Ανήκω σε αυτούς (τους αρκετούς μάλλον) που δεν συμπαθούν την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γερμανίας. Όχι εξαιτίας των μνημονίων ή άλλων οικονομικοπολιτικών λόγων, αλλά για όλες αυτές τις φορές που χάλασε κάποιες από τις πιο όμορφες ποδοσφαιρικές ιστορίες σε διοργανώσεις. Για το πέναλτι του Μπρέμε του 1990 που έκανε τον Ντιέγκο να κλάψει, για το γκολ του Μπίρχοφ που δεν άφησε την αγαπημένη Τσεχία το 1996 να ζήσει αυτό που άξιζε με βάση την μπάλα που έπαιξε, για την άσπρη μακριά τουριστική κάλτσα του Λέμαν το 2006 που έκρυβε το μυστικό για τον αποκλεισμό της Αργεντινής στα πέναλτι, για το ψυχολογικό τσαλαπάτημα μιας ολόκληρης χώρας, της Βραζιλίας, που ζούσε για τον τελικό του Μαρακανά και έφαγε εφτά γκολ στο σπίτι της το 2014.
Πέρα όμως από αν τους συμπαθώ ή όχι που στο κάτω κάτω είναι και αδιάφορο, οφείλω να πω ότι η εθνική Γερμανίας είναι η καλύτερη απόδειξη ότι κάποιες εθνικές ομάδες ανταποκρίνονται ιδανικά στα στοιχεία που έχουμε συνδυάσει με συγκεκριμένους λαούς. Αν μπορούμε να αποδώσουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο, αποφεύγοντας να δημιουργήσουμε στερεότυπα, η εθνική Γερμανίας της τελευταίας δεκαετίας (και κάτι παραπάνω) είναι το αποτέλεσμα της οργάνωσης, της δουλειάς και της αποτελεσματικότητας των Γερμανών. Γιατί αυτά που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια από τη Νασιοναλμάνσαφτ είναι οι καρποί ενός σχεδίου, ενός προγράμματος που ξεκίνησε περίπου πριν 15 χρόνια και όχι αποτέλεσμα συγκυριών.
Αν υπάρχουν χρήσιμες ήττες, τότε αυτό το 3-0 αποτέλεσε την αφορμή για τα όσα ακολούθησαν
Στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, το γερμανικό ποδόσφαιρο περνούσε μια κρίση. Οι σύλλογοι αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και η εθνική βρισκόταν σε κάμψη. Μπορεί το 2002 η Γερμανία να έφτασε στα τελικά του Μουντιάλ, αλλά το έκανε σχεδόν χωρίς βενζίνη, με το λαμπάκι αναμμένο και το αυτοκίνητο να πηγαίνει με το ζόρι. Επειδή ακριβώς βέβαια ήταν γερμανικό το αυτοκίνητο, τα κατάφερε. Πέρασε από έναν εύκολο όμιλο με αντιπάλους Ιρλανδία, Σ. Αραβία και Καμερούν και στη συνέχεια έκανε τρεις… ιταλικές νίκες με 1-0, ξανά με σχετικά εύκολους αντιπάλους. Παραγουάη, ΗΠΑ και τη Ν. Κορέα που ήδη είχε κάνει τη βρώμικη δουλειά αποκλείοντας με το γνωστό τρόπο Ιταλία και Ισπανία. Χωρίς ούτε ένα δύσκολο παιχνίδι η Γερμανία έφτασε στον τελικό χωρίς να πείθει κανέναν και εκεί έχασε από το Ρονάλντο. Η ομάδα χωρίς ακριβώς να είναι γερασμένη, είχε μια φουρνιά παικτών που έπρεπε σιγά σιγά να φύγει. Μόνο που από πίσω δεν υπήρχαν οι αντικαταστάτες. Το καμπανάκι όμως ήδη είχε χτυπήσει δυο χρόνια πριν, στο Euro 2000 όταν και ήρθε ο αποκλεισμός σοκ. Τότε που με τρία γκολ του Σέρζιο Κονσεϊσάο η αδιάφορη Πορτογαλία κέρδιζε τη Γερμανία με 3-0 και την άφηνε τελευταία στον όμιλο με μόλις 1 βαθμό να γυρίσει σπίτι της. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι έπρεπε να λάβουν μέτρα.
Ο τελικός του 2002 δεν έκανε τους Γερμανούς να εθελοτυφλούν, ήξεραν ότι η χώρα δεν έβγαζε πια ταλέντα και ότι έπρεπε να αλλάξουν πράγματα. Και αλλαγή δεν είναι απλά να φύγει ο προπονητής. Έγινε κι αυτό. Ο Κλίνσμαν ήρθε. Οι αλλαγές έγιναν σε βαθύτερο επίπεδο όμως. Το 2003 η γερμανική ομοσπονδία (DFB) ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης ταλέντων που θα αποτελούσαν τις επόμενες ποδοσφαιρικές γενιές. Πάνω από 1.000 προπονητές με δίπλωμα UEFA B σε 366 περιοχές της χώρας ψάχνουν, βρίσκουν και προπονούν παιδιά από 8 ως 14 ετών. Η DFB δεν κάθεται να περιμένει τον κάθε σύλλογο να βρει και να εξελίξει ταλέντα, το κάνει η ίδια για τον “εαυτό της”, για το γερμανικό ποδόσφαιρο. Σύμφωνα με στοιχεία του 2013, η Γερμανία έχει περίπου 30.000 ανθρώπους με διπλώματα UEFA B, ως μέτρο σύγκρισης η Αγγλία έχει περίπου 2.000. Μια τεράστια δεξαμενή προπονητών που μαθαίνουν τα βασικά της μπάλας στα παιδιά. Και φυσικά εγκαταστάσεις. Η Γερμανία δεν έχει μόνο μερικά από τα πιο ποδοσφαιρικά γήπεδα της Ευρώπης (που χαίρεσαι να βλέπεις μπάλα), έχει και τέλειες εγκαταστάσεις για τους πιτσιρικάδες. Η DFB έδωσε περίπου 1 εκατομμύριο Ευρώ στις “τοπικές ενώσεις” για την ανάπτυξη των ταλέντων. Στην Ελλάδα οι ενώσεις αυτές ασχολούνται μόνο με εκλογές. Το 2003 όταν το πρόγραμμα ξεκίνησε, 22.000 παιδιά πήραν μέρος, φανταστείτε πόσα συμμετέχουν πλέον. Υπολογίζεται ότι τα πρώτα χρόνια η DFB και οι σύλλογοι ξόδευαν περίπου 48 εκατομμύρια Ευρώ για τις υποδομές. Από τότε το ποσό έχει διπλασιαστεί.
Παράλληλα, o Κλίνσμαν άρχισε το ξεσκαρτάρισμα στην ομάδα, δεν φοβήθηκε να διώξει παλιούς παίκτες, να δοκιμάσει νέους. Η αλλαγή όμως ήταν και στη φιλοσοφία. Το γερμανικό ποδόσφαιρο σταμάτησε να βασίζεται στη νίκη στο 90′ και το κλισέ του Λίνεκερ, σταμάτησε να είναι βαρετό, βασισμένο πάνω στις ίδιες αρχές του “σφιχτού” ποδοσφαίρου. Έγινε πιο ευέλικτο και (όσο και να πονάει εμάς τους φίλους της Λ. Αμερικής) έγινε πιο θεαματικό και όμορφο. Σκεφτείτε λίγο τα αστέρια της Γερμανίας τα παλιότερα χρόνια. Τερματοφύλακες τύπου Καν, βαριά φορ περιοχής που δεν μπορούσαν να ντριμπλάρουν, αλλά ήξεραν να καρφώνουν τα γκολ, σκληροτράχηλα χαφ τύπου Έφεμπερνγκ-Σβαϊστάινγκερ. Σκεφτείτε και το σήμερα. Ναι υπάρχουν ακόμα οι Νόιερ αυτού του κόσμου, αλλά η Γερμανία έφτιαξε παίκτες όπως ο Οζίλ, ο Λαμ, ο Γκέτζε, ο Ντράξλερ, ο Ρόις ή ο Γκουντουγκάν. Παίκτες που χαίρεσαι να τους βλέπεις, που παλιότερα δεν υπήρχαν. Η Γερμανία παράλληλα αγκάλιασε ένα σωρό παιδιά μεταναστών, έγινε ένα χωνευτήρι διαφορετικών προελεύσεων, ενσωμάτωσης ανθρώπων που μέχρι πριν μερικά χρόνια δεν φαντάζονταν ότι θα έβρισκαν το δρόμο για την εθνική.
Αρκετά από αυτά τα παιδιά θα πρωταγωνιστούν στο προσεχές μέλλον
Η φυγή του Κλίνσμαν δεν χάλασε τη συνταγή. Την έκανε ακόμα καλύτερη. Ο βοηθός του Γιόγκι Λεβ ανέλαβε, συνέχισε να δουλεύει με νέους και τα πήγε ακόμα καλύτερα. Απόψε η Γερμανία του Γιοακίμ Λεβ παίζει στον τελικό του Confederations απέναντι στη Χιλή. Από το 2006 σε όσες διοργανώσεις πήρε μέρος έφτασε τουλάχιστον στα ημιτελικά. Μιλάμε για 3 Μουντιάλ, 3 Euro και 2 Confederations. Ο δε Λεβ γίνεται ο πρώτος προπονητής στην ιστορία της εθνικής που φτάνει τις 100 νίκες. Μόλις προχθές η εθνική των U21 κέρδισε την Ισπανία στον δικό της τελικό Euro. Δεν είναι τυχαίο ότι η φιναλίστ ήταν μια άλλη χώρα που δουλεύει κι αυτή πολύ στις μικρές ηλικίες. Ούτε φυσικά είναι τυχαία η πορεία των μεγάλων ομάδων της χώρας στο Τσάμπιονς Λιγκ τα τελευταία χρόνια. Το γερμανικό ποδόσφαιρο έχει θέσει τις βάσεις για να παράγει καλούς παίκτες και όσο και αν το συμπαθούμε ή αντιπαθούμε, θα το βλέπουμε μάλλον σταθερά στις κορυφαίες θέσεις.