Ο Στάνλεϊ Μάθιους και το παπούτσι που άλλαξε τα πάντα

Ο Στάνλεϊ Μάθιους ανήκει στις σπουδαιότερες μορφές που έχει βγάλει το βρετανικό ποδόσφαιρο και θεωρείται ως ο πρώτος σούπερ σταρ – ποδοσφαιριστής που γνώρισε το παγκόσμιο κοινό. Μία σπάνια προσωπικότητα, εντός και εκτός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, και ένας ντελικάτος ποδοσφαιριστής που δεν χαρακτηρίστηκε άδικα ως «ο μάγος της ντρίμπλας» σε μία εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν πολύ πιο σκληρό από αυτό των ημερών μας και το να περνάς συνεχώς τον προσωπικό σου αντίπαλο δεν ήταν καθόλου ακίνδυνο. Γεννημένος το 1915 στο Χάρνλεϊ, στην ευρύτερη περιοχή του Στόουκ, έδειξε από πολύ μικρός μία κλίση προς τον αθλητισμό καθώς ασχολήθηκε με τις μακρινές αποστάσεις, το μποξ και φυσικά το ποδόσφαιρο, παίζοντας αρχικά -που αλλού- στους δρόμους. Στα 17 του θα κάνει το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας, με την Στόουκ φυσικά, μετά από δύο χρόνια στην ακαδημία της ομάδας, αγωνιζόμενος ως «έξω δεξιά» και από τότε θα ξεκινήσει μία τεράστια καριέρα που κράτησε μέχρι και τα 50 του χρόνια. Αυτό που τον βοήθησε να φτάσει σε αυτό το εξωπραγματικό επίτευγμα ήταν ο υγιεινός τρόπος ζωής και η καθημερινή γυμναστική. Ο Μάθιους δεν κάπνισε ποτέ και δεν ήπιε ποτέ αλκοόλ. Έκανε αυστηρή διατροφή και ξεκινούσε πάντα την μέρα του στις 6 το πρωί κάνοντας τζόκινγκ σε μία εποχή που οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές κάπνιζαν ακόμα και στα ημίχρονα των αναμετρήσεων.

Όπως ήταν λογικό όταν η Αγγλία καταδέχτηκε να πάρει μέρος στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1950 στα γήπεδα της Βραζιλίας ο Μάθιους, που ήταν στην προχωρημένη «ποδοσφαιρικά» ηλικία των 35 ετών, βρέθηκε στην αποστολή μίας ομάδας γεμάτης από ταλέντο ως ηγετική μορφή. Ο στόχος φυσικά και δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την πρώτη θέση. Το τουρνουά διήρκεσε για την Αγγλία ακριβώς 8 μέρες, με την ομάδα να επιστρέφει (αρκετά ταπεινωμένη) με ένα Argonaut της BOAC πίσω στο Νησί έχοντας γίνει όμως σοφότερη καθώς οι Άγγλοι είχαν πλέον καταλάβει ότι η ιδιοκτησιακή αντίληψη περί ποδοσφαίρου (και ανωτερότητας ως οι ιδρυτές του) δεν αποτελούσε πια συνταγματικό τους δικαίωμα, την ίδια ώρα που ποδοσφαιριστές της Λατινικής Αμερικής συνδύαζαν την σκληρότητα, την τακτική και το αλέγκρο ατομικό ταλέντο με μια σπάνια μοναδικότητα.

Ο Μάθιους ζήτησε -και πήρε- ειδική άδεια ώστε να παραμείνει στη Βραζιλία για να παρακολουθήσει το τουρνουά, σε μία απόφαση που -άθελα του- άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο και την προσωπική του ζωή. Αφού παρακολούθησε τον αγώνα Βραζιλίας – Μεξικού κατευθύνθηκε στο πιο γνωστό αθλητικό μαγαζί του Ρίο και ζήτησε να δει ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια σαν αυτά που φορούσαν οι παίκτες της Σελεσάο. Τα παπούτσια των Βραζιλιάνων του είχαν κάνει τρομερή εντύπωση καθώς ήταν πιο λεπτά, πιο χαμηλά, χωρίς το σκληρό φούσκωμα στα δάχτυλα που τα έκανε πιο ανάλαφρα, βοηθώντας παράλληλα την επαφή με την μπάλα. Τα λάτρεψε και αγόρασε πέντε ζευγάρια. Με την επιστροφή του στην Αγγλία το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κατευθυνθεί στην εταιρεία Co – op (που την είχε χορηγό) και να δώσει ένα από αυτά στον υπεύθυνο σχεδιασμού ζητώντας να του φτιάξει παπούτσια πάνω σε αυτό το μοντέλο. Οι φήμες λένε ότι τον «λάδωσε» με μία κούτα ακριβά τσιγάρα. Αν και η πρώτη σκέψη ήταν ότι ένα τέτοιο παπούτσι δεν θα μπορούσε να βοηθήσει στα σκληρά μαρκαρίσματα, αφού άφηνε τον αστράγαλο εντελώς ακάλυπτο, ούτε όμως θα μπορούσε να αντέξει στον αγγλικό καιρό, το «πείραμα» ευτυχώς πέτυχε και ο Στάνλεϊ Μάθιους μπήκε στη νέα σεζόν, 1950-1951, με αυτό το νέο παπούτσι που τον βοήθησε να πραγματοποιήσει ακόμα καλύτερες εμφανίσεις.

Η Στόουκ τερμάτισε στην 3η θέση, φτάνοντας μέχρι και τον τελικό του Κυπέλλου, με τον Μάθιους να σερβίρει πολλά από τα 35 γκολ του σπουδαίου Σταν Μόρτενσεν, με την ομάδα να πατάει αρκετά πάνω στην τακτική των Βραζιλιάνων που ήθελε κίνηση χωρίς την μπάλα στους κενούς χώρους ειδικά από τους αμυντικούς της ομάδας, εκστασιάζοντας το κοινό της Αγγλίας με τις εμφανίσεις της. Με αυτό το σχέδιο παπουτσιού ο Στάνλεϊ Μάθιους αγωνίστηκε στον τελικό Κυπέλλου του 1953 απέναντι στην Μπόλτον, στο καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του, που έμεινε στην ιστορία ως «Ο τελικός του Μάθιους» κατακτώντας τον πρώτο τίτλο της καριέρας του, στα 38 του χρόνια, ανατρέποντας το εις βάρος τους 1-3, σε 4-3, με το γκολ του Μπιλ Πέρι, από δική του ασίστ, στις καθυστερήσεις. Ο Μάθιους πήρε το μετάλλιό του από την Βασίλισσα Ελισάβετ την ίδια ώρα που έβλεπε το ένα παπούτσι του σχισμένο από την υπερπροσπάθεια και τα μαρκαρίσματα των αντιπάλων και αυτή ήταν μία στιγμή που -όπως έλεγε ο ίδιος χαμογελώντας- ισορροπούσε ανάμεσα στο αστείο και το σοβαρό θυμίζοντάς του, με τον καλύτερο τρόπο, από που ξεκίνησε (την φτώχεια, παίζοντας ποδόσφαιρο στους δρόμους) και που έφτασε (να βραβεύεται δηλαδή από την Βασίλισσα μπροστά σε 100.000 κόσμου στο Γουέμπλεϊ). Από την άλλη η Co – op που έδινε στον Μάθιους 20 λίρες την εβδομάδα για να φοράει τα παπούτσια της είδε τις πωλήσεις της να αγγίζουν, για την επόμενη πενταετία, το μισό εκατομμύριο ζευγάρια αλλάζοντας ουσιαστικά τον χάρτη σε ότι είχε να κάνει με την ποδοσφαιρική υπόδηση της εποχής. Τρία χρόνια αργότερα, το 1956, η ΟΥΕΦΑ θα θεσπίσει το Βραβείο της Χρυσής Μπάλας με τον 41χρόνο Στάνλεϊ Μάθιους, ως παίκτης της Μπλάκπουλ πια, να παίρνει το βραβείο σε μία στιγμή τιμής για όλα αυτά που είχε προσφέρει στο ποδόσφαιρο, ντριμπλάροντας, πασάροντας και φυσικά σκοράροντας όμορφα τέρματα τόσο στα γήπεδα της Αγγλίας όσο και σε αυτά του κόσμου με την φανέλα των Τριών Λιονταριών.

Το 1954 λίγο πριν το Μουντιάλ της Ελβετίας η αθλητική εταιρεία adidas, με μόλις δύο χρόνια από το νέο της και κλασικό πλέον λόγκο με τις τρεις γραμμές- θα πάει το μοντέλο του Στάνλεϊ Μάθιους ένα βήμα παραπέρα καθώς θα ενισχύσει το δέρμα στο χαμηλό της ποδοσφαιρικό παπούτσι δίνοντας όμως το δικαίωμα στους αθλητές να αλλάζουν τάπες, κάτι που όπως είχαν παραδεχτεί οι Γερμανοί τους βοήθησε για να φτάσουν στην κατάκτηση του τροπαίου απέναντι στους ανίκητους Ούγγρους. Εκείνο το χαμηλό ποδοσφαιρικό παπούτσι -στο όριο της παντόφλας- που είχαν δει οι συμπαίκτες του Μάθιους ξεσπώντας σε γέλια στην πρώτη προπόνηση της σεζόν, με τον προπονητή του Τζο Σμιθ να τον θεωρεί τρελό λόγω του ακάλυπτου αστραγάλου, είχε εξελιχθεί στη νέα τάση που επικράτησε δειλά-δειλά σε ολόκληρο τον πλανήτη, δίνοντας -ειδικά- στους ντελικάτους ποδοσφαιριστές καλύτερη αίσθηση του κοντρόλ αφήνοντας το πόδι να νιώσει την μπάλα όχι σαν κάτι ξένο που έρχεται βίαια στο αυτό αλλά ως προέκταση του δικής τους ποδοσφαιρικής προσωπικότητας. Κι αυτό ήταν πραγματικά κάτι μοναδικό.

Στις μέρες μας οι περισσότεροι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές έχουν παπούτσια με την υπογραφή τους με τις μεγάλες αθλητικές εταιρείες να τους πληρώνουν πολλά εκατομμύρια ώστε να τους έχουν στο δυναμικό τους. Στους πιο ακριβοπληρωμένους της εποχής μας, οι τρεις από αυτούς (ο Χάαλαντ, ο Σαλάχ και ο Γκρίλις) αγωνίζονται στα γήπεδα της Αγγλίας, όπως έκανε και πριν 70-80 χρόνια ο Στάνλεϊ Μάθιους, ανοίγοντας δρόμο και σε αυτό το κομμάτι. Η Πρέμιερ Λιγκ είναι πανέτοιμη να ξεκινήσει και για φέτος γεμάτη από πολλή ταλέντο, μεγάλες ομάδες, άφθονη λάμψη και πολύχρωμα πλέον παπούτσια που πολλές φορές είναι πιο λαμπερά ακόμα κι από ένα τρόπαιο μιας και το μάρκετινγκ και γενικά η εικόνα έχει μπει για τα καλά στον αθλητισμό εδώ και πολλά χρόνια. Σημαντικές μορφές όπως ο Μαραντόνα, ο Κρόιφ, ο Μπεκενμπάουερ, ο Μπάτζιο, ο Ρονάλντο, ο Μέσι και ο Κριστιάνο  έχουν συνδυάσει την εικόνα τους με μία αθλητική εταιρεία και ένα παπούτσι με τον Στάνλεϊ Μάθιους να αποτελεί πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα.

Ο Μάθιους έβαλε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα στα 50 του χρόνια στο Τορόντο το 1965 σε μία σεζόν που πήρε τον τίτλο του Σερ ως ο πρώτος και μοναδικός εν ενεργεία επαγγελματίας αθλητής που το καταφέρνει. Ο ίδιος πάντως θεωρούσε ότι δεν άξιζε αυτή τη βράβευση και ότι για το μόνο που ίσως άξιζε να ακούσει έναν καλό λόγο ήταν το γεγονός ότι λάτρεψε το ποδόσφαιρο και πάλευε κάθε μέρα για να το κάνει καλύτερο και πιο όμορφο. Το 2002, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του στα 85 του χρόνια, το όνομά του μπήκε για πάντα στο Hall Of Fame του Αγγλικού Ποδοσφαίρου για την προσφορά του και το ήθος του σε μία καριέρα που μέτρησε 33 χρόνια χωρίς να αποβληθεί και να πάρει ποτέ κάρτα. Τα παπούτσια του από τον τελικό του 1953 πουλήθηκαν σε δημοπρασία το 2010 για 43.000 ευρώ.