Στις 20 Γενάρη του 1983, ο απένταρος και τσακισμένος από το αλκοόλ Γκαρίντσα, καταλήγει σε νοσοκομείο της Βραζιλίας. Πεθαίνει μόνος, με έναν ορό στο χέρι και το βλέμμα απλανές, χαμένο εδώ και χρόνια στα περασμένα μεγαλεία, στις μέρες που ήταν “η χαρά του λαού”.
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, γεννήθηκε κουτσός, καθώς εξαιτίας μιας παραμόρφωσης στη σπονδυλική του στήλη, το δεξί του πόδι ήταν κοντύτερο έξι εκατοστά από το άλλο. Η μητέρα του ήταν μουλάτα και ο πατέρας του Ινδός. Καμιά ομάδα δεν ενδιαφερόταν να εντάξει έναν “κουτσό” στις τάξεις της και αρκούνταν να μοιράζεται τις δεξιότητες του με τους συναδέλφους του στο τοπικό εργοστάσιο παραγωγής υφασμάτων που εργαζόταν από τα 14 του.
Mέχρι που στα 18 του τον είδε τυχαία ένας παίκτης της Μποταφόγκο σε ένα εργοστασιακό τουρνουά και επέμενε να πάει στο Ρίο να τον δοκιμάσουν. Στο πρώτο δοκιμαστικό έσκασε δυο ανεπανάληπτες ντρίμπλες στον Νίλτον Σάντος, τον κορυφαίο αμυντικό της Μποταφόγκο και γεννήθηκε ο Γκαρίντσα – από το όνομα ενός μικρού τοπικού πουλιού με ασταθές βάδισμα, που προτιμά να πεθάνει παρά να πιαστεί.
“Στην πρώτη του επαφή με την μπάλα, με το που ήρθαμε αντιμέτωποι, με πέρασε σαν σταματημένο περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια μου. Όλοι πάγωσαν γιατί το θεώρησαν άκρως προσβλητικό, αλλά έκαναν λάθος. Το μόνο που έκανα, ήταν να πάω αμέσως στη διοίκηση και να τους πω ότι έπρεπε να τον υπογράψουν αμέσως.”
Οι συγγενείς του και οι πολύ οικείοι του όμως, τον φώναζαν πάντα “Μανέ” που στα πορτογαλικά της Βραζιλίας σημαίνει “απλό μυαλό” ή “τρελλούτσικος”, σε μια πιο σκαμπρόζικη εκδοχή του Μανουέλ. Οι εφημερίδες βέβαια, απόλυτοι ανάδοχοι της φήμης σου εκείνους τους καιρούς, τον βάφτισαν “Alegria do Povo”, δηλαδή “η χαρά του λαού”, γιατί αυτό ακριβώς ήταν που προσέφερε ο Γκαρίντσα σε κάθε παιχνίδι με τις θεαματικές, θαρρείς και ακροβατώντας στο χείλος του γκρεμού, ντρίμπλες του και την προσηνή συμπεριφορά του – ήταν άλλωστε ένας από αυτούς!
“Όταν ήταν φορμαρισμένος, το γήπεδο μετατρεπόταν αυτόματα σε τσίρκο. Αυτός ήταν ο θηριοδαμαστής και η μπάλα γινόταν το υπάκουο ζώο που στα κελεύσματα του θα έκανε το παιχνίδι να φαντάζει σαν τεράστιο πάρτι. Ο Γκαρίντσα θα προστάτευε με μαεστρία τη μπάλα και μαζί θα δημιουργούσαν μερικά ανεπανάληπτα κόλπα και ταχυδακτυλουργικά που θα έκαναν τους θεατές να παραληρούν και τους αντιπάλους να χτυπιούνται. Θα πηδούσε από πάνω της και εκείνη θα αναπηδούσε για να κολλήσει πάνω του. Μετά εκείνη θα κρυβόταν πριν της ξεφύγει, μόνο και μόνο για να βρεθεί να τρέχει μπροστά του. Κατά τη δε διάρκεια της διαδρομής, σε κάθε απέλπιδα απόπειρα των αντιπάλων να τον σταματήσουν, καταλήγουν να συγκρουστούν μεταξύ τους.”
Η περιγραφή του Εδουάρδο Γκαλεάνο δεν είναι υπερβολική, αντανακλά με ακρίβεια το είδωλο του Γκαρίντσα στο συλλογικό υποσυνείδητο του φίλαθλου κόσμου της εποχής (φίλων και αντιπάλων) τόσο εντός των τειχών, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο μετά τις μαγικές του εμφανίσεις στα Μουντιάλ του 1958 και του 1962. Όσοι δε, τον έχουν έχουν προλάβει να παίζει, διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους ότι την εποχή εκείνη, δεν είχε καν νόημα να τεθεί το ερώτημα: σύσσωμη η κοινή γνώμη θεωρεί ότι ο Γκαρίντσα είναι καλύτερος από τον Πελέ, όλοι το ξέρουν αυτό!
Κορυφαίοι Ευρωπαϊκοί σύλλογοι προσέφεραν “γη και ύδωρ” να τον αποκτήσουν, η Ρεάλ Μαδρίτης το 1959 και το 1963 και οι τρεις μεγάλοι της Ιταλίας (Ίντερ, Μίλαν, Γιουβέντους) τον πολιόρκησαν σθεναρά, αλλά αυτός προτίμησε να παραμείνει στη χώρα του. Ένας από τους βασικούς λόγους, ήταν και ο σφοδρός έρωτας του με τη διάσημη τραγουδίστρια Έλζα Σοάρες, ενώ όμως ήταν ήδη παντρεμένος και πατέρας οκτώ παιδιών με τον πρώτο του έρωτα από την εποχή της εφηβείας.
Κάπου εκεί είναι χρονολογείται και το ξεκίνημα της πτώσης, μιας παρακμής βέβαια που είχε τις συγκεκαλυμένες ρίζες της, από τα εφηβικά του ήδη χρόνια που πρωτοξεκίνησε το ποτό, ενώ είχε κατηγορηθεί ότι ευθύνεται για το τροχαίο που κόστισε τη ζωής της πεθεράς του (αφού “κάρφωσε” το αμάξι του σε ένα φορτηγό όντας μεθυσμένος), αλλά και για πληθώρα εξωσυζυγικών σχέσεων και βία κατά των συντρόφων του.
Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου κυπέλλου του 1958 στη Σουηδία, το είχε σκάσει από το ξενοδοχείο της όπου διέμενε η Βραζιλία για να πάει μπαρότσαρκα, για να γνωρίσει τελικά μία Σουηδέζα σερβιτόρα που φαίνεται ότι την άφησε έγκυο, χωρίς ποτέ να έχει ξανά καμία επαφή μαζί της ή με το παιδί. Συνολικά ο Γκαρίντσα έκανε 13 παιδιά με τέσσερεις διαφορετικές συντρόφους και όλες τις σχέσεις του να έχουν θυελλώδη κατάληξη.
Σταδιακά, φαινόταν να ενδιαφέρεται μόνο για τη διασκέδαση του, τόσο εντός και όσο εκτός γηπέδων. Είχε αρχίσει να χάνει πολλές προπονήσεις, απουσιάζοντας συχνά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Κάποιες φορές εμφανιζόταν μόνο την ημέρα του αγώνα, χωρίς καν να γνωρίζει ποιος θα ήταν ο αντίπαλος. Ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο που δεν ήθελε να χειρουργήσει, δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση.
Οι εκμαυλιστικοί δαίμονες του αλκοόλ και της ηδυπάθειας, δεν άφηναν πια καθόλου χώρο για χορό με την μπάλα και η δημοτικότητα του (που είχε ήδη διαρροές από τις σκανδαλώδεις ιστορίες της προσωπικής του ζωής), σιγά, σιγά εξατμίστηκε, μέχρι που ως παλαίμαχος πια τη δεκαετία του ’70, έχασε κάθε έλεγχο, πίνοντας όλη μέρα.
Δεν ήταν πια ούτε ο Μανέ, ούτε ο Γκαρίντσα, μπλεκόταν συνεχώς σε καβγάδες και συνελήφθη ουκ ολίγες φορές να οδηγεί μεθυσμένος. Ήταν ο κουτσός γιος δύο αλκοολικών γονιών, αυτός που είχε εγκαταλείψει τα παιδιά του και δεν νοιάστηκε για το που θα βρει ξανά τη χαρά ένας ολόκληρος λαός που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο – ένας έκπτωτος βασιλιάς που ο λαός του είχε αποστρέψει εντελώς το βλέμμα του από αυτόν. Ένα τσακισμένο από την κίρρωση του ήπατος και με ασταθές βάδισμα πουλί, που προτιμά να πεθάνει παρά να ξεχαστεί.
Και τότε έγινε το θαύμα και σε μια στιγμή, όλα του τα λάθη και οι εμμονές που τον είχαν αποκαθηλώσει στη συνείδηση του κόσμου, διαγράφηκαν μονοκοντυλιά και έμεινε η αγάπη, η άδολη και ανόθευτη ανάμνηση του πρώτου σκιρτήματος. Η κηδεία του τελέστηκε στο Μαρακανά με σχεδόν 200.000 ανθρώπους βουτηγμένους στο πιο βουβό πένθος. Στην ταφόπλακα του είναι χαραγμένη η επιγραφή «Ενθάδε κείται εκείνος που ήταν η χαρά του λαού – Μανέ Γκαρίντσα»
Maestro