Ο Νοτιοκορεάτης της Περούτζια που πλήγωσε την Ιταλία

Στα τέλη των 90s και στις αρχές των 00s το Καμπιονάτο ζούσε μια από τις πιο χρυσές περιόδους του. Οι καλύτεροι παίκτες του πλανήτη έπαιζαν εκεί, οι περισσότερες ομάδες περνούσαν περίοδο ευημερίας, τα γήπεδα ήταν γεμάτα, οι χορηγίες ήταν φουσκωμένες και η ποιότητα του ποδοσφαίρου πολύ υψηλή. Αυτά όμως στη βιτρίνα. Στη ‘σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού’ υπήρχαν σκάνδαλα με στημένα παιχνίδια, καταγγελίες για ντοπαρίσματα, απίστευτη κακοδιαχείριση και αρκετοί παράγοντες (ιδιοκτήτες ή πρόεδροι) που ισορροπούσαν ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία με την ίδια άνεση και συχνότητα που το έκανε ο Πίπο Ιντζάγκι με τη γραμμή του οφσάιντ.

Μια από τις περιπτώσεις που συγκέντρωναν στοιχεία και από τις δυο όψεις ήταν η Περούτζια, που εκείνη την εποχή άνηκε στον Λουτσιάνο Γκάουτσι. Ο Γκάουτσι ήταν ένας από αυτούς τους larger than life χαρακτήρες, με αμέτρητες γραφικές ιστορίες στο βιογραφικό του, από κουλές μεταγραφές (και δεν αναφερόμαστε στον Ζήση Βρύζα) μέχρι προκλητικές δηλώσεις και οικονομικά σκάνδαλα. Μια από αυτές τις μεταγραφές, αν και με μορφή δανεισμού η συγκεκριμένη, ήταν και αυτή του Νοτιοκορεάτη Αχν Γιάνγκ-χουάν που πραγματοποιήθηκε το 2000, με στόχο να στρέψει προς τα εκεί την ανερχόμενη τότε ποδοσφαιρικά ασιατική αγορά.

Ο 24χρονος μεσοεπιθετικός ακολουθούσε ουσιαστικά τα βήματα του Νακάτα, που είχε υπογράψει στην ίδια ομάδα δυο χρόνια πριν, μια κίνηση που το καλοκαίρι του 2000 του άνοιξε την πόρτα της Ρόμα, με την οποία πανηγύρισε και το πρωτάθλημα ένα χρόνο μετά. Ο Αν Γιάνγκ-χουάν βρήκε εκεί μια ομάδα που ο πρωταρχικός της στόχος ήταν να σταθεροποιηθεί στην 1η κατηγορία, αφού το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 90′ το πέρασε μεταξύ της 1ης, της 2ης αλλά και της 3ης κατηγορίας.

Στην πρώτη του σεζόν στην Ιταλία ο Νοτιοκορεάτης μπορεί να μην θάμπωσε πολλούς με την απόδοση του, όμως αποδείχτηκε μια ικανοποιητική λύση για το ροτέισον του, ανερχόμενου τότε στους πάγκους, Σέρσε Κόσμι. Λιγότερο με τα γκολ του και περισσότερο με τα τρεξίματα και την διάθεση του να βοηθήσει και επιθετικά και αμυντικά, ο Αν Γιάνγκ-χουάν έβαλε κι αυτός ένα μικρό λιθαράκι στο να τερματίσει για άλλη μια φορά η Περούτζια κοντά στη μέση της βαθμολογίας, μακριά από την μάχη του υποβιβασμού. H δεύτερη χρονιά του δανεισμού του κύλησε πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα στο ατομικό κομμάτι, μόνο που αυτή τη φορά η ομάδα έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά, τερματίζοντας στην 8η θέση, που της έδινε ένα εισιτήριο για το Κύπελλο Ιντερτότο (* μελαγχολική μουσική στα αυτιά όσων πρόλαβαν το Ιντερτότο *). Η δουλειά του Κόσμι φαινόταν πως αποδίδει, η ομάδα βρισκόταν στο σωστό μονοπάτι και οι οιωνοί για το μέλλον και του συλλόγου και του παίκτη ήταν θετικοί. Μέχρι που η μοίρα έφερε εκείνο το καλοκαίρι την Νότια Κορέα πάνω στην Ιταλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ασίας.

H, γεμάτη ταλέντο και μεγάλες προσδοκίες, ‘Σκουάντρα Ατζούρα’, κλήθηκε να αντιμετωπίσει την οικοδέσποινα Νότια Κορέα στη φάση των 16. Τα όσα έγιναν σε εκείνα τα 120 αγωνιστικά λεπτά δεν έχουν ξεχαστεί ακόμα στην Ιταλία, παρ’ότι έχουν περάσει 18 χρόνια. Οι Ιταλοί άνοιξαν το σκορ με τον Βιέρι στο 18′ και, παρά τα περίεργα σφυρίγματα του διαιτητή καθ’όλη τη διάρκεια του αγώνα, κρατούσαν την πρόκριση στα χέρια τους μέχρι το 88′ όταν και δέχτηκαν την ισοφάριση μετά από μια ολιγωρία της άμυνας μέσα στην περιοχή. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα.

Πρωταγωνιστής της παράτασης αναδείχθηκε ο διαιτητής από το Εκουαδόρ, Μπάιρον Μορένο, που ακύρωσε πρώτα ένα γκολ των Ιταλών και στη συνέχεια έδειξε δεύτερη κίτρινη στον Τότι, θεωρώντας πως προσπάθησε να εκβιάσει ένα κερδισμένο πέναλτι. Οι εικόνες που δείχνουν τους οργισμένους παίκτες της Ιταλίας να έχουν περικυκλώσει τον διαιτητή παραμένουν μέχρι και σήμερα από τις πιο χαρακτηριστικές εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου, που γενικότερα συνδυάστηκε με το μέτριο θέαμα και τις κακές διαιτησίες (παρόμοια παράπονα είχαν οι επόμενοι αντίπαλοι των Νοτιοκορεατών, Ισπανοί). Η ζημιά ολοκληρώθηκε για την ομάδα του Τραπατόνι τέσσερα λεπτά πριν το τέλος της παράτασης, όταν έγινε μια σέντρα από τα αριστερά, ακολούθησε μια κεφαλιά και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα του Μπουφόν. Σκόρερ; Ο Αν Γιάνγκ-χουάν.

Τα σενάρια που έλεγαν πως ο διαιτητής είχε οριστεί επίτηδες για να βοηθήσει τους γηπεδούχους φούντωσαν ξανά τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας της μετέπειτα πορείας του. Ο Μορένο τιμωρήθηκε αρκετές φορές για διάφορα… κατορθώματα σε αγώνες στο Εκουαδόρ και αναγκάστηκε τελικά να αποσυρθεί πρόωρα από τη διαιτησία ένα χρόνο μετά το Μουντιάλ. Η μετά-ποδοσφαιρική ζωή του δεν κύλησε και πολύ καλύτερα, καθώς το 2010 συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, έχοντας πάνω του (και πιο συγκεκριμένα μέσα στο εσώρουχο του) έξι κιλά ηρωίνης!

Κι ενώ σε όλη την Ιταλία (και όχι μόνο) ο Μορένο είχε γίνει persona non grata, στην Περούτζια ο Λουτσιάνο Γκαούτσι είχε βάλει κάποιον άλλον στο στόχαστρο του. Μια μόλις μέρα μετά τον αποκλεισμό, ο ιδιοκτήτης της ομάδας επιτέθηκε δημόσια στον επιθετικό του Αν Γιάνγκ-χουάν: “Αυτός ο τύπος δεν θα πατήσει ποτέ ξανά το πόδι του στην Περούτζια. Η μόνη φορά που έκανε μεγάλο παιχνίδι ήταν απέναντι στην εθνική Ιταλίας. Η συμπεριφορά του ήταν προσβλητική προς μια χώρα που άνοιξε τις πόρτες της γι’αυτόν. Δεν έχω καμία διάθεση να πληρώσω ξανά μισθό σε κάποιον που έκανε ζημιά στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Ας γυρίσει πίσω στην Κορέα, να παίρνει 48 δολάρια το μήνα”. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένα μικρό μπάχαλο.

O κύριος Γκαούτσι

Η αντίδραση του Ιταλού ιδιοκτήτη κρίθηκε υπερβολική ακόμα και από τους συμπατριώτες του. Ο τελευταίος με τον οποίον τα είχαν άλλωστε οι Ιταλοί ήταν ο αντίπαλος παίκτης που απλά έτυχε να πετύχει το κρίσιμο γκολ. Αν και ανάμεσα σε αυτούς που διαφωνούσαν με τη στάση του ήταν και ο ίδιος ο προπονητής του, ο Γκαούτσι δεν έδειχνε αρχικά διατεθειμένος να αλλάξει τροπάριο. “Δεν έχει να κάνει με το γκολ που έβαλε” πρόσθεσε σε συμπληρωματικές δηλώσεις λίγες μέρες μετά. “Θα μπορούσε να μας είχε βάλει 10 γκολ και πάλι να μην ένιωθα άσχημα. Με πείραξαν όμως τα σχόλια που έκανε, πως το ποδόσφαιρο της Νότιας Κορέας είναι ανώτερο του ιταλικού. Του συμπεριφερθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο και αυτός μας το ανταποδίδει με προσβλητικά σχόλια”.

H επική κωλοτούμπα όμως δεν άργησε να έρθει. Μετά από μια συνάντηση με τον Κόσμι, που του εξήγησε ότι υπολογίζει στον Νοτιοκορεάτη επιθετικό για την ομάδα της επόμενης σεζόν, και κάποιες παρασκηνιακές πιέσεις από διάφορες πλευρές, αφού η επίθεση προς τον παίκτη θορύβησε την Ασιατική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου αλλά και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Γκαούτσι έδωσε τόπο στην οργή του. Έτσι, μια εβδομάδα μετά τις εμπρηστικές δηλώσεις του επικοινώνησε με την Μπουσάν Ρόγιαλς, την ομάδα στην οποία άνηκε ο Αν Γιάνγκ-χουάν, θέλοντας να πληρώσει τη ρήτρα του 1,6 εκατομμυρίου και να αποκτήσει ως ελεύθερο τον παίκτη! Τα δεδομένα όμως είχαν αλλάξει. Ο 26χρονος επιθετικός ήταν πλέον ήρωας στη χώρα του, είχε φτιάξει ένα καλό όνομα παγκοσμίως χάρη στο Μουντιάλ και δεν φαινόταν διατεθειμένος να ξεχάσει τα όσα του καταλόγισαν. “Ο παίκτης μας δεν θέλει να επιστρέψει στην Περούτζια, που επιτέθηκε στον χαρακτήρα του απλά και μόνο γιατί πέτυχε ένα γκολ. Έχουμε ενημερώσει ήδη την ομάδα για την απόφαση μας” ξεκαθάρισε ο ατζέντης του.

Τις επόμενες εβδομάδες τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο πολύπλοκα, με αλληλοκατηγορίες και από τις δυο πλευρές, που έφτασαν μέχρι και τη ΦΙΦΑ. Η ιταλική ομάδα ισχυριζόταν πως είχε υπογράψει προσύμφωνο με τον παίκτη από πριν ενώ η πλευρά του παίκτη, σε συνεργασία με την κορεάτικη ομάδα που είχε ακόμα τα δικαιώματα του, έλεγαν πως οι Ιταλοί δεν είχαν καν πληρώσει τους τελευταίους μήνες του δανεισμού. Η διαμάχη τελικά αποδείχτηκε καταστροφική και για τους δυο. Ο Κόσμι έχασε ένα σημαντικό εργαλείο που θεωρούσε ότι έχει προοπτικές εξέλιξης, ειδικά μετά το ψυχολογικό ντοπάρισμα του Μουντιάλ, ενώ και ο παίκτης δεν μπόρεσε να βρει μια καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη αφού η ΦΙΦΑ καθυστέρησε αρκετά να βγάλει ένα τελεσίδικο πόρισμα για το που ακριβώς ανήκει.

Μέσα στα επόμενα χρόνια η φήμη και των δυο εξασθένησε σημαντικά. Ο Αν Γιάνγκ-χουάν συνέχισε να παίζει μπάλα στη χώρα του (με εξαίρεση μια διετία που δοκίμασε την τύχη του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στη Μετς και τη Ντούισμπουργκ), μένοντας όμως πολύ μακριά από τα επίπεδα διασημότητας που έφτασε ο Χιντετόσι Νακάτα. Η Περούτζια από την άλλη άντεξε μόνο δυο ακόμα χρόνια στη Σέριε Α’. Όταν ο ιδιοκτήτης της βρέθηκε αντιμέτωπος με το Νόμο, η κατρακύλα ξεκίνησε και για τους δυο. Το κλασικό κόλπο με τη μεταβίβαση του συλλόγου στα παιδιά του δεν έπιασε και το 2005 η ομάδα χρεοκόπησε. Η οικογένεια Γκαούτσι έφυγε κυνηγημένη για τη Δομινικανή Δημοκρατία, εκεί όπου ο πάλαι ποτέ πανίσχυρος Λουτσιάνο πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ζωής του, μέχρι το θάνατο του τον Φλεβάρη που μας πέρασε.

Τα τελευταία 15 χρόνια η Περούτζια βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην 4η, την 3η και τη 2η κατηγορία, αδυνατώντας να πλησιάσει έστω και λίγο τις επιτυχίες της εποχής εκείνης. Μια από τις 6 ιταλικές ομάδες που κατέκτησαν το γραφικό Κύπελλο Ιντερτότο, θα παλέψει σήμερα το βράδυ απέναντι στη Βενέτσια για την παραμονή της στη Serie B, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα βρεθεί πάλι κάποιος φιλόδοξος (και αυτή τη φορά πιο νομοταγής) επενδυτής που θα την οδηγήσει ξανά στο Καμπιονάτο.