Ο Άρθουρ Ρόου, το πρώτο πρωτάθλημα της Τότεναμ και το Push and Run

Η Τότεναμ είναι ένα από εκείνα τα ποδοσφαιρικά κλαμπ που συνήθως έχει στη φιλοσοφία της να παίζει επιθετικό ποδόσφαιρο. Επιθετικό και ελκυστικό ποδόσφαιρο. Εννοείται ότι δεν το καταφέρνει πάντα, όπως είναι και το λογικό άλλωστε για όλες τις ομάδες όση ποιότητα κι αν έχουν. Είναι όμως άκρως τιμητική αυτή η φιλοσοφία για όλους όσους αγαπούν το άθλημα και ακόμα περισσότερο για αυτούς που θέλουν να βλέπουν πολλά γκολ. Ακόμα και η φετινή ομάδα που είναι γεμάτη από πολλές κακές εμφανίσεις, σε μία σεζόν που δεν μπορεί να θεωρηθεί με τίποτα επιτυχημένη (είναι 14η στην Πρέμιερ Λιγκ), μας έχει χαρίσει κάποιες ωραίες στιγμές.

Οι ρίζες αυτής της φιλοσοφίας ανήκουν στο σπόρο που έριξε πριν σχεδόν 80 χρόνια ο  Άρθουρ Ρόου, πρώην ποδοσφαιριστής της ομάδας, σε έδαφος όχι όμως αγγλικό αλλά ουγγρικό, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Γεννημένος, κυριολεκτικά, δίπλα στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν έγινε επαγγελματίας για τα «σπιρούνια» το 1931 αγωνιζόμενος μόνο με την φανέλα τους μέχρι και το 1939 όταν και ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο έβαλε τέλος στην καριέρα τους ως ποδοσφαιριστής. Φυσικά και εκείνο το ατυχές περιστατικό δε τον εμπόδισε να συνεχίσει την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο.

O Ρόου ως παίκτης της Τότεναμ (ο μεσαίος)

Οι εξαιρετικές σχέσεις που διατηρούσε με τον Ούγγρο αθλητικογράφο Λάσλο Φέλεκι τον οδήγησαν το ’39 στην Ουγγαρία, και συγκεκριμένα στη Βουδαπέστη, με σκοπό να εργαστεί ως προπονητής σε επίπεδο ομάδων Λυκείου και Πανεπιστημίου. Οι Άγγλοι εκείνη την εποχή θεωρούνταν οι κορυφαίοι σε ό,τι είχε να κάνει με το ποδόσφαιρο και ο Ρόου θα είχε τον ρόλο να διδάξει τα μυστικά του κυρίως σε νεαρά παιδιά που είχαν αποφασίσει να ασχοληθούν επαγγελματικά με αυτό. Κάπως έτσι εκεί, στη Βουδαπέστη, δημιουργήθηκε η «φωλιά» που έγινε η εκκόλαψη ενός νέου στιλ ποδοσφαίρου, πιο μοντέρνου, πιο ομαδικού και πιο τεχνικού που πάνω του πάτησε τα επόμενα χρόνια η σπουδαία εθνική Ουγγαρίας.

Τις προπονήσεις του Ρόου, εκτός πολλών κορυφαίων Ούγγρων προπονητών, είχαν την τύχη να τις παρακολουθήσουν και δύο νέα παιδιά που τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκαν σε δύο από τις σπουδαιότερες ποδοσφαιρικές μορφές της Ευρώπης. Ο Φέρεντς Πούσκας και ο κολλητός του Γιόζεφ Μπόζικ. Οι ιδέες του Ρόου υπήρχαν χρόνια πριν, άλλωστε από την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο ήταν ένας άκρως αναλυτικός άνθρωπος, λάτρης της τακτικής και της θεωρίας, η απαράμιλλη όμως τεχνική πολλών νεαρών Ούγγρων που είχε στις προπονήσεις του τον βοήθησαν να εξελίξει πιο γρήγορα αυτό που είχε στο μυαλό του και που λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη λήξη του πολέμου που έβαλε φρένο στις μέρες του στη Βουδαπέστη για να βρεθεί κι αυτός στο Μέτωπο, το παρουσίασε στην Τότεναμ με τους δημοσιογράφους να το βαφτίζουν «Push and Run». Φυσικά πάνω σε αυτό το στιλ, με γρήγορες πάσες ακριβείας και σωστή κίνηση στο χώρο, πάτησαν και οι Μαγυάροι φτιάχνοντας την κορυφαία ομάδα στον κόσμο την δεκαετία του 1950.

Ο Ρόου ως προπονητής (δεξιά)

Ο Ρόου ανέλαβε την Τότεναμ το 1949 μετά από την τρομερή δουλειά που είχε κάνει στην άσημη, και ημί-επαγγελματική, Τσέλμσφορντ Σίτι δουλεύοντας πάνω στο αγαπημένο του στιλ με την κίνηση στο χώρο, τις σωστές αποστάσεις των γραμμών και τις γρήγορες πάσες σε κλειστούς χώρους, σε μία εποχή που το αγγλικό παιχνίδι είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη δύναμη και την γρήγορη μετάβαση προς τους επιθετικούς ακόμα και με μπαλιές 40-50 μέτρων. Η Τότεναμ, που αγωνιζόταν τότε στην Δεύτερη Κατηγορία, άρχισε να γίνεται μία ομάδα που ήθελε να έχει την μπάλα, να ελέγχει τον ρυθμό δημιουργώντας με κοντινές πάσες από τον άξονα, ζαλίζοντας και κουράζοντας τους αντιπάλους της. «Είναι σαν το ποδόσφαιρο που παίζαμε μικροί με συμπαίκτη τον τοίχο» θα πει ο Ρόου όταν ρωτήθηκε για αυτό το νέο στιλ που στηριζόταν στην πάσα με τη μία και την κίνηση στο χώρο, χωρίς φυσικά να έχει καθόλου άδικο. Κάπως έτσι το τέλος της σεζόν 1949-1950 βρήκε την Τότεναμ πρωταθλήτρια στην Β’ κατηγορία με 61 βαθμούς, στο +9 από την δεύτερη Σέφιλντ Γουένσντεϊ, έχοντας την καλύτερη επίθεση με 81 γκολ και την καλύτερη άμυνα με 35, σε 42 παιχνίδια. Το ρεκόρ των 22 συνεχόμενων νικών που σταμάτησε από τη Λιντς, χωρίς όμως να επηρεάσει σε κάτι, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Η Τότεναμ την επόμενη σεζόν θα βρισκόταν στην Πρώτη Κατηγορία με σκοπό να συνεχίσει την εξαιρετική της πορεία στηριζόμενη ξεκάθαρα στο δικό της αγωνιστικό στιλ.

Η ομάδα αποτελούνταν από ένα άκρως ταλαντούχο ρόστερ που είχε αφομοιώσει πλήρως την αγωνιστική φιλοσοφία του προπονητή της αν και δεν είχε καμία εμπειρία από τα «σαλόνια» του ποδοσφαιρικού ρετιρέ της Αγγλίας. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές όπως ο Λες Μέντλι, πρώτος σκόρερ την προηγούμενη σεζόν, ο σπουδαίος αμυντικός Αλφ Ράμσεϊ, η πρώτη μεταγραφή που είχε κάνει ο Ρόου, ο Μπιλ Νίκολσον, ο Λεν Ντάγκεμιν και ο σπουδαίος Ουαλός αρχηγός Ρον Μπεργκς αλλά όλοι γνώριζαν, και πολύ καλά μάλιστα, ότι τίποτα δε θα ήταν εύκολο μιας και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να περπατήσεις σε ένα μέρος που δεν το γνωρίζεις και που ξέρεις ότι κρύβει και πολλές κακοτοπιές. Στις 19 Αυγούστου του 1950, για την 1η αγωνιστική, η Τότεναμ υποδέχτηκε την Μπλάκπουλ, του σπουδαίου Στάνλεϊ Μάθιους, και κατάλαβε αμέσως τις διαφορές ανάμεσα στις δύο κατηγορίες. Ο μετρ της ντρίμπλας και η δύναμη που επέδειξαν οι αμυντικοί του δεν άφησαν κανένα περιθώριο αντίδρασης στους παίκτες των «σπιρουνιών» που γνώρισαν την ήττα με 1-4. Ο Ρόου ως έξυπνος προπονητής και άκρως ρεαλιστής δούλεψε περισσότερο πάνω στη δύναμη των παικτών, επιτρέποντάς τους μάλιστα και τις ψηλές μπαλιές, όχι όμως πάνω από τα 10 μέτρα απόσταση. Το νέο Push and Run άρχισε να δουλεύει και στη μεγάλη κατηγορία και με ένα σερί 8 νικών από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο έβαζε τις πρώτες γερές βάσεις για να ολοκληρωθεί το «θαύμα».

Από τον Ιανουάριο του 1951 η Τότεναμ, έχοντας αποκλειστεί από το Κύπελλο, κάτι που της έδινε έξτρα ξεκούραση, έτρεξε ένα τρομερό σερί, με μόλις δύο ήττες, μέχρι και τα τέλη Απριλίου. Στις 28 Απριλίου του 1951 το Γουάιτ Χαρτ Λέιν είχε φορέσει τα γιορτινά του με τα «σπιρούνια» να υποδέχονται την Σέφιλντ Γουένσντεϊ ξέροντας πως με νίκη θα ολοκλήρωναν την τεράστια έκπληξη κατακτώντας για πρώτη φορά το πρωτάθλημα Αγγλίας. Το τελικό 1-0, με το γκολ του Ντάγκεμιν, άνοιξε τη διαφορά από την 2η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στους 4 βαθμούς δίνοντας στην ομάδα από το βόρειο Λονδίνο το πρώτο της σπουδαίο τρόπαιο. Ο Άρθουρ Ρόου, δημιουργός αυτής της ποδοσφαιρικής μηχανής, έγινε ο πρώτος προπονητής που κατέκτησε σερί πρωτάθλημα σε δεύτερη και πρώτη Κατηγορία μένοντας στην ομάδα μέχρι και το 1955 όταν και έφυγε για την Κρίσταλ Πάλας. Ο δεξιός μπακ εκείνης της ομάδας, Αλφ Ράμσεϊ, κατάφερε ακριβώς το ίδιο στον πάγκο της Ίπσουϊτς το 1961 και το 1962, επιτυχίες που τον έστειλαν στον πάγκο της εθνικής Αγγλία, στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 1966 και φυσικά στον τίτλο του Σερ.

O Μπιλ Νίκολσον, σημαντικό γρανάζι εκείνης της ομάδας, σταμάτησε από την Τότεναμ το 1955 και ανέλαβε ως προπονητής το 1958 οδηγώντας τα «σπιρούνια» σε τεράστιες επιτυχίες εντός και εκτός Αγγλίας τα 16 χρόνια που έμεινε στον πάγκο της. Μάλιστα στο πρώτο νταμπλ της ομάδας, το 1961, είχε για αρχηγό τον πρώην συμπαίκτη του, και τελευταία μεταγραφή που είχε κάνει ο Ρόου για την ομάδα, τον σπουδαίο Ντάνι Μπλάνκφλαουερ. Για πολλούς λάτρεις της ιστορίας του ποδοσφαίρου η Ουγγαρία του Πούσκας και η Ολλανδία του Κρόιφ είναι εκείνες οι δύο ομάδες που καθόρισαν το ποδόσφαιρο αλλάζοντάς το και κάνοντάς το πιο μοντέρνο και πιο ομαδικό. Σε πολλούς σύγχρονους φίλους του ποδοσφαίρου το όνομα του Άρθουρ Ρόου ίσως να μη λέει πολλά, ακόμα και τίποτα, μιας και ο Άγγλος προπονητής δεν πήρε ποτέ μερίδιο του ποδοσφαιρικού εκμοντερνισμού που ξεκίνησε γύρω στο 1950. Από την άλλη, όσοι κατάφεραν να μάθουν την ιστορία του, αυτά που πρόσφερε στην Τότεναμ και φυσικά στο ίδιο το άθλημα, θα τον έχουν για πάντα ψηλά, ακόμα κι ας μην έχουν καμία σχέση με την ομάδα από το βόρειο Λονδίνο.