Στις 27 Μαΐου του 1981, στο Παρκ ντε Πρενς του Παρισιού, διεξήχθη ο 26ος τελικός του κυπέλλου πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης. Tο γνωστό σε όλους, στις μέρες μας, Τσάμπιονς Λιγκ. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν όμιλοι και οι ομάδες που έφταναν στον τελικό έπρεπε να περάσουν πρώτα από τέσσερις προκριματικούς γύρους, οι δύο ομάδες που κατάφεραν να φτάσουν στην Πόλη του Φωτός, στην πρώτη μάλιστα μονομαχία της ιστορίας τους, ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης, κάτοχος 6 τροπαίων μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, και η Λίβερπουλ που έφτανε στον τρίτο της τελικό, μετά από τις δύο σερί κατακτήσεις του 1977 και του 1978, έχοντας μάλιστα και τον τίτλο του φαβορί από ολόκληρη την ποδοσφαιρική Ευρώπη. Ακόμα κι απ’ την ίδια, και σπουδαία, ομάδα της Μαδρίτης μιας και το ταλέντο των «κόκκινων», εκείνης της εποχής, εκτός του φόβου που προκαλούσε σε κάθε αντίπαλο, προκαλούσε και τον θαυμασμό σε κάθε αληθινό φίλο του ποδοσφαίρου της ηπείρου μας.
Αυτός ο συνδυασμός φόβου και σεβασμού στο μυαλό του προπονητή των Ισπανών, Βούγιαντιν Μπόσκοφ, με το πρώτο συστατικό να έχει και το μεγαλύτερο ποσοστό, οδήγησε τους παίκτες της Ρεάλ σε μια περισσότερο παθητική στάση, σε μια αρκετά φοβική αντιμετώπιση, που -όπως ήταν αναμενόμενο- επηρέασε την εικόνα και των δύο ομάδων με αποτέλεσμα ένα πολύ σκληρό, στα όρια του αντιαθλητικού σε πολλά του σημεία, παιχνίδι. Ένας τελικός που θα μπορούσε, βάσει της ποιότητας των παικτών, να έχει εξελιχθεί σε ένα σπάνιας ομορφιάς «ποδοσφαιρικό» έργο τέχνης κατέληξε σε μια «σκυλομαχία» άνευ προηγούμενου. Όπως είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια και ο Κένι Νταλγκλίς, μέλος εκείνης της σπουδαίας ομάδας των «κόκκινων»: “Αν εκείνη η αναμέτρηση είχε παιχτεί με τους κανονισμούς των ημερών μας, λογικά, η κάθε ομάδα θα είχε τελειώσει το ματς με 7 παίκτες΄”. Αν φυσικά ο διαιτητής δεν είχε προλάβει να διακόψει, οριστικά, το παιχνίδι. Ο διαιτητής του αγώνα, για να καταλάβουμε καλύτερα και τις διαφορές με το ποδόσφαιρο των δικών μας ημερών, είχε δείξει μόλις δύο κίτρινες κάρτες. Από μία για κάθε ομάδα.
Για να προλάβω τα λάθος συμπεράσματα που μπορεί να βγουν από την, έως τώρα, ανάγνωση αυτού εδώ του κειμένου η Ρεάλ Μαδρίτης δεν ήταν μια μέτρια ομάδα που υστερούσε σε ταλέντο και έφτασε στον τελικό από τύχη. Στην ομάδα του Μπόσκοφ συνυπήρχαν μερικοί από τους ποιοτικότερους Ισπανούς ποδοσφαιριστές της εποχής. Ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε στη μεσαία γραμμή μαζί με τους Άνχελ και Σαντιγιάνα. Ο Καμάτσο στην άμυνα μαζί με τον Γκαρσία Κορτές και τον Γερμανό Ούλι Στίλικε και φυσικά το παιδί-θαύμα του αγγλικού ποδοσφαίρου. O Λόρι Κάνινγκχαμ. Ο Κάνινγκχαμ δεν ήταν ένας τυχαίος ποδοσφαιριστής. Ήταν ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής που φόρεσε την φανέλα της εθνικής Αγγλίας όταν στις 27 Απριλίου του 1977 ο εξτρέμ της Λέιτον Όριεντ αγωνίστηκε απέναντι στη Σκωτία σε επίπεδο U-20, σκοράροντας μάλιστα για την νίκη. Ήταν μέλος της σπουδαίας Γουέστ Μπρομ των «Three Degrees» όπου μαζί με τους Σίριλ Ρέτζις και Μπρέντον Μπάτσον τρομοκρατούσαν κάθε άμυνα, και έγινε ο πρώτος Άγγλος που φόρεσε την φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης το 1979 με το ποσό να αγγίζει τις 950.000 λίρες. Οι εμφανίσεις του για το κύπελλο ΟΥΕΦΑ της σεζόν 78-79 απέναντι στη Βαλένθια του Κέμπες ώθησαν τη Ρεάλ να ασχοληθεί σοβαρά μαζί του και μάλιστα ήταν ο ίδιος που ταξίδεψε για τη Μαδρίτη για να ολοκληρωθεί η μεταγραφή, σε μια περίοδο που αυτή έδειχνε να παγώνει. Μοναδικό του ψεγάδι; Η ζωή εκτός γηπέδου. Όπως τόσων πολλών σπουδαίων εκείνης της εποχής. Ξενύχτια, πάρτι, γυναίκες, άφθονο ποτό και ασταμάτητος χαβαλές ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητά του. Μια καθημερινότητα που έσπαγε τα Σαββατοκύριακα, όταν και έπρεπε δηλαδή να παίξει ποδόσφαιρο, ουσιαστικά χορεύοντας τους αντιπάλους. «Αν ο Λόρι ήθελε, θα ήταν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο» είχε δηλώσει ο ντελ Μπόσκε, σε μια δήλωση που όση υπερβολή κι αν κρύβει, που σίγουρα κρύβει, φανερώνει και ένα μεγάλο κομμάτι της αξίας του.
Ο αγώνας ήταν βίαιος και η τακτική προσέγγιση του Μπόσκοφ ουσιαστικά οδήγησε και τη Λίβερπουλ σε αυτό το μονοπάτι. Για το κακό όμως θέαμα δεν ευθύνονταν μόνο οι δύο ομάδες. Στην καθιερωμένη βόλτα που κάνουν οι παίκτες, πατώντας το γήπεδο, λίγες ώρες πριν την σέντρα για να τσεκάρουν τον αγωνιστικό χώρο και να μάθουν -όσο αυτό είναι εφικτό- τα «μυστικά» του έμειναν έκθαμβοι με την κακή κατάσταση του χόρτου. Σκληρό, καμένο σε αρκετά σημεία και με μπόλικες λακκούβες, που από τη μία μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνες για τους ποδοσφαιριστές, και την σωματική τους ακεραιότητα, κι απ’ την άλλη ύπουλες για την μπάλα, μιας και κανένας, όσο τεχνίτης κι αν είναι είναι, δεν θέλει να δει την μπάλα να αλλάζει πορεία επειδή πολύ απλά το γήπεδο δεν της επιτρέπει να κυλήσει χωρίς αυτή να μοιάζει με λαστιχένιο μπαλάκι. Την ώρα που στα αποδυτήρια ο Μπόσκοφ ανήγγειλε την βασική εντεκάδα οι περισσότεροι έμειναν με το στόμα ανοιχτό στο άκουσμα δύο ονομάτων. Ο Στίλικε είχε σοβαρό πρόβλημα στο δεξί του γόνατο αλλά θα ξεκινούσε βασικός. Το ίδιο και ο Κάνινγκχαμ που -αν και είχε σοβαρό πρόβλημα σε κάποιο δάχτυλο του «καλού» ποδιού του-, έχοντας απουσιάσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα ξεκινούσε κι αυτός βασικός. «Είναι ικανός να τους τρομάξει και μόνο με την παρουσία του» δήλωσε ο προπονητής της Ρεάλ ξεχνώντας μάλλον πως λίγες μέρες νωρίτερα ο παίκτης του είχε πιαστεί επ αυτοφόρω από ανθρώπους της ομάδας να χορεύει μεθυσμένος, αν και τραυματίας, σε γνωστό κλαμπ της Μαδρίτης. Φυσικά εκτός των mind-games ο Μπόσκοφ είχε κρατήσει το καλύτερο τρικ του για το τέλος. Αντόνιο, είπε στον Καμάτσο, ο ρόλος σου θα είναι ένας. Θα κυνηγάς τον Σούνες (το εξάρι εκείνης της Λίβερπουλ) σε ολόκληρο το γήπεδο. Θα είσαι η σκιά του. Θα τον παίξεις σκληρά. Δεν με ενδιαφέρει ακόμα κι αν τραυματιστεί. Ο Πέισλι από την άλλη είχε προετοιμάσει την ομάδα του απλά για να παίξει ποδόσφαιρο. «Είμαστε καλύτεροι. Μπαίνουμε, παίζουμε το παιχνίδι μας, κερδίζουμε, φεύγουμε με το τρόπαιο για το Λίβερπουλ. Τίποτα λιγότερο – τίποτα περισσότερο».
Η αμυντική προσέγγιση της Ρεάλ οδήγησε και τη Λίβερπουλ σε αυτό το σκληρό, και κλειστό, στιλ παιχνιδιού. Οι ομάδες απειλούσαν μόνο με μακρινά σουτ ή από γέμισμα μετά από κάποιο σκληρό φάουλ. Το θέαμα ήταν κακό και ήταν πραγματικά κρίμα μιας και ο κόσμος περίμενε να ζήσει μια από τις σπουδαιότερες ποδοσφαιρικές παραστάσεις. Αξίζει να αναφερθεί πως ο βασικός επιθετικός της Ρεάλ, και αρχηγός της, ο Σαντιγιάνα δεν είχε ούτε ένα σουτ προς την εστία της Λίβερπουλ ενώ ο Κάνινγκχαμ είχε αρκεστεί σε μερικές ανούσιες ντρίμπλες δίπλα στις στραβές πλάγιες γραμμές του γηπέδου. Η Ρεάλ Μαδρίτης δεν έπαιζε για να κερδίσει, έπαιζε για να μη δεχθεί γκολ, μαρκάροντας ασφυκτικά κάθε παίκτη που πλησίαζε την περιοχή της.
Η μόνη φορά που αυτό δεν έγινε ήταν στο 82ο λεπτό όταν ο αριστερός μπακ της Λίβερπουλ, Άλαν Κένεντι, μετά από πλάγιο κινήθηκε εξαιρετικά από την πλευρά του προς την αντίπαλη περιοχή και δέχτηκε την μπάλα, ο Γκαρσία Κορτές προσπάθησε να του κόψει το πόδι αλλά δεν τα κατάφερε, και κάπως έτσι ο παίκτης των «κόκκινων» με δυνατό σουτ, από αρκετά δύσκολη θέση (και γωνία) νίκησε τον Αγκουστίν χαρίζοντας στη Λίβερπουλ το τρίτο της κύπελλο πρωταθλητριών, στην τρίτη της παρουσία σε τελικό. «’Ηταν ο μοναδικός παίκτης μας που βρήκε λίγο χώρο, εντός της περιοχής» δήλωσε καταχαρούμενος ο Κένι Νταλγκλίς. «Δεν ήμουν σίγουρος πως η μπάλα μπήκε στα δίχτυα. Σήκωσα τα χέρια και απλά περίμενα τον διαιτητή να σφυρίξει για σέντρα. Ήταν λες και ζούσα σε ένα όνειρο. Είχα σκοράρει στον τελικό απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης και το πανηγύριζα μπροστά στο κοινό μας. Ακόμα και σήμερα είναι πολλές φορές που δεν πιστεύω ότι συνέβη» δήλωσε σχετικά πρόσφατα ο σκόρερ για το γκολ της ζωής του.
Η Ρεάλ Μαδρίτης για να βρεθεί ξανά σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών έπρεπε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια όταν και κέρδισε 1-0 την Γιουβέντους για το 7ο της τρόπαιο. Η Λίβερπουλ το κατέκτησε και το ’84, με το Χέιζελ, ένα χρόνο αργότερα, να βάζει τέλος με τον χειρότερο τρόπο σε εκείνη την σπουδαία ομάδα, οδηγώντας παράλληλα το αγγλικό ποδόσφαιρο σε μια αρκετά σκοτεινή περίοδο. Για να βρεθούν και πάλι οι δυο τους σε τελικό έπρεπε να περάσουν 37 χρόνια με τη Ρεάλ αυτήν τη φορά να επικρατεί με 3-1 σε έναν τελικό που επισκιάστηκε από τα λάθη του Κάριους (τερματοφύλακα της Λίβερπουλ) και τον τραυματισμό στον ώμο του σπουδαίου Μοχάμεντ Σαλάχ μετά από ένα άτσαλο μαρκάρισμα του Ράμος. Τώρα, και πάλι στο Παρίσι, οι δυο τους θα βρεθούν μαζί για τρίτη φορά σε τελικό, σε μια αναμέτρηση που δεν χωρά κανένα -μα κανένα- προγνωστικό. Ο επικός δρόμος της Ρεάλ μέχρι και τον τελικό ήταν γεμάτος με συγκινήσεις και ανατροπές, με τη Λίβερπουλ από την άλλη να φτάνει στο Παρίσι -σχεδόν- σβηστά (με εξαίρεση το ματς με τη Βιγιαρεάλ στην Ισπανία). Προγνωστικά δεν μπορούν να γίνουν. Σε αυτό το επίπεδο άλλωστε αρκεί μία και μόνο στιγμή για να ανατρέψει τα πάντα. Οι δύο ομάδες δεν έχουν να κρύψουν και πολλά, ούτε από το κοινό, ούτε η μία από την άλλη, και αυτό που μένει να δούμε είναι ποια θα κατακτήσει το τρόπαιο και θα κλείσει μοναδικά τη φετινή πετυχημένη σεζόν.