Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πάρα πολύ μέσα στις δεκαετίες ζωής του. Όχι μόνο ως εικόνα, θέαμα, τακτική. Έχει αλλάξει και έχει γίνει προϊόν, αγορά, χρηματιστήριο. Μια ματιά στην αξία της Μπράγκα, της ομάδας από την ομώνυμη πόλη στα βορειοδυτικά της Πορτογαλίας και προσεχούς αντιπάλου του Παναθηναϊκού, θα μας δείξει ότι οι παίκτες της κοστίζουν πάνω από 100 εκατομμύρια Ευρώ. Και κάπως αναλογικά, πηγαίνουν και τα χρήματα που κερδίζουν οι ίδιοι οι παίκτες. Και αν οι περισσότεροι από εμάς δεν θυμόμαστε εποχές που το ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να δώσει σημαντικές αμοιβές στους αθλητές, αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν ο κανόνας για πολλά χρόνια. Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο είναι η ιστορία ενός θρύλου της Μπράγκα, του Μπερνάντο Φρανσίσκο ντα Σίλβα, ενός παίκτη που λατρεύτηκε στην Πορτογαλία, αλλά η τραγική του ιστορία δείχνει πόσο έχει αλλάξει το αγαπημένο μας άθλημα.
Ο ντα Σίλβα γεννήθηκε το 1949 στην πόλη Λομπίτο της Ανγκόλας, που ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Στο Λομπίτο, ο πιτσιρικάς ντα Σίλβα έπαιζε μπάλα στους δρόμους της πόλης με κουρέλια, μέχρι που τον ανακάλυψαν οι άνθρωποι της τοπικής ομάδας, θυγατρικής της Πόρτο. Οι Πορτογάλοι, που από τότε ήξεραν να μαζεύουν ό,τι καλύτερο από εκείνα τα μέρη, δεν θα τον αφήσουν για πολύ στην Ανγκόλα. Ο ντα Σίλβα έπαιξε ελάχιστα ματς στη Λομπιτο. Στα 17 του θα ταξιδέψει στην Ευρώπη και στους Δράκους του Οπόρτο. Εκεί θα συνεχίσει να σκοράρει κατά ριπάς με τις μικρές ομάδες της Πόρτο και μάλιστα θα κληθεί και στις μικρές εθνικές της Πορτογαλίας. Τότε θα του κολλήσει και το παρατσούκλι που τον έκανε διάσημο. Chico Gordo – Τσίκο Γκόρντο, το μεγαλόσωμο (στην κυριολεξία χοντρό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ίσχυε κάτι τέτοιο) παιδί. Πολύ γρήγορα θα πάρει τις ευκαιρίες του και στην πρώτη ομάδα της Πόρτο και θα σκοράρει σε ένα ευρωπαϊκό ματς με την Κάρντιφ. Έχει να αντιμετωπίσει μεγάλο ανταγωνισμό, θα δοθεί δανεικός, αλλά το σημαντικότερο πρόβλημα δεν είναι αγωνιστικό. Είναι ότι καλείται για τη θητεία του στον στρατό και μάλιστα παίρνει μετάθεση στην Ανγκόλα. Και ναι δεν ήταν και τόσο βυσματική μετάθεση στην πατρίδα του (στην οποία γίνεται χαμός), όταν ο ίδιος έπαιζε μπάλα στο Οπόρτο.
Όλη αυτή η κατάσταση βάζει ένα τεράστιο φρένο στην εξέλιξή του και την καριέρα του Τσίκο Γκόρντο. Θα παίξει στο πρωτάθλημα της Ανγκόλας με μια ομάδα που ουσιαστικά ανήκει στον πορτογαλικό στρατό. Θα σκοράρει, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, 20 γκολ σε 20 ματς και θα κατακτήσει τον τίτλο. Το επίπεδο εκεί όμως είναι χαμηλό. Επιστρέφει στην Πορτογαλία το 1974, όταν και καταφέρνει να ξεμπερδέψει με τον στρατό. Στην Πόρτο τον έχουν ξεγράψει σχεδόν, καθώς ο Τσίκο Γκόρντο γνωρίζει τη νυχτερινή διασκέδαση και τις γυναίκες της πόλης. Δεν δουλεύει πολύ, δεν δείχνει ότι έχει πάρει στα σοβαρά την καριέρα του. Θα πάει δανεικός στη Λουζιτάνια, μια ομάδα από τη Σάντα Μαρία ντε Φέιρα κοντά στο Οπόρτο και θα κάνει πράγματα και θαύματα στη Β’ εθνική της Πορτογαλίας. Και έναν χρόνο μετά, η ζωή του θα αλλάξει για πάντα. Οι άνθρωποι της Μπράγκα (που μόλις έχει ανέβει στην Α’ εθνική) πιστεύουν σε αυτόν, βλέποντάς τον στη Λουζιτάνια και τον παίρνουν στην ομάδα τους.
Μία σύγχρονη φωτογραφία της Μπράγκα
Εκεί θα γίνει βασικός σχεδόν αμέσως και θα αρχίσει να σκοράρει συνεχώς. Μπορεί τα χρόνια μακριά από τα “σχολεία” των πορτογαλικών ακαδημιών να τον έχουν αφήσει πίσω στα… θεωρητικά μαθήματα, μπορεί η τεχνική του να μην είναι καλύτερη, αλλά έχει μια σχεδόν μεταφυσική διαίσθηση για το γκολ, για το πώς θα βρεθεί στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή. Οι αμυντικοί τον χάνουν από δίπλα τους και όταν τον ανακαλύπτουν, η μπάλα βρίσκεται ήδη στην εστία τους. Την πρώτη του χρονιά θα σκοράρει 13 φορές στο πρωτάθλημα και η Μπράγκα θα βγει 7η. Η καλύτερή του σεζόν θα είναι το 1977-78. Η Μπράγκα θα κατακτήσει την 4η θέση, την καλύτερη στην ιστορία της και θα κερδίσει μόλις για 2η φορά στην ιστορία της την έξοδο στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Ο Τσίκο Γκόρντο θα βγει 2ος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 20 γκολ, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για παίκτη που δεν παίζει στους μεγάλους της χώρας (από το 1969 και τον Μανουέλ Αντόνιο της Ακαντέμικα χρειάζεται να φτάσουμε στο 1987 για να βρούμε ξανά τοπ σκόρερ από ομάδα εκτός Πόρτο-Μπενφίκα-Σπόρτινγκ). Δεν είναι όμως μόνο ο αριθμός των γκολ, είναι και ότι πολλά από αυτά είναι πολύ ωραία και σημαντικά. Σε ένα από αυτά, τη σεζόν 1977-78, στοπάρει την μπάλα με το στήθος στον αέρα και πιάνει ένα κεραυνό που δεν μπορεί να αποκρούσει ο Φονσέκα της Πόρτο. Η Μπράγκα θα κερδίσει με 3-1. Θα είναι η μοναδική ήττα της πρωταθλήτριας Πόρτο σε ολόκληρη τη σεζόν. Ο Τσίκο Γκόρντο γίνεται ίνδαλμα των οπαδών της Μπράγκα που βλέπουν ότι τα καλύτερα χρόνια τους (δύο συνεχόμενες τέταρτες θέσεις) είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παρουσία του επιθετικού από την Ανγκόλα. Τον αποθεώνουν και αυτός απολαμβάνει την αγάπη του κόσμου.
Θα περάσει μια πενταετία στην Μπράγκα και θα σκοράρει πάνω από 80 γκολ. Θα είναι ο πρώτος της παίκτης με χατ τρικ στην Ευρώπη απέναντι στη Χιμπέρνιανς από τη Μάλτα και ο πρώτος σκόρερ της στο πρωτάθλημα της Α’ εθνικής. Θα υπάρξει ενδιαφέρον από τη Μαρσέιγ, αλλά η μεταγραφή δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Σιγά σιγά όμως αρχίζει η πτώση μετά από έναν τραυματισμό. Φαίνεται ότι δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο επίπεδο. Μετά από πέντε χρόνια θα φύγει για τη Σετούμπαλ, αλλά ο κατήφορος συνεχίζεται. Δεν φταίνε μόνο οι τραυματισμοί, φταίει και η κακή του ζωή, η σχεδόν αδιαφορία του για τις προπονήσεις, οι απουσίες από αρκετές από αυτές. Θα παίξει για δύο σεζόν εκεί, σκοράροντας 13 γκολ και στη συνέχεια θα πάει στην Μπέιρα Μαρ στην οποία επί της ουσίας δεν θα παίξει ποτέ. Σταματάει την μπάλα μόλις στα 34, με μοναδικό κέρδος την αγάπη του κόσμου της Μπράγκα. Δεν θα βγει ποτέ πρώτος σκόρερ, δεν θα κερδίσει άλλον τίτλο εκτός από εκείνο το πρωτάθλημα στην Ανγκόλα (θα φτάσει σε έναν τελικό κυπέλλου, αλλά η Μπράγκα θα χάσει από την Πόρτο), οι μόνες του συμμετοχές σε εθνικές είναι με την Κ23 και την Ολυμπιακή ομάδα της Πορτογαλίας. Η καριέρα του ποδοσφαιριστή είναι σύντομη. Το πορτοφόλι εξίσου άδειο με την τροπαιοθήκη του, όπως είπαμε στην αρχή οι εποχές τότε είναι διαφορετικές. Τα χρήματα λίγα και με τη ζωή που κάνει, δεν φαίνεται να έχει αποταμιεύσει αρκετά.
Ο Τσίκο Γκόρντο θα χαθεί από προσώπου γης. Η δόξα δεν κρατάει για πάντα, νέα ινδάλματα εμφανίζονται, οι μικρότεροι δεν τον θυμούνται, οι μεγαλύτεροι τον ξεχνούν. Μετά το τέλος της καριέρας του θα παραμείνει στην περιοχή του Σετούμπαλ και θα περάσει δύσκολα. Κάποιοι λένε ότι τον βλέπουν σε παγκάκια σε πάρκα να κάνει χρήση ναρκωτικών, οι εθισμοί απειλούν τη ζωή του. Η ζωή συνεχίζεται, τα ρεκόρ του και οι αναμνήσεις στην Μπράγκα παραμένουν, μέχρι που μια μέρα του 2000 ο κόσμος της Πορτογαλίας θα τον θυμηθεί ξανά. Με άσχημο τρόπο. Ο Τσίκο Γκόρντο είναι πλέον 51 ετών και δουλεύει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής χάρτινων συσκευασιών. Συνεχίζει να μένει κάπου έξω από τη Λισαβόνα, σε μια περιοχή του Σετούμπαλ. Μια μέρα του Νοεμβρίου του 2000 και ενώ βρίσκεται στο εργοστάσιο θα γλιστρήσει, θα χάσει την ισορροπία του και θα πέσει μέσα σε μια μηχανή που θα τον διαμελίσει. Ο Τσίκο Γκόρντο χάνει τη ζωή του με φριχτό τρόπο. Ο δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών στην Μπράγκα (μέχρι που ο Ρικάρντο Όρτα τον ξεπέρασε και τελικά πέρσι έγινε πρώτος σκόρερ) θα παραμείνει απλά μία ανάμνηση στα πόστερ και στους πίνακες των ρεκόρ.