δεν ήταν η Βραζιλία που έχασε εκείνη τη μέρα. Ήταν το ποδόσφαιρο. Αν είχαμε κερδίσει εκείνον τον τίτλο, αυτό θα σήμαινε μια αλλαγή στον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι” δήλωσε πριν λίγα χρόνια ο Φαλκάο, ο μόνος από εκείνη την 11αδα που ήξερε καλά τι εστί Ιταλία, αφού αγωνιζόταν τότε στη Ρόμα (όλοι οι υπόλοιποι έπαιζαν στο πρωτάθλημα Βραζιλίας): “Τους είχα προειδοποιήσει ότι η Ιταλία είναι καλύτερη ομάδα απ’αυτό που δείχνουν τα αποτελέσματα της”.
Λίγες μέρες αργότερα η ‘Σκουάντρα Ατζούρα’ κατακτούσε το 3ο κύπελλο της ιστορίας της, χάρη στον φορμαρισμένο Πάολο Ρόσι που σκόραρε 6 φορές στα τελευταία 3 ματς της διοργάνωσης. Οι Βραζιλιάνοι επέστρεψαν στην κορυφή του κόσμου 12 χρόνια μετά, στις ΗΠΑ, παρουσιάζοντας όμως μια εξευρωπαϊσμένη εκδοχή που δεν θάμπωσε κανέναν. Μια διαφορετική Βραζιλία που ήξερε πως να μαρκάρει, ήξερε πως να κερδίζει αλλά δεν μπορούσε να χορτάσει ποδόσφαιρο τους φίλους της.
Για τους περισσότερους (Βραζιλιάνους και όχι μόνο), το joga bonito πέθανε εκείνη τη μέρα του Ιουλίου στη Βαρκελώνη, σ’ένα ματς που στη Βραζιλία έμεινε γνωστό ως “η τραγωδία της Σαριά”. “Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να χάνεις με αξιοπρέπεια” δήλωσε λίγο καιρό μετά ο Ζίκο, επαναλαμβάνοντας μια από τις αγαπημένες ατάκες του Σαντάνα, και συνέχισε: “Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να μας πει ο Σαντάνα να κάτσουμε πίσω. Η δέσμευση μας ήταν να πηγαίνουμε πάντα για τη νίκη. Αυτός είναι ο αληθινός βραζιλιάνικος τρόπος. Φυσικά και λυπηθήκαμε για το αποτέλεσμα αλλά είχαμε καθαρή τη συνείδηση μας. Μείναμε πιστοί στις ιδέες μας μέχρι τέλους και δεν επιτρέψαμε στη νοοτροπία ‘κερδίζω με κάθε κόστος’ να υπονομεύσει την πίστη μας στο όμορφο παιχνίδι”.
Στην αυτοβιογραφία του ο Φαλκάο έγραψε: “Χάσαμε εκείνο το παιχνίδι αλλά κερδίσαμε μια θέση στην ιστορία. Είμαι ευγνώμων που συμμετείχα σ’ένα από τα σπουδαιότερα παιχνίδια στην ιστορία του ποδοσφαίρου και που ήμουν μέρος μιας ομάδας που συνδέθηκε με το όμορφο ποδόσφαιρο. Ήταν ένα μεγάλο προνόμιο το ότι έπαιξα δίπλα σ’αυτούς τους ανθρώπους”. Εκατομμύρια άνθρωποι απ’όλο τον κόσμο που είχαν την τύχη να απολαύσουν εκείνες τις παραστάσεις της τελευταίας πραγματικής Βραζιλίας, έστω και από την τηλεόραση, νιώθουν σίγουρα την ίδια ευγνωμοσύνη.