Τον Ιούλιο του 2015 ο Τζάκσον Μαρτίνες ζούσε το όνειρο του. Ήταν 29 χρονών, προερχόταν από 3 εκπληκτικές χρονιές στην Πόρτο, ήταν διεθνής με παρουσίες σε Μουντιάλ και Κόπα Αμέρικα, ήταν στη μεταγραφική λίστα κάποιων εκ των μεγαλύτερων ομάδων της Ευρώπης και ετοιμαζόταν να υπογράψει ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο με την Ατλέτικο Μαδρίτης. Τον Οκτώβρη του 2016 βρισκόταν ξεχασμένος από όλη την ποδοσφαιρική κοινότητα κάπου στα νότια της Κίνας, ήταν ξαπλωμένος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου και ετοιμαζόταν να μπει στο χειρουργείο για μια επέμβαση που θα τον άφηνε εκτός γηπέδων για πολλούς μήνες. Μέσα σε ένα μόνο χρόνο η καριέρα του Κολομβιανού πήρε για τα καλά την κάτω βόλτα εξαιτίας των δυο μεγαλύτερων προβλημάτων που συνήθως αντιμετωπίζουν οι ποδοσφαιριστές στην καριέρα τους: Τους τραυματισμούς και τις κακές αποφάσεις.
Γεννημένος στην Κιμπδό, μια μικρή πόλη στα δυτικά της Κολομβίας, o Μαρτίνες πέρασε μεγάλο μέρος της εφηβείας του στο διάσημο, για λόγους που όλοι όσοι έχουμε δει το ‘Narcos’ ξέρουμε, Μεδεγίν. Εκεί έκανε και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, παίζοντας για πέντε χρόνια στην τοπική Ιντεπεντιέντε. Τα 50 γκολ που πέτυχε στις δυο τελευταίες σεζόν του στην πατρίδα του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον αρκετών ομάδων της ηπείρου και μαζί ένα πολύ καλύτερο συμβόλαιο που του πρόσφερε η Τσιάπας. Στα δυο χρόνια που έμεινε στο Μεξικό πρόσθεσε άλλα 36 γκολ στο βιογραφικό του και αυτόματα χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης.
Όπως συμβαίνει συχνά-πυκνά εδώ και αρκετά χρόνια, οι πρώτοι που άκουσαν το… λατινοαμερικάνικο χτύπημα στην πόρτα ήταν οι Πορτογάλοι. Χωρίς να χάσει χρόνο η Πόρτο κινήθηκε για την απόκτηση του, βλέποντας στο πρόσωπο του τον διάδοχο του Ραδαμέλ Φαλκάο, και πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι δεν έπεσε έξω. Την πρώτη του κιόλας χρόνια στην Ευρώπη ο 26χρονος Μαρτίνες οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του τίτλου, πετυχαίνοντας 26 γκολ στο πρωτάθλημα, ένα περισσότερο απ’όσα είχε βάλει ο Φαλκάο στη δική του παρθενική σεζόν.
Σε ένα από τα πρώτα του παιχνίδια στην Πορτογαλία ανοίγει το σκορ απέναντι στη Σπόρτινγκ με αυτή τη μαγεία
Ακολούθησαν δυο ακόμα σεζόν που ο Κολομβιάνος έβρισκε δίχτυα με χαρακτηριστική άνεση και στο πρωτάθλημα αλλά και στις υπόλοιπες διοργανώσεις. Όταν το καλοκαίρι του 2015 έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού, ο Μαρτίνες ήταν πλέον ένα από τα πιο καυτά ονόματα του ευρωπαϊκού μεταγραφικού παζαριού. Τρεις σερί χρονιές πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Πορτογαλίας, 12 γκολ σε 21 συμμετοχές ως βασικός στο Τσάμπιονς Λιγκ, εκεί που έφτασε ως τα προημιτελικά με την Πόρτο, 94 γκολ σε 143 αγώνες συνολικά και διεθνής με την Κολομβία, με παρουσία (και 2 γκολ) στο Μουντιάλ της Βραζιλίας.
Μέχρι την ολοκλήρωση της μεταγραφής του στη Μαδρίτη, το όνομα του είχε συνδεθεί με αυτό αρκετών ομάδων που έψαχναν για έναν ικανό σέντερ φορ. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν αυτά της Άρσεναλ, της Λίβερπουλ και της Μίλαν. Ο Μαρτίνες επέλεξε τελικά την Ατλέτικο του Σιμεόνε, που ένα χρόνο πριν είχε στεφτεί πρωταθλήτρια Ισπανίας, ακολουθώντας για άλλη μια φορά την πορεία του Φαλκάο: Πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα στην Κολομβία -> μεταγραφή σε ομάδα της Λ. Αμερικής -> πέρασμα του Ατλαντικού για χάρη της Πόρτο -> μεταγραφή στην Ατλέτικο. Εδώ κάπου τελειώνουν όμως και οι ομοιότητες τους, αφού σε αντίθεση με τον Φαλκάο, κανένας στην κόκκινη πλευρά της Μαδρίτης δεν θέλει να θυμάται το πέρασμα του έτερου Κολομβιανού από το Βιθέντε Καλντερόν.
“Όταν υπέγραψε ήμασταν όλοι πολύ ενθουσιασμένοι” θυμάται ο Γκάμπι. “Ήταν πρώτος σκόρερ της Πόρτο και ένας από τους καλύτερους επιθετικούς εκείνη την εποχή. Δυστυχώς δεν ταίριαξε με την ομάδα. Λειτουργούσε διαφορετικά από εμάς αλλά δεν μπορώ να τον κατηγορήσω γιατί ξέρω ότι προσπαθούσε όσο μπορούσε.” Παρά τα 35 εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν για να καλύψουν τη ρήτρα του, ο Κολομβιανός επιθετικός δεν κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Σιμεόνε, ούτε να προσαρμοστεί στο ιδιαίτερο ποδόσφαιρο των ‘ροχιμπλάνκος’. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένας τραυματισμός με την εθνική ομάδα τον Νοέμβριο τον άφησε εκτός γηπέδων για ένα μήνα και κατέστρεψε τις όποιες ελπίδες είχε για να κερδίσει μια θέση στη βασική ενδεκάδα του ‘Τσόλο’.
Με αυτά τα δεδομένα όταν τον Γενάρη η κινέζικη Κουανγκτσόου Έβεργκραντ ενδιαφέρθηκε για την απόκτηση του, οι επιλογές που του δόθηκαν δεν ήταν και πολλές. Ο Σιμεόνε δεν τον υπολόγιζε και η διοίκηση της Ατλέτικο δεν ήθελε να χάσει τη μεγάλη ευκαιρία να βγάλει τόσο γρήγορα κέρδος από μια αποτυχημένη μεταγραφή (οι ορεξάτοι εκείνη την εποχή Κινέζοι πρόσφεραν 42 εκατομμύρια ευρώ!). Μερικά χρόνια μετά σε συνέντευξη του ο Μαρτίνες παραδέχτηκε ότι το συμβόλαιο που του έδιναν οι Κινέζοι ήταν ο βασικός λόγος που δέχτηκε να αλλάξει ξανά ήπειρο, αρνήθηκε να αποκαλύψει όλο το παρασκήνιο της μεταγραφής αλλά υπονόησε ότι η Ατλέτικο τον πίεσε κι αυτή να δεχτεί την πρόταση, υπενθυμίζοντας του ότι το μέλλον του στο Βιθέντε Καλντερόν θα ήταν μια θέση στον πάγκο.
Η μεταγραφή στην Κίνα μπορεί να φούσκωσε αρκετά τον τραπεζικό του λογαριασμό αλλά αποτέλεσε και την ταφόπλακα της καριέρας του. Μέσα στο πρώτο 6μηνο τραυματίστηκε δυο φορές και όταν κατάφερε να επανέλθει σε φουλ φόρμα το φθινόπωρο δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα. Ένας σοβαρός τραυματισμός στον αστράγαλο τον έστειλε κατ’ευθείαν για επέμβαση ενώ λίγους μήνες αργότερα και πριν προλάβει να σταθεί ξανά στα πόδια του βρέθηκε ξανά στο χειρουργείο για ένα άλλο πρόβλημα στη φτέρνα.
Στα σχεδόν δυο χρόνια που έμεινε εκτός γηπέδων ο Μαρτίνες επικεντρώθηκε στην άλλη μεγάλη του αγάπη, τη μουσική. “Η ενασχόληση μου με τη μουσική ξεκίνησε από όταν ήμουν 10 χρονών. Όταν όμως έκανα την επέμβαση και δεν μπορούσα να παίξω μπάλα βρήκα ευκαιρία να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σ’αυτήν και να γράψω περισσότερα κομμάτια και κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο μου άλμπουμ”.
Το χριστιανικό χιπ χοπ του συνδυάζει στοιχεία της λάτιν τραπ και της ρεγκετόν και σύμφωνα με τον ίδιο αποτελεί κάτι σαν μοντέρνα προσευχή, με στίχους όπως αυτός: “Πάρε το μυαλό σου από πράγματα που σε διασκεδάζουν αλλά δεν σου επιτρέπουν να αφεθείς στον Χριστό, άκουσε τη φωνή του και μην την αγνοείς”. Το ξεκίνημα μιας νέας, εντελώς διαφορετικής καριέρας δεν επηρέασε τις προσπάθειες του να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο. Τον Αύγουστο του 2018 γύρισε στην Πορτογαλία για χάρη της άσημης Πορτιμονένσε, ελπίζοντας πως εκεί θα μπορέσει να αποδείξει ότι έχει ακόμα μπροστά του μερικά γεμάτα ποδοσφαιρικά χρόνια.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του (πέτυχε 9 γκολ στην πρώτη του σεζόν), τα ταλαιπωρημένα του πόδια δεν τον άφηναν σε ησυχία. “Έπαιζα πλέον στο 60% των δυνατοτήτων μου. Δεν μπορούσα να βγάλω κανονική προπόνηση για πάνω από 3 μέρες σερί, έκανα σπριντ και ένιωθα ενοχλήσεις, πηδούσα για κεφαλιά και προσπαθούσα να προσγειώνομαι με το δεξί μου πόδι, δυσκολευόμουν να κοιμηθώ από τους πόνους μετά από κάθε ματς. Κάποια στιγμή έφτασα να ξυπνάω κάθε βράδυ μεταξύ 3 με 4 επειδή πονούσα αφόρητα.”
Το καλοκαίρι που μας πέρασε είπε οριστικά αντίο στην Πορτογαλία και επέστρεψε στην Κολομβία, με στόχο να συνεχίσει εκεί την αποθεραπεία του και να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα από την οποία ξεκίνησε, την Ιντεπεντιέντε Μεδεγίν. Όταν πριν λίγες μέρες συνειδητοποίησε ότι ούτε αυτό είναι εφικτό, αποδέχτηκε τη μοίρα του και κάπως έτσι εχθές ανακοίνωσε πως αποσύρεται από το ποδόσφαιρο σε ηλικία 34 χρονών. Την ίδια εποχή που πάρα πολλοί χαρισματικοί επιθετικοί και στην Ευρώπη και στη Ν. Αμερική συνεχίζουν να σκοράρουν συστηματικά ακόμα και μετά τα 35-36 τους, ο Τζάκσον Μαρτίνες κρεμάει τα παπούτσια του, μπαίνει στην κατηγορία των παικτών που στις διάφορες ποδοσφαιροκουβέντες συνδυάζονται συνήθως με τη σκέψη “τι θα γινόταν αν…” και ετοιμάζεται για μια νέα καριέρα γεμάτη χριστιανικές ρίμες.