Πεντάρες, εξάρες, εφτάρες: H ‘Αταλάντα του βορρά’ γράφει ιστορία

Τα στερεότυπα για τους κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής μιας χώρας “δεν είναι προνόμιο του ελληνισμού”, όπως θα σχολίαζε και ο Τζίμης Πανούσης. Τα συναντάει κανείς στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Στη Νορβηγία αποδέκτες τέτοιων χαρακτηρισμών ήταν για πολλές δεκαετίες οι άνθρωποι που μεγάλωσαν στο βόρειο μέρος της χώρας, που βρίσκεται μέσα στον αρκτικό κύκλο και χαρακτηρίζεται συχνά ως “Γη του Ήλιου του μεσονυκτίου”.

Για τους κατοίκους του νότου, οι συμπατριώτες τους αυτοί ήταν (και σε κάποιες περιπτώσεις παραμένουν) “χωριάτες”, “ψαράδες”, “πρωτόγονοι”, άνθρωποι λαϊκοί, χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες. Η στερεοτυπική αυτή αντίληψη είχε εισχωρήσει τόσο βαθιά στην κουλτούρα της χώρας που σε κάποιες περιπτώσεις στα ενοικιαστήρια των σπιτιών στο Όσλο έμπαινε μια διευκρινιστική σημείωση: “Όχι άνθρωποι από τη βόρεια Νορβηγία”. Tο ποδόσφαιρο δεν έμενε ανεπηρέαστο. Μέχρι τη δεκαετία του 70′ οι ομάδες από το βορρά δεν επιτρεπόταν να πάρουν μέρος στην 1η κατηγορία του πρωταθλήματος! Αν και η επίσημη δικαιολογία ήταν πως αυτό γίνεται για λειτουργικούς λόγους, μιας και οι αποστάσεις των πόλεων του βορρά από την πρωτεύουσα ήταν πολύ μεγάλες, όλοι ήξεραν πως στην ουσία οι ομάδες του παγωμένου και αφιλόξενου βορρά αποκλείονταν γιατί οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι δεν ήταν του επιπέδου τους.

Η πίεση για αλλαγές και εκσυγχρονισμό έφερε αποτελέσματα μόλις το 1972 όταν για πρώτη φορά επιτράπηκε η συμμετοχή των βόρειων στην πρώτη κατηγορία (ακόμα και τότε βέβαια και για σχεδόν όλη εκείνη τη δεκαετία το σύστημα διεξαγωγής της 2ης κατηγορίας ευνοούσε τις ομάδες του νότου, αφού ανάγκαζε τις ομάδες από τον όμιλο του βορρά να παίζουν εξτρά πλέι οφ για να κερδίσουν την άνοδο). Μια από τις τρεις, όλες κι όλες, ομάδες του βορρά που εκμεταλλεύτηκαν το νέο καθεστώς ήταν η Μπόντο Γκλιμτ, που έχει ως έδρα την πόλη Μπόντο, τη δεύτερη μεγαλύτερη της βόρειας Νορβηγίας που είναι και τερματικός σταθμός του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας (“από εκεί και πάνω δεν υπάρχει απολύτως τίποτα” λένε χιουμοριστικά κάποιοι Νορβηγοί).

Το Μπόντο με την πιο διάσημη τουριστική ατραξιόν του: Το Βόρειο Σέλας 

Την πρώτη κιόλας σεζόν της στη μεγάλη κατηγορία, το 1977, η Γκλιμτ τερμάτισε 2η και έφτασε μέχρι τον τελικό του κυπέλλου, ένα τρόπαιο που είχε ήδη κατακτήσει το 1975, όταν ακόμα έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες η ομάδα έγινε ο ορισμός του ασανσέρ μεταξύ των πρώτων τριών κατηγοριών, με καλύτερη περίοδο της ιστορίας της το διάστημα 1993-2005 όταν και κατέκτησε το δεύτερο κύπελλο της, σταθεροποιήθηκε στη μεγάλη κατηγορία και έφτασε άλλες δυο φορές κοντά στο πρωτάθλημα. Ο υποβιβασμός του 2005 σήμανε την επιστροφή στην εποχή της αστάθειας κι έτσι o σύλλογος από την παραθαλάσσια πόλη των 55.000 κατοίκων πέρασε μεγάλο μέρος της επόμενης δεκαετίας παίζοντας στη 2η κατηγορία. Μέχρι που ήρθε το 2017.

Εκείνη τη χρονιά στην ομάδα ενσωματώθηκαν δυο άνθρωποι που έμελλε να αλλάξουν τη μοίρα της. Ο Κιετίλ Κνούτσεν (πιθανόν να προφέρεται και τελείως διαφορετικά, οπότε σε περίπτωση που τον συναντήσετε για σιγουριά φωνάξτε τον απλά “κόουτς”) έγινε αρχικά βοηθός και στη συνέχεια πρώτος προπονητής και ο Μπιορν Μάνσβερκ ανέλαβε τον πρωτότυπο ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή/συμβούλου. Η θέση μπορεί να ακούγεται αστεία σε κάποιους αλλά οι άνθρωποι του νορβηγικού συλλόγου τη θεωρούν τόσο σημαντική που έψαχναν για σχεδόν ένα χρόνο με σχετικές αγγελίες το κατάλληλο άτομο που θα την καλύψει. Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι αυτός που την καπάρωσε είχε μέχρι τότε ελάχιστη σχέση με το ποδόσφαιρο.


Ο Μπιορν Μάνσβερκ στην άλλη του δουλειά

Ο Μάνσβερκ, ένας πρώην πιλότος μαχητικών αεροσκαφών, με πολλές πτήσεις σε συνθήκες πολέμου στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη, δεν δήλωνε ποτέ φανατικός φίλος του αθλήματος αλλά η πείρα που είχε αποκτήσει πάνω στην ψυχολογική προετοιμασία των ανθρώπων, λόγω σχετικής ειδικότητας στη δουλειά του, αποδείχτηκε καθοριστική ώστε να επιλεχθεί. Τρία χρόνια μετά την πρόσληψη του ο Μάνσβερκ θεωρείται βασικότατο γρανάζι της μηχανής της Γκλιμτ, αφού έχει αναλάβει την ψυχολογική και πνευματική στήριξη και προετοιμασία των περισσότερων παικτών. Οι συναντήσεις του με αυτούς είναι είτε ατομικές είτε ομαδικές, κρατάνε συνήθως 30 λεπτά και περιλαμβάνουν μια μεγάλη γκάμα θεμάτων, από αγωνιστικές ανησυχίες, μέχρι και ερωτικά ή υπαρξιακά ζητήματα. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Μπεργκ, έναν εκ των αρχηγών της ομάδας: “Έχουμε μια πολύ ανοιχτή κουλτούρα. Λέμε στον προπονητή μας πράγματα που πιθανόν σε άλλες ομάδες να θεωρούνται ως ενδείξεις αδυναμίας. Εμάς όμως μας βοηθάνε. Θεωρώ πως η δουλειά του Μάνσβερκ με έχει βοηθήσει πολύ και σαν παίκτη αλλά και σαν άνθρωπο”.

Με το μυαλό τους καθαρό από άλλες έγνοιες και το ηθικό στα ύψη οι παίκτες της Γκλιμτ, σε συνδυασμό πάντα με την τακτική προσέγγιση του Κιετίλ Κνούτσεν, κατάφεραν τα τελευταία δυο χρόνια να μετατρέψουν τη μικρομεσαία ομάδα τους, που ανεβοκατέβαινε κατηγορίες και προσέλκυε στο γήπεδο της με το ζόρι 3.000 ανθρώπους κατά μέσο όρο, σε πρωταγωνίστρια του νορβηγικού ποδοσφαίρου.

Μετά την άνοδο του 2017 η ‘λάμψη’, όπως μεταφράζεται το Γκλιμτ, κατάφερε με τα χίλια ζόρια να παραμείνει στην κατηγορία την πρώτη σεζόν (τερμάτισε 3 βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού). Όταν ο Κνούτσεν προβιβάστηκε από τη θέση του βοηθού σε αυτή του πρώτου προπονητή όμως όλα άλλαξαν. Χάρη σε ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα η Γκλιμτ βρέθηκε ψηλά στη βαθμολογία για μεγάλο μέρος της περσινής σεζόν αλλά τελικά… ξεφούσκωσε στο φινάλε, επιτρέποντας στη Μόλντε να την προσπεράσει.

Όταν μάλιστα το καλοκαίρι έχασε κάποιους από τους βασικούς της παίκτες, οι λίγοι αλλά αρκετά παθιασμένοι οπαδοί της πίστεψαν πως η διαχρονική κατάρα τους, που λέει ότι μετά από κάθε πετυχημένη χρονιά ακολουθεί μια καταστροφική, θα επιβεβαιωθεί και φέτος. Η διάψευση δεν θα μπορούσε να είναι πιο γλυκιά. Η Γκλιμτ ξεκίνησε το πρωτάθλημα με το γκάζι πατημένο μέχρι κάτω, έκανε 10 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια και καπάρωσε από τις πρώτες αγωνιστικές την κορυφή της βαθμολογίας. Η κατάρρευση που σχεδόν όλοι περίμεναν πως θα έρθει κάποια στιγμή δεν ήρθε τελικά ποτέ, αφού η πρώτη και μοναδική ήττα της ομάδας ως τώρα έγινε μόλις την 21η αγωνιστική (!), με υπεύθυνη την περσινή πρωταθλήτρια Μόλντε.

Το παραμύθι που ζούνε εδώ και μήνες οι οπαδοί της ομάδας, έστω και εξ αποστάσεως (στο μεγαλύτερο μέρος του πρωταθλήματος επιτρεπόταν σε 300 θεατές μόνο να βρεθούν στις κερκίδες, τον τελευταίο καιρό το νούμερο αυτό διπλασιάστηκε) ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η Γκλιμτ απέκτησε προβάδισμα 18 πόντων από τη Μόλντε και στέφθηκε και μαθηματικά πρωταθλήτρια Νορβηγίας για πρώτη φορά στην 104χρονη ιστορία της, αρκετές αγωνιστικές πριν το φινάλε της σεζόν. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μια ομάδα από τα βόρεια της χώρας κατακτάει τον τίτλο και όπως φαίνεται θα είναι ιστορική και για πολλούς άλλους λόγους.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα παρόμοια παραμύθια, που ο ‘μικρός’ κάνει την έκπληξη και ξεπετάγεται την τελευταία στιγμή για να κλέψει τον τίτλο και τις εντυπώσεις, η Γκλιμτ έφτασε στο πρώτο της πρωτάθλημα με έναν ισοπεδωτικό τρόπο. Παρ’ότι το μπάτζετ της είναι αρκετές φορές πιο μικρό από αυτό της Ρόζενμποργκ και της Μόλντε (οι περισσότεροι παίκτες της είτε είναι από τις ακαδημίες, είτε είναι δεύτερης διαλογής, συχνά προερχόμενοι από ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών), παρά το ότι το ρόστερ της είναι ένα από τα πιο νεανικά του πρωταθλήματος (μ.ο. 23,6 χρονών!) και παρά το γεγονός ότι ταλαιπωρήθηκε περισσότερο από όλους από τις κουραστικές μετακινήσεις (η πιο κοντινή πόλη απέχει 700 χιλιόμετρα, μόνο το πήγαινε!) η ομάδα του Κνούτσεν πάτησε όποιον βρήκε στο δρόμο της, με το ασταμάτητο πρέσινγκ της ψηλά και το φουλ επιθετικό και γρήγορο ποδόσφαιρο της, αυτό που ο αρχηγός της Ούλρικ Σάλτνες αποκαλεί “ποδόσφαιρο-καμικάζι”.

Μπόντο-Τρόντχαιμ, μόνο 1400 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα με το αμάξι

Στα 28 παιχνίδια που έχει δώσει συνολικά φέτος σε πρωτάθλημα και Γιουρόπα Λιγκ (εκεί που αποκλείστηκε δύσκολα στον 3ο προκριματικό, χάνοντας με 3-2 από τη Μίλαν στο Σαν Σίρο) η Γκλιμτ μετράει 24 νίκες, 2 ισοπαλίες και 2 ήττες αλλά το ακόμα πιο απίθανο είναι ότι δεν υπάρχει ούτε ένα παιχνίδι της στο οποίο να πέτυχε κάτω από 2 γκολ! Αντιθέτως, υπάρχουν 6 φετινοί αγώνες στους οποίους πέτυχε από 6 γκολ και πάνω! Αν τα πανηγύρια της κατάκτησης του τίτλου δεν την επηρεάσουν τότε είναι πολύ πιθανό το πρώτο της πρωτάθλημα να συνδυαστεί με εθνικό ρεκόρ πόντων, νικών, γκολ και διαφοράς από τον 2ο.

Οι απίστευτες επιθετικές επιδόσεις της, της έχουν δώσει το παρατσούκλι “Αταλάντα της Σκανδιναβίας”, έχουν ανοίξει ήδη την κουβέντα για το αν είναι η πιο δυνατή ομάδα που έχει δει η Νορβηγία τα τελευταία χρόνια και φυσικά έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ευρωπαϊκών ομάδων που θέλουν να εκμεταλλευτούν την τρομερή δουλειά που γίνεται στο Μπόντο στον τομέα του εντοπισμού, της ανάδειξης και της εξέλιξης των νέων ταλέντων και να ψωνίσουν φτηνά. Η αρχή έγινε με τον Γενς Πέτερ Χάουγκε, που εντυπωσίασε τους ανθρώπους της Μίλαν στο μεταξύ τους παιχνίδι το καλοκαίρι. Ο 20χρονος εξτρέμ μετακόμισε τον προηγούμενο μήνα από τη Σκανδιναβία στο Μιλάνο έναντι 5Μ ευρώ και έχει ανοίξει ήδη λογαριασμό με τους ροσονέρι και στο Γιουρόπα Λιγκ και στη Σέριε Α.

Η σοβαρή πιθανότητα να χάσουν μέσα σε λίγους μήνες τα περισσότερα αστέρια τους δεν φαίνεται να τρομάζει τους νέους πρωταθλητές Νορβηγίας που συνεχώς τονίζουν πως “ξέρουμε σε ποιο σημείο της τροφικής αλυσίδας βρισκόμαστε και γι’αυτό δεν μας ενοχλεί να πουλάμε παίκτες”. Τα μεγάλα βήματα προόδου που έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια δείχνουν πως ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ό,τι κι αν γίνει από εδώ και πέρα ο πρώτος και βασικότερος στόχος έχει επιτευχθεί. “H υποανάπτυκτη φυλή”, όπως χαρακτήριζαν παλιότερα τους ανθρώπους του βορρά, έχει επιτέλους κάτι να καυχιέται. Η βόρεια Νορβηγία, μια αφιλόξενη περιοχή που μέχρι το 1991 (όταν και δημιουργήθηκαν τα πρώτα κλειστά γηπεδάκια), οι ομάδες της έκαναν προπόνηση το χειμώνα στο χιόνι με καρφιά στα παπούτσια, μπήκε επιτέλους στον ποδοσφαιρικό χάρτη της χώρας. Μένει να δούμε στα επόμενα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ αν θα βρει τρόπο να μπει και στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης.