Ο Μαρσέλο Μπιέλσα είναι παράξενος.
Αυτό λογικά το έχεις καταλάβει εδώ και καιρό. Το παρατσούκλι «Λόκο» που του έχει δοθεί από τα πρώτα του χρόνια στους πάγκους δεν είναι σαν τον χαρακτηρισμό “μη με βλέπεις έτσι, είμαι τρελός εγώ” που σου λέει ο λογιστής φίλος σου μετά από δυο-τρεις απανωτές μπύρες. Ο Μπιέλσα είναι περίεργος σε μια κλίμακα που ξεκινάει από το ωραία περίεργος, περνάει κάποιες φορές στο γραφικά περίεργος και φτάνει μέχρι και στο ανησυχητικά περίεργος. Οι ιστορίες και φήμες που το υποστηρίζουν είναι πολλές και σε κάποιες από αυτές κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινάει η υπερβολή. Υπάρχει εκείνη που λέει ότι κάποτε τρύπωσε εκεί που κοιμόταν ο νεαρός Ποτσετίνο για να ελέγξει το μέγεθος του ποδιού του. Υπάρχει μια άλλη που λέει ότι μετά από μια συντριβή από τη Σαν Λορένσο υποδέχτηκε στο σπίτι του μερικούς εξαγριωμένους οπαδούς της Νιούελς με μια χειροβομβίδα στο χέρι. Υπάρχει μια που λέει ότι ηχογραφούσε τον εαυτό του να αναλύει τα 22 συστήματα που πιστεύει ότι υπάρχουν στο ποδόσφαιρο και στη συνέχεια έβγαινε μετά τα μεσάνυχτα και περπατούσε ακούγοντας τις αναλύσεις του. Η λίστα είναι ατέλειωτη.
Τι προκύπτει όταν ένας τέτοιος ιδιόρρυθμος προπονητής, που έχει εμμονή με τον προγραμματισμό και τη λεπτομέρεια, μπλέκει με τον χαοτικό κόσμο του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου που συχνά αδιαφορεί για βασικά… τεχνικά θεματάκια όπως “πώς θα γίνει μια ομάδα να παίξει δυο παιχνίδια μέσα σε 24 ώρες σε διαφορετικές χώρες”; Μα φυσικά μια σομπρερική ιστορία.
Το καλοκαίρι του 1990 η Νιούελς Όλντ Μπόις βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Τα δυο προηγούμενα χρόνια είχε τερματίσει στο κάτω μισό της βαθμολογίας και με το περίεργο σύστημα υποβιβασμού της χώρας σε περίπτωση που ολοκλήρωνε και μια τρίτη σερί σεζόν με πολύ κακή συγκομιδή βαθμών κινδύνευε σοβαρά να μπλεχτεί σε σενάρια υποβιβασμού. Η ομάδα χρειαζόταν ένα ηλεκτροσόκ. Πολλοί πίστευαν ότι έπρεπε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και να φέρει έναν έμπειρο και καταξιωμένο προπονητή. Η διοίκηση (για την ακρίβεια κάποια συγκεκριμένα μέλη της) είχε άλλη γνώμη.
Η ανακοίνωση του ονόματος του Μαρσέλο Μπιέλσα δεν προκάλεσε κάποιο κύμα ενθουσιασμού ή έστω αισιοδοξίας. Ο Αργεντινός δεν είχε κλείσει ακόμα τα 35 και δεν είχε καμία προϋπηρεσία. Τα προηγούμενα οχτώ χρόνια τα είχε περάσει σε διάφορα πόστα των ακαδημιών της Νιούελς, από σκάουτερ και υπεύθυνος των παιδικών τμημάτων μέχρι προπονητής στη δεύτερη ομάδα. Τα μεγαλύτερα συν στο βιογραφικό του ήταν ότι ήξερε το σύλλογο σαν το σπίτι του και ότι όσοι είχαν συνεργαστεί μαζί του μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον επαγγελματισμό και τις γνώσεις του. Το ρεζουμέ των περισσότερων περιγραφών ήταν “είναι παράξενος αλλά πολύ ικανός”.
Οι ιδιοτροπίες του δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους και στη νέα του καριέρα. Παίκτες, οπαδοί και διοικούντες ανακάλυψαν πολύ σύντομα ότι ο καινούργιος προπονητής δεν είναι σαν αυτούς που είχαν συνηθίσει. Παρά την κακή πορεία των προηγούμενων χρόνων, ο Μπιέλσα ενημέρωσε τη διοίκηση ότι δεν χρειάζεται μεταγραφική ενίσχυση. Είχε αποφασίσει ότι θα στηριχθεί σε συγκεκριμένους παίκτες, που πίστευε ότι μπορούν να δώσουν κάτι παραπάνω από αυτό που έδιναν ως τότε, και θα καλύψει όλες τις υπόλοιπες θέσεις με νεαρούς από τη δεύτερη ομάδα. Ο μοναδικός παίκτης που ζήτησε από τη διοίκηση, ένας 21χρονος επιθετικός της Ρίβερ, ήταν κι αυτός παλιότερα ένα από τα «παιδιά» του. Η μεταγραφή όμως δεν προχώρησε γιατί τον πρόλαβε η Μπόκα. Το όνομα του; Γκαμπριέλ Μπατιστούτα.
Μέσα σε ελάχιστους μήνες πολλά άλλαξαν στο εσωτερικό της Νιούελς. Οι πιτσιρικάδες που έφερε μαζί του ο Μπιέλσα έγιναν ο βασικός πυρήνας του ρόστερ και το γεγονός ότι αυτοί ακολουθούσαν ευλαβικά τον προπονητή τους βοήθησε σημαντικά στο να αναγκαστούν να συμπλεύσουν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία της πρώτης ομάδας. Οι προπονήσεις τροποποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ενώ αρκετές από τις ανέσεις που απολάμβαναν οι σταρ του συλλόγου έκαναν φτερά. Οι ασκήσεις για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης αυξήθηκαν και οι διαμονές σε καλά ξενοδοχεία αντικαταστάθηκαν με πιο ταπεινές επιλογές. Ενδεικτικά, στη διάρκεια της προετοιμασίας ο Μπιέλσα πήγε απροειδοποίητα την ομάδα σε μια απομακρυσμένη περιοχή στα βουνά. Εκεί έκλεισε επιτόπου κάποια φιλικά με διάφορες τοπικές ερασιτεχνικές ομάδες ενώ οι παίκτες έμεναν σε απλούς ξενώνες που επιλέχθηκαν με την κλασική «carpe diem» λογική “θα μείνουμε όπου βρούμε”. Η εμμονή του νέου τεχνικού με την πειθαρχία αλλά και τη λιτότητα επηρέασε τα πάντα. Το προπονητικό κέντρο ανακαινίστηκε με βάση της επιθυμίες του και έτσι οι παίκτες μπορούσαν να μένουν πλέον εκεί για αρκετές μέρες και να δουλεύουν απερίσπαστοι χωρίς να χρειάζεται να πηγαινοέρχονται στα σπίτια τους. Το αν το προτιμούσαν είναι φυσικά μια άλλη κουβέντα, την οποία δεν επέτρεψε ποτέ να γίνει το νέο αφεντικό.
Πολύ σύντομα το πόρισμα είχε βγει και με αυτό συμφωνούσαν αρκετοί. Ο νέος προπονητής είναι πράγματι τρελός. Σύντομα όμως δικαιώθηκαν και όλοι όσοι τον περιέγραφαν ως “παράξενο αλλά ικανό”. Τον Δεκέμβρη του 1990, στο τέλος του πρωταθλήματος Απερτούρα, η μεταμορφωμένη Νιούελς ήταν στην κορυφή της βαθμολογίας έχοντας την καλύτερη επίθεση από όλους και μόνο δυο ήττες σε 19 παιχνίδια. Ως νικήτρια του Απερτούρα λίγους μήνες μετά, το καλοκαίρι του 1991, αντιμετώπισε τη νικήτρια του Κλαουζούρα, Μπόκα, για τον τίτλο του πρωταθλητή. Η ομάδα του Μπιέλσα κέρδισε το πρώτο παιχνίδι στο Ροσάριο με 1-0 αλλά ηττήθηκε εκτός έδρας με το ίδιο σκορ. Το παιχνίδι πήγε στα πέναλτι. Οι παίκτες της Μπόκα αστόχησαν σε τρία από τα τέσσερα που εκτέλεσαν. Η Νιούελς ήταν πρωταθλήτρια Αργεντινής και οι έξαλλοι πανηγυρισμοί του Μπιέλσα, των παικτών του αλλά και των οπαδών της μέσα στο λασπωμένο Μπομπονέρα θεωρούνται μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στην ιστορία της.
Μετά από αυτή την απρόσμενη επιτυχία ο «Λόκο» απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Η Νιούελς είχε φτάσει στην κορυφή με τα δικά της παιδιά στην ενδεκάδα, με έναν δικό της άνθρωπο στον πάγκο (πέρα από τη μακροχρόνια θητεία στις ακαδημίες, είχε παίξει εκεί δυο σεζόν στα 70s ως αμυντικός) και με ένα δικό της τρόπο παιχνιδιού που κέρδιζε τη συμπάθεια αρκετών ουδέτερων. Οι προπονήσεις, οι ομιλίες και ο τρόπος που τους προετοίμαζε εντυπωσίαζαν τους ποδοσφαιριστές του που είχαν συνηθίσει σε ένα διαφορετικό, πιο ερασιτεχνικό επίπεδο και πολλοί εξ αυτών τις μνημονεύουν μέχρι και σήμερα στις συνεντεύξεις τους.
Σε μια εποχή που το scouting βρισκόταν σε νηπιακό επίπεδο, ο «Λόκο» συγκέντρωνε από παντού κασέτες με ποδοσφαιρικά παιχνίδια και αφιέρωνε αμέτρητες ώρες βλέποντας και αναλύοντας τακτικές και κινήσεις. Κι όταν λέμε από παντού, δεν υπερβάλλουμε. Αν και τότε ήταν πολύ δύσκολο να βρεις βίντεο με παιχνίδια από άλλες χώρες, πόσο μάλλον από άλλες ηπείρους, αυτός είχε βρει ανθρώπους στην Ευρώπη που κάθε μήνα του έστελναν μαζεμένα όσους αγώνες έφταναν στα χέρια τους. Η αδυναμία του Αργεντίνου ήταν τότε ο Άγιαξ, τον οποίο παρακολουθούσε συστηματικά, αλλά το ενδιαφέρον του δεν περιοριζόταν εκεί.
Ο Κριστιάν Ντομίσι, που είναι τώρα προπονητής, ήταν τότε ένας 22χρονος μεσοεπιθετικός. Τον πρώτο καιρό του στη Νιούελς, ο Μπιέλσα τον κάλεσε για να του δείξει σε βίντεο φάσεις από έναν άλλο μεσοεπιθετικό, ώστε να καταλάβει πώς θέλει να κινείται στον αγωνιστικό χώρο. “Έβλεπα το βίντεο και είχα πάθει πλάκα, γιατί δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο παίκτης που παρακολουθούσα. Δεν τον ήξερε κανένας μας. Μετά ο τύπος έγινε διάσημος αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχω καταλάβει πώς βρήκε ο Μπιέλσα αυτό το υλικό τότε.” Το όνομα του παίκτη; Γιάρι Λιτμάνεν. Τα βίντεο που έβλεπε ο Αργεντίνος ήταν από τα χρόνια του στη Φινλανδία, πριν πάρει μεταγραφή στον Άγιαξ!
Τις περισσότερες φορές η παραμονή στην κορυφή είναι πιο δύσκολη από το να φτάσεις εκεί. Αυτή είναι μια από τις αγαπημένες φράσεις του Μπιέλσα και μάλλον όχι τυχαία. Την επόμενη σεζόν η Νιούελς εμφάνισε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο και έκλεισε την Απερτούρα στη 18η θέση. Όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες που παθιάζονται υπερβολικά με αυτό το παιχνίδι, η θεοποίηση δεν απέχει πολύ από το κράξιμο. Η αμφισβήτηση της ικανότητας του προπονητή και των παικτών δεν άργησε να έρθει και τα πράγματα ξέφυγαν στις αρχές του 1992. Στα τέλη Φεβρουαρίου η ομάδα του «Λόκο» διασύρθηκε εντός έδρας από τη Σαν Λορένσο με 0-6 στο πρώτο της παιχνίδι για το Λιμπερταδόρες. Το βαρύ σκορ προκάλεσε την έκρηξη του κόσμου και τότε έλαβε χώρα το περιστατικό με την επίσκεψη των οπαδών στο σπίτι του προπονητή και την απειλή της χειροβομβίδας.
Η Νιούελς έπρεπε να βρει απαντήσεις εν μέσω τρομερής πίεσης και έπρεπε να τις βρει όσο πιο άμεσα γίνεται γιατί το πρόγραμμα που ακολουθούσε ήταν τρομερά πιεστικό. Μέσα στις επόμενες 32 μέρες καλούταν να παίξει 10 παιχνίδια. Αν αυτό ακούγεται ακραίο, υπάρχει και χειρότερο. Λίγες μόνο μέρες μετά τη συντριβή το πρόγραμμα περιλάμβανε τέσσερα παιχνίδια από την Τρίτη έως τη Δευτέρα! Ο σωστός ποδοσφαιρικός προγραμματισμός δεν ήταν ποτέ το φόρτε της νότιας Αμερικής. Η υγεία των παικτών δεν αποτελούσε ποτέ προτεραιότητα. Η έννοια «υπερβολικό ποδόσφαιρο» δεν υπήρχε. Το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ήταν αρκετό. Όποιος αντέχει, παίζει. Όποιος δεν αντέχει, πάει σπίτι του. Τα τρία από τα τέσσερα αυτά συνεχόμενα ματς ήταν για το Λιμπερταδόρες και το ένα για το πρωτάθλημα. Αυτό το ένα όμως ήταν και το πιο σημαντικό, γιατί ήταν το μεγάλο ντέρμπι της πόλης απέναντι στη Ροσάριο Σεντράλ. Κι εδώ ξεκινούσαν τα πολύ μεγάλα ζόρια.
Το παιχνίδι με τη Σεντράλ ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί την Κυριακή 8 Μαρτίου 1992. Την επόμενη ακριβώς μέρα η Νιούελς έπρεπε να βρίσκεται στη Χιλή για να αντιμετωπίσει την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα σε ένα κρίσιμο ματς για τη συνέχεια του Λιμπερταδόρες. Η διοίκηση των «λεπρών» (όπως είναι το παρατσούκλι της) προσπάθησε να πιέσει τη διοργανώτρια αρχή να αλλάξει την ημερομηνία του ντέρμπι αλλά η απάντηση που έλαβε ήταν ότι πρέπει να συναινέσει και ο αντίπαλος. Σε μια πόλη όπως το Ροσάριο η πρόταση και μόνο ακούγεται σαν ανέκδοτο. Η Σεντράλ δεν μπήκε στη διαδικασία να συζητήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο που θα διευκόλυνε τη γειτόνισσα της και κάπως έτσι όλο το βάρος έπεσε σε έναν άνθρωπο που έπρεπε να αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει αυτή την παράλογη κατάσταση.
Τη μέρα που διέρρευσε στον Τύπο η απόφαση του ο κόσμος της Νιούελς πάγωσε. Χωρίς ποτέ να μπει σε διαδικασία επεξήγησης της επιλογής του, ο Μπιέλσα ανακοίνωσε ότι θα κατεβάσει την πρώτη ομάδα σε όλα τα παιχνίδια του Λιμπερταδόρες, που λογικά ήταν και ο μεγάλος του στόχος καθώς έλειπε από την τροπαιοθήκη της Νιούελς. Στο ντέρμπι της πόλης θα έπαιζαν οι αναπληρωματικοί με την προσθήκη κάποιων νεαρών από τη δεύτερη ομάδα!
Εκείνες τις μέρες η απόφαση του έμοιαζε με προπονητική αυτοκτονία. Σε μια εποχή που τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά, η πίεση του κόσμου είχε φτάσει στο απροχώρητο και η ψυχολογία των παικτών ήταν στο ναδίρ ο Μπιέλσα έθετε όλο τον οργανισμό της Νιούελς σε έναν κίνδυνο βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες του. Το «κλάσικο Ροσαρίνο» μπορεί να μην έχει τη φήμη του Μπόκα-Ρίβερ αλλά δεν υστερεί καθόλου σε πάθος και μίσος. Μια συντριβή από τη μεγάλη αντίπαλο λίγες μέρες μετά την εξάρα της Σαν Λορένσο θα ήταν αυτόματα και η ταφόπλακα στην παρουσία του Μπιέλσα στον πάγκο της αγαπημένης του ομάδας. Είναι δεδομένο ότι αν την απόφαση την έπαιρνε οποιοσδήποτε άλλος, από ένα τυχαίο μέλος της διοίκησης μέχρι τον τελευταίο οπαδό, κανένας δεν θα διάλεγε να πάρει τέτοιο ρίσκο σε ένα ντέρμπι πρωταθλήματος, ειδικά όταν η εναλλακτική ήταν ένα παιχνίδι με μια ομάδα από τη Χιλή. Αλλά όπως είπαμε και στην αρχή, το παρατσούκλι «Λόκο» που τον συνοδεύει δεν προστέθηκε έτσι για πλάκα.
Ο Μπιέλσα αδιαφόρησε για τις αντιδράσεις και τις αρκετές εσωτερικές πιέσεις να αλλάξει στάση και ξεκίνησε την προετοιμασία της διαβολοβδομάδας κάνοντας ουσιαστικά δυο διαφορετικές προπονήσεις κάθε φορά. Μια για τους βασικούς και μια για τις ρεζέρβες, που καλούνταν να παίξουν για πρώτη φορά μαζί στην ενδεκάδα σε ένα παιχνίδι από αυτά που ένα λάθος μπορεί να σε στιγματίσει για μια ζωή. Αυτό πάντως για το οποίο ήταν όλοι σίγουροι ήταν ότι ο υπεραναλυτικός προπονητής τους θα έβρισκε έναν τρόπο να προλάβει να ασχοληθεί με κάθε πιθανή λεπτομέρεια και για τα τέσσερα παιχνίδια. Και ο γολγοθάς ξεκίνησε.
Την Τρίτη 3 Μαρτίου η Νιούελς υποδέχτηκε την Κοκίμπο Ουνίδο από τη Χιλή για τη 2η αγωνιστική των ομίλων του Λιμπερταδόρες και τη φιλοδώρησε με τρία γκολ (3-0). Δυο μέρες μετά, στο ίδιο γήπεδο, αντιμετώπισε την κάτοχο του Λιμπερταδόρες, την Κόλο Κόλο. Το κοντέρ των γηπεδούχων σταμάτησε πάλι στα τρία γκολ (3-1). Η μεμψιμοιρία μειώθηκε και το κλίμα άρχισε σταδιακά να αντιστρέφεται. Τα δύσκολα όμως βρίσκονταν ακόμα μπροστά τους. Η πολυαναμενόμενη Κυριακή έφτασε και η αποστολή αναγκαστικά χωρίστηκε. Οι βασικοί ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τη Χιλή ενώ οι ρεζέρβες συγκεντρώθηκαν στο προπονητικό για τις τελευταίες οδηγίες πριν το παιχνίδι της ζωής τους έως τότε.
Ξέροντας τις δυνατότητες των παικτών του καλύτερα κι από τους ίδιους, ο Μπιέλσα κράτησε μαζί του στο Ροσάριο μόνο τρεις βασικούς που πίστευε ότι ήταν ικανοί να βγάλουν και τα δυο απαιτητικά παιχνίδια. Ο ένας από τους τρεις ήταν ο Κριστιάν Ντομίσι. Ο επιθετικός της Νιούελς θυμάται ότι ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες ο προπονητής του δεν προετοίμασε την ομάδα με τη λογική «έτσι όπως μας τα έκαναν πάμε και ό,τι βγει». “Η ομιλία του ήταν πολύ παθιασμένη. Ήταν τόσο σίγουρος που φώναζε ότι «θα μπούμε, θα τους βάλουμε στα δίχτυα και θα κερδίσουμε»”. Όσοι τον γνωρίζουν καλά θεωρούν ότι όταν πήρε αυτή την παράτολμη απόφαση στο δικό του μυαλό δεν υπήρχε η σκέψη του ρίσκου. Πραγματικά πίστευε ότι μπορεί να προετοιμάσει κατάλληλα τους παίκτες και να κερδίσει και τα δυο δύσκολα παιχνίδια με δυο διαφορετικές συνθέσεις!
Ήταν Κυριακή 8 Μαρτίου 1992 όταν στη γεμάτη από οπαδούς και των δυο ομάδων έδρα της Νιούελς οι γηπεδούχοι βγήκαν να παίξουν ένα ντέρμπι με οχτώ αναπληρωματικούς. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν κοντά στα 22 με 23. Από τους οχτώ παίκτες που έπαιξαν στο κέντρο και την επίθεση, είτε εξ αρχής, είτε ως αλλαγή, οι έξι ήταν από 22 ετών και κάτω! Η μισή σχεδόν ενδεκάδα είχε λιγότερες από πέντε συμμετοχές έως τότε και σχεδόν όλες ήταν ως αλλαγές ενώ ο 19χρονος Πάμπλο Λένσι έπαιζε για πρώτη φορά με τους «μεγάλους».
Το γήπεδο πάντως δεν έγειρε, όπως περίμεναν αρκετοί. Οι παίκτες της Νιούελς κέρδισαν τις περισσότερες μονομαχίες χάρη κυρίως στο πάθος και την αποφασιστικότητα τους. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ότι οι περισσότεροι προέρχονταν από τις ακαδημίες και ήταν ταυτόχρονα και οπαδοί της ομάδας. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμεναν από παιδιά. Για να κερδίσεις ένα ντέρμπι βέβαια δεν αρκεί πάντα αυτό. Ο Μπιέλσα είχε διαβάσει εξαιρετικά το παιχνίδι της Σεντράλ (στα προηγούμενα τρία ντέρμπι με αυτόν στον πάγκο μετρούσε δυο μεγάλες νίκες, με 4-0 εντός και 3-4 εκτός, και μια ήττα με 1-0 εκτός) και είχε βρει τρόπο να κλειδώσει όλους τους παίκτες-κλειδιά της.
Η κεφαλιά που έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα
Ο αγώνας κύλησε ακριβώς στο τέμπο που ήθελε και κρίθηκε από ένα γκολ που μπήκε στο 11ο λεπτό με κεφαλιά μετά από κόρνερ. Σκόρερ ήταν ο Κριστιάν Ντομίσι. Ο εκνευρισμός των φιλοξενούμενων από την αναπάντεχη τροπή επηρέασε αναμενόμενα και τις… σωματικές επαφές της αναμέτρησης. Σε μια εποχή που η κλωτσιά έπεφτε σύννεφο στα λατινοαμερικάνικα ντέρμπι, το ότι το παιχνίδι ολοκληρώθηκε με τρεις κόκκινες δεν αποτελεί είδηση. Από το ημίχρονο κιόλας οι δυο αντίπαλοι έπαιζαν με παίκτη λιγότερο. Στα τελευταία λεπτά του αγώνα και με το σκορ να παραμένει στο 1-0 η κατάσταση ξέφυγε. Η Σεντράλ είδε και δεύτερη κόκκινη ενώ κάποιοι αγανακτισμένοι οπαδοί της στην κερκίδα τα έβαλαν με τους αστυνομικούς. Τα επεισόδια γενικεύτηκαν σε όλη την εξέδρα των φιλοξενούμενων και ο διαιτητής αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τον αγώνα πριν παιχτούν οι καθυστερήσεις. Το προσωρινά έγινε στη συνέχεια μόνιμα και το φύλλο αγώνα έκλεισε με τη Νιούελς να παίρνει τους τρεις πόντους.
Οι σκηνές που ακολούθησαν δεν θα ξεχαστούν ποτέ από όσους φιλάθλους της ήταν στο γήπεδο. Την ώρα που οι απέναντι έπαιζαν ξύλο με την αστυνομία, οι παίκτες των γηπεδούχων έκαναν το γύρο του θριάμβου και σκαρφάλωναν στα κάγκελα για να πανηγυρίσουν με τον κόσμο. Για μια ημέρα οι πιτσιρικάδες και οι δευτεροκλασάτοι παίκτες ήταν οι μεγάλοι ήρωες της πόλης. Όταν τα πανηγύρια κόπασαν ο Μπιέλσα πήρε τους τρεις ακατάβλητους παίκτες που είχε επιλέξει και ταξίδεψαν εσπευσμένα στη Χιλή, εκεί που 24 ώρες μετά απέσπασαν ένα πολύτιμο 1-1 με τους τρεις «μπαλαντέρ» να βγάζουν ένα ακόμα 90λεπτο.
Στο τέλος εκείνου του ατέλειωτου μήνα, η υπό αμφισβήτηση αρμάδα του Μπιέλσα διέψευσε τους πάντες και κατέγραψε σε δέκα παιχνίδια, οχτώ νίκες και δυο ισοπαλίες. Λίγο καιρό αργότερα πήρε μια πρώτη εκδίκηση και από τη Σαν Λορένσο κερδίζοντας τη μέσα στην έδρα της και αφήνοντας την στη τρίτη θέση του ομίλου του Λιμπερταδόρες. Στα προημιτελικά οι δυο ομάδες συναντήθηκαν ξανά και αυτή τη φορά οι παίκτες του Μπιέλσα ήταν αυτοί που έκαναν περίπατο, με ένα εμφατικό 4-0 στον πρώτο αγώνα στο Ροσάριο. Στο τέλος της σεζόν οι φίλοι της Νιούελς πανηγύριζαν ένα ακόμα πρωτάθλημα, το Κλαουζούρα του 1992, ενώ την ίδια περίοδο ζούσαν και την εμπειρία ενός διπλού τελικού Λιμπερταδόρες απέναντι στη Σάο Πάουλο. Οι Αργεντίνοι κέρδισαν το πρώτο παιχνίδι εντός με 1-0, η σπουδαία τότε ομάδα του Τέλε Σαντάνα κέρδισε τη ρεβάνς με το ίδιο σκορ και η κούπα κρίθηκε στα πέναλτι, με τους Βραζιλιάνους να επικρατούν.
Περισσότερο κι από το κερδισμένο πρωτάθλημα, αυτό που έχει μείνει στον κόσμο από εκείνη τη σεζόν είναι το ντέρμπι του Μαρτίου, το οποίο έμεινε στην ιστορία από τους οπαδούς της Νιούελς ως η δική τους «μέρα του πατέρα» («Día del Padre Leproso» για την ακρίβεια, για να τονίζεται και το παρατσούκλι τους). Σε μια χώρα που οι αντιπαλότητες αυτές ξεφεύγουν συχνά από τα όρια της λογικής, η νίκη επί των μεγάλων αντιπάλων παίζοντας με τα δεύτερα γιατί «εκείνοι» φοβήθηκαν να αναβάλλουν τον αγώνα δεν μπορούσε να μην αποκτήσει μυθική διάσταση. Ο Κριστιάν Ντομίσι έφυγε εκείνο το καλοκαίρι από την ομάδα μετά από μόλις μια σεζόν αλλά παραμένει μέχρι και σήμερα ένας θρύλος στο Ροσάριο εξαιτίας εκείνου του γκολ. Κάθε χρόνο στην επέτειο του αγώνα στα κοινωνικά δίκτυα ο κόσμος (αλλά και η ίδια η ομάδα) υπενθυμίζει στους άσπονδους εχθρούς τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα. Κάποιες χρονιές διοργανώνεται τουρνουά 5Χ5 μεταξύ ομάδων αποτελούμενων από οπαδούς με τους νικητές να παραλαμβάνουν το τρόπαιο από τα χέρια του ήρωα Ντομίσι. Το 2012, όταν συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια, οργανώθηκε ολόκληρη γιορτή στο γήπεδο με συνοδεία φαγητού και αλκοόλ.
“Ένας άνθρωπος με νέες ιδέες θεωρείται τρελός μέχρι οι ιδέες του να θριαμβεύσουν”
Ο Μπιέλσα αποχώρησε από τον πάγκο της Νιούελς εκείνο το καλοκαίρι μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος και τον τελικό του Λιμπερταδόρες αλλά το πέρασμα του δεν θα ξεχαστεί ποτέ, αφού ακόμα κι αυτοί που δεν ζούσαν τότε για να πανηγυρίσουν τις επιτυχίες του, πηγαίνουν σήμερα σε ένα γήπεδο που ονομάζεται «Στάδιο Μαρσέλο Μπιέλσα».
Ο Αργεντινός ήθελε πριν φύγει να κοουτσάρει την ομάδα στα δυο παιχνίδια με τη νικήτρια του Απερτούρα, Ρίβερ Πλέιτ. Αυτά θα έκριναν ποια θα έμπαινε απ’ευθείας στους ομίλους του επόμενου Λιμπερταδόρες. Μερικές μέρες μετά την κατάκτηση του τίτλου όμως οι παίκτες είχαν οργανώσει ένα μεγάλο πάρτι με αφορμή το γάμο ενός εξ αυτών. Ο Μπιέλσα, που δεν καταλαβαίνει από τέτοιες χαλαρότητες, απαίτησε από τους ποδοσφαιριστές να τηρήσουν το νυχτερινό ωράριο και να μην το τραβήξουν ως τα ξημερώματα γιατί την επόμενη ήταν προγραμματισμένο ένα φιλικό για να προετοιμαστεί η ομάδα για τα ματς με τη Ρίβερ. Η μεθυσμένη ακόμα από το θρίαμβο διοίκηση το πήρε πάνω της και αναίρεσε την εντολή του προπονητή. Οι παίκτες ήπιαν και ξενύχτησαν όσο ήθελαν αλλά όταν επέστρεψαν στις προπονήσεις ο προπονητής τους είχε φύγει. Για πάντα. Τόσο απλά και ξαφνικά.
Το είπαμε άλλωστε και στην αρχή. Ο Μαρσέλο Μπιέλσα είναι παράξενος.