Το Ντόναμπεϊτ είναι ένα μικρό χωριό στην ανατολική Ιρλανδία που τον 19ο αιώνα δεν ξεπερνούσε τoυς 500-600 κατοίκους. Ορισμένοι από αυτούς είχαν μετακομίσει από το Κούσενταλ, ένα άλλο παραθαλάσσιο χωριό που εκείνα τα χρόνια δεν είχε παραπάνω από 3-4 δρόμους. Κάποιος θαρραλέος κάτοικος του Ντόναμπεϊτ, το πήρε απόφαση να κυνηγήσει το όνειρο, να αλλάξει τα πάντα στη ζωή του, να εγκαταλείψει όχι απλώς την αγροικία και το χωριό που βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά από το Δουβλίνο, αλλά και την ίδια τη χώρα και την ήπειρο. Κάποιος Τζόζεφ Μακ Άλιστερ, που μπορεί να γραφόταν McAlister ή McAllister (με πιθανή καταγωγή από τη Σκωτία), καθώς αν πετάξεις μια πέτρα στο Κούσενταλ οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες να χτυπήσεις κάποιον με αυτό το επώνυμο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των “λ” που επιλέγει για να το γράψει. Χρόνια μετά, ο Αλέξις Μακ Άλιστερ (που το γράφει χωριστά, διατηρώντας τη γαελική γραφή) είναι παγκόσμιος πρωταθλητής με τη σημαία μιας άλλης, παντελώς άσχετης χώρας. Ο Αλέξις μπορεί να μην γνώρισε τον Ιρλανδό προ-προ-πάππου του που το 1865 πήρε ένα καράβι και διέσχισε έναν ωκεανό, αλλά τόσο στο όνομα, όσο στην εμφάνιση, θυμίζει την καταγωγή του.
Από αυτά τα μέρη της Ιρλανδίας ξεκίνησαν οι Μακ Άλιστερ
Έτσι λοιπόν, ένα χωριουδάκι της Ιρλανδίας πανηγύρισε κι αυτό για ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, με τους ντόπιους να βγαίνουν περήφανοι σε τοπικά και μη ΜΜΕ και να μιλάνε για τον πολύ πολύ πολύ μακρινό ξάδερφό τους. Όταν ο Τζόεζεφ Μακ Άλιστερ εγκαταστάθηκε στην Αργεντινή, έστειλε μήνυμα πίσω στη χώρα του και στη συνέχεια ακολούθησαν και τα ανίψια του που σε ηλικίες μόλις 8 και 10 ετών, έκαναν μόνα τους το ταξίδι στο Μπουένος Άιρες. Οι Μακ Άλιστερ αυξήθηκαν στο Περγκαμίνο του Μπουένος Άιρες και προσπάθησαν εκεί να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους στην κτηνοτροφία.
Εκτός όμως από βοσκοί, οι Μακ Άλιστερ φαίνεται ότι την τσουλούσαν την μπαλίτσα οικογενειακώς. O πατέρας του σημερινού παγκόσμιου πρωταθλητή, ο Κάρλος ήταν ποδοσφαιριστής, ο θείος του Πατρίσιο το ίδιο, τα δύο αδέρφια του παίζουν μπάλα σε μεγάλες ομάδες της Αργεντινής. Ο μπαμπάς Κάρλος Μακ Άλιστερ μάλιστα δεν ήταν ένας ποδοσφαιριστής της σειράς. Έκανε σπουδαία καριέρα τόσο στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, όσο και στην Μπόκα, ένα αριστερό μπακ που μάλιστα έφτασε μέχρι και την εθνική Αργεντινής, συμπαίκτης του Μαραντόνα. Ο “κολοράδο” που είναι το παρατσούκλι για τους κοκκινομάλληδες (το αντίστοιχο του αγγλικού ginger) έπαιξε στα δύο μπαράζ με την Αυστραλία που χάρισαν την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1994, αλλά τελικά δεν ήταν στην αποστολή της ομάδας στις ΗΠΑ και δεν αντιμετώπισε την Ελλάδα. Λέγεται ότι του στοίχισε ένα κακό ματς που έκανε σε Σούπερκλάσικο με τη Ρίβερ. «Έπαιξα πολλές φορές αντίπαλος του Ορτέγκα, μόνο σε εκείνο με διέλυσε, ίσως έπαιξε ρόλο κι αυτό που δεν ήμουν στις κλήσεις», θα πει. Πάντως η συμμετοχή του στα μπαράζ με την Αυστραλία έμεινε ανεξίτηλη, καθώς στα πανηγύρια οι κάμερες τον έπιασαν τσίτσιδο στα αποδυτήρια. «Μια ηλικιωμένη κυρία με πέτυχε μετά από εκείνο το ματς και μου είπε με νόημα: ‘Τι καλά που έπαιξες με την εθνική! Βέβαια το καλύτερο ήταν μετά‘. Εγώ της είπα να μην έχει μεγάλες ελπίδες, είχαν ενεργοποιήσει το ζουμ στην κάμερα», θα διηγηθεί σε συνέντευξή του για το διάσημο συμβάν.
Η τρίτη και τελευταία εμφάνιση του Κάρλος Μακ Άλιστερ με τη φανέλα της Αργεντινής.
Ένα φιλικό με τη Γερμανία, στο οποίο προσπαθεί να σταματήσει τον Ουλφ Κίρστεν με κάθε τρόπο.
Η οικογένεια είναι άρρωστη με την μπάλα και ο μπαμπάς Κάρλος το εξηγεί καλύτερα μιλώντας στον Guardian για τους γιους του: «Γνωρίζουν κάθε παίκτη, κάθε ομάδα, κάθε λεπτομέρεια. Άκουσα τον Ραφίνια να λέει ότι προτιμάει να βλέπει σειρές, τα αγόρια μου βλέπουν κάθε ματς από το πρωί ως το βράδυ, πίνοντας μάτε. Όταν ήταν μικροί τους έλεγα ‘Εσύ θα παρακολουθείς το 2 και το 4, εσύ το 8 και το 5 και εσύ το 10 και το 11. Εγώ τους υπόλοιπους’. Τα σημείωναν όλα, καλές πάσες, κακές πάσες, πόσες κεφαλιές κέρδισαν, πόσες έχασαν». Δεν είναι τυχαίο ότι ο μπαμπάς, ανάμεσα στις πολλές ασχολίες του (όπως να εκλεγεί στο Κογκρέσο της Αργεντινής , να γίνει Γ.Γ. Αθλητισμού και να ανακαλύπτει παίκτες για την Οσασούνα) ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία.
Ο Αλέξις αποθεώνεται στην πατρίδα του, τη Σάντα Ρόσα της Λα Πάμπα.
Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο κόσμος αυτός είναι όλος ο πληθυσμός της επαρχίας.
Βέβαια, το ταξίδι των Μακ Άλιστερ από τις βραχώδεις ακτές της Ιρλανδίας δεν τελείωσε στο Μπουένος Άιρες, καθώς ο παππούς και η γιαγιά του Αλέξις μετακόμισαν στην Λα Πάμπα. Μιλάμε για την επαρχία με τον 2ο λιγότερο πληθυσμό της χώρας μετά τη Γη του Πυρός και δεύτερη σε πυκνότητα κατοίκων. Φανταστείτε μια έκταση μεγαλύτερη της Ελλάδας στο κέντρο της Αργεντινής, στην οποία συνολικά ζουν λίγο παραπάνω από 300.000 άνθρωποι. Μια περιοχή γεμάτη “πάμπας”, χαμηλού υψομέτρου και βλάστησης. Εκεί κατέληξαν οι Μακ Άλιστερ, εκεί έφτασαν να παίζουν μπάλα (πριν φύγουν για άλλα μέρη και συλλόγους), εκεί ίδρυσαν και την τοπική ομάδα με όνομα Ντεπορτίβο Μακ Άλιστερ. Ναι, καλά διαβάσατε. Έχουν φτιάξει μια ομάδα στην Λα Πάμπα με το επώνυμό τους, με κύριο στόχο όχι να φτάσουν να κοντράρουν τους μεγάλους της χώρας, αλλά να δημιουργήσουν καλές ακαδημίες, να βγάζουν παίκτες από την περιοχή που θα μπορούν να παίξουν σε υψηλότερο επίπεδο.
Μαζί με την οικογένεια Σιμεόνε, η οικογένεια Μακ Άλιστερ έχει το προνόμιο μπαμπάς και γιος να έχουν παίξει συμπαίκτες με Ντιέγκο Μαραντόνα και Λιονέλ Μέσι αντίστοιχα. Ο μπαμπάς ήταν φίλος με τον Ντιέγκο και τον λάτρευε: «Ήταν υπέροχος άνθρωπος, ήταν κακός μόνο με τον εαυτό του, όχι στους άλλους», θα πει για τον Ντιεγκίτο που κάποτε του είχε χαρίσει ένα πανάκριβο Ρόλεξ. Κάρλος και Αλέξις πέρασαν δύσκολα στις ομάδες τους. Υπάρχει πάντα μια τάση σε ποδοσφαιρικές ομάδες κάποιοι να πέφτουν θύματα πειραγμάτων, ειδικά αν ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες το γάλα. Ο Κάρλος Μακ Άλιστερ ειδικά, με τη γηρασμένη φάτσα από τα 24 του και το κόκκινο μαλλί ήταν εύκολος στόχος, σε μια Μπόκα που δεν είχε τόσο καλή ομάδα, αλλά είχε ζόρικα αποδυτήρια με σκληρούς χαρακτήρες. Δεν βοήθησε ιδιαίτερα και ένας σπίκερ της τηλεόρασης που του κόλλησε το παρατσούκλι “Κόρκι”, από τον ομώνυμο χαρακτήρα μιας αμερικάνικης σειράς, ένα παιδί με σύνδρομο Down. Μέσα στον σκληρό κόσμο των αποδυτηρίων, ο αξιαγάπητος Κόρκι που αντιμετώπιζε στην τηλεοπτική σειρά κάθε είδους δυσκολία και διάκριση με το χαμόγελο δεν μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τον Κάρλος και τα όσα τραβούσε. Τα πειράγματα από τις παλιοσειρές της Μπόκα στον «Κόρκι» ήταν πολλά και σκληρά, έφταναν στο bullying, καθώς δεν τον άφηναν σε ησυχία. Μέχρι που ο Κάρλος μια μέρα που τον είχαν πρήξει γιατί… είχε κοντά χέρια, αποφάσισε ότι έπρεπε να δώσει τέλος με τον δικό τρόπο. Πήγε πάνω από τον Μπλας Τζιούντα (έναν από τους σκληρούς) που έτρωγε και έφτυσε στο πιάτο του. Από εκείνη την ημέρα, τα πειράγματα σταμάτησαν.
https://www.youtube.com/watch?v=h_jhpXLw6oI
Ο τίτλος του βίντεο δεν είναι υπερβολικός
Χρόνια μετά, όταν ο Αλέξις Μακ Άλιστερ έγινε μέλος της εθνικής, οι συμπαίκτες του άρχισαν να τον φωνάζουν (όπως και τον πατέρα του) “κόλο”, από το κολοράδο. Μπορεί αυτή τη φορά να μην υπήρχε bullying και να ήταν πολύ πιο αθώο, αλλά στον Αλέξις το παρατσούκλι δεν άρεσε. Δεν χρειάστηκε όμως να έχουμε άσχημα συμβάντα με φαγητά. Ο Λιονέλ Μέσι αντιλήφθηκε τι συνέβαινε, ρώτησε τον Αλέξις αν νιώθει άνετα, αυτός απάντησε όχι και το «κόλο» δεν ακούστηκε ξανά στα αποδυτήρια της Αργεντινής. Ο Αλέξις δεν είναι τόσο δημοσιογραφικός, δεν είναι τόσο ομιλητικός όσο ο πατέρας του. Όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον Μέσι και του είπε γεια, τα χέρια του έτρεμαν. Μετά κατάλαβε πόσο προσγειωμένος είναι ο Νέος Θεός των Αργεντινών και τελικά έγινε ακόμα ένας από τους σωματοφύλακές του. Ο Αλέξις είναι πιο ντροπαλός και πιο μαζεμένος, αλλά πιθανότατα καλύτερος ποδοσφαιρικά από τον πατέρα του. Άλλωστε ο ίδιος ο Κάρλος λέει ότι ήταν μέτριος παίκτης σε χαρακτηριστικά, αλλά ήταν η εξυπνάδα του και η αυταπάρνησή του που τον έκανε να παίξει σε τέτοιο επίπεδο. Ο Αλέξις αντίθετα έγινε γνωστός πολύ νωρίς, από την ποδοσφαιρομάνα που λέγεται Αρχεντίνος Τζούνιορς και ήταν η Μπράιτον που τον ανακάλυψε μέσω ενός ατζέντη, κάτι αρκετά σπάνιο, μια που οι αγγλικές ομάδες δεν ψαρεύουν ταλέντα από τη Λ. Αμερική, εκτός κι αν είναι ήδη γνωστά. Πήρε τα δικαιώματά του, αλλά τον άφησε να παίζει στην πατρίδα του. Όσο έπαιζε δανεικός σε Μπόκα και Αρχεντίνος, βελτίωνε τα αγγλικά του και προσπαθούσε να βελτιώσει τη φυσική του δύναμη για να τα βγάλει πέρα στην Αγγλία. Η μετακόμισή του στην Αγγλία συνέπεσε με την πανδημία και αυτό τον δυσκόλεψε ιδιαίτερα. Σκεφτόταν να φύγει κάποια στιγμή δανεικός στην Ισπανία, τελικά όμως έμεινε στην Μπράιτον, ανέβηκε σιγά σιγά και ο Σκαλόνι που πάντα κοιτάει νέους παίκτες τον έφερε στην εθνική.
Πριν φύγει για Αγγλία, πρόλαβε όπως κι ο πατέρας του να ζήσει την εμπειρία ενός Μπόκα-Ρίβερ στο Μπομπονέρα
Ο Μακ Άλιστερ είναι αρκετά πλήρης ποδοσφαιριστής, διορθώνοντας στην Μπράιτον τις αμυντικές του αδυναμίες. Δεν είναι ο παίκτης που θα μαγέψει, αν και συχνά μπορεί να το κάνει, αλλά ξέρει μπάλα, ξέρει να σκοράρει, ξέρει να την κουβαλάει, να τρέξει, να καλύψει χώρους, ένα πολυεργαλείο που μπορεί να παίξει σε πολλές θέσεις. Και αν η ήττα της Αργεντινής από τη Σαουδική Αραβία είχε κάποιο θετικό, ήταν ότι πιο νέοι παίκτες πήραν τις ευκαιρίες τους και τελικά ήταν αυτοί που βοήθησαν τον Μέσι να φτάσει στο όνειρό του. Ο Μακ Άλιστερ έκανε ορισμένα σπουδαία παιχνίδια, πάντα περνώντας σε δεύτερο πλάνο, λιγότερο φανταχτερός. Δεν τον νοιάζει αυτό ιδιαίτερα. Πλέον τα φώτα της δημοσιότητας θα είναι πολύ πιο έντονα γι’ αυτόν στην Μπράιτον. Οι μεγαλύτεροι σύλλογοι θα τον παρακολουθούν, οι απαιτήσεις από την ομάδα (που έτσι κι αλλιώς κάνει εξαιρετική πορεία φέτος) μεγαλύτερες κι ο Αλέξις θα πρέπει να βρει αυτή την ισορροπία που πολλοί παίκτες που έκαναν το μπαμ στην ιστορία των Μουντιάλ δεν τη βρήκαν. Πίσω στην Ιρλανδία πάντως, τα μακρινά ξαδέρφια του δηλώνουν στο BBC ότι τον περιμένουν να τα επισκεφτεί ως παγκόσμιος πρωταθλητής και να δει από κοντά «από πού κρατάει η σκούφια του».