Μετά τα χρόνια του Βασίλη Σπανούλη στα παρκέ, οι αθλητικές γενιές που ακολουθούν μπορούν να πιστεύουν λίγο παραπάνω σε αυτό που φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί. Το αποτύπωμα του τελευταίου «Βασιλιά» του ευρωπαϊκού μπάσκετ στο μονοπάτι του αθλήματος, είναι ξεχωριστό.
Ο Βασίλης Σπανούλης είναι μια unique περίπτωση για το παγκόσμιο μπάσκετ. Έφτασε στην κορυφή με τον δικό του τρόπο, ανατρέποντας συνεχώς προγνωστικά από το ξεκίνημα της καριέρας του. Μιας καριέρας που έχει πλέον πάρει τη μορφή μπασκετικής «Βίβλου», την οποία οι γονείς διαβάζουν το βράδυ στα παιδιά τους γύρω από το τζάκι.
Από τη Λάρισα στο Μαρούσι. Ο νεαρός που είχε κάτι ξεχωριστό μέσα του. Η υιοθέτηση του από τους αδερφούς Γιαννακόπουλους, ο Ομπράντοβιτς και το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται «Παναθηναϊκός». Ο Βασίλης εξελίσσεται ραγδαία. Είναι η βασική επιθετική αιχμή των πρασίνων και αποτελεί έναν από τους καλύτερους παίχτες στην Ευρώπη.
Το όνειρο και η σκληρή πραγματικότητα της Αμερικής. Αλήθεια, πόσοι πιστεύουν ότι ο Βασίλης δεν θα τα κατάφερνε εάν βρισκόταν σε μια καλύτερη κατάσταση από αυτήν των Ρόκετς; Ήταν λίγο ανυπόμονος. Ασυμβίβαστος. Η υπερηφάνεια του είχε πληγεί παρότι γνώριζε ότι πρέπει να περάσει από αυτό το στάδιο (garbage time) για να καθιερωθεί. Κουβαλούσε τη νοοτροπία του Νίκου Γκάλη. Ήθελε να είναι ο πρώτος, στο «χωριό ή στην πόλη». Παντού. Ίσως αυτή η καλή -για αυτόν- κατάσταση να ήταν οι Σπερς οι οποίοι απέκτησαν τα δικαιώματα του πριν γυρίσει στην Ευρώπη. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όμως μέσα μας ξέρουμε.
Ο Βασίλης επιστρέφει στο ΟΑΚΑ με το βλέμμα στον ουρανό. Η φιλοδοξία του είναι τεράστια. Η σύμπραξη του με τους Διαμαντίδη-Σπανούλη δημιουργεί ένα backcourt που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ο Παναθηναϊκός κυριαρχεί εντός και εκτός συνόρων σε μια περίοδο όπου ο Ολυμπιακός έχει ενισχυθεί σημαντικά και προσπαθεί να πάρει τα σκήπτρα. Ο Σπανούλης είναι ο MVP του F4 του Βεοολίνου και η ικανότητα του στο ένας εναντίον ενός το «αλεξίπτωτο» των πρασίνων όταν το σχέδιο πτήσης δεν πηγαίνει καλά.
Ο καιρός περνάει και ο Σπανούλης ψάχνει καινούργιες προκλήσεις. Θέλει να κατακτήσει το στάτους του απόλυτου Alpha Dog στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Να είναι ο ένας, ο Βασιλιάς. Οι συνθήκες για τη μεγάλη, ιστορική μετακόμιση είχαν ωριμάσει. ΄
«Είναι ένα νέο βήμα στην καριέρα μου και το κίνητρο για μένα είναι πολύ μεγάλο. Ήθελα μια αλλαγή στη ζωή μου και ο Ολυμπιακός ήταν η καλύτερη επιλογή. Όταν μου έδειξε ο Ολυμπιακός πόσο πολύ με θέλει μου μπήκε στο μυαλό, αλλά σίγουρα δεν ήταν καθόλου εύκολη αυτή η απόφαση και σίγουρα θα υπάρχουν δυσκολίες, αλλά δεν φοβάμαι».
Αυτό δήλωνε όταν περνούσε τη γραμμή δίχως γυρισμό. Γιατί ο «φόβος» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο του. Ο στόχος του ήταν να πάρει τον καινούργιο, διψασμένο διεκδικητή από το χέρι και να τον αναδείξει στην επόμενη μεγάλη δύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τα κατάφερε. Γιατί έχει γεννηθεί για να γυρίζει βράχους ανάποδα.
Τα F4 του 2012 και 2013 είναι οι διοργανώσεις του ανθρώπου που επιστρέφει. Τον χτυπάς, τον ρίχνεις αλλά δεν τον «σκοτώνεις». Και αυτός συνεχίζει να επιστρέφει μέχρι να σε καταβάλλει. Γράφαμε το 2020 στο Hoopfellas, στο άρθρο «ο καλύτερος παίχτης των τελευταίων 30 χρόνων στην Ευρωλίγκα»:
«Είναι η περίπτωση του αθλητή που θα μελετηθεί στο μέλλον όχι μόνο από τους ιστορικούς του παιχνιδιού (αυτό είναι δεδομένο) αλλά και από τους επιστήμονες αναφορικά με τα ανθρώπινα όρια στη μάχη με τον χρόνο. Μέχρι τότε, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του κοινού θα συνεχίσει να πιστεύει στην εξωγήινη φύση αυτού που στα 38 του -και μετά από αυτόν τον τραυματισμό- συνεχίζει και επιστρέφει κάθε φορά.
“Επιστροφή” λοιπόν… Η λέξη-κλειδί για να χαρακτηρίσει κάποιος τον τελευταίο βασιλιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Φτιάξτε λίγο την (άκρως συνηθισμένη) εικόνα στο μυαλό σας. Το Νο7 δεν έχει ξεκινήσει καλά το ματς και αποσύρεται στον πάγκο. Βάζει μπλούζα, κάθεται σκυφτός, συχνά δεν παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο παρκέ λες και ήδη γνωρίζει ως άλλος στάρετς με κάποιο πνευματικό fast forward τι θα συμβεί τα επόμενα λεπτά. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα και ο ίδιος μοιάζει να έχει πέσει σε κάποιο είδος νιρβάνας πηγαίνοντας πνευματικά βαθιά (αυτοσυγκέντρωση-σαμουράι) για να προετοιμάσει αυτό που έρχεται. Εκεί εντοπίζεται μια ειδοποιός διαφορά του Σπανούλη από τους υπόλοιπους σπουδαίους αυτού του πλανήτη. Ο τύπος μπορεί να επιστρέφει από τα έγκατα της κολάσεως ακόμα και σε βραδιές που έχει σχηματιστεί γύρω του το χειρότερο δυνατό κάρμα και η μπάλα από την αρχή απλά του λέει αυστηρά “όχι σήμερα”. Βραδιές που έχουν όλοι οι αθλητές. Υπάρχουν όμως κάποιοι (οι περισσότεροι) που μένουν μέσα στη τρύπα και υπάρχει και ο Σπανούλης.
Το έπος του ημιτελικού του 2015 απέναντι στη ΤΣΣΚΑ όπου (σε μια αναμέτρηση που είναι προφανές ότι τακτικά ο αντίπαλος την ελέγχει) βάζει το πρώτο στα μέσα της τέταρτης περιόδου σκορπώντας νεκρική σιγή στις τάξεις της “αρκούδας”, συνεχίζει μιλώντας με τον Ύψιστο και αφού τελειώνει τη δουλειά χύνεται στην αγκαλιά των παιδιών του, είναι μια από τις πιο δυνατές παραστάσεις-εικόνες που προσωπικά έχω δει σε αυτό το επίπεδο.
Ο Σπανούλης είναι η επιτομή του ηγέτη. Διαθέτει ίσως το πιο κοφτερό ξίφος στο τελευταίο λεπτό ενός κλειστού ματς όπου μοιάζει να παίζει με πειραγμένα ζάρια. Η μετακίνηση του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό ουσιαστικά άλλαξε το ρου της ιστορίας του αθλήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο ίδιος χρειάστηκε να μετακινήσει πολλές φορές βράχους στην καριέρα του. Το έκανε μεθοδικά, με πολύ υπομονή και πίστη. Κυρίως όμως, με τόνους αποφασιστικότητας.
Σήμερα (ο μοναδικός εν ενεργεία της λίστας αυτής), όπου συνεχίζει να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κοιτάζοντας πίσω σε αυτή τη τεράστια καριέρα μου έρχεται στο μυαλό η ατάκα του Ντούσαν Ίβκοβιτς: “Από τους παίχτες που είχα στην καριέρα, κανείς άλλος δεν είχε την αποφασιστικότητα του Σπανούλη».
Μετά τους δύο συνεχόμενους τίτλους στην Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό, ο Σπανούλης ακούμπησε πλέον το στάτους του Τόνι Κούκοτς στον κορυφαίο διασυλλογικό θεσμό. Ήταν ο «Βασιλιάς». Ο παίχτης που είχε επιβληθεί αγωνιστικά αλλά και ψυχολογικά στους όχι μόνο στους αντιπάλους του αλλά σε μια ολόκληρη διοργάνωση. Οι ικανότητες του στα τελευταία λεπτά των κλειστών παιχνιδιών είχαν πάρει διαστάσεις μύθου, γαλουχώντας τις επόμενες γενιές του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Σπανούλης ήταν αυτός που διέλυσε τους Ισπανούς «χειρούργους» της Ρεάλ ρίχνοντας στο καναβάτσο τη σπουδαία φουρνιά νικητών της Μαδρίτης στον τελικό του 2012 αλλά και ο υπεύθυνος για το καταρρακωμένο ηθικό της ΤΣΣΚΑ στα ματς που έκριναν τίτλους. Ήταν ο Ευρωπαίος «Κόμπι» που άφηνε τη θαλπωρή του σπιτιού του χαράματα για να κάνει έξτρα προπόνηση. Ήταν αυτός που προκαλούσε τον μεγαλύτερο φόβο στους αντιπάλους του στο υψηλότερο επίπεδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Είμαστε πολύ τυχεροί που ζήσαμε στα χρόνια του Σπανούλη, ο οποίος μας βοήθησε να πιστέψουμε λίγο παραπάνω σε αυτό που στη ζωή μας ίσως φαίνεται μακρινό και απίθανο να επιτευχθεί.
Οι αθλητές κάποια στιγμή «πεθαίνουν» (αγωνιστικά). Οι θρύλοι όμως ζουν για πάντα.