Το Europa League είναι μια ευρωπαϊκή διοργάνωση στην οποία συμμετέχουν εκατοντάδες ομάδες από διάφορες χώρες και στο τέλος το τρόπαιο το σηκώνει η Σεβίλλη. Παρά την φυσιολογική υπερβολή της, αυτή η κλασσική ατάκα που κυκλοφορεί ανά διαστήματα στα κοινωνικά δίκτυα δεν απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια. Στις τελευταίες 10 διοργανώσεις του πρώην Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ η Σεβίλλη αναδείχθηκε τέσσερις φορές νικήτρια. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Για την ακρίβεια ήταν πολύ διαφορετικά. Άλλαξαν όμως την προηγούμενη δεκαετία και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας ενός ανθρώπου!
Ο Ραμόν Ροδρίγκεθ Βερδέχο, τον οποίο όλοι ξέρουν ως “Μόντσι”, δεν υποστήριζε τους ροχιμπλάνκος από μικρό παιδί. Στο προπονητικό κέντρο της Σεβίλλης πάτησε πρώτη φορά το πόδι του όταν ήταν 19 χρονών, ως ανερχόμενο ταλέντο στη θέση του τερματοφύλακα. Μαζί του στο ταξίδι από το Σαν Φερνάντο ήταν η αδερφή του και η κοπέλα του. Τον αποχαιρέτησαν, του ευχήθηκαν καλή τύχη και επέστρεψαν πίσω. Δώδεκα μέρες μετά πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας, λέγοντας ότι θέλει να γυρίσει σπίτι. Ευτυχώς γι’ αυτόν, αλλά και για τη Σεβίλλη, αυτή η κρίση νοσταλγίας δεν κράτησε πολύ. Ακολούθησε μια καριέρα δέκα χρόνων με μετρημένες συμμετοχές κάτω από τα δοκάρια, μια καριέρα τόσο αδιάφορη που η πιο αξιοσημείωτη στιγμή της ήταν όταν ο, συμπαίκτης του το 1992 και μετέπειτα φίλος του, Ντιέγκο Μαραντόνα του αγόρασε ένα καλό ρολόι για να αντικαταστήσει το ψεύτικο Ρόλεξ που φορούσε έως τότε.
Αντιλαμβανόμενος ότι αυτή η καριέρα δεν τον οδηγεί πουθενά ο Μόντσι κρέμασε τα παπούτσια του με το που πάτησε τα τριάντα. Λίγους μήνες μετά ο τότε πρόεδρος, Ρομπέρτο Άλες, του πρότεινε να γίνει αθλητικός διευθυντής. Ο Μόντσι δεν το σκέφτηκε πολύ, παρ’ όλο που η Σεβίλλη είχε μόλις υποβιβαστεί για άλλη μια φορά στη δεύτερη κατηγορία. Κανένας φυσικά δεν μπορούσε να το ξέρει τότε αλλά από εκείνη τη μέρα και μετά η Σεβίλλη άλλαξε σελίδα στην ιστορία της, αφήνοντας πίσω της για τα καλά τα πέτρινα χρόνια.
Ο Μόντσι είχε ουσιαστικά δυο στόχους: να αναδιοργανώσει και να βελτιώσει τα τμήματα υποδομής της ομάδας και να δημιουργήσει ένα καλό δίκτυο ανθρώπων που θα ψάχνουν παίκτες για την ομάδα εντός και εκτός Ισπανίας. Κατάφερε να πετύχει και στους δυο, αποδεικνύοντας ότι ‘το μάτι του κόβει’. Μέσα σε λίγα χρόνια η Σεβίλλη, χωρίς να έχει κάποιον εκατομμυριούχο από πίσω να χώνει λεφτά συνέχεια, άρχισε να βγάζει μεγάλα ταλέντα από τα φυτώρια της ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή οι άνθρωποι του Μόντσι (16 στον αριθμό με δεκάδες όμως συνεργάτες σε όλο τον κόσμο ο καθένας!) ανακάλυπταν φτηνούς παίκτες που είχαν όμως όλες τις προϋποθέσεις για να εξελιχθούν σε ‘διαμάντια’. Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Ο ίδιος ο Μόντσι απαντάει σ’αυτό: “Ας είμαστε ρεαλιστές σ’αυτό. Η ποιότητα είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Από εκεί και πέρα όμως υπάρχει η ανταγωνιστικότητα και φυσικά το πιο σημαντικό όλων για εμένα, η δυνατότητα να προσαρμόζεται. H σωστή ερώτηση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι ‘Πόσο καλός είναι;’ αλλά ‘Θα είναι καλός για τη Σεβίλλη;'”.
Στην πρώτη φάση της χρονιάς ο Μόντσι κάνει μια λίστα με τους 10 καλύτερους σε κάθε θέση και στη συνέχεια, μετά τον Δεκέμβριο, ακολουθεί μια περίοδος συνεχόμενης παρακολούθησης του καθενός. “Είναι σημαντικό να δούμε πως αντιδρά κάθε παίκτης όταν κερδίζει, όταν χάνει, όταν παίζει εντός ή εκτός. Θέλουμε να αποφύγουμε τις εκπλήξεις μετά”. Μετά τον Μάρτιο αυτός και η ομάδα των συνεργατών του έχουν καταλήξει στους καλύτερους και τότε σε συνεργασία και με τον εκάστοτε προπονητή ξεκινάνε οι προσεγγίσεις.
H ‘Μέθοδος Μόντσι’, όπως έγινε γνωστή στους σχετικούς ποδοσφαιρικούς κύκλους, αποδείχτηκε τόσο πετυχημένη που η λίστα των παικτών που πέρασαν από τα χέρια του και αύξησαν κατακόρυφα την αξία τους στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο είναι τεράστια και άκρως εντυπωσιακή: Καπέλ, Μορένο, Νάβας, Πουέρτα, Ράμος, Ρέγιες, Ντάνι Άλβες, Κανουτέ, Μπαπτίστα, Κειτά, Φάζιο, Μεντέλ, Βιδάλ, Μπάκα, Νεγρέδο Κάσερες, Αντριάνο, Ράκιτιτς. Κάποιοι από αυτούς ήταν εντελώς άγνωστοι πριν τους ανακαλύψει ο Μόντσι (η μεγαλύτερη του επιτυχία, όπως δηλώνει και ο ίδιος, ήταν φυσικά ο Ντάνι Άλβες) ενώ κάποιοι άλλοι αναγεννήθηκαν στη Σεβίλλη. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις από τη μέρα που ανέλαβε ο Μόντσι τη θέση η ομάδα της Ανδαλουσίας έχει κερδίσει περισσότερα από 250 εκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιώντας όσο καλύτερα μπορεί το σύστημα “αγόρασε φθηνά-πούλα ακριβά”.
Ο ίδιος ο Μόντσι πάντως δεν στέκεται στα λεφτά. Όταν τον ρωτάνε αν είναι πιο σημαντικό να αγοράζεις καλά ή να πουλάς καλά απαντάει: “Κανένα από τα δυο. Το βασικό είναι να κερδίζεις τρόπαια”. Και ξέρει πολύ καλά τι λέει. Το όλο πρότζεκτ πηγαίνει τόσο καλά γιατί ενδιάμεσα από τις αγορές και τις πωλήσεις οι παίκτες αποδίδουν εξαιρετικά στο χόρτο με τη φανέλα της ομάδας. “Είναι σημαντικό να δείχνουμε στους οπαδούς μας ότι όλο αυτό είναι καλό για το σύλλογο και δεν είναι απλά τρόπος για να βγουν λεφτά. Κανένας στον κόσμο δεν θα υπερασπιζόταν ένα τέτοιο μοντέλο αν η ομάδα δεν κερδίζει τίτλους”. Έτσι η μικρούλα Σεβίλλη, που πριν τον Μόντσι μετρούσε ένα πρωτάθλημα και τρία κύπελλα Ισπανίας, όλα πριν το 1948 (!), μέσα στα εννιά τελευταία χρόνια έχει 8 κύπελλα, εκ των οποίων τα 5 ευρωπαϊκά, και φιγουράρει πλέον μόνη πρώτη στη λίστα κατακτήσεων του Europa League!
Όπως είναι αναμενόμενο το όνομα του Μόντσι φιγουράρει στη λίστα πολλών μεγάλων συλλόγων της Ευρώπης. Ο ίδιος όμως φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για την ώρα να αλλάξει πόλη: “Ό,τι έχω καταφέρει στη ζωή μου το κατάφερα χάρη στη Σεβίλλη. Από την πρώτη στιγμή πρώτα δηλώνω Σεβίλλη και μετά αθλητικός διευθυντής. Είμαι χαρούμενος εδώ. Επίσης έχω αυτονομία και ανεξαρτησία. Οπότε όσο με θέλουν θα είμαι εδώ”. Και έναν άνθρωπο με τέτοιο ιστορικό επιτυχημένων επιλογών, που δουλεύει 12 ώρες κάθε μέρα όλο το χρόνο (εκτός δυο εβδομάδων στις αρχές Σεπτέμβρη όταν και παίρνει άδεια) και ξενυχτάει συχνά για να βλέπει αγώνες της Λατινικής Αμερικής, δεν γίνεται να μην τον θέλεις.
Σήμερα το βράδυ η Σεβίλλη, πιστή στο ραντεβού της με τα βράδια της Πέμπτης, θα αντιμετωπίσει εκτός έδρας τη Βασιλεία για τη φάση των 16 του Europa League. Ανάμεσα στις 16 υπάρχουν παραδοσιακές δυνάμεις της ηπείρου και φορμαρισμένες ομάδες που ξεχειλίζουν από ποιότητα. Ακόμα και λίγο άσχετος να είσαι όμως με το χώρο δεν γίνεται να μη συμπεριλάβεις τη Σεβίλλη στα φαβορί της διοργάνωσης. Και αυτό από μόνο του είναι ένα τεράστιο κατόρθωμα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε έναν μετριότατο τερματοφύλακα που κάποτε έβαλε τα κλάματα, θέλοντας να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει στο σπίτι του.