Όλοι ξέρουμε έναν ψηλό Πορτογάλο επιθετικό, ωραιοπαθή, αλλαζονικό όσο δεν πάει, αλλά οπωσδήποτε σπουδαίο γκολτζή, έναν μορφονιό που μεταξύ άλλων γουστάρει να φοράει σκουλαρίκι. Όλοι γνωρίζουμε τουλάχιστον έναν τέτοιο. Σήμερα θα μιλήσουμε για τον άλλον.
Τον πιο τραγικό ίσως από όλους τους “νέους Τζορτζ Μπεστ” (Τζίτζι Μερόνι, Χόρχε “Μάχικο” Γκονζάλεζ, Πολ Γκασκόιν…), τον Βίτορ Μπαπτίστα. Η Πορτογαλία είναι οπωσδήποτε μια χώρα που αγαπά το ποδόσφαιρο κι αυτό της το ανταποδίδει: πρωταθλήτρια Ευρώπης τη στιγμή που μιλάμε, χώρα που γέννησε κι ανέθρεψε μεγάλους παίκτες και σπουδαίους προπονητές. Όμως, ας το παραδεχτούμε· δεν είναι και η πιο ροκενρόλ χώρα του πλανήτη (φέρτε στο μυαλό σας τον Φερνάντο Σάντος, ναι). Φανταστείτε τώρα λίγο πως βρισκόμαστε μισό αιώνα πριν, κι ενώ πάνω από τη μικρή, φτωχή και βαθιά καθολική χώρα της Ιβηρικής βαραίνει ο ίσκιος ενός πατερναλιστικού, δικτατορικού καθεστώτος, που θα διαρκούσε σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια. Και τώρα φανταστείτε, σε αυτή τη συντηρητική Πορτογαλία των αρχών της δεκαετίας του 1970, έναν μακρυμάλλη, μουσάτο τύπο να καταφθάνει στο γήπεδο για προπόνηση φορώντας λουλουδάτο πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, σκισμένα τζιν, δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα και σανδάλια με τακούνια ενώ, βλέποντάς τον, μαυροφορεμένες γριές καθισμένες στα κατώφλια σταυροκοπιούνται και μουστακαλήδες συνάδελφοί του, ντυμένοι με κοστούμι-γραβάτα, σκουντιούνται. «Μόνο ο Μπάρι Γκιμπ των Bee Gees ντυνόταν έτσι», θυμάται ο συμπαίκτης του στην Μπενφίκα Αντόνιο Σιμόες.
Και ο Βίτορ Μπαπτίστα. “Ο Μεγαλύτερος”, πορτογαλιστί “O Maior” παρατσούκλι που ο ίδιος απένειμε κάποια στιγμή στον εαυτό του, υπονοώντας ίσως ότι ήταν ο διάδοχος του Τζορτζ Μπεστ, “Του Καλύτερου”.
Με την αγαπημένη του Τζάγκουαρ
Ο Μεγαλύτερος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια παράγκα στην Καμαρίνια, μια φτωχογειτονιά του Σετούμπαλ. Αργότερα θα διένυε τα 40 χλμ. που χωρίζουν το Σετούμπαλ από την Λισαβώνα σε μια Τζάγκουαρ με σωφέρ (!). Κι αν στις μέρες μας ένας ποδοσφαιριστής με ακριβό αυτοκίνητο δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, μιλάμε, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, για μια εποχή που ο ακριβότερος παίκτης της Πορτογαλίας σκεφτόταν ακόμη και το τάλιρο, πορτογαλιστί το κόντο.
Ο μικρός Βίτορ μεγαλώνει με τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του μέσα στην μιζέρια. Τρέχει ξυπόλητος, παίζει μπάλα, χαρτιά και ποδοσφαιράκι, κλαίει γοερά όταν χάνει αλλά χάνει σπάνια. Ξεχωρίζει από πολύ μικρός καθώς είναι ο πιο ψηλός, ο πιο γρήγορος, ο πιο ταλαντούχος. Με τους κολλητούς του κλέβουν φρούτα για να τα πουλήσουν στους περαστικούς και να βγάλουν κανά χαρτζιλίκι κι ο Βίτορ, πιστός καθολικός κι αυτός, προσεύχεται στον Άγιο Αντώνιο να μην τον πιάσουν. Είναι ένα παιδάκι κλειστό, σιωπηλό, μελαγχολικό αλλά έχει τους λόγους του. Είναι 10 χρονών όταν πεθαίνει ο μπαμπάς του και 13 όταν πιάνει δουλειά σε ένα μπακάλικο αρχικά, βοηθός σε έναν ηλεκτρολόγο μετά. Κάπου τότε, την εποχή πάνω κάτω που γεννιέται στο Σετούμπαλ ένα ακόμη ένδοξο τέκνο της πόλης, ο Ζοζέ Μουρίνιο, κάποιο έμπειρο μάτι αναγνωρίζει τον ταλέντο του Βίτορ σε ένα ματς φούτσαλ: φοβερό σουτ με τα δυο πόδια, ασυγκράτητος στην περιοχή, καλός στις κεφαλιές, άγνοια κινδύνου και μια αυτοπεποίθηση που δε γνωρίζει όρια. Η μεγάλη ομάδα της πόλης, η Βιτόρια, τον αναλαμβάνει. Μπαίνει εσωτερικός σε ένα οικοτροφείο, με εξασφαλισμένο ύπνο, φαγητό κι ένα μικρό χαρτζιλίκι. Η μαμά του έχει ξαναπαντρευτεί, τα αδέρφια του έχουν φύγει, κι ο μικρός ποδοσφαιριστής με την τρυφερή ψυχή -μοιραζόταν με τα παλιά του γειτονόπουλα το μεσημεριανό του φαγητό- ελεύθερος από κάθε επιτήρηση αρχίζει να πίνει και να καπνίζει, να κάνει γενικότερα ό,τι του κατέβει. Αυτό δεν τον εμποδίζει να εντυπωσιάζει μέσα στο γήπεδο, με την τεχνική του και την ευκολία του στο σκοράρισμα. Ο Φερνάντο Βαζ, ένας επιδραστικός Πορτογάλος προπονητής ο οποίος τον γνωρίζει από πιτσιρικά -υπήρξε ένας από τους πελάτες στους οποίους ο Βίτορ πουλούσε κλεμμένα φρούτα στην Καμαρίνια – τον καθιερώνει βασικό στην πρώτη ομάδα. Θα κερδίσει τον πρώτο του τίτλο στα 19, στα 1967, μετά από τον πιο μακρύ τελικό του Κυπέλλου Πορτογαλίας (δύο παρατάσεις, 144 λεπτά, νίκη της Βιτόρια με 3- 2) κόντρα στην Ακαντέμικα. Αργότερα θα προωθηθεί στην επίθεση, από μέσος που έπαιζε πριν. Το 1971 σκοράρει 22 φορές σε 26 ματς στο πρωτάθλημα. Χάνει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ από τον γνωστό μας Αρτούρ Ζόρζε της Μπενφίκα.
Αποκτά έναν αέρα σταρ που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, κυρίως τον εαυτό του. «Μοιραζόμαστε το δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Ξύπνησα μια μέρα και τον βρήκα να κοιτάζεται στον καθρέφτη, να παίρνει πόζες και να μονολογεί: “Θεέ μου, γιατί με έκανες τόσο όμορφο;» θυμάται ο Φερνάντο Τομέ, μέσος της Σετούμπαλ. Κυκλοφορεί η ιστορία πως μια φορά έβαλε δυο γκολ στο πρώτο μισάωρο του αγώνα και πήγε μόνος του στα αποδυτήρια δηλώνοντας «Ο Μεγαλύτερος κέρδισε το ματς και πάει να ξεκουραστεί» αλλά είναι απίστευτη ακόμη και για έναν τέτοιο τύπο.
Το 1971 η μεγάλη τότε Μπενφίκα, στην οποία ήδη έπαιζαν ο Εουσέμπιο, ο Ρούι Ζορντάο, ο Ζόρζε κλπ. θα δώσει το μεγαλύτερο ποσό που δόθηκε ποτέ μέχρι τότε στο πορτογαλικό πρωτάθλημα (3 εκ. εσκούδος συν τρεις παίκτες) για να αποκτήσει αυτόν τον ψηλό, γεροδεμένο και παλαβιάρη παίκτη. Τότε λοιπόν, για να τιμήσει τη φήμη του, θα ταξιδέψει με σωφέρ μέχρι την πρωτεύουσα. Δε θα είναι ο πιο εκκεντρικός τρόπος μετακίνησής του. Λέγεται ότι μια φορά έφτασε καβάλα σε άλογο στην προπόνηση, συχνά ξυπόλητος, άλλες φορές με τα σανδάλια που περιγράψαμε πριν, κάποτε κουβαλώντας κασόνια με λάχανα και μήλα που καλλιεργούσε ο ίδιος στο κτήμα του για να τα προσφέρει στους συμπαίκτες του, άλλες μαζί με τον σκύλο του, τον οποίον και έδενε στο τέρμα να μην ενοχλεί. Του συγχωρούνται όλα, ή σχεδόν όλα.
Στην Μπενφίκα θα κερδίσει πέντε πρωταθλήματα κι ένα ακόμα Κύπελλο Πορτογαλίας σε εφτά χρόνια. Μόνο που η στατιστική δεν μπορεί να περιγράψει ότι κάπου στη μέση της καριέρας του στην ομάδα της Λισαβόνας, θα αρχίσει η σκληρή πτώση.
Γύρω στα 1974, σε μια περιοδεία της Μπενφίκα στην Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη, γνωρίζεται με τα ναρκωτικά. Λίγο αργότερα, θα συνάψει στενές σχέσεις με την ηρωίνη και η συνέχεια τραγική. Αρνείται να προπονηθεί «γιατί είναι ο Καλύτερος κι οι αντίπαλοι κουτσάλογα» ή γιατί δεν του αρέσει το γήπεδο, δίνει παραληρηματικές συνεντεύξεις, ζητά περισσότερα λεφτά και η Μπενφίκα τον πάει στα δικαστήρια, αποκαλεί τον Ζοζέ Μαρία Πεδρότο, προπονητή της Εθνικής Πορτογαλίας και παλιό του προπονητή στην Βιτόρια «ηλίθιο» πριν από ένα ματς με την Κύπρο όπου σκάει μύτη χωρίς παντελόνι, καταφτάνει με σαγιονάρες και πάλι ημίγυμνος στο αεροδρόμιο όπου τον περιμένει όλη η ομάδα για να πάνε στην ΕΣΣΔ για ένα ματς με τη Τορπίντο. Κάπου θα βρεθεί ένα παλτό να του ρίξουν πάνω του, αλλά μόλις φθάνουν στη Μόσχα δηλώνει μυστηριωδώς τραυματίας και αρνείται να παίξει. Το φοβερό είναι ότι, ενώ η κατανάλωσή του σε ναρκωτικά είναι τέτοια που δανείζεται λεφτά από φίλους και γνωστούς για να τα αγοράσει, εξακολουθεί να παίζει καλά κατά περιόδους, για την ακρίβεια χρόνο παρά χρόνο, και να σκοράρει με αρκετή άνεση, βάζοντας, τις καλές χρονιές, διψήφιο αριθμό γκολ.
Ψάχνοντας το πολύτιμο σκουλαρίκι
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1978, το Στάδιο ντα Λουζ φλέγεται για το τοπικό ντέρμπι της τρεις φορές σερί πρωταθλήτριας Μπενφίκα με τη Σπόρτινγκ. 54ο λεπτό, σέντρα στην περιοχή της Σπόρτινγκ, ο Βίτορ Μπαπτίστα κάνει το 1-0, οι συμπαίκτες του τρελοί από χαρά τρέχουν να τον αγκαλιάσουν. 70.000 θεατές θα δουν ξαφνικά τον χρόνο να σταματάει. Ο σκόρερ πιάνει το κεφάλι του, ακινητοποιείται, σκύβει στο χορτάρι, σαν κάτι να ψάχνει. Ψάχνει το διαμαντένιο σκουλαρίκι του που κάπου μέσα στους πανηγυρισμούς έπεσε στο χορτάρι. Μαζί του ψάχνουν φίλοι κι αντίπαλοι, ακόμη και θεατές. Μέχρι που βέβαια σφυρίζεται σέντρα και το ματς ξαναρχίζει. Όχι για όλους. Ο Βίτορ μένει στην μικρή περιοχή να σκαλίζει το χόρτο σε αναζήτηση του πολύτιμου σκουλαρικιού. “Μου κόστισε 12 κόντος [=12.000 εσκούδος, 60€ ας πούμε σημερινά]! Πιο πολύ από το πριμ του ματς! Αν δεν το βρω δεν παίζω!”. Με τα πολλά πείστηκε να αφήσει για λίγο τις έρευνες αλλά, τι τα θέλετε, όταν κάτι σοβαρό μάς απασχολεί πού να βρεθεί μυαλό για ποδόσφαιρα… Οι σέντρες και οι πάσες σφύριζαν γύρω του, ο Μεγαλύτερος δεν έπαιρνε χαμπάρι. Περίμενε τη λήξη του αγώνα για να ψάξει με την ησυχία του. Το σκουλαρίκι δε βρέθηκε ποτέ. Οι συμπαίκτες του έκαναν έρανο για να του πάρουν καινούριο καθώς, αστεία αστεία, ήταν ο σκόρερ του μοναδικού και νικητήριου γκολ.
Ως φύλακας νεκροταφείου
Αλλά το τέλος του στην Μπενφίκα είναι πολύ κοντά. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά όταν αρχίζει τις παρανοϊκές κρίσεις. Περνάει από ψυχιατρικά τεστ την ίδια στιγμή που υπογράφει στην πλάτη της διοίκησης συμβόλαιο με την Βιτόρια. Έτσι κι αλλιώς φεύγει σαν κυνηγημένος από τη Λισαβόνα. Στο Σετούμπαλ απαιτεί απίθανα λεφτά και καθώς η Βιτόρια αδυνατεί να ανταποκριθεί, προσφέρεται να οργανώσει ταυρομαχίες (!) για να συγκεντρωθούν τα χρήματα. Μια λάθος συνεννόηση -αμελεί να κανονίσει να έρθουν οι ταύροι- και η περιπέτεια τελειώνει σε λίγους μήνες. Μετά από ένα πέρασμα στην Μποαβίστα, θα διασχίσει τον Ατλαντικό για να κάνει λίγα μεροκάματα στην Καλιφόρνια, στους Σαν Χοσέ Ερθκουέηκς, το 1980. Εκεί, στη μακρινή Δύση, μέσα σε λίγες εβδομάδες θα προλάβει να συναντηθεί με το πρότυπό του, δηλαδή τον αυθεντικό Τζορτζ Μπεστ, να απαιτήσει μια άσπρη Κορβέτ για να υπογράψει συμβόλαιο, να χάσει την εν λόγω Κορβέτ, να τα μαζέψει και να φύγει. Γυρίζει στην Πορτογαλία σε άθλια χάλια. Αδέκαρος, εθισμένος, μόνος καθώς χωρίζει με την γυναίκα του, άρρωστος από ηπατίτιδα, παίζει σε απίθανες ομάδες ερασιτεχνικών κατηγοριών και συμπληρώνει το εισόδημά του κάνοντας μικροκλοπές. Μπαινοβγαίνει στη φυλακή μέχρι που αποφασίζει να ξαναγυρίσει στην γενέθλια πόλη. Εκεί ο δήμος, σε ανάμνηση του παίκτη που υπήρξε, του προσφέρει μια δουλειά φύλακα σε νεκροταφείο. Τα βράδια τον διώχνουν κακήν κακώς από τα μπαρ όπου κάποτε υπήρχαν αφίσες του.
Θα πεθάνει στα 51 του αφήνοντας πίσω τον θρύλο του, ενός ψηλού και δυνατού επιθετικού, ωραιοπαθή κι αλαζονικού, ενός τρυφερού παιδιού που μεταξύ άλλων γούσταρε να φοράει σκουλαρίκι, όπως λέει και το τραγούδι που έγραψε γι΄αυτόν ο Πορτογάλος συνθέτης και τραγουδιστής Βιτορίνο: