Το καλοκαίρι του 2000 είχε βρει την Λάτσιο του Σβεν-Γκόραν Έρικσον με το νταμπλ Ιταλίας για πρώτη φορά στην ιστορία της έχοντας ένα πλούσιο ρόστερ από παίκτες σπουδαίας κλάσης. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, αν και λογιζόταν ακόμα ως ποδοσφαιριστής, δέχτηκε να αναλάβει βοηθός του Έρικσον και να πάρει τις πρώτες του εμπειρίες μιας και όλοι ήξεραν ότι αυτό το μονοπάτι ήταν αναπόφευκτο για τον Ιταλό «μαέστρο». Όπως είχε δηλώσει άλλωστε ο Έρικσον «Από παίκτης ήταν προπονητής εντός και εκτός γηπέδου. Ζούσε και ανέπνεε για το ποδόσφαιρο και είχε άποψη για τα πάντα. Από την τακτική και το πως πρέπει να μπουν τα ρούχα στα αποδυτήρια μέχρι την ταχύτητα που πρέπει να έχει το λεωφορείο της ομάδας». Τον Ιανουάριο του 2001, ο Έρικσον θα αφήσει τον πάγκο της Λάτσιο για αυτόν της Εθνικής Αγγλίας και ο Μαντσίνι θα τον ακολουθήσει, όχι όμως ως βοηθός αλλά ως παίκτης, μιας και πήγε δανεικός στην Λέστερ. Ήταν 36 ετών και θα βρισκόταν -για πρώτη φορά- εκτός Ιταλίας σε ένα εγχείρημα που ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολο. Τελικά, μετά από μερικές συμμετοχές ως αλλαγή και αφού έχει δεχτεί στενό μαρκάρισμα απ’ τη διοίκηση της Φιορεντίνα για να αναλάβει ως πρώτος προπονητής, θα ακυρώσει τον δανεισμό του με ένα απλό τηλέφωνο, και σε ένα απόγευμα θα πετάξει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια ξεκινώντας μια νέα καριέρα. Αυτή τη φορά στους πάγκους.
Η προπονητική διαδρομή του Μαντσίνι ξεκίνησε μέσα από δύσβατους δρόμους, σε δύσκολες καταστάσεις, έχοντας φυσικά και την κριτική προς το πρόσωπό του επειδή μεγάλη μερίδα των «φίλων» των σπορ θεωρεί πως οι σπουδαίοι παίκτες δύσκολα μπορούν να γίνουν και σπουδαίοι, έστω πολύ καλοί, προπονητές ή -ακόμα χειρότερα- θεωρεί άδικο που αυτή η κατηγορία ανθρώπων μπορεί ευκολότερα να πάρει μια ευκαιρία. Αυτό φυσικά και ισχύει, ξεχνάμε όμως πως -σε αντίθεση με πολλά άλλα επαγγέλματα που το όνομα σου ανοίγει πόρτες- στα σπορ, όσο βαρύ κι αν είναι, αν δεν αξίζεις θα απολυθείς. Ο Μαντσίνι λοιπόν άρπαξε την ευκαιρία και πέτυχε σημαντικά πράγματα από την αρχή (και) της προπονητικής του καριέρας.
Οι 10 μήνες που βρέθηκε στον πάγκο των «βιόλα» αξίζουν να γίνουν βιβλίο μιας και τους περισσότερους μήνες ήταν απλήρωτος, βλέποντας για τους ίδιους λόγους την ομάδα να χάνει σπουδαίους παίκτες όπως ήταν o εγκέφαλος Ρούι Κόστα. Τελικά κατάφερε το ακατόρθωτο και το 2001 κέρδισε το Κύπελλο Ιταλίας απέναντι στην Πάρμα. Η διετία 2002-2004 τον βρήκε στην Λάτσιο των πολλών οικονομικών προβλημάτων καταφέρνοντας και εκεί να κατακτήσει το Κύπελλο του ’04 απέναντι στη Γιουβέντους. Μετά από δύο άκρως προβληματικές δουλειές στον πάγκο δύο ομάδων που κατέρρεαν οικονομικά και κατ’ επέκταση και αγωνιστικά η πρόταση της Ίντερ τον Ιούλιο του 2004 ακούστηκε στ’ αυτιά του ως η πιο γλυκιά μελωδία. Η Ίντερ είχε να κατακτήσει το πρωτάθλημα από το μακρινό 1989 και ο Μοράτι έβλεπε στο πρόσωπο του Μαντσίνι τον άνθρωπο που μπορούσε να τον οδηγήσει -και πάλι- στις επιτυχίες. Ο Μαντσίνι απ’ την άλλη έβλεπε για πρώτη φορά στη σύντομη προπονητική του καριέρα κάποιον που μπορούσε να του δώσει σιγουριά, βοηθώντας παράλληλα στη δημιουργία ενός δυνατού ρόστερ με την τεράστια οικονομική του επιφάνεια και την αγάπη του προς την ομάδα.
Ο Μαντσίνι υπήρξε ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Ένας ντελικάτος μεσοεπιθετικός που μπορούσε να κατεβαίνει με ευκολία στο χώρο της μεσαίας γραμμής παίζοντας τον ρόλο του «ψεύτικου 9» χρόνια πριν αυτός ο όρος μπει στην καθημερινότητά μας. Η τεχνική του ήταν απαράμιλλη και ο τρόπος που κινούνταν στο γήπεδο, καθοδηγώντας τους συμπαίκτες του και βασανίζοντας τους αντιπάλους, έκανε το παιχνίδι ομορφότερο. Αν ο Μαντσίνι ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν Η Χαρά Της Ζωής του Ματίς ή κάτι ακόμα πιο όμορφο και τέλεια φτιαγμένο. Σε αντίθεση με το παικτικό του στιλ, το στιλ του ως προπονητής είχε αρκετά συντηρητική προσέγγιση. Στην αρχή του τουλάχιστον. Άλλωστε όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος «Αν το 1-0 χωρίς να απειληθούμε μπορεί να μας χαρίζει νίκες το θεωρώ ως το καλύτερο αποτέλεσμα. Ακόμα κι απ’ τις νίκες που έρχονται με φαντεζί ποδόσφαιρο, έχοντας όμως δεχτεί και γκολ».
Αυτή του η αμυντική προσέγγιση τον οδήγησε στην πρώτη του χρονιά στον πάγκο των «νερατζούρι»στην 3η θέση, έχοντας μια ομάδα που δεν έχανε σχεδόν ποτέ, έχοντας μόλις δύο ήττες σε 38 αγωνιστικές, αλλά κέρδιζε και αρκετά δύσκολα. Οι 18 ισοπαλίες άλλωστε ήταν ο βασικός παράγοντας που δεν κατάφερε να διεκδικήσει το πρωτάθλημα, τερματίζοντας πίσω από Γιουβέντους και Μίλαν, κατακτώντας όμως το Κύπελλο Ιταλίας. Τελικά η υπόθεση Καλσιόπολις έριξε κατηγορία τη Γιουβέντους, αποδυνάμωσε την Μίλαν και η πορεία της Ίντερ προς την κορυφή ήταν μονόδρομος. Η τακτική προσέγγιση του Μαντσίνι έγινε πιο επιθετική, παίζοντας ένα ελκυστικό 4-1-2-1-2, φτάνοντας σε δύο σερί πρωταθλήματα το 2007 και το 2008, κάτι που είχε να συμβεί για την Ίντερ από τα 60s και την εποχή των Φακέτι και Ερέρα τότε που η Ίντερ ήταν για μερικές σεζόν η καλύτερη ομάδα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Μαντσίνι είχε φτιάξει μια ανίκητη Ίντερ, εντός των συνόρων, αλλά οι ευρωπαϊκές αποτυχίες, και το όνειρο του Μοράτι για την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ οδήγησαν σε ρήξη τους δύο άνδρες με τον Ιταλό προπονητή να αποχωρεί για να έρθει στη θέση του ο Ζοσέ Μουρίνιο. Όπως είχε δηλώσει μάλιστα εντελώς κυνικά ο ισχυρός άνδρας της Ίντερ «Σέβομαι απεριόριστα τον Μαντσίνι. Τον αγαπώ και έχει κερδίσει επάξια τη θέση του στους θρύλους της ομάδας. Όταν όμως μπορείς να πάρεις τον Ζοσέ Μουρίνιο, παίρνεις τον Ζοσέ Μουρίνιο». Μεταξύ μας, η συγκεκριμένη δήλωση εν έτη 2008 δεν απείχε καθόλου απ’ την πραγματικότητα.
Την ίδια περίοδο στο Μάντσεστερ η Σίτι των Αράβων έμπαινε σε μια νέα εποχή και τον Δεκέμβριο του 2009, με τον Μαντσίνι να έχει μείνει ανενεργός για σχεδόν ενάμιση χρόνο, ο Χιούζ απολύεται και τη θέση του παίρνει ο Ιταλός σε μια κίνηση που τάραξε τα ποδοσφαιρικά ύδατα της Ευρώπης και της Αγγλίας με τον ίδιο να αποκτά -από τότε- ορκισμένους εχθρούς. Κάτι η ιταλική φινέτσα, κάτι το αυστηρό «δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου» στιλ, κάτι ο νεοπλουτισμός των «πολιτών» οδήγησε σε μια περσόνα που τράβηξε πάνω της όλα τα ποδοσφαιρικά βλέμματα. Το 4-3-3 έδωσε τη θέση του στο 4-2-3-1 και οι εντάσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο στον «κόσμο» της Σίτι. Ο Μαντσίνι συνήθιζε να φέρεται ακριβώς το ίδιο τόσο στους «νεροκουβαλητές» όσο και στους σταρ και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βλέπει στο γήπεδο όλα αυτά που ζητούσε. Αυτό φυσικά και δημιουργούσε πολλά προβλήματα ειδικά στους σταρ (που ήταν και οι περισσότεροι) σε εκείνη την ομάδα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την κόντρα του με τον Τέβες που είχε οδηγήσει τον Αργεντινό εκτός ομάδας για μήνες πριν τελικά επιστρέψει στο τέλος της σεζόν βάζοντας και αυτός το λιθαράκι του στο πρωτάθλημα του ’12 ή τους επικούς καυγάδες με τον Μπαλοτέλι και τον Νασρί και όλα αυτά έχοντας πολλές φορές απέναντί του και τον Αγγλικό Τύπο. Ο ίδιος δήλωνε πως είναι ίδιος από πάντα. Από τα σχολικά του χρόνια το μόνο που ήθελε ήταν να κερδίζει. Έκανε συνεχώς αναφορές για το κάπνισμα του Μπαλοτέλι και πως η συμπεριφορά του θα του κατέστρεφε την καριέρα αν φυσικά δεν άλλαζε μυαλά. «Όταν οι παίκτες δεν ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους κάνουν κακό στην ομάδα. Όταν η ομάδα πάθει κακό ο πρώτος που θα την πληρώσει είναι ο προπονητής». Αυτή του η δήλωση είχε γίνει στην προετοιμασία της Σίτι το καλοκαίρι του ’12 και 10 μήνες αργότερα αποδείχτηκε προφητική.
Οι Άγγλοι θα τον θυμούνται πάντα για το κύπελλο του 2011 που ήταν και ο πρώτος σημαντικός τίτλος στην εποχή των Αράβων. Για το επικό πρωτάθλημα του 2012 με το γκολ του Αγουέρο από την μοναδική ασίστ του Μπαλοτέλι εκείνη τη σεζόν. Για εκείνη την εξάρα μέσα στο Όλντ Τράφορντ με αντίπαλο τον σπουδαίο Σερ Άλεξ και φυσικά για τον χαμένο τελικό κυπέλλου απ’ την Γουίγκαν του Ρομπέρτο Μαρτίνεθ το 2013 (η μοναδική ομάδα που πήρε το κύπελλο και έπεσε κατηγορία) όταν και δεν βρήκε απαντήσεις σε εκείνο το 3-6-1, με τον αριστερό μπακ-χαφ Ρότζερ Εσπινόζα να κάνει το ματς της ζωής του. Φυσικά υπάρχει και εκείνη η ήττα από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (που πήρε την εκδίκησή της για τον αποκλεισμό την προηγούμενη σεζόν) για το κύπελλο του 2012 που έκανε όμως πολλούς δημοσιογράφους να αποθεώσουν την τακτική προσέγγιση του Μαντσίνι, αν και είχε μείνει με 10 παίκτες από το 12ο λεπτό έχοντας και το εις βάρος του 0-3 στο ημίχρονο. Ο Μαντσίνι αλλάζοντας τακτική στο ημίχρονο είχε καταφέρει όχι μόνο να δει την ομάδα του να μη δέχεται άλλο τέρμα αλλά να μειώνει σε 2-3, βλέποντας παράλληλα την Γιουνάιτεντ να οπισθοχωρεί στα τελευταία λεπτά για να κρατήσει και την πρόκριση. Για την ιστορία, σε εκείνη την αναμέτρηση είχε γίνει και η επιστροφή του Πολ Σκόουλς που είχε αποσυρθεί το προηγούμενο καλοκαίρι. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι άφησε το Μάντσεστερ, τους φίλους και τους εχθρούς του, έχοντας σε 133 παιχνίδια της Πρέμιερ Λιγκ ποσοστό σε νίκες 61.7% με 68% στο FA Cup, έχοντας από πάνω του μόνο τον Μανουέλ Πελεγκρίνι με 63.7%, φυσικά και ο Πεπ Γκουαρδιόλα είναι εκτός συναγωνισμού.
Σε έναν κόσμο γεμάτο από συμπάθειες και αντιπάθειες, όπως είναι ο κόσμος του ποδοσφαίρου και των σπορ γενικότερα, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως ο προπονητής Ρομπέρτο Μαντσίνι είναι αυτός που έβαλε τις πρώτες γερές βάσεις για να φτάσουν στις επιτυχίες και να μπουν σε πορεία πρωταθλητισμού τόσο η Ίντερ των middle 00s όσο και η Μάντσεστερ Σίτι από το ’10 και μετά.
Οι δυο τους θα αναμετρηθούν στον φετινό τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ της Κωνσταντινούπολης με όλους τους φίλους του ποδοσφαίρου να περιμένουν μια σπουδαία αναμέτρηση. Ο ίδιος θεωρεί πως όσο κι αν οι περισσότεροι περιμένουν μια εύκολη επικράτηση της Σίτι, ως το μεγάλο φαβορί που -δικαίως- είναι, το παιχνίδι θα είναι αρκετά ισορροπημένο, και περιμένει να δει τους Ιταλούς να προκαλούν πολλά προβλήματα στην ομάδα του Γκουαρδιόλα και -γιατί όχι- να τους κερδίζουν κιόλας. Οι Ιταλοί είναι άλλωστε η βαριά φανέλα του τελικού, με τα τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών στη συλλογή τους, και όχι οι Άγγλοι. Από την άλλη, όποιος και να κερδίσει το τρόπαιο ο Μαντσίνι θα μπορεί να χαμογελάσει ως κάποιος που πέρασε, με επιτυχία, κι από τις δύο ομάδες αλλά και ως κάποιος που θα είναι για πάντα συνδεδεμένος και με τις δύο χώρες και το ποδόσφαιρό τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως η μεγαλύτερη επιτυχία του ως προπονητής, αναφέρομαι στο Γιούρο του 2020, ήρθε ως προπονητής της Ιταλίας, παρουσιάζοντας ένα ποδόσφαιρο υψηλής τακτικής, έστω σε μια μίνι διοργάνωση, κερδίζοντας την Αγγλία, στο σπίτι της, μέσα στο Γουέμπλεϊ.