«Ήταν η σεζόν 1979/80 και είχα μόλις επιστρέψει απ’ τις ΗΠΑ. Από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να πάω και να δω ένα παιχνίδι, της Γουέστ Χαμ, στο Άπτον Παρκ. Δεν θυμάμαι τον αντίπαλό της εκείνη τη μέρα. Ήταν άλλωστε μια κακή περίοδος για την ομάδα, που έπαιζε τότε στη Β’ Κατηγορία. Θυμάμαι πως πήγα και κάθισα ακριβώς δίπλα στην μητέρα του Φράνκι Λάμπαρντ. Ο άντρας της έπαιζε ακόμα για την ομάδα και ήταν εξαιρετικός σε εκείνο το ματς. Οι συγγενείς των παικτών αλλά και παλιοί παίκτες της ομάδας, όπως εγώ, συνήθιζαν να κάθονται στην Θύρα 5 εκείνη την εποχή. Με το παιχνίδι να βρίσκεται περίπου στο πρώτο τέταρτο άκουσα πίσω μου μια φωνή. Ήταν ο Μπόμπι Μουρ. Ο παλιός μου συμπαίκτης, αν και για τους περισσότερους είναι απλά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θρύλους που έχει βγάλει το αγγλικό ποδόσφαιρο. Μου ζήτησε να του φέρω μια κούπα τσάι στο ημίχρονο, αν φυσικά μπορούσα, και μου χαμογέλασε. Καθόταν 2-3 σειρές πίσω μου, σε ένα χαλασμένο, ξύλινο κάθισμα. Η κερκίδα σε εκείνο το σημείο είχε ελάχιστο κόσμο εκείνη τη μέρα. Το επόμενο που θυμάμαι είναι κάποιον υπάλληλο να πηγαίνει προς τον Μπόμπι και να του ζητάει το εισιτήριό του. Αυτός του είπε πως δεν είχε. Ήταν χαμογελαστός και είχε όρεξη για πλάκα. Τότε ο υπάλληλος του ζήτησε ευγενικά να φύγει απ’ το γήπεδο. Λογικά δεν ήξερε σε ποιον είχε μόλις ζητήσει εισιτήριο και σε ποιον είχε ζητήσει να φύγει λίγες στιγμές αργότερα. Ο θρύλος της Γουέστ Χαμ σηκώθηκε, άφησε το κάθισμά του και το γήπεδο. Δεν τον είδα ποτέ ξανά σε αυτή τη Θύρα.»
Η μικρή ιστορία που μόλις διαβάσατε ανήκει στον Χάρι Ρέντκναπ, και αφορά τον Ρόμπερτ Φρέντερικ Τσέλσι Μουρ, γνωστότερο απλά ως Μπόμπι Μουρ. Τον σπουδαίο αρχηγό της εθνικής Αγγλίας όταν αυτή κατέκτησε το Μουντιάλ του ’66. Τον μεγαλύτερο αρχηγό της Γουέστ Χαμ στην καλύτερη περίοδο της ιστορίας της. Έναν ανάμεσα στους αρτιότερους αμυντικούς που έχει γνωρίσει το άθλημα από την πρώτη μέρα που αυτό υπάρχει. Ένας κεντρικός αμυντικός, πολύ μπροστά απ’ την εποχή του, όπως έχει χαρακτηριστεί από όσους τον έζησαν και συνεχίζουν να βλέπουν ποδόσφαιρο και στις μέρες μας, κάνοντας τις απαραίτητες συγκρίσεις. Ένας άνθρωπος ήρεμος και χαμηλών τόνων, με μια μοναδική καλοσύνη και μια σπάνια αρχοντιά, που όταν έσβησαν όμως τα λαμπερά φώτα της καριέρας του, βρέθηκε στο «ποδοσφαιρικό περιθώριο» και είδε να του ασκείται σκληρή κριτική για τις επιλογές του. Τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αν υπήρχε βραβείο κορυφαίου παίκτη που δεν τιμήθηκε όπως του άξιζε, εν ζωή, αυτό το βραβείο θα το κέρδιζε, ασυζητητί, ο σπουδαίος «κάπτεν» της Γουέστ Χαμ και ο σπουδαιότερος που είχαν ποτέ και τα «Τρία Λιοντάρια».
«Αυτός είναι ο Μπόμπι Μουρ. Ο αρχηγός μας. Το δεξί μου χέρι και ο προπονητής της ομάδας μας μέσα στις γραμμές του γηπέδου». Αυτά ήταν λέξη προς λέξη τα λόγια που είπε ο Αλφ Ράμσεϊ στην Βασίλισσα Ελισάβετ λίγο πριν ο Μπόμπι Μουρ σηκώσει το τρόπαιο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στον ουρανό του Γουέμπλεϊ σφραγίζοντας μια ονειρική τριετία για τον ίδιο. Στο ίδιο γήπεδο, είχε προλάβει να οδηγήσει στη νίκη και πάλι ως αρχηγός την Γουέστ Χαμ, τόσο στο Κύπελλο Αγγλίας κόντρα στην Πρέστον (το ’64), όσο και στο Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης απέναντι στην Μόναχο 1860 (το ’65). Ο Μπόμπι Μουρ ήταν η επιτομή του αμυντικού. Του σπουδαίου αρχηγού και του εμπνευστή ηγέτη. Αυτά που βλέπουμε να κάνουν οι κορυφαίοι αμυντικοί της εποχής μας, και φαντάζουν ως άξια θαυμασμού, ο Μουρ τα είχε στο ρεπερτόριο του και τα έκανε με ένα τρόπο τόσο φυσικό, κάνοντας το ποδόσφαιρο να δείχνει υπερβολικά απλό στα μάτια των φιλάθλων.
Δεν είναι τυχαίο πως τρεις από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες στην ιστορία του ποδοσφαίρου όπως ο Πελέ, ο Φρανζ Μπεκενμπάουερ και ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, τον θεωρούν ως τον «Κορυφαίο αμυντικό που έπαιξε ποτέ το άθλημα». Ο σπουδαίος Τζοκ Στάιν, προπονητής της Σέλτικ όταν οι Σκοτσέζοι ήταν η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη, είχε δηλώσει επίσης για τον Μουρ «Κανονικά θα πρέπει να ψηφιστεί ποδοσφαιρικός νόμος γι’ αυτόν. Γνωρίζει τι θα συμβεί, 20 λεπτά νωρίτερα από όλους τους άλλους. Είναι τόσο άδικο». Όλα αυτά για κάποιον που πέρασε σχεδόν όλη την καριέρα του -όχι σε κάποια υπερδύναμη- αλλά στη Γουέστ Χαμ, και δεν μπόρεσε ποτέ να κατακτήσει ένα πρωτάθλημα Αγγλίας ή να αγωνιστεί έστω στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, απέναντι στους κορυφαίους Ευρωπαϊκούς συλλόγους της εποχής, εκτός Νησιού, όπως ο Άγιαξ, η Μίλαν, η Ρεάλ Μαδρίτης και φυσικά η Μπάγερν Μονάχου και η Μπενφίκα.
Ο Μπόμπι Μουρ έγινε μέλος της Γουέστ Χαμ το 1956, μόλις στα 15 του, και πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 8 Σεπτεμβρίου του ’58 απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπι, μόλις στα 17 του χρόνια. Εκείνη τη μέρα ο προπονητής της ομάδας, Τεντ Φέντον, είχε βρεθεί μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Ο βασικός αμυντικός, Μάλκομ Άλισον ήταν τραυματίας και ο αντικαταστάτης του θα ήταν ένας εκ των Μπόμπι Μουρ, που δεν είχε καμία εμπειρία, και Μπιλ Λανσντόουν, αναπληρωματικού με αρκετές συμμετοχές τα δύο τελευταία χρόνια. Τελικά ο Φέντον προτίμησε τον νεαρό μετά από συζήτηση που είχε με τον Άλισον και κάπως έτσι ο Μουρ βρέθηκε με το 6 στην πλάτη, βασικός για τα «σφυριά». Η καλή του απόδοση σε συνδυασμό με τη νίκη με 3-2 του έδωσαν το δικαίωμα να βρεθεί ακόμα 5 φορές βασικός εκείνη τη σεζόν και να στρέψει τα πρώτα βλέμματα θαυμασμού πάνω του. Με τον Άλισον να μην παίζει ποτέ ξανά ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, ο Μουρ έγινε βασικός, τα επόμενα χρόνια, και εξελίχτηκε, πολύ γρήγορα, στον ηγέτη της ομάδας. Μάλιστα οι δυο τους (ο Μουρ και ο Άλισον), συνήθιζαν μετά τις προπονήσεις να συχνάζουν στο φημισμένο Caffe Cassettari απέναντι απ΄το γήπεδο της ομάδας, μιλώντας με τις ώρες για τακτική. Όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος ο Μουρ, είχε μάθει πάρα πολλά απ’ τον Μάλκομ Άλισον, που είχε εξελιχθεί σε αληθινό του φίλο αλλά και ποδοσφαιρικό του μέντορα. Για την ιστορία, εκείνη τη σεζόν η Γουέστ Χαμ τερμάτισε 6η (στην επιστροφή της στην μεγάλη κατηγορία) και ο Μπόμπι Μουρ κέρδισε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, αξίας 12 λιρών την εβδομάδα.
Από το ’58 μέχρι το ’74, που έφυγε για τα χρώματα της Φούλαμ (στη Β κατηγορία), μέτρησε πάνω από 540 συμμετοχές, μένοντας στις συνειδήσεις όλων ως ο σπουδαιότερος αρχηγός που είχε ποτέ η ομάδα του Ανατολικού Λονδίνου αλλά και ως ένας σπουδαίος νικητής της ζωής. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζει μεγάλη μερίδα του φίλαθλου κόσμου είναι το γεγονός πως ο Μπόμπι Μουρ στα 23 του χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο στους όρχεις και βγήκε αλώβητος από αυτή την δύσκολη μάχη. Ήταν η χρονιά που η Γουέστ Χαμ κέρδισε το Κύπελλο Αγγλίας και ο Μουρ είχε ψηφιστεί «Ποδοσφαιριστής της χρονιάς» από τους δημοσιογράφους. Μέτρησε επίσης 108 συμμετοχές με την Αγγλία και είναι ο μοναδικός αρχηγός που όσες φορές φόρεσε το περιβραχιόνιο δεν έγινε ποτέ αλλαγή από τον προπονητή του, κάτι που αποτελεί και ένα μοναδικό ρεκόρ.
Το μεγάλο του παράπονο -γιατί σε καμία ιστορία δεν είναι όλα όμορφα και λαμπερά- ήταν το γεγονός πως μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ βγήκαν στην επιφάνεια, από τα μίντια, αρκετές εξωγηπεδικές ιστορίες με άφθονο αλκοόλ, ακόμα και πριν από σπουδαίες αναμετρήσεις, «μαυρίζοντας» την λαμπερή του εικόνα. Αυτό βέβαια που τον είχε πειράξει περισσότερο ήταν η συμπεριφορά της ομάδας προς τον ίδιο, μετά την απόσυρσή του και το γεγονός πως ποτέ δεν πήρε κάποιο πόστο στις φημισμένες Ακαδημίες της, κάτι που -σύμφωνα με τον Ρέντκναπ- το ήθελε πάρα πολύ και ήταν μια θέση που μπορούσε να προσφέρει τα μέγιστα. Η μοίρα τα έφερε μάλιστα έτσι, ώστε το τελευταίο παιχνίδι του Μπόμπι Μουρ, στο Γουέμπλεϊ, να είναι απέναντι στην Γουέστ Χαμ, στον τελικό Κυπέλλου του ’75, στην ήττα με 2-0, μπροστά σε 100 χιλιάδες θεατές.
Ο Μπόμπι Μουρ άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Φεβρουαρίου του 1993, στα 51 του χρόνια, μετά από καρκίνο του στομάχου, βυθίζοντας στο πένθος όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Ο κόσμος θα τον θυμάται πάντα με το 6 στην πλάτη να καθοδηγεί τους συμπαίκτες του ως «στρατηγός σε μάχη». Να σηκώνει το τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ανεβασμένος στις πλάτες των συμπαικτών του. Να χαμογελά με ένα ποτήρι σαμπάνια στο δεξί του χέρι δίπλα σε σούπερ σταρ της εποχής, εκτός ποδοσφαίρου, και φυσικά να ταλαιπωρεί τους κορυφαίους επιθετικούς του πλανήτη. Το τάκλιν στον Ζαϊρζίνιο στο Μουντιάλ του ’70 θεωρείται, δικαίως, στα κορυφαία στην ιστορία (αν όχι το κορυφαίο).
Το Φεβρουάριο του 2013, κόντρα στην Τότεναμ, η Γουέστ Χαμ τίμησε τον Μπόμπι Μουρ, στα 20 χρόνια από τον θάνατό του, σε μια άκρως συγκινητική τελετή, με τους φιλάθλους και των δύο ομάδων να αποθεώνουν τον σπουδαιότερο αρχηγό που γνώρισε ποτέ η εθνική Αγγλίας. Πέντε χρόνια νωρίτερα -έστω και με μεγάλη καθυστέρηση- η Γουέστ Χαμ είχε αποσύρει και την φανέλα του με το 6 τιμώντας την μνήμη του και την προσφορά του στο σύλλογο. Σε λίγες ώρες η Γουέστ Χαμ υποδέχεται την Τότεναμ ως αουτσάιντερ χωρίς να διαθέτει κάποιον σπουδαίο αρχηγό όπως ο Μουρ αλλά με πολλές βλέψεις για κάτι καλό, όπως εκείνη την πρώτη σεζόν του «Μεγάλου αρχηγού» στο Άπτον Παρκ. Το εν λόγω Λονδρέζικο ντέρμπι μπορεί να μην έχει την μαγεία και την αίγλη που είχε στα 60s, αλλά παραμένει ένα παιχνίδι «που δεν γίνεται να χαθεί» από όλους τους πραγματικούς φίλους του Αγγλικού ποδοσφαίρου και κατ’ επέκταση της Πρέμιερ Λιγκ.