Μια μέρα πριν από το πρώτο παιχνίδι του ζευγαριού Ρόμα-Ρεάλ Σοσιεδάδ για το Europa League, οι Βάσκοι ανέβασαν στις σελίδες τους στα κοινωνικά δίκτυα ένα σκίτσο με δυο ποδοσφαιριστές που εξελίχθηκαν σε σημαίες των δυο συλλόγων, σε μια εποχή που αυτού του είδους οι παίκτες είναι είδος υπό εξαφάνιση. Στην αριστερή πλευρά βρίσκεται ο Φραντσέσκο Τότι, ένας πασίγνωστος θρύλος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που και τα 25 χρόνια της καριέρας του τα πέρασε στους Ρωμαίους. Σήμερα όμως θα μιλήσουμε για τον δεύτερο της εικόνας.
Ο Τσάβι Πριέτο γεννήθηκε στο Σαν Σεμπαστιάν και η παιδική του ηλικία ήταν συνυφασμένη με την πορεία της ομάδας της πόλης, της Ρεάλ Σοσιεδάδ, αφού η παρουσία στο γήπεδο αποτελούσε ιερή παράδοση για τη οικογένεια του. Ο μικρούλης Τσάβι απέκτησε το πρώτο του διαρκείας σε ηλικία μόλις 5 ετών (!) και η θέση του βρισκόταν δίπλα ακριβώς σε αυτή του πατέρα του, του θείου του και των ξαδέρφων του. Στα 9 του έγινε μέλος του συλλόγου και στα 16 κατάφερε να πετύχει το πρώτο σκέλος του ονείρου κάθε μικρού παιδιού. Να επιλεχθεί από την ομάδα που αγαπάει.
H επιλογή αυτή δεν ήταν τόσο απλή όσο ακούγεται. Ο Πριέτο ήταν από αυτά τα παιδιά που δεν είχαν επιλέξει να γραφτούν από νωρίς σε κάποια ακαδημία. Σε αντίθεση με τους περισσότερους επίδοξους ποδοσφαιριστές μέχρι και τα 16 του έπαιζε μπάλα μόνο με το σχολείο και με αυτοσχέδιες ομάδες με τους φίλους του. Όταν η «τσακαλοπαρέα» του αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή στις ακαδημίες της Σοσιεδάδ, κατάλαβε ότι η μεταπήδηση από το ένα είδος ποδοσφαίρου στο άλλο δεν είναι παιχνιδάκι, σαν αυτά της γειτονιάς. “Στο πρώτο μου δοκιμαστικό τα θαλάσσωσα γιατί ήμουν πολύ αγχωμένος. Την επόμενη φορά πήγαν πάλι όλα στραβά. Επειδή όλοι οι υποψήφιοι παίζαμε στο κέντρο και την επίθεση, ζήτησαν από μένα να παίξω ως σέντερ μπακ. Ακόμα κι όταν τελικά με επέλεξαν, με έστειλαν με τη μια δανεικό στην Ερνάνι, μια ερασιτεχνική ομάδα λίγο έξω από την πόλη”.
Η περίοδος προσαρμογής στους κόλπους της Ρεάλ Σοσιεδάδ κράτησε σχεδόν τρία χρόνια και δεν ήταν καθόλου εύκολη. “Οι υπόλοιποι έκαναν κανονική προπόνηση μαζί για χρόνια, εγώ ως τότε έπαιζα μπάλα μόνο με τους φίλους μου. Το έβλεπα και μόνος μου πως δεν ήμουν έτοιμος”. Η καθυστερημένη επιβράβευση ήρθε τη σεζόν 2003-04. Ο 20χρονος Πριέτο είχε γίνει μέλος της πρώτης ομάδας και τον Οκτώβριο φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της σε έναν αγώνα κυπέλλου με την Οβιέδο. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, και αφού είχαν προηγηθεί μερικές συμμετοχές ως αλλαγή συνήθως σε θέση έξω δεξιά, βρήκε μια χρυσή ευκαιρία να δείξει τα διαπιστευτήρια του και την έπιασε από τα μαλλιά.
Σε έναν εκτός έδρας αγώνα με τη Ρεάλ στην τελευταία αγωνιστική ο προπονητής του τον ξεκίνησε βασικό και ο νεαρός μεσοεπιθετικός του έδειξε πως μπορεί να τον υπολογίζει κανονικά για το μέλλον. Η Σοσιεδάδ πέτυχε μια ιστορική νίκη μέσα στη Μαδρίτη με 1-4, με τον Βάσκο χαφ να σκοράρει δυο φορές, τη δεύτερη με ένα πέναλτι εκτελεσμένο α λα Πανένκα. Στα 20 σου και στη δεύτερη συμμετοχή σου ως βασικός το να δοκιμάζεις πανένκα μέσα στο Μπερναμπέου δεν είναι και πολύ συνηθισμένο. Όπως φάνηκε αργότερα, δεν ήταν και καθόλου τυχαίο αφού ο Πριέτο, που φημιζόταν για την ψυχραιμία και τα ηγετικά προσόντα του, ολοκλήρωσε την καριέρα του με 25/26 εκτελέσεις πέναλτι, ένα τρομερό νούμερο που τον τοποθετεί ανάμεσα στους κορυφαίους εκτελεστές στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Ο Πριέτο πανηγυρίζει ένα χατ-τρικ απέναντι στη Ρεάλ το 2013. Μέχρι και σήμερα παραμένει ένας από τους ελάχιστους αντιπάλους που έχουν κάνει χατ-τρικ μέσα στο Μπερναμπέου
Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια έγραψε πάνω από 100 συμμετοχές στο πρωτάθλημα, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ των Βάσκων τη σεζόν 05-06, μοίρασε αρκετές ασίστ και φόρεσε τη φανέλα της εθνικής U21 της Ισπανίας. Ένας νέος με πολύ καλή τεχνική, εξαιρετική ικανότητα στο να κοντρολάρει το ρυθμό του αγώνα και αρκετή ωριμότητα για την ηλικία του δεν περνούσε εύκολα απαρατήρητος. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής η ομάδα του είχε απορρίψει διάφορες προτάσεις γι’αυτόν, με πιο γνωστή από όλες μια από τη Βαλένθια που εκείνα τα χρόνια διεκδικούσε τον τίτλο.
Το καλοκαίρι του 2007 ήταν αυτό που σημάδεψε ουσιαστικά την καριέρα του. Μετά από μια τραγική σεζόν (τόσο κακή που σε αυτή αστόχησε και το μοναδικό πέναλτι της καριέρας του, σε ένα ντέρμπι με την Αθλέτικ) η Ρεάλ Σοσιεδάδ υποβιβάστηκε για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 40 χρόνια. Σαν άλλα κοράκια οι ενδιαφερόμενοι χτύπησαν άμεσα την πόρτα των Βάσκων. Στα 24 του και αφού είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις τα προηγούμενα χρόνια στην Πριμέρα, ο Πριέτο είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την καριέρα του σε μια ομάδα από το πάνω ράφι. Ανάμεσα στις αρκετές επιλογές που του δόθηκαν εκείνη την περίοδο, κάποιες ξεχώριζαν. Υπήρχε η σπουδαία Βαλένθια, που θα αγωνιζόταν στο Τσάμπιονς Λιγκ, η ισχυρή τότε Σαραγόσα, που είχε κερδίσει την έξοδο της στο ΟΥΕΦΑ, η Αθλέτικ Μπιλμπάο, που του πρόσφερε τη δυνατότητα να παραμείνει κοντά στο σπίτι του με ένα αισθητά καλύτερο συμβόλαιο, και ο Άγιαξ του Χενκ τεν Κάτε που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και που, επίσης, του άνοιγε τις πόρτες για τον μαγικό κόσμο του Τσάμπιονς Λιγκ.
Με τα οικονομικά του συλλόγου να βαράνε κόκκινο και τους παίκτες να είναι απλήρωτοι για αρκετούς μήνες, η διοίκηση δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον αφήσει να φύγει, καθώς ήταν ο μόνος που μπορούσε να φέρει ένα αξιοσέβαστο ποσό στα άδεια ταμεία. Το δίλημμα γι’αυτόν θεωρητικά δεν ήταν δύσκολο. Από τη μια πλευρά υπήρχε το ανταγωνιστικό επίπεδο της Πριμέρα, η προοπτική του Τσάμπιονς Λιγκ, η πιθανότητα να κερδίσει μια κλήση στην εθνική Ισπανίας και ένα πολύ καλύτερο συμβόλαιο. Για την ακρίβεια, το πρώτο του σοβαρό συμβόλαιο αφού μέχρι τότε έπαιρνε κάτι ψίχουλα που είχε συμφωνήσει με τη διοίκηση τέσσερα χρόνια πριν, όταν ήταν ακόμα ένας άβγαλτος πιτσιρικάς που μόλις τον είχαν ανεβάσει από τις ακαδημίες! Από την άλλη πλευρά υπήρχε μια κατεστραμμένη ψυχολογικά, και όχι μόνο, ομάδα (την επόμενη χρονιά μπήκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης λόγω των χρεών της) που καλούταν να αντιμετωπίσει ομάδες όπως η Σαλαμάνκα, η Ράθινγκ Φερόλ και η Πόλι Εχίδο.
Κανένας στο Σαν Σεμπαστιάν δεν θα τον κατηγορούσε αν θα έφευγε κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ακόμα και μέσα στην οικογένεια του υπήρχαν κάποιοι που τον προέτρεπαν να μη χαραμίσει τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του στην αφάνεια. Κι όμως, ο Τσάβι Πριέτο έμεινε.
Τη λογική πίσω από αυτή την απόφαση δεν μπορεί να την κατανοήσει κάποιος που δεν έχει αγαπήσει παράφορα μια ομάδα. Που δεν έχει περάσει αμέτρητες ώρες της παιδικής του ηλικίας σκεπτόμενος ότι κάποτε θα φορέσει τη φανέλα της, θα την οδηγήσει σε μια σημαντική επιτυχία και θα λατρευτεί από τον κόσμο σε ένα γήπεδο που βλέπει ως το δεύτερο σπίτι του. Πολλά χρόνια μετά ο ίδιος ο Πριέτο προσπάθησε να την εξηγήσει, χωρίς όμως να νοιάζεται ιδιαίτερα για το αν θα γίνει απόλυτα κατανοητός: “Καταλαβαίνω πως ακούγεται αυτό σε κάποιους και γνωρίζω ότι επαγγελματικά θα ήταν καλύτερα από όλες τις απόψεις να παραμείνω σε μια ομάδα πρώτης κατηγορίας ή να πάω στο εξωτερικό. Δεν πιστεύω όμως ότι θα ήμουν πιο ευτυχισμένος οπουδήποτε αλλού. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου με άλλη φανέλα, να τον δω να παίζει κάπου αλλού. Έτσι έβαλα στόχο να ανεβάσουμε ξανά την ομάδα και όταν τελικά το καταφέραμε ένιωσα πιο χαρούμενος από ποτέ. Αυτό μετρούσε παραπάνω από όλα για μένα.”
Τη δύσκολη αυτή απόφαση ακολούθησαν μερικές ακόμα πιο ζόρικες στιγμές, με συχνές αλλαγές στη διοίκηση και στον πάγκο, με αρκετά πισωγυρίσματα και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Στο αγωνιστικό σκέλος, η Ρεάλ Σοσιεδάδ κατάφερε να χύσει την καρδάρα με το γάλα στις τελευταίες αγωνιστικές, να χάσει την άνοδο και να βυθιστεί ακόμα περισσότερο σε ένα κλίμα αβεβαιότητας και απογοήτευσης. Οι Βάσκοι έμειναν τελικά τρία χρόνια στη Σεγούντα, ο Πριέτο δήλωνε παρών σε όλες τις δύσκολες στιγμές, προσθέτοντας άλλες 100 συμμετοχές σε μια κατηγορία με διαφορετικές απαιτήσεις, και τελικά επέστρεψαν μαζί στην Πριμέρα μετά κόπων και βασάνων το 2010.
Στα 27 του πλέον, δεν ήταν ένας ανερχόμενος, ταλαντούχος μεσοεπιθετικός αλλά ένας κατασταλαγμένος και μπαρουτοκαπνισμένος ποδοσφαιριστής που είχε κερδίσει για τα καλά την αγάπη και τον σεβασμό κάθε φίλαθλου της ομάδας από το Σαν Σεμπαστιάν. Η δεύτερη ανταμοιβή του για τη δύσκολη επιλογή του ήρθε λίγο μετά την άνοδο. Το 2012, στην πρώτη του σεζόν ως αρχηγός της ομάδας, η Ρεάλ Σοσιεδάδ τερμάτισε 4η και κέρδισε το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ, όπου αντιμετώπισε ομάδες όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Λιόν και η Λεβερκούζεν.
Με μια καθυστέρηση έξι ετών έβλεπε από κοντά το σεντόνι να κουνιέται και ζούσε αυτή την εμπειρία εκεί που πραγματικά ήθελε να βρίσκεται. Στο Ανοέτα, με τον πατέρα του, τον θείο του και τα ξαδέρφια του να τον παρακολουθούν από τις ίδιες ακριβώς θέσεις που κάθονταν μια ζωή. Σε αυτές τις θέσεις έχει επιστρέψει σήμερα και ο ίδιος, αφού από τη μέρα που κρέμασε τα παπούτσια του δίνει το παρών σε κάθε αγώνα μαζί με τα τρία παιδιά του.
Μετά από 15 χρόνια και 529 αγώνες που φόρεσε τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας (5ος στη σχετική λίστα συμμετοχών της Σοσιεδάδ) ο Τσάβι Πριέτο είπε το 2018 αντίο στο ποδόσφαιρο με τον τρόπο που αρμόζει σε έναν ποδοσφαιριστή-σημαία: Με καθολική αποθέωση από ένα γήπεδο γεμάτο με ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος με αυτόν, με την αγαπημένη του ομάδα να τοποθετεί στο τελευταίο παιχνίδι το πρόσωπο του στη θέση του σήματος της και με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα από τους φιλάθλους των περισσότερων ισπανικών ομάδων που αναγνώρισαν το ταλέντο και τις αξίες του αλλά και το γεγονός ότι δεν προκάλεσε ποτέ κανέναν.
Αν και κατέχει δίπλωμα προπονητή, για την ώρα δεν σκοπεύει να επιστρέψει στους αγωνιστικούς χώρους. Εξαίρεση αποτελούν οι αγώνες παλαίμαχων και οι διάφορες εκδηλώσεις στις οποίες τον καλούν και η ομάδα και η Λίγκα. Το όνομα του πάντως συνεχίζει να μνημονεύεται πολύ συχνά στις, άκρως επιτυχημένες τα τελευταία χρόνια, ακαδημίες της Ρεάλ Σοσιεδάδ, καθώς χρησιμοποιείται από τους προπονητές ως ιδανικό παράδειγμα για να δείξουν στους νέους ότι μπορείς να κάνεις πετυχημένη καριέρα και να αποκτήσεις υστεροφημία και χωρίς να φύγεις ποτέ από την ομάδα που αγαπάς.
Όταν δε του υπενθυμίζει κάποιος ότι αν και αρκετά ταλαντούχος ολοκλήρωσε μια μεγάλη καριέρα χωρίς να σηκώσει μια κούπα, απαντάει: “Όταν ήμουν μικρός το όνειρο μου δεν ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Ήταν να παίξω στη Ρεάλ Σοσιεδάδ”.