Μίλαν-Ίντερ: Η κόντρα των Μπαρέζι

Μπορεί στο ποδόσφαιρο πολλοί παίκτες να αλλάζουν ομάδες κάθε τρεις και λίγο (ειδικά τα τελευταία χρόνια) αλλά υπάρχουν πάντα κάποιες σταθερές με τις οποίες μεγαλώνουν ολόκληρες γενιές. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να σκεφτείς τον Τόττι χωρίς να πάει ο νους στη Ρόμα. Τον Πουγιόλ χωρίς να κολλήσει αυτόματα δίπλα του το όνομα της Μπαρτσελόνα. Τον Γκιγκς χωρίς να σκεφτείς τη Γιουνάιτεντ. Αυτό δεν αφορά μόνο παίκτες-σημαίες, δηλαδή ποδοσφαιριστές που φόρεσαν μόνο μια φανέλα σε όλη την καριέρα τους. Συμβαίνει και με άλλους που πέρασαν σε ένα σύλλογο πολλά χρόνια και κατάφεραν να δεθούν με αυτόν.

Μια από τις αγαπημένες καφενειακές κουβέντες, που δεν περιορίζεται στη μπάλα, είναι αυτή που στο… χωριό μας στο Γιόρκσαιρ αποκαλείται και «what if». «Τι θα γινόταν αν κάτι είχε συμβεί διαφορετικά;» Το θέμα των παικτών που συνδέθηκαν σε μεγάλο βαθμό και άφησαν εν τέλει το σημάδι τους στην ιστορία μιας ομάδας σηκώνει αρκετές τέτοιες συζητήσεις. Τι θα γινόταν αν ο Μπεκενμπάουερ ή ο Γκερντ Μίλερ είχαν επιλέξει τελικά τη Μόναχο 1860 αντί για τη Μπάγερν όταν ξεκινούσαν την καριέρα τους (και οι δυο βρέθηκαν πολύ κοντά σε αυτό το σενάριο); Πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν η Ατλέτικο είχε κρατήσει τον Ραούλ στις ακαδημίες της; Πώς θα τα είχε πάει ο Χάρι Κέιν αν η Άρσεναλ δεν τον απέρριπτε όταν ήταν πιτσιρίκι; Στο ντέρμπι του Μιλάνου, μεταξύ Μίλαν και Ίντερ, εντοπίζονται δυο τέτοια παραδείγματα και μάλιστα μέσα στην ίδια οικογένεια!

Ο Φράνκο και ο Τζουζέπε Μπαρέζι μεγάλωσαν στο Τραβαλιάτο, έναν μικρό δήμο λίγο έξω από τη Μπρέσια. Προερχόμενοι από μια φτωχή, αγροτική οικογένεια, όλη τους η παιδική ζωή σχετιζόταν με τη μικρή φάρμα στην οποία ζούσαν μαζί με τους γονείς τους και τα άλλα τρία αδέρφια τους. Την εποχή εκείνη οι τηλεοράσεις αποτελούσαν σπάνιο είδος και οι μετακινήσεις δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση, γι’αυτό και τα αδέρφια ήταν σχετικά αποκομμένα από την αστική ζωή και τις εξελίξεις στο ιταλικό και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Σε μια συνέντευξη του ο Φράνκο έχει πει πως η πρώτη φορά που θυμάται να βλέπει ποδόσφαιρο ήταν σε ηλικία 10 ετών όταν όλη η περιοχή είχε μαζευτεί σε μια τηλεόραση για να δει τον περιβόητο ημιτελικό της Ιταλίας με τη Δ. Γερμανία στο Μουντιάλ του 1970. “Δεν είχαμε τηλεόραση, δεν πηγαίναμε στο γήπεδο, δεν είχα ιδέα ποιος είναι ο Πελέ και ο Κρόιφ”. Όλη τους η ζωή ήταν στη φάρμα.

Τότε εμφανίστηκαν στη ζωή τους δυο άνθρωποι που ανέτρεψαν τα πάντα. Πρώτα ο Ντον Πιέρο Γκαρμπέλα, ένας ντόπιος ιερέας που τους έπεισε να ενταχθούν στην ομάδα που είχε φτιάξει στο Τραβαλιάτο για να απασχολούνται τα παιδιά της ενορίας του. Στη συνέχεια ο Γκουίντο Σετεμπρίνο, ένας φιλόδοξος νεαρός που έκανε τα πρώτα του βήματα ως προπονητής στη συγκεκριμένη ομάδα. Ο Σετεμπρίνο, που αργότερα θα γινόταν σκάουτερ σε υψηλότερο επίπεδο και θα ανακάλυπτε αρκετά ακόμα ταλέντα (ανάμεσα τους και τον Βιάλι), κατάλαβε γρήγορα ότι τα δυο αδέρφια που έπαιζαν και τα δυο στην άμυνα (πιο μετά ο Τζουζέπε θα μετακινούταν λίγο πιο μπροστά σε ρόλο αμυντικού χαφ) είχαν προοπτικές για κάτι καλύτερο από μια απλή ερασιτεχνική καριέρα. Γι’αυτό έκανε ό,τι περνούσε από τα χέρια του για να τα βοηθήσει να εξελιχθούν.

Η αρχή έγινε με τον Τζουζέπε. Ως μεγαλύτερος κατά δυο χρόνια και πιο ανεπτυγμένος σωματικά, ο “Μπέπε”, όπως έγινε τελικά γνωστός, πήγε μαζί με τον προπονητή του να δοκιμαστεί στις ακαδημίες της Ίντερ. Η δοκιμή πήγε καλά και ο 13χρονος έγινε μέλος της ομάδας του Μιλάνου. Όχι όμως της αγαπημένης του ομάδας της πόλης. Σε μια από τις συνεντεύξεις του ο Μπέπε αποκάλυψε πως μέχρι τότε υποστήριζε τη Μίλαν, όπως και αρκετοί στην οικογένεια του. Ο βασικός λόγος; Ο Τζάνι Ριβέρα που ήταν ίνδαλμα για αμέτρητα παιδιά της εποχής. Η μοίρα το έφερε έτσι όμως που η Ίντερ ήταν αυτή που μεταμόρφωσε τη ζωή του. “Μέχρι τότε ζούσα στην επαρχία και ο κόσμος μου όλος αποτελούταν από 50 ανθρώπους. Ήμουν και κλειστός χαρακτήρας, οπότε δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να πάω να ζήσω στο Μιλάνο. Τελικά με έπεισαν κι έτσι άλλαξαν όλα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα γινόμουν ποδοσφαιριστής. Νόμιζα ότι θα γίνω κι εγώ αγρότης.”

Η επιτυχία του μεγάλου αδερφού έδειξε το δρόμο και στον μικρό. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Φράνκο έγινε 14 ετών, ο Σετεμπρίνο επανέλαβε τη διαδικασία. Πήρε τον πιτσιρικά μαζί του και χτύπησε ξανά την πόρτα της Ίντερ. Αυτή τη φορά όμως το σύστημα δεν πέτυχε. Ο Φράνκο ήταν αρκετά μικροκαμωμένος και έδειχνε υπερβολικά εύθραυστος και μικρότερος απ’ότι ήταν στην πραγματικότητα. Οι υπεύθυνοι των «νερατζούρι» του είπαν ότι καλύτερα να περιμένει λίγο καιρό, μέχρι να εξελιχθεί σωματικά. Ο μικρός απογοητεύτηκε. Αν και φίλος της Μίλαν, όταν η Ίντερ επέλεξε τον Μπέπε ο Φράνκο άλλαξε στόχο και όνειρο. Ήθελε να πάει κι αυτός εκεί για να συνεχίσει να παίζει μαζί με τον αδερφό του. Κάπως έτσι, με μια γρήγορη απόρριψη της λογικής “δοκίμασε ξανά του χρόνου”, η ιστορία των δυο μεγάλων του Μιλάνου άλλαξε έστω και λίγο.

Χάρη στην επιμονή του «φύλακα άγγελου» Σετεμπρίνο, ο Φράνκο πείστηκε να πάει να δοκιμαστεί λίγο καιρό αργότερα και στη Μίλαν. Η πρώτη προσπάθεια δεν είχε επιτυχία αλλά η δεύτερη, που ακολούθησε πολύ σύντομα, έφερε αποτέλεσμα. Τα δυο αδέρφια, που είχαν έρθει πιο κοντά στη διάρκεια της εφηβείας τους καθώς έχασαν πρόωρα και τους δυο γονείς τους σε διάστημα λίγων χρόνων, τελικά χωρίστηκαν με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Αν και το χωρίστηκαν είναι σχετικό.

Όταν ο Φράνκο μετακόμισε στο Μιλάνο για να ξεκινήσει να παίζει στις μικρές ομάδες της Μίλαν η επιλογή του πού θα μείνει ήταν εύκολη. Στο σπίτι που είχε ήδη νοικιάσει ο μεγάλος αδερφός που χτυπούσε πλέον την πόρτα της πρώτης ομάδας της Ίντερ. Η συγκατοίκηση κράτησε χρόνια και συνεχίστηκε ακόμα και όταν οι δυο τους ήταν πλέον επαγγελματίες ποδοσφαιριστές με καλούς για την εποχή μισθούς. “Ζούσαμε για χρόνια μαζί και είχαμε μια πολύ καλή σχέση” θυμάται ο Μπέπε. “Εγώ έκανα τη ζωή μου, αυτός τη δική του και συνήθως βρισκόμασταν μόνο τα βράδια στο σπίτι. Φυσικά την εβδομάδα των ντέρμπι το κλίμα άλλαζε λίγο. Υπήρχαν αρκετά σχόλια, προβλέψεις και κάποια στοιχήματα. Όποιος έχανε πλήρωνε το επόμενο τραπέζι.”

Σε αντίθεση με κάποια άλλα αδέρφια που την ώρα των ντέρμπι το μάτι τους θόλωνε ανεξαρτήτως αντιπάλου (Αφοί Μιλίτο, για εσάς μιλάμε), οι Μπαρέζι δεν ξέφευγαν σχεδόν ποτέ. Σε μια συνέντευξη του μάλιστα ο Φράνκο είχε πει χιουμοριστικά “ήμασταν μαζί στο ίδιο σπίτι και ξαφνικά για λίγο γινόμασταν αντίπαλοι. Ας πούμε όμως ότι όταν ήταν να τον πλησιάσω την ώρα του αγώνα το πόδι μου γινόταν λίγο πιο… ελαφρύ απ’ότι σε άλλες περιπτώσεις”.

Η συνέχεια από εκεί και πέρα είναι λίγο-πολύ γνωστή σε αρκετούς. Ο Μπέπε έκανε το ντεμπούτο του με την Ίντερ το καλοκαίρι του 1977 ενώ ο Φράνκο ακολούθησε με το δικό του στη Μίλαν την άνοιξη του 1978. Τον Νοέμβριο του 1978 βρέθηκαν για πρώτη φορά αντίπαλοι στο Σαν Σίρο. Θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια άλλα 23 ντέρμπι και με τους δυο στο χόρτο. Ο Μπέπε έφυγε νικητής στα 9 από αυτά και ο Φράνκο στα 8. Εκείνη την πρώτη φορά πάντως η Μίλαν επικράτησε με 1-0 της Ίντερ και ο αμυντικός της έφαγε τζάμπα τις επόμενες μέρες. Στο τέλος εκείνης της σεζόν πανηγύρισε και το πρώτο του πρωτάθλημα. Τα επόμενα χρόνια όμως αυτός που βρέθηκε «από πάνω» ήταν ο Μπέπε. Με τη Μίλαν να υποβιβάζεται δυο φορές στη Σέριε Β στις αρχές των 80s ο Φράνκο έζησε νωρίς τα πρώτα του ποδοσφαιρικά ζόρια. Την ίδια εποχή ο μεγάλος αδερφός πανηγύριζε κι αυτός το πρώτο του πρωτάθλημα με την Ίντερ, κέρδιζε δυο κύπελλα και γινόταν διεθνής. Εκείνη την περίοδο ο Φράνκο ως μικρότερος και λιγότερο πετυχημένος ήταν γνωστός και ως «Μπαρέζι Νο2».

Οι ρόλοι αντιστράφηκαν ξανά στα μέσα των 80s και καθιερώθηκαν έτσι ως το τέλος. Ο Μπέπε έκανε μια πολύ αξιόλογη καριέρα στην Ίντερ που κράτησε 16 χρόνια, έγινε αρχηγός της, κέρδισε κι άλλο πρωτάθλημα και σήκωσε κι ένα κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στα τελειώματα του έκανε κι ένα μικρό πέρασμα από τη Μόντενα στη Σέριε Β. Μετά την απόσυρση του επέστρεψε στην Ίντερ και δούλεψε στο σύλλογο σε αρκετές θέσεις, με κορυφαία του στιγμή την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ το 2010 ως βοηθός του Μουρίνιο. Ποτέ όμως δεν κατάφερε να πλησιάσει τα επίπεδα που έφτασε εντός γηπέδων ο Φράνκο. Αυτός εκτός από σημαία της Μίλαν έγινε και θρύλος της άμυνας και του αθλήματος γενικότερα. Όπως και ο αδερφός του, μετά το κρέμασμα των παπουτσιών του επέστρεψε στους «ροσονέρι» και ανέλαβε διάφορους ρόλους κατά καιρούς. Σήμερα είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του συλλόγου.

Χάρη στην… αγωνιστική προσπέραση που έγινε προς τα τέλη των 80s τα παρατσούκλια των δυο αδερφών άλλαξαν πάλι και αυτή τη φορά ο Μπέπε έγινε «ο άλλος Μπαρέζι» ή σε κάποιες περιπτώσεις και «ο αδερφός του Φράνκο». Ο ίδιος πάντως δηλώνει προς τα έξω πως δεν έχει θέμα με αυτό: “Το έχω συνηθίσει και δεν με ενοχλεί καθόλου. Είχα κι εγώ μια σπουδαία καριέρα και νιώθω περήφανος γι’αυτήν αλλά και για του αδερφού μου. Ξεκινήσαμε ως δυο παιδιά από ένα χωριό και γίναμε αρχηγοί σε δυο από τις σημαντικότερες ομάδες της Ιταλίας. Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς;”