Είναι φυσιολογικό σε κάθε μεγάλη χώρα που βγάζει κάποιον σπουδαίο ποδοσφαιριστή, η ανάγκη να χριστεί κάποιος διάδοχός του να είναι μεγάλη. Στην Ολλανδία μπορεί να μην υπάρχει η λατινοαμερικάνικη τρέλα για νέους Μαραντόνα και Πελέ, καθώς το όνομα Κρόιφ προκαλεί δέος, αλλά “νέοι φαν Μπάστεν” υπήρξαν. Δίκαια ή άδικα, ο Ρούτγκερους Γιοχάνες Μαρτίνους ή (αν δεν θέλετε να λέτε ολόκληρο το όνομα που μοιάζει με Ρωμαίο μονομάχο) πιο απλά Ρουντ φαν Νίστελροϊ πήρε αυτή την ταμπέλα. Χρόνια αργότερα θα ερχόταν σε μεγάλη κόντρα με τον φαν Μπάστεν, όταν ο δεύτερος ως προπονητής της Ολλανδίας δεν θα τον ξεκινούσε στο παιχνίδι με την Πορτογαλία στη φάση των 16. Η Ολλανδία αποκλείστηκε από το Μουντιάλ του 2006 και ο Ρουντ δεν συγχώρεσε τον φαν Μπάστεν.
Ανεξάρτητα όμως από τη σύγκριση και τη γνώμη που μπορεί να έχει ο καθένας, πιο ποιοτικός και ντελικάτος ο Μάρκο, με απίστευτη αίσθηση του γκολ που μόνο παίκτες σαν τον Πίπο Ιντζάγκι είχαν ο φαν Νίστερλοϊ, η αλήθεια είναι μία. Ο Ρουντ ήταν μια μηχανή των γκολ. Χωρίς να υπολείπεται σε τεχνική και σε τελειώματα, αλλά κυρίως λόγω της απίστευτης έκτης ποδοσφαιρικής αίσθησης που μόνο τα μεγάλα φορ έχουν. Κι όμως, μπορεί να μη θαυμάζαμε ποτέ τον Ολλανδό ως στράικερ. Στη μικρή ντεν Μπος ξεκίνησε ως κεντρικό χαφ και για καιρό έπαιζε εκεί, πριν μετακομίσει μπροστά οριστικά κι αμετάκλητα παίζοντας στις μικρότερες κατηγορίες. Κι από εκεί πέρα έγιναν όλα ιστορία. Με ένα πενιχρό ποσό μετακόμισε στη Χέρενφεεν και μόλις στα 22 του, έκανε τη διαφορά σε ένα πρωτάθλημα όπως το ολλανδικό που βγάζει παραδοσιακά σπουδαίους σκόρερ.
Τον Αύγουστο του 1997 σκόραρε απέναντι στη Μπρέντα το πρώτο από τα 13 του γκολ με τις καρδούλες και η επόμενη σεζόν έφερε την πρόταση από την PSV που έσπασε το ρεκόρ μεταγραφής με τον Ρουντ να μετακομίζει στο Αϊντχόφεν. Εκεί που παίκτες όπως Ρονάλντο και Ρομάριο έφτιαξαν όνομα. 31 γκολ στο πρωτάθλημα, άλλα 6 στην Ευρώπη, Χρυσό Παπούτσι και φυσικά καλύτερος παίκτης στην Ολλανδία. Το ευρωπαϊκό του χατ τρικ στο Τσάμπιονς Λιγκ με την Ελσίνκι έκανε το όνομά του γνωστό και σε άλλες χώρες. Ήταν τα διαπιστευτήριά του. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα με την PSV ενώ σκόραρε περίπου 0,8 γκολ ανά παιχνίδι, μέσος όρος υψηλότατος. Από την μικρή πόλη Ος, στα ευρωπαϊκά σαλόνια, το ταξίδι ήταν γεμάτο γκολ.
Σουτ τούβλα, ντρίμπλες και κινήσεις μεγάλου παίχτου
Ήταν εκείνη η περίοδος που ο γιος του σερ Άλεξ Φέργκιουσον βρέθηκε στην Ολλανδία για να συνεχίσει την ποδοσφαιρική του καριέρα μετά τη Γιουνάιτεντ και τη Γουλβς. Στις ποδοσφαιρικές κουβέντες της χώρας ένα όνομα ακουγόταν. Αυτό του Ρουντ. Ο Ντάρεν Φέργκιουσον έκανε προπονήσεις στη Χέρενφεεν κι οι άνθρωποι εκεί μιλούσαν με τα καλύτερα. Ο Ολλανδός φορ είχε μετακομίσει στο Αϊντχόφεν κι έκανε πράγματα και θάματα με τη φανέλα της PSV. Ο εκστασιασμένος Ντάρεν Φέργκιουσον είδε κι αυτός τα κατορθώματα του Ρουντ κι ενημέρωσε αμέσως τον πατέρα του. Ο σερ Άλεξ του απάντησε ότι τον γνωρίζει κι ότι είναι στα υπ’ όψιν της Γιουνάιτεντ. “Ε, τότε τι κάνετε; Υπογράψτε τον“, είπε ξανά ο Ντάρεν. Μια βδομάδα αργότερα, απεσταλμένοι της Γιουνάιτεντ (ανάμεσά τους κι ο αδερφός του σερ Άλεξ) πήγαν και τον είδαν από κοντά. Την επόμενη ημέρα αποφάσισαν να τον πάρουν.
Η μεταγραφή τελικά έκλεισε ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν όλοι. Ο Ρουντ όμως έπρεπε να περιμένει μια χρονιά ακόμα. Κουβαλούσε ένα πρόβλημα στο γόνατο, οι άνθρωποι της Γιουνάιτεντ ανησύχησαν και ζήτησαν μετά τις εξετάσεις να τον δοκιμάσουν για να δουν αν το έχει ξεπεράσει. Η PSV αρνήθηκε, λέγοντας ότι ο παίκτης είναι μια χαρά και ότι οι γιατροί της το επιβεβαιώνουν. Η μεταγραφή χάλασε. Αντί να γίνει η προγραμματισμένη παρουσίαση του παίκτη, έγινε ανακοίνωση ότι η μετακίνηση… αναβάλλεται. Η Γιουνάιτεντ φάνηκε ότι τελικά είχε δίκιο. Ο φαν Νίστελροϊ έκανε επέμβαση στους χιαστούς, η μεταγραφή έμεινε στον αέρα κι ο ίδιος από εκεί που ετοίμαζε βαλίτσες για την Πρέμιερ Λιγκ, έμεινε σπίτι του σχεδόν για μια χρονιά.
Ο Φέργκιουσον πάντως δεν ξέγραψε ποτέ τον παίκτη. Παρακολουθούσε στενά την πορεία της αποθεραπείας του και παρ’ ότι τη σεζόν 2000-01 ο Ολλανδός έπαιξε σε δέκα μόλις παιχνίδια χωρίς να μαγέψει, η πολυπόθητη μεταγραφή έγινε το επόμενο καλοκαίρι. Με ένα ποσό στα 19 εκατομμύρια λίρες, που ακούγεται παιδικό πλέον, αλλά τότε ήταν ρεκόρ. Ο Ρουντ παρά τη σοβαρή επέμβαση δεν επηρεάστηκε. Η πορεία του στη Γιουνάιτεντ και το ρίσκο με το γόνατό του δικαίωσαν την εμπιστοσύνη του Φέργκιουσον. Στο Μάντσεστερ έμεινε πέντε σεζόν, σχεδόν όλες εξαιρετικές, με κορυφαία αυτή το 2002-03 με 44 γκολ σε 55 αγώνες. Το πιο εντυπωσιακό; Πέρασαν 138 γκολ για να σκοράρει για πρώτη φορά ένα γκολ εκτός περιοχής. Το μοναδικό του στη θητεία του στο Ολντ Τράφορντ. Η μεγάλη περιοχή ήταν το σπίτι του ή μάλλον το βασίλειό του. Οι κόντρες με τον Ανρί (στο σκοράρισμα) και με τον Κίουον (στην άμυνα των Γκάνερς) αξέχαστες. Θα ήταν όμως εξαιρετικά άδικο να τον πούμε απλά έναν Ιντζάγκι ή ότι δεν μπορούσε να κάνει κι άλλα πράγματα. Αλλιώς δεν θα σκόραρε ποτέ αυτό το ιστορικό γκολ με τη Φούλαμ:
Παρά τα εξαιρετικά του ποσοστά στο σκοράρισμα, ο Ρουντ δεν κέρδισε πολλούς τίτλους με τη Γιουνάιτεντ. Έπεσε σε μια μεταβατική περίοδο της ομάδας, ενώ απέναντι υπήρχε και η “ανίκητη” Άρσεναλ, όπως και μια δυνατή Τσέλσι. 1 πρωτάθλημα, 1 κύπελλο και 1 Λιγκ Καπ ήταν ο απολογισμός του, μαζί κι ένα Τσάριτι Σιλντ. Σίγουρα πολύ λίγα κατσαρολικά για έναν τόσο σπουδαίο παίκτη, σε έναν τόσο μεγάλο σύλλογο. Το τέλος του από την Αγγλία δεν ήταν το καλύτερο. Κάποια προβλήματα τραυματισμού, η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του Φέργκιουσον σε Ρούνεϊ και Κριστιάνο και η ρήξη ήρθε. Ο Ολλανδός εγκατέλειψε την Αγγλία για τη Μαδρίτη, καθώς υπήρχε κόντρα με τον ταλαντούχο Κριστιάνο και ο Φέργκι ψήφισε Πορτογαλία. Ο Ρουντ έμεινε αρκετά ματς στον πάγκο και ζήτησε να φύγει. Ο κόσμος συνέχισε να τον αγαπά κι ο ίδιος στις δηλώσεις του είπε ότι παρά τις κακές σχέσεις με τον σερ Άλεξ έχει στην καρδιά του το σύλλογο και όλα όσα του προσέφερε.
Την πρώτη του χρονιά στην Ισπανία έβαλε 33 γκολ στο πρωτάθλημα, βγήκε 1ος σκόρερ και κατέκτησε το πρωτάθλημα, δείχνοντας ότι δεν καταλαβαίνει από προσαρμογές και τέτοια. Η 2η σεζόν χωρίς να είναι σούπερ, ήταν και πάλι αρκετά καλή, αλλά στη συνέχεια άρχισε η πτώση και οι τραυματισμοί και δεν μπόρεσε να επαναλάβει τέτοια νούμερα. Η καριέρα του έκλεισε σε Γερμανία με Αμβούργο και Ισπανία με Μάλαγα, με πολύ λιγότερα γκολ που τελικά του χάλασαν και τον απίστευτο Μ.Ο. που είχε χτίσει μέχρι τότε.
https://www.youtube.com/watch?v=z6aGBWietVg
Τα 3 συνολικά πρωταθλήματα σε Αγγλία και Ισπανία δεν είναι πολλά. Ακόμα χειρότερο είναι ότι έγινε ο 2ος σκόρερ όλων των εποχών στο Τσάμπιονς Λιγκ πίσω από το Ραούλ (πλέον είναι 4ος αφού Κριστιάνο και Λιονέλ τον πέρασαν και πιθανότατα φέτος θα τον ξεπεράσει κι ο Μπενζεμά), αλλά δεν κατάφερε να διεκδικήσει το τρόπαιο. Ήταν άτυχος γιατί έπεσε σε όχι τόσο καλές περιόδους στις ομάδες του, κυρίως στη Γιουνάιτεντ. Όχι τόσο περίεργο στις εποχές Τζεμπά Τζεμπά και Κλέμπερσον. Ο φαν Νίστελροϊ όμως, θεωρείται δίκαια από τους πιο σημαντικούς επιθετικούς που έπαιξαν στα ευρωπαϊκά γήπεδα στον αιώνα που διανύουμε. Όπως δήλωσε κι ο Ρούνεϊ σχετικά πρόσφατα, ήταν ο καλύτερος “εκτελεστής” που είδε ποτέ του. Ο παίκτης που λάτρευε να σκοράρει. “Κερδίζαμε με 4-0, αλλά δεν είχε βάλει γκολ και καθόταν σε μια γωνία στενοχωρημένος”.
Ο φαν Νίστελροϊ μετά το ποδόσφαιρο αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική. Δούλεψε τόσο στις Ακαδημίες, όσο και ως βοηθός προπονητή στην PSV που άφησε πολλούς φίλους. Μπορεί απόψε να μην κοοουτσάρει την ομάδα που είναι ένα βήμα από την επιστροφή της στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Μπάτε , αλλά μην σας κάνει εντύπωση αν τον δείτε στο άμεσο μέλλον να κάθεται στον πάγκο της. Ανέλαβε εδώ και δύο μήνες την Κ19 της PSV, καλύπτοντας τη φυγή του Μαρκ φαν Μπόμελ που ανέλαβε την πρώτη ομάδα, καθώς ο Φιλίπ Κοκού μετακόμισε στην Τουρκία. Κάτι που δείχνει (εκτός του ότι γεράσαμε και οι παίκτες που θυμόμαστε έγιναν προπονητές), ότι στην Ολλανδία το ποδόσφαιρο και η προπονητική γίνονται με πρόγραμμα και όχι στο πόδι. Η παραπάνω φωτογραφία άλλωστε είναι από το Φέγενορντ-Αϊντχόφεν στους πιτσιρικάδες πριν μερικές μέρες. Εκεί που ο Ντιρκ Κάου(ι)τ κέρδισε τον Ρουντ. Ίσως σε λίγο καιρό να τους βλέπουμε και στις πρώτες ομάδες.