Ως γνωστόν, αν θες να δεις παράξενα ποδοσφαιρικά πράγματα πρέπει να πας στη Λατινική Αμερική. Ο κόσμος που παρακολουθεί από ενδιαφέρον ή για στοιχηματικούς λόγους τα αποτελέσματα στην Αργεντινή, ίσως γνωρίζει ότι αυτή τη στιγμή οι ομάδες ναι μεν παίζουν σε μία διοργάνωση, αλλά αυτή δεν είναι το κανονικό πρωτάθλημα. Για όσους έχουν χρόνο και εγκεφαλικά κύτταρα να κάψουν, μια καλή περιγραφή του συγκεκριμένου κυπέλλου υπάρχει σε παλιότερο κείμενό μας εδώ. Για όσους δεν αντέχουν τα δύσκολα, θα πούμε απλώς ότι η διοργάνωση που παίζεται τώρα στη χώρα ονομάζεται Κόπα ντε λα Λίγκα Προφεσιονάλ (παλιότερα γνωστή ως Κόπα ντε λα Σουπερλίγκα), έχει ιστορία λίγα χρόνια και κυρίως έγινε για να γεμίζει ο χρόνος ανάμεσα στα πρωταθλήματα. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε κάπως θα λέγαμε ότι είναι ένα Λιγκ Καπ. Σε αυτό συμμετέχουν οι 26 ομάδες του προηγούμενου πρωταθλήματος, συν οι δύο που ανέβηκαν και θα αγωνιστούν στο επόμενο.
Αν αναρωτιέστε ποιο το κίνητρο των ομάδων, θα πούμε ότι η βαθμολογία στη φάση των ομίλων συνυπολογίζεται με αυτή του κανονικού πρωταθλήματος για μια γενική “σούμα”, η οποία χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως π.χ. για την παραμονή. Οι 28 ομάδες χωρίζονται σε δύο γκρουπ των 14 και παίζουν όλοι με όλους από ένα όμως παιχνίδι. Φέτος δεν έγινε κλήρωση για τα δύο γκρουπ, χρησιμοποιήθηκαν τα περσινά και απλώς άλλαξαν τα ματς (δηλαδή αν η ομάδα Α έπαιξε εντός με την ομάδα Β πέρσι, φέτος θα παίξει εκτός). Το πόσο δίκαιο ή άδικο είναι να έχουμε ίδιους ομίλους είναι αντικείμενο φιλοσοφικής συζήτησης. Η λογική λέει ότι θα είχαμε 13 αγώνες, αλλά θες επειδή είναι γρουσουζιά, θες επειδή τα ντέρμπι είναι η ζωή μας, στο πρόγραμμα προστίθεται μία ακόμα αγωνιστική. Η “αγωνιστική των κλάσικο“. Είναι μια “παράδοση” στην Αργεντινή που γίνεται εδώ και δεκαετίες, καθώς αφιερώνουν μια αγωνιστική ολόκληρη για να παίξουν οι ομάδες με τον μεγάλο τους αντίπαλο.
Στον συγκεκριμένο θεσμό, κάθε ομάδα παίζει με τον παραδοσιακό της αντίπαλο που βρίσκεται στο άλλο γκρουπ. Εδώ κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί πολλά. “Πώς είναι δίκαιο αυτό, αν εμένα ο εχθρός μου είναι καλή ομάδα και του άλλου κακή;” ή επίσης “μα έχουν όλες οι ομάδες εχθρό και βρίσκεται πάντα στην ίδια κατηγορία;” Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι “δεν είναι” και στο δεύτερο ερώτημα “κουτσά στραβά όλες έχουν έναν μεγάλο αντίπαλο (ή και παραπάνω) και αν για κάποιον λόγο δεν έχεις αντίπαλο στην ίδια κατηγορία ή τέλος πάντως ο αντίπαλός σου έχει κι αυτός κάποιον μεγαλύτερο αντίπαλο από σένα, θα σου βρούμε κάτι άλλο“. Μια τέτοια αγωνιστική είναι λογικό τα φώτα της δημοσιότητας να πέφτουν στο Superclasico μεταξύ Μπόκα και Ρίβερ, σήμερα όμως ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε (έστω και επιδερμικά) με όλα τα άλλα, με κάποιες βασικές πληροφορίες.
Περίπου 300 μέτρα. Τόσα χωρίζουν τις έδρες των ομάδων στο Κλάσικο ντε Αβεγιανέδα.
Ιντεπεντιέντε – Ράσινγκ: Keep your friends close and your enemies closer
Αν λοιπόν βγάλουμε τα Μπόκα-Ρίβερ, αυτό είναι το μεγαλύτερο ντέρμπι της χώρας. Δυο τεράστιοι και ιστορικοί σύλλογοι που βρίσκονται έξω από το Μπουένος Άιρες, τα γήπεδά τους είναι δίπλα δίπλα και έχουν μια ιστορία γεμάτη κόντρες. Το κλάσικο της πόλης Αβεγιανέδα ανάμεσα στους Κόκκινους Διάβολους και την Ακαδημία δεν είναι καθόλου άγνωστο φυσικά. Έχουμε ασχοληθεί διεξοδικά με αυτό το ματς πολλές φορές στο παρελθόν, από τις μάχες που χώριζαν τα αδέρφια Μιλίτο, μέχρι τις φορές που οι ομάδες έκαναν ότι ήταν δυνατό για να μην πάρει ο αντίπαλος το πρωτάθλημα (ή και να υποβιβαστεί) οπότε δεν έχει νόημα να πούμε πολλά. Οι δυο ομάδες βρίσκονται στην 3η και 4η θέση σε κατακτήσεις πρωταθλημάτων. 18 η Ράσινγκ, 16 η Ιντεπεντιέντε. Η Ιντεπεντιέντε έχει όμως το παρατσούκλι “ο βασιλιάς των Κυπέλλων”, χάρη στο ρεκόρ της με τα 7 Κόπα Λιμπερταδόρες, με τη Ράσινγκ να έχει μόλις 1.
Σκηνές από το περσινό ματς στην έδρα της Ιντεπεντιέντε
Η Ιντεπεντιέντε είναι μπροστά και στις συνολικές νίκες στα 234 επίσημα παιχνίδια σε όλες τις διαφορετικές διοργανώσεις. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το μακρινό 1907. Η Ιντεπεντιέντε προσπέρασε σε νίκες το 1936, η Ράσινγκ πέρασε ξανά το 1950, οι Κόκκινοι ξανά το 1972 και από το 1974 είναι πάντα μπροστά σε νίκες, με τη διαφορά τώρα να είναι περίπου στις 20. Και οι δύο έχουν κερδίσει αγώνες σκοράροντας 7 φορές, αλλά πρέπει να πάμε πολύ παλιά στο παρελθόν για κάτι τέτοιο. Οι τελευταίες 5αρες ήρθαν τη δεκαετία του 1970 και από τότε τα πιο βαριά σκορ είναι με 4αρες. Τα τελευταία 8χρόνια, σε επίπεδο πρωταθλήματος, μόνο δύο φορές είχαμε πάνω από δύο γκολ, καθώς τα ματς έχουν γίνει πιο κλειστά από το παρελθόν.
Ουρακάν – Σαν Λορένσο: Το μεγαλύτερο ντέρμπι γειτονιών στον κόσμο
Εδώ έχουμε αυτό που λέγαμε παραπάνω, για μη ισοδύναμα ματς. Η Σαν Λορένσο, διάσημη παγκοσμίως για την εξέδρα της, είναι μια από τις “5 μεγάλες” της χώρας. Και όπως καταλαβαίνει κανείς, αν είναι 5 οι μεγάλες η μία δεν θα έχει “μεγάλη” για κλασικό αντίπαλο. Κι όμως, η κόντρα της ομάδας με τα πολλά ονόματα, μεταξύ άλλων “Κυκλώνας, Φονιάδες, Άγιοι, Κοράκια”, με την Ουρακάν είναι αληθινή και αιωνόβια. Όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, μιλάμε για ένα τοπικό ντέρμπι. Η Σαν Λορένσο είναι η ομάδα του Μποέδο (ενός από τα 48 barrios της πόλης), αν και η έδρα της βρίσκεται στο Αλμάγκρο, και η Ουρακάν είναι η ομάδα του Πάρκε Πατρίσιος (αν και ιδρύθηκε στη Νουέβα Πομπέγια). Μποέδο και Πάρκε Πατρίσιος είναι δυο διπλανές περιοχές στα νότια σχετικά του Μπουένος Άιρες και το “κλάσικο πορτένιο” είναι αυτό με τους τρίτους συνολικά τίτλους στη χώρα (μετά από τα αθροίσματα στα Μπόκα-Ρίβερ και τα Ράσινγκ-Ιντεπεντιέντε).
Ναι, δεν είναι Νουέβο Γκασόμετρο, αλλά κι η Ουρακάν έχει κοινό
Και οι δυο ομάδες ιδρύθηκαν το 1908, το πρώτο παιχνίδι έγινε το μακρινό 1915, αλλά δεν έχουμε κάθε χρόνο παιχνίδι, μια που αρκετές φορές δεν βρίσκονταν στην ίδια κατηγορία (με ευθύνη της Ουρακάν). Η Σαν Λορένσο υπερισχύει με διαφορά, έχει 87 νίκες, η Ουρακάν 47, ενώ 52 φορές οι ομάδες αναδείχθηκαν ισόπαλες (όλα τα στατιστικά στο σημερινό άρθρο με επιφυλάξεις, καθώς συνήθως μιλάμε για παιχνίδια με ιστορία μέχρι και 120 ετών, οπότε τα αρχεία παρουσιάζουν διαφορές). Πολύ συχνά τα ματς είναι μέτρια, χωρίς καλό ποδόσφαιρο και κρίνονται στο γκολ. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι πολύ ισορροπημένα μεταξύ των δύο, με τις ισοπαλίες να κυριαρχούν. Από όλα τα κλάσικο, ίσως αυτό είναι το πιο τοπικιστικό. Μπόκα-Ρίβερ είναι ένα ντέρμπι που πλέον έχει κόσμο παντού, το προηγούμενο και το επόμενο της λίστας μας χωρίζουν πόλεις στα δύο, αλλά το Ουρακάν-Σαν Λορένσο είναι στην κυριολεξία οι γείτονες που μαλώνουν. Γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται ως “el clasico de barrio mas grande del mundo”. Και για πολλά χρόνια η έχθρα ήταν πιο ανθρώπινη, πιο ποδοσφαιρική, πριν πληγεί από τη βία (κυρίως από τη δεκαετία του 1990). Στο παραπάνω γκράφιτι που έγινε το 2014 στην περιοχή του Μποέδο το λέει: “Είμαστε Κλάσικο, όχι εχθροί”. Δυστυχώς δεν το πιστεύουν όλοι αυτό.
Νιούελ΄ς Ολντ Μπόιζ – Ροσάριο Σεντράλ: Μία πόλη, δύο ομάδες, μπόλικη τρέλα
Ένα από τα πιο σκληρά και έντονα ντέρμπι της χώρας. Για να κάνουμε μία (πολύ γενική) παρομοίωση, θυμίζει σε έναν βαθμό τα Άρης-ΠΑΟΚ. Είναι δυο ομάδες από πόλη εκτός πρωτεύουσας, το Ροσάριο, και τα παιχνίδια τους είναι γεμάτα πάθος και ένταση (και δυστυχώς και πολλά άσχημα γεγονότα εκτός γηπέδου). To Ροσάριο είναι η τρίτη πόλη σε πληθυσμό, πίσω από την Κόρδοβα, αλλά οι ομάδες της είναι πολύ πιο ισχυρές και ιστορικές από αυτές της Κόρδοβα. Η Νιούελ΄ς είναι η ομάδα ενός σχολείου που ίδρυσε ο Άγγλος Άιζακ Νιούελ και η Ροσάριο Σεντράλ είναι η ομάδα που έφτιαξαν οι εργάτες της βρετανικής ιστορίας σιδηροδρόμων. Το Ροσάριο είναι μια ποδοσφαιρομάνα. Αν δούμε τους παίκτες που έχει βγάλει θα μας πιάσει ίλιγγος. Από τους δικούς μας Νάτσο Σκόκο και Έκι Γκονζάλες, μέχρι τον Μπατιστούτα, τον Βαλντάνο, τον ντι Μαρία και τον Κίλι Γκονζάλες. Και φυσικά τους διάσημους οπαδούς τους, με τον Λιονέλ Μέσι να βγαίνει από τη Νιούελ’ς και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα να είναι οπαδός της Σεντράλ.
Το παραδοσιακό “μπαντεράσο”, το έθιμο η ομάδα να κάνει ανοιχτή προπόνηση πριν το ντέρμπι και στο γήπεδο να γίνεται ο χαμός
Ακόμα και τα παρατσούκλια των ομάδων είναι συνδεδεμένα με την κόντρα τους. Η ιστορία λέει ότι πριν πολλά πολλά χρόνια μια φιλανθρωπική οργάνωση κυριών από το νοσοκομείο Καράσκο ζήτησε από τις διοικήσεις των δύο ομάδων να συμμετάσχουν σε ένα φιλικό υπέρ της κλινικής του νοσοκομείου για ασθενείς με λέπρα. Η Νιούελ΄ς αποδέχτηκε αμέσως την πρόσκληση. Και το παρατσούκλι οι “Λεπροί” συνοδεύει από τότε τους οπαδούς της ομάδας, οπαδούς που το θεωρούν τίτλο τιμής. Την ίδια στιγμή, η Ροσάριο Σεντράλ αρνήθηκε την πρόσκληση και της κόλλησε το παρατσούκλι “Κανάγιας”, ιταλική λέξη που καμιά φορά χρησιμοποιείται και στα ελληνικά και σημαίνει “παλιάνθρωπος, κάθαρμα”. Ακόμα κι εδώ όμως υπάρχει διαφωνία, καθώς αυτή είναι η μία εκδοχή (αν και η πιο διαδεδομένη) για τα παρατσούκλια. Υπάρχει και η εκδοχή που λέει ότι το “λεπροί” βγήκε επειδή οι άνθρωποι της Νιούελ’ς είχαν χτίσει ψηλούς τοίχους γύρω από το σχολείο τους και έμοιαζαν απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, σαν τους λεπρούς εκείνα τα χρόνια. Και αντίστοιχα ότι το παρατσούκλι της Σεντράλ βγήκε επειδή ακριβώς, οι Λεπροί τους έβλεπαν αφ’ υψηλού, ως πιο φτωχούς και τους θεωρούσαν καθάρματα. Ανάλογα με ποια πλευρά της ιστορίας είσαι, κρατάς αυτό που σε συμφέρει.
Όποια εκδοχή και αν υιοθετεί κάποιος πάντως, αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα και την κόντρα ενός τεράστιου ντέρμπι με απίστευτη ατμόσφαιρα, αλλά και πολλά τραγικά γεγονότα που φτάνουν μέχρι και θανάτους. Ακόμα και τα στατιστικά είναι περίεργα καθώς έχουν μέσα υπερβολικά πολλά φιλικά, αλλά και πολλά επίσημα μεν παιχνίδια, αλλά σε τοπικές διοργανώσεις. Αν θέλουμε να τα υπολογίσουμε όλα μαζί, οι δυο ομάδες έχουν παίξει… 359 φορές από το μακρινό 1905 και η Ροσάριο Σεντράλ έχει 125 νίκες, έναντι 107 της Νιούελ’ς Ολντ Μπόιζ.
Ο Ντιέγκο δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη Χιμνάσια, μέχρι που ανέλαβε προπονητής της και αγαπήθηκε (και αγάπησε).
Ήταν η τελευταία προπονητική δουλειά της καριέρας του.
Εστουδιάντες – Χιμνάσια Λα Πλάτα: Το ποταμίσιο ντέρμπι
Το κλάσικο Πλατένσε έχει ορισμένα στοιχεία από αυτά αναφέραμε στα δύο προηγούμενα. Κατ’ αρχάς είναι ένα ντέρμπι ομάδων εκτός Μπουένος Άιρες. Η Λα Πλάτα ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες και μάλιστα είναι πρωτεύουσά της, αλλά αποτελεί ξεχωριστή πόλη, περίπου 60 χιλιόμετρα μακριά, που χτίστηκε στις εκβολές του Ρίο ντε Πλάτα. Παράλληλα, οι σύλλογο της έχουν σημαντική διαφορά. Η Εστουδιάντες είναι πιο μεγάλη ομάδα, πιο επιτυχημένη αν θέλετε, έχοντας κατακτήσει έξι πρωταθλήματα, αλλά και τέσσερα Λιμπερταδόρες (με τη διαβόητη ομάδα των 60s, μια από τις πιο σκληρές και αντιαθλητικές όλων των εποχών να κατακτά τρία). Αντίθετα, η Χιμνάσια έχει ένα πρωτάθλημα το 1929 και αυτό ήταν. Όπως καταλαβαίνει κανείς, οι οπαδοί της Εστουδιάντες συχνά βλέπουν υποτιμητικά τους αντιπάλους τους και προσπαθούν πολλές φορές να πείσουν ότι “δεν τους βλέπουν καν”.
Kαι εδώ έχουμε αρκετό παρασκήνιο με τα παρατσούκλια. Η Χιμνάσια έχει δύο κύρια παρατσούκλια. Το ένα είναι “τριπέρος”, επειδή πολλοί από τους οπαδούς της τα παλιά χρόνια δούλευαν στα σφαγεία της πόλης και μάλιστα είχαν… εξειδίκευση στα εντόσθια. Το άλλο είναι το “Λόμπο” που σημαίνει λύκος και βγήκε μεταγενέστερα, επειδή το γήπεδό της ήταν κοντά στο δάσος και οι παίκτες της ήταν “γρήγοροι και έξυπνοι”. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η Χιμνάσια γενικά προωθεί περισσότερο το “Λόμπο”, χωρίς να σημαίνει ότι και το πρώτο δεν χρησιμοποιείται.
Συνηθισμένες σκηνές
Στην περίπτωση της Εστουδιάντες, το παρατσούκλι είναι ένα: “πιντσαράτας”, αυτοί που τσιμπούν τους αρουραίους. Η προέλευση έχει δύο εκδοχές, ναι καλά φαντάζεστε, μία καλή και μία υποτιμητική. Η πρώτη έχει να κάνει με την ίδια τη δημιουργία του συλλόγου. Η Εστουδιάντες ιδρύθηκε από μέλη της Χιμνάσια που διαφώνησαν και αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την πιο αριστοκρατική Χιμνάσια γιατί ήθελαν τμήμα ποδοσφαίρου. Ήταν τότε όλοι φοιτητές (γι’ αυτό και το όνομα) και επειδή ορισμένοι σπούδαζαν ιατρική και έτσι έκαναν εξάσκηση σε ποντίκια, κόλλησαν το όνομα. Αντίθετα, η αρνητική εκδοχή έχει να κάνει με έναν από τους πρώτους οπαδούς της ομάδας, τον Φελίπε Μοντεντόνικα που δούλευε σε ένα μπαρ της πόλης στην αγορά. Λέγεται ότι ο Φελίπε και ο αδερφός του είχαν από μία τρίαινα και κυνηγούσαν τα αρούρια που μαζεύονταν στο μπαρ. Ποιο τσίμπημα αρουραίων είναι το ορίτζιναλ, δεν μπορούμε να σας να το πούμε με ακρίβεια.
Η διαφορά των δύο ομάδων στα μεταξύ τους είναι όπως αναμένει κανείς υπέρ της Εστουδιάντες, αλλά δεν είναι ανάλογη με τη διαφορά τους σε τίτλους. Σε 186 παιχνίδια, η Εστουδιάντες έχει 66 νίκες και η Χιμνάσια 51, με το πρώτο παιχνίδι να γίνεται το 1916. Το τελευταίο ματς κρίθηκε υπέρ της Χιμνάσια που έσπασε μια παράδοση 13 ετών χωρίς νίκη.
Μπάνφιλντ – Λανούς: Εκεί στο Νότο
Κι εδώ έχουμε ένα ντέρμπι ομάδων εκτός Μπουένος Άιρες. Είναι το λεγόμενο ντέρμπι του νότου, λιγότερο τραγουδισμένο από άλλα, αλλά από τα σημαντικά της χώρας. Οι δυο ομάδες παίρνουν τα ονόματά τους από τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται που ναι μεν ανήκουν στην ας πούμε “περιφέρεια” του Μπουένος Άιρες, αλλά όχι στην ίδια την πόλη. Δεν είναι ντέρμπι της νότιας Αργεντινής, αλλά το ντέρμπι στα νότια του Μπουένος Άιρες. Τα παρατσούκλια τους είναι Γκρανάτε (από το χρώμα της Λανούς) και το… Τρυπάνι (από μια καλή ομάδα των 40s που τρυπούσε τα δίχτυα των αντιπάλων).
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα παιχνίδια που είναι… προαιώνιου μίσους, οι δύο σύλλογοι είχαν καλές, σχεδόν φιλικές σχέσεις στο παρελθόν. Και εδώ ξεκινάει κάπως το μπέρδεμα που είπαμε στην αρχή του κειμένου, με το “ποιος είναι πιο εχθρός μου”. Για την Μπάνφιλντ ο παραδοσιακός εχθρός ήταν η Λος Άντες και τα παιχνίδια μεταξύ τους ντέρμπι. Η Λος Άντες όμως με τα χρόνια ξέπεσε και οι ομάδες δεν βρίσκονταν καν. Για τη Λανούς αντίπαλος ήταν η Ταγιέρες, όχι η γνωστή της Κόρδοβα, αλλά μια τοπική. Και εδώ πάλι τα παιχνίδια λιγόστεψαν με τα χρόνια. Κάπως έτσι, από τη μία γεννήθηκε η ανάγκη για έναν νέο εχθρό, ενώ από την άλλη η άνοδος Μπάνφιλντ και Λανούς συνέπεσε σχετικά, με τις δυο ομάδες να παίζουν αντίπαλοι τόσο στη Β’, όσο και στην Α’ εθνική πλέον. Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι τα γήπεδα των δύο ομάδων είναι πολύ κοντά και κάπως έτσι η κόντρα χτίστηκε σιγά σιγά και έχει πλέον γιγαντωθεί. Η Μπάνφιλντ είναι αυτή που προηγείται με περίπου 10 νίκες περισσότερες, σε ένα σχετικά φρέσκο ντέρμπι σε σχέση με τα προηγούμενα.
Αυτά τα βλέπουμε στην Ελλάδα την Πρωτοχρονιά και λέμε “βρε μπράβο ο δήμαρχος” και στην Κόρδοβα τα βλέπουν σε κάθε ντέρμπι
Μπελγκράνο-Ταγιέρες: Οι “άγνωστες” ομάδες με την ωραία ατμόσφαιρα
Η Κόρδοβα, όπως αναφέραμε προηγουμένως, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής, με πληθυσμό κοντά στο 1,5 εκατομμύριο κατοίκους, κάτι παραπάνω από το Ροσάριο. Οι κύριες ομάδες εδώ όμως δεν είναι δύο, αλλά τρεις. Μπελγκράνο-Ταγιέρες και Ινστιτούτο. Μπορεί να μην είναι τόσο σπουδαίες σε επιτυχίες, αλλά μη γελιέστε. Έχουν φανατικό κοινό και καλή ατμόσφαιρα στις έδρες τους. Το μεγάλο παιχνίδι πάντως είναι το Μπελγκράνο-Ταγιέρες. Αυτό έχει το όνομα “Κλάσικο Κορδοβές” και αυτό είναι το πιο δημοφιλές. Θεωρείται από τα παλιά ντέρμπι της χώρας, με ιστορία από το 1914. Και για να προλάβουμε τα “έλα μωρέ τώρα, ποια Μπελγκράνο και ποια Ταγιέρες”, δεν μιλάμε απλά για ομάδες με ιστορία για πάνω από 100 χρόνια. Μιλάμε για δυο ομάδες με πάνω από 60.000 και 70.000 μέλη αντίστοιχα.
Οι γαλάζιοι της Μπελγκράνο είναι γνωστοί ως «Πειρατές» και ναι, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για το όνομα. Όλες άσχημες όμως. Είτε επειδή τη δεκαετία του 1960, όπου έπαιζε η Μπελγκράνο οι οπαδοί της λέγεται ότι έκαναν πλιάτσικο σε πόλεις και χωριά, είτε επειδή λέγεται ότι είχαν κλέψει ένα πανό από τους οπαδούς της Ράσινγκ ντε Κόρδοβα (μια ακόμα ομάδα της πόλης) και ακούστηκε εκεί για πρώτη φορά, είτε τέλος γιατί έκλεβαν υλικά για να τα πάνε στο γήπεδό τους που ήταν σε άθλια κατάσταση. Από την άλλη, η Ταγιέρες έχει το πιο ξενέρωτο “Φονιάδες”, παρατσούκλι που κουβαλάνε και αρκετές άλλες ομάδες στη χώρα.
Εδώ έχουμε μια απίστευτη ισορροπία, αν βάλουμε μέσα όλα τα ματς, σε όλες τις διοργανώσεις, αλλά και τα φιλικά μαζί. Σύμφωνα με τα στοιχεία έχουν γίνει 402 παιχνίδια με 135 ισοπαλίες και 133 νίκες για κάθε ομάδα. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, πόσο σημασία έχει το κάθε παιχνίδι. Για να είμαστε σωστοί πάντως, η Μπελγκράνο σώζεται από την τρομερή διαφορά στις νίκες στα φιλικά, γιατί στα επίσημα έχει 20 λιγότερες νίκες.
Αρχεντίνος Τζούνιορς – Πλατένσε: Για μια-δυο παρεξηγήσεις βρε αδερφέ
Επιστρέφουμε στο Μπουένος Άιρες και τα μπάριό του. Οι Αρχεντίνος Τζούνιορς είναι μια ομάδα παραδοσιακή, γνωστή για τις λαμπρές της ακαδημίες που βγάζουν ταλέντα, γνωστή και για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Οι Αρχεντίνος είναι γνωστοί με το όνομα τα “ζουζούνια”, τα “μαμούνια” από μια περίοδο που είχαν εξαιρετική ομάδα και δυσκόλευαν πολύ τους μεγάλους της χώρας. Βρίσκονται στο μπάριο του Πατερνάλ στο κέντρο του Μπουένος Άιρες και κάπως βορειοδυτικά. Ομάδα με τεράστια ιστορία, χωρίς όμως αντίστοιχους τίτλους. Και λόγω χρωμάτων και λόγω παραγωγής ταλέντων θα μπορούσε κάποιος πολύ χονδρικά να παρομοιώσει την ομάδα με τον Πανιώνιο (χωρίς παρεξήγηση ελπίζω).
Από την άλλη, έχουμε τα “Καλαμάρια” της Πλατένσε. Και μην ψάχνετε θαλασσινές εκδοχές, όπως π.χ. το “γάβροι”. Η Πλατένσε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έπαιζε σε ένα γήπεδο δίπλα στον ποταμό Ρίο ντε Πλάτα και το γήπεδό της πλημμύριζε πολύ συχνά. Κάπως έτσι οι παίκτες της έπαιζαν μέσα στις λάσπες και ένας δημοσιογράφος της εποχής τούς κόλλησε το παρατσούκλι, καθώς ήταν κατάμαυροι από τις λάσπες, σαν να είχαν βουτήξει στο μελάνι.
Το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι πραγματικό ντέρμπι, αλλά όχι τόσο παλιό. Και μπορεί ο κύριος όγκος των οπαδών να βρίσκεται σε σχετικά κοντινά μπάριο (Πατερνάλ και Σααβέδρα), περίπου 7 χιλιόμετρα απόσταση, δεν είναι όμως αυτός (ή έστω μόνο αυτός) ο λόγος της κόντρας τους. Έτσι κι αλλιώς, η Πλατένσε έχει πολύ καιρό που έχει αγωνίζεται στα βόρεια της πόλης, πιο μακριά. Οι ομάδες για πολλά χρόνια έπαιζαν σε άλλες κατηγορίες ή και όταν έπαιζαν είχαν σχεδόν φιλικές σχέσεις. Όλα χάλασαν όμως το 1980. Οι Αρχεντίνος του εκπληκτικού πιτσιρικά Μαραντόνα έπαιζαν με την Πλατένσε. Και οι δύο είχαν εξαιρετικές ομάδες, αλλά η Πλατένσε δεν είχε εξασφαλίσει ακόμα την πρόκριση στα πλέι-οφ. Αντίθετα, ο Ντιέγκο και οι φίλοι του ήταν αδιάφοροι. Κι όμως έπαιξαν πολύ καλά και κέρδισαν την Πλατένσε, με αποτέλεσμα τα καλαμάρια να χάσουν την πρόκριση στα τελικά του πρωταθλήματος στην ισοβαθμία από τη Ρίβερ. Οι φήμες ότι η Ρίβερ είχε δώσει “έξτρα κίνητρο” στους Αρχεντίνος ήταν πολλές. Μια κόντρα ξεκίνησε να δημιουργείται και εδραιώθηκε όταν την επόμενη χρονιά, οι Αρχεντίνος κινδύνευαν με υποβιβασμό και η Πλατένσε, ούσα αδιάφορη, έπαιξε κι αυτή το ματς σαν να ήταν τελικός (σύμφωνα με τις φήμες για χάρη της Σαν Λορένσο που κινδύνευε). Κάπως έτσι χτίστηκε μια έχθρα που κρατά πλέον αρκετά χρόνια και συχνά έχει και επεισόδια μεταξύ των οπαδών.
Μπορεί να μην είναι σούπερ ντέρμπι, αλλά η βία έκανε δυστυχώς και εκεί την εμφάνισή της
Ατλέτικο Τουκουμάν – Σεντράλ Κόρδοβα: Ντέρμπι με το ζόρι
Εδώ αρχίζουμε να βάζουμε αστερίσκους (με λίγα χρόνια να ξύνουμε τον πάτο στο βαρέλι). Η αγαπημένη Τουκουμάν εκεί στα βόρεια της χώρας έχει το μεγάλο της ντέρμπι Τουκουμάνο με την τοπική Σαν Μαρτίν. Μια όμως που η Σαν Μαρτίν δεν βρίσκεται μαζί μας στα σαλόνια της Α’ εθνικής για να παίξουν μεταξύ τους, πάμε στη 2η καλύτερη λύση που ακούει στο όνομα Κλουμπ Ατλέτικο Σεντράλ Κόρδοβα και ΔΕΝ είναι από την Κόρδοβα, αλλά από την ευρύτερη περιοχή. Και φυσικά η Σεντράλ έχει άλλους εχθρούς, την Κλουμπ Ατλέτικο Γκουέμες και κατά δεύτερο λόγο την Κλουμπ Ατλέτικο Μίτρε.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για το ντέρμπι Τουκουμάνο (και έχουμε πει και στο παρελθόν), αλλά το Ατλέτικο Τουκουμάν-Σεντράλ Κόρδοβα δεν έχει κάποια εξαιρετική ιστορία. Αφού θέλουμε “αγωνιστική των κλάσικο”, αυτή είναι η καλύτερη λύση για τους δύο συλλόγους, σε ένα παιχνίδι που προσπαθεί να πατεντάρει το όνομα “το κλάσικο της βορειοδυτικής Αργεντινής”. Έχει πολλά ψωμιά όμως ακόμα για να το πάρουμε στα σοβαρά.
Τα μη-κλάσικο
Όπως είπαμε και στην εισαγωγή, δεν βγαίνουν τα κουκιά πάντα. Και αν κάποια μπαίνουν έστω και με γεωγραφικά κριτήρια (όπως της Τουκουμάν), κάποια άλλα δεν έχουν κάποια σοβαρή βάση. Η Τίγκρε, για παράδειγμα, έχει ως αντίπαλο την Πλατένσε, αλλά όπως είδαμε αυτή έχει ήδη υποχρέωση απέναντι στους Αρχεντίνος Τζούνιορς. Αντίστοιχα, η Βέλες κι αυτή έχει μεγάλη αντίπαλο τη Φέρο και ίσως σε δεύτερο βαθμό τους Αρχεντίνος, αλλά οι μεν λείπουν, οι δε είναι πιασμένοι. Συνεπώς το Τίγκρε-Βέλες γίνεται από υποχρέωση. Το ίδιο ισχύει και για τα Γοδόι Κρους – Ινστιτούτο Κόρδοβα, Μπαράκας Σεντράλ-Σαρμιέντο, Ουνιόν Σάντα Φε – Ριβαντάβια και το Ριέστρα – Ντεφένσα υ Χουστίσια. Όλα αυτά δεν έχουν κάποια σοβαρή ιστορία και ουσιαστικά γεμίζουν το πρόγραμμα.