Ο κόσμος μας είναι ένα άγριο μέρος. Η καθημερινότητα μας αλλά και μια ματιά στην επικαιρότητα αρκούν για να το επιβεβαιώσουν. Σε ένα τέτοιο αδυσώπητο περιβάλλον οι λίγο διαφορετικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια. Τα παραδείγματα είναι άπειρα και εντοπίζονται σε όλες τις μορφές διαφορετικότητας. Παρά τα βήματα προόδου που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, η κοινωνική ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών δεν είναι τις περισσότερες φορές απλή υπόθεση. Ο στιγματισμός δεν εξαλείφεται τόσο εύκολα ακόμα και στις πιο προοδευτικές κοινωνίες. Μια στο τόσο όμως εμφανίζεται μια ιστορία από αυτές που συνηθίζουμε να λέμε πως αναπτερώνουν προσωρινά την πίστη μας στην ανθρωπότητα. Η ιστορία του Πάουλο Γκάμα είναι μια από αυτές.
Ο «Παουλίνιο», όπως είναι πλέον γνωστός σε όλους, είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες από αυτές που συναντάει ένας μέσος άνθρωπος. Η διάγνωση που του έγινε όταν ήταν μικρός έλεγε πως έχει εμφανείς ψυχοκινητικούς περιορισμούς. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει παιδιά που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων αλλά και γνωστικών ή συμπεριφορικών λειτουργιών. Κανένας δεν γνωρίζει αν γεννήθηκε έτσι ή αν αυτές οι δυσλειτουργίες προέκυψαν μετά από κάποιο σοβαρό ατύχημα σε πολύ μικρή ηλικία. Ένας από τους λόγους που δεν το ξέρουμε είναι γιατί η μητέρα του (δεν υπάρχει καμία γνωστή αναφορά για τον πατέρα του) τον εγκατέλειψε σε ένα ίδρυμα στη Λισαβόνα.
Παρά τις προσπάθειες των εργαζομένων του ιδρύματος να τον βοηθήσουν να υπερκεράσει τα θέματα που τον δυσκόλευαν, ο Παουλίνιο δεν ήταν μια εύκολη περίπτωση. Ήταν μοναχικό παιδί, χωρίς πολλά ενδιαφέροντα, δεν ανοιγόταν εύκολα, ζοριζόταν αισθητά όταν έπρεπε να φτιάξει λίγο πιο σύνθετες προτάσεις ενώ και το σώμα του έβαζε επιπρόσθετους περιορισμούς, αφού ουσιαστικά δεν μπορούσε να τρέξει. Ακόμα και για το βάδισμα χρειαζόταν μια στοχευμένη προσπάθεια. Η μεγαλύτερη ανησυχία των υπευθύνων ήταν ότι χωρίς κάποιον δικό του άνθρωπο να τον στηρίζει η κοινωνική ένταξη του μετά την ενηλικίωση θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Κανένας σε εκείνο το σημείο δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σε αυτό το πρόβλημα τη λύση θα την έδινε το ποδόσφαιρο.
Όλα ξεκίνησαν όταν μια από τις νέες ψυχολόγους του ιδρύματος αποφάσισε να πειραματιστεί με κάτι που ελάχιστοι θα έμπαιναν στη διαδικασία να δοκιμάσουν. Όλοι στο ίδρυμα ήξεραν πως ο Παουλίνιο λάτρευε τη Σπόρτινγκ. Το δωμάτιο του ήταν γεμάτο με αφίσες, φωτογραφίες και αναμνηστικά της. Ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας του ήταν μπογιατισμένο με πράσινο και άσπρο. Μια μέρα η ψυχολόγος τον ρώτησε πώς φαντάζεται το μέλλον του. Με τι θα ήθελε να ασχοληθεί όταν μεγαλώσει; Παρά τη θεωρητική βραδύτητα στη σκέψη που τον διέκρινε ως τότε, η απάντηση του 16χρονου ήταν αστραπιαία: “Με τη Σπόρτινγκ”
Ο Παουλίνιο ξεναγεί έναν δημοσιογράφο σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού του
Μετά από αυτή την κουβέντα η ψυχολόγος πήρε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει με το σύλλογο. Αφού εξήγησε αναλυτικά την κατάσταση, τους ρώτησε αν υπάρχει κάποια θέση βοηθού σε οποιοδήποτε πόστο στο οποίο θα μπορούσε να απασχοληθεί για λίγες ώρες κάθε μέρα. Οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ της. Η εμπειρία μας λέει πως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η συζήτηση ξεκινάει με κάποια ευγενική φράση που υποδηλώνει την κατανόηση του προβλήματος και καταλήγει με κάποια πιο κόσμια παραλλαγή της πρότασης “αλλά δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα”. Κι όμως, η Σπόρτινγκ δέχτηκε την πρόταση της και συμφώνησε να δώσει στον νεαρό μια δουλειά μερικής απασχόλησης. Ο πρώτος του ρόλος; Βοηθός φροντιστή στην ομάδα χόκεϊ με τροχοπέδιλα. Ακούγεται ασήμαντο αλλά για έναν περιθωριοποιημένο έφηβο που λάτρευε τη Σπόρτινγκ, το ότι θα ήταν πλέον μέλος της ήταν σχεδόν ουτοπικό. Αυτά έγιναν το, μακρινό πλέον, 1985.
Ο αναζωογονημένος Παουλίνιο πήρε το ρόλο του πολύ στα σοβαρά. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο έγινε ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ανοίχτηκε ανέλπιστα γρήγορα για τα δεδομένα του και γνώρισε τους πάντες. Κι όταν λέμε τους πάντες, δεν αναφερόμαστε μόνο στο τμήμα χόκεϊ. Πολύ σύντομα σχεδόν όλοι μέσα στη Σπόρτινγκ ήξεραν τον βραχύσωμο νεαρό που αν και ζοριζόταν ακόμα εμφανώς στο περπάτημα ήταν παντού, με το χαμόγελο μόνιμα στα χείλη, και έψαχνε τρόπους να βοηθήσει οποιονδήποτε χρειαζόταν κάτι. Κάπως έτσι έπιασε φιλία και με τον φροντιστή της ποδοσφαιρικής ομάδας. Μια σχέση που κάποια στιγμή του άνοιξε την πόρτα για το πόστο που θα σημάδευε την υπόλοιπη ζωή του. Η αρχή έγινε σε μια προπόνηση στην οποία είχε πάει για να βοηθήσει το φίλο του. Ο φροντιστής του ανέθεσε να επιστρέφει τις μπάλες που έφευγαν εκτός γηπέδου, ο Παουλίνιο το έκανε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού και λίγο καιρό αργότερα η επαγγελματική του ιδιότητα άλλαξε: Ήταν ο νέος βοηθός φροντιστή της ποδοσφαιρικής ομάδας.
H καθημερινή ενασχόληση με κάτι που αγαπούσε και το πάθος του για να φανεί χρήσιμος αποδείχτηκαν ευεργετικά. Η συναναστροφή του με άλλους ανθρώπους, οι ώρες που περνούσε στον «πραγματικό κόσμο», μακριά από τις ιδιαίτερες συνθήκες του ιδρύματος, καθώς και η αίσθηση πως συνεισφέρει με κάποιο τρόπο στον αγαπημένο του σύλλογο βοήθησαν σημαντικά στην αντιμετώπιση των ψυχοκινητικών περιορισμών του. Ο ιδρυματισμός μειώθηκε σταδιακά και μέσα σε λίγα χρόνια μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη επικοινωνία με τους πάντες. Ακόμα και η σωματική υστέρηση υποχώρησε. Μπορεί το τρέξιμο να παρέμενε εκτός των δυνατοτήτων του αλλά η δυσκινησία περιορίστηκε και μπορούσε να παίξει μέχρι και παιχνίδια με τους ποδοσφαιριστές στις προπονήσεις, όπως το κλασικό που προσπαθείς να πετύχεις με σουτ το δοκάρι.
Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που η Σπόρτινγκ αποφάσισε να εντάξει εκείνον τον έφηβο από το ίδρυμα στο δυναμικό της. Στο διάστημα αυτό από το σύλλογο έχουν περάσει εκατοντάδες ποδοσφαιριστές, πολλοί προπονητές, δεκάδες βοηθοί και δώδεκα πρόεδροι. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος που είναι πάντα εκεί, σαν μια σταθερά που όλα γύρω της αλλάζουν αλλά αυτή συνεχίζει τη δουλειά της απτόητη. Ο Παουλίνιο.
Έχοντας πλέον αναβαθμιστεί στο ρόλο του φροντιστή που ουσιαστικά τρέχει τα πάντα στο παρασκήνιο, είναι αυτή τη στιγμή μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές του συλλόγου. Είναι αυτός που ξυπνάει από τις 5, πηγαίνει πρώτος στο προπονητικό κέντρο, ετοιμάζει τα αποδυτήρια, τις φανέλες, τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιηθεί στην προπόνηση, αυτός που θα κάνει πλάκα με όλους και θα προσπαθήσει να ανεβάσει το ηθικό της ομάδας, αυτός που θα ικανοποιήσει κάθε ανάγκη των ποδοσφαιριστών ή των προπονητών. Είναι μέσα σε όλες τις πλάκες, τις φάρσες και τα παιχνίδια εντός αποδυτηρίων. Κοινώς, είναι η ψυχή της Σπόρτινγκ.
Αυτό δεν ισχύει μόνο εντός των ορίων του συλλόγου. Στα διάφορα αφιερώματα που του έχουν γίνει πάντα θα βρεις σχόλια από οπαδούς άλλων πορτογαλικών ομάδων που μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για μια από τις πιο ιδιαίτερες μορφές του πρωταθλήματος. Αν και κινείται στο παρασκήνιο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θα τον πετύχεις μπροστά στις κάμερες. Σε κάθε κερδισμένο τίτλο έχει κι αυτός ένα μικρό ρόλο στα πανηγύρια, αφού όλο και κάποιος παίκτης θα τον πάρει αγκαλιά ή θα τον φωνάξει για να σηκώσει το τρόπαιο. Οι πανηγυρικές κωλοτούμπες του στο χόρτο, που θυμίζουν εκστασιασμένο παιδί που δεν ξέρει πως να διαχειριστεί τόση χαρά, αποτελούν σήμα κατατεθέν στις φιέστες του συλλόγου. Η φήμη του έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που έχει βραβευτεί από την ΟΥΕΦΑ, σε μια εκδήλωση που τιμήθηκαν άνθρωποι που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το ποδόσφαιρο, δουλεύοντας όμως σε ρόλους που βρίσκονται πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας.
Σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από τη Σπόρτινγκ μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Ανάμεσα τους υπάρχουν αρκετά πασίγνωστα ονόματα. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Φίγκο, ο Νάνι, ο Μπρούνο Φερνάντες, ο Σμάιχελ είναι κάποιοι από τους εκατοντάδες που συνεργάστηκαν μαζί του. Κάποιοι από τους ποδοσφαιριστές έγιναν και κανονικοί φίλοι του. Σε πολλές περιπτώσεις έχει βγει για φαγητό μαζί τους ή με τις οικογένειες τους, ήταν καλεσμένος σπίτι τους σε γιορτές ενώ με κάποιους έχει πάει μέχρι και διακοπές! Ο Πέδρο Μπαρμπόσα, που έπαιξε στη Σπόρτινγκ για μια δεκαετία, έχει πει πως “η παρουσία του εκεί δεν είναι κάποια μορφή φιλανθρωπίας εκ μέρους της ομάδας. Ο Παουλίνιο είναι πραγματικά καλός σε αυτό που κάνει.”
Σήμερα ο Παουλίνιο είναι 56 ετών, αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της Σπόρτινγκ και έχει γράψει το δικό του ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της. Στις τέσσερες δεκαετίες που βρίσκεται εκεί έχει πανηγυρίσει 5 πρωταθλήματα, 7 κύπελλα, 4 Λιγκ Καπ και μερικές μεγάλες νίκες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Συχνά πυκνά η ομάδα ανεβάζει στα κοινωνικά δίκτυα αναρτήσεις με αυτόν πρωταγωνιστή ενώ σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι έχουν ζητήσει μια δήλωση του μετά από κάποια μεγάλη επιτυχία. Ένας άνθρωπος που εγκαταλείφθηκε από τους δικούς του όταν ήταν μικρός, που μεγάλωσε με την καταδικαστική ταμπέλα του «προβληματικού», που βάζει από νωρίς η κοινωνία σε όσους είναι διαφορετικοί, κατάφερε χάρη και στη βοήθεια κάποιων καλοσυνάτων ανθρώπων, που δεν στάθηκαν στα προβλήματα ομιλίας ή κίνησης που είχε, να βρει μια νέα οικογένεια στο ποδόσφαιρο και μέσω αυτής να φτιάξει τη ζωή του.
Σε μια συνέντευξη του πριν από μερικά χρόνια ο Πίτερ Σμάιχελ, που έζησε μαζί του δυο χρόνια στα τέλη των 90s, συνοψίζει την ιστορία υπέροχα: “Ο Παουλίνιο ήταν το επίκεντρο της Σπόρτινγκ όσο ήμουν εγώ εκεί. Δουλευταράς, συνεχώς με καλή διάθεση, έτοιμος πάντα να σου φτιάξει το κέφι. Νομίζω πως κέρδισε κάτι από τη συναναστροφή του με όλους τους παίκτες και από την άλλη αγαπήθηκε πολύ από όλους. Δεν έχω βρει ούτε έναν άνθρωπο που να έχει πει μια άσχημη κουβέντα γι’αυτόν. Όταν θέλω να μιλήσω σε κάποιον για την ιδέα του κινήτρου, χρησιμοποιώ την ιστορία του. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους μαχητές που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Από το απόλυτο τίποτα δημιούργησε μια ζωή για τον εαυτό του.”