Πέρασαν 10 χρόνια από το αξέχαστο μεσημέρι της Σαϊτάμα. Τότε που το άρμα του ευρωπαϊκού μπάσκετ με οδηγό την Ελλάδα πίστεψε στη παγκόσμια επανάσταση του αθλήματος σε διεθνές επίπεδο. Τότε που η ομάδα μας πέρασε στην αιωνιότητα..
Το σφύριγμα της λήξης εκείνου του ημιτελικού έμοιαζε με στιγμή όπου πάγωσε ο χρόνος. Το ρολόι σταμάτησε. Όλοι θυμούνται τι έκαναν και που βρίσκονταν εκείνη την “ιερή” στιγμή. Ένα παιχνίδι που σόκαρε τον παγκόσμιο μπασκετικό πλανήτη και ανάγκασε τους Αμερικάνους να προβληματιστούν, να δουλέψουν πραγματικά στο FIBA Basketball και να χτίσουν εν τέλει το σημερινό οικοδόμημα κυριαρχίας τους. Όπως όμως είχαν τονίσει μερικοί Έλληνες αθλητές τότε πριν τον ημιτελικό, η πιθανότητα επικράτησης μας τότε σίγουρα δεν ήταν τόσο μικρή όσο οι περισσότεροι θεωρούσαν..
Η Αμερικανική ομάδα δεν ήταν έτοιμη για να φτάσει μέχρι το τέλος του δρόμου και το χρυσό. Μπορεί να το πετύχαινε όμως σίγουρα δεν ήταν έτοιμη για να διαχειριστεί έναν τοπ-αντίπαλο σε μια τόσο καλή βραδιά. Τεχνικά μπορούμε να μιλάμε μέχρι το πρωί για το τι συνέβη σε εκείνον τον ημιτελικό. Όμως το βήμα αυτό έχει λίγο διαφορετική κατεύθυνση. Το σημείο-κλειδί, η μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ελληνική κυριαρχία στο παρκέ ήταν ο τρόπος που τα γκαρντ μας διαχειρίστηκαν την αναμέτρηση και τη πίεση της TEAM USA.
Διαχρονικά οι ομάδες των ΗΠΑ ποντάρουν σε αυτό το πρώτο τείχος που υψώνουν στον αντίπαλο, τη πίεση στη μεταφορά της μπάλας η οποία φτάνει στα όρια του bullying με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπάλων να σκάει, υποπίπτοντας σε λάθη που δίνουν ανοιχτό γήπεδο στα καθαρόαιμα. Τότε απλά βαριέσαι να μαζεύεις τη μπάλα από το διχτάκι και η σεμνή τελετή λαμβάνει τέλος. Σε εκείνο τον ημιτελικό όμως τα rodvailers του Σιζέφσκι θα έβρισκαν απέναντι τους το καλύτερο -σε επίπεδο προστασίας/μεταφοράς της μπάλας και αποφάσεων- backcourt του πλανήτη. Η άνεση με την οποία οι περιφερειακοί μας “έσβησαν” την ορμή και επιθετικότητα των αντιπάλων νομίζω άλλαξε την ατμόσφαιρα στο παρκέ και στο μυαλό μας στέλνοντας τζούρες κρύου αέρα στον πάγκο των Αμερικανών. Η Ελλάδα μόλις είχε υψώσει το δικό της τείχος..
Από αυτό το κομμάτι, τη διαχείριση της πίεσης των ΝΒΑers, ξεκίνησε η ομάδα να κεφαλαιοποιεί την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της στο πέντε εναντίον πέντε. Έκοψε το γήπεδο στη μέση και πήγε το ματς στις συνεργασίες και τους αυτοματισμούς όπου σαν σύνολο ήμασταν πολύ πιο δουλεμένοι, βγάζοντας τελείως από την εξίσωση τη μεγάλη υπεροχή του αντιπάλου στο φυσικό/αθλητικό κομμάτι.
Σε αυτό το είδος παιχνιδιού η ομάδα του Σιζέφσκι:
-ήταν τρομερά στατική στην επίθεση. Μηδενική κυκλοφορία της μπάλας, κατεύθυνση αναγκαστικά (λόγω ενστίκτων) σε έναν ένας παιχνίδι το οποίο ουσιαστικά με τις βοήθειες της ελληνικής άμυνας δεν υπήρχε και μοναδικές συνεργασίες αυτές που κατέληγαν σε baseline cuts. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη περιφερειακή εκτέλεση συνετέλεσε σε αυτή τη κατάσταση που διαμορφώθηκε στο σετ παιχνίδι.
-δέχθηκε μάλλον λίγους (101) πόντους με βάση το αμυντικό της performance. Η Ελληνική ομάδα θα μπορούσε να σκοράρει μέχρι την επόμενη ημέρα αφού πάλι με ναυαρχίδα το backcourt μας είχαμε ξεκλειδώσει τη κερκόπορτα της αμερικανικής άμυνας. Η TEAM USA όχι απλά δεν ήταν έτοιμη να αμυνθεί στο Pick & Roll αλλά παρουσίασε (στο αμυντικό πάντα κομμάτι)σημεία διάλυσης μετά τη δεύτερη περιστροφή. Το αμυντικά rotations τους ήταν τελείως αδούλευτα και όσο γυρνούσαμε τη μπάλα ψάχνοντας την έξτρα πάσα τους βασανίζαμε σβήνοντας τσιγάρα στα φρύδια τους και κάνοντας High five με τον πόνο τους.
–χαμήλωσε το σχήμα της μάλλον αποτυχημένα και με τη μορφή απεγνωσμένης κίνησης με την έννοια ότι δεν είχε δουλέψει για να αντιδράσει έτσι σε μια τέτοια έκτακτη κατάσταση. Αντίθετα η ομάδα του Παναγιώτη Γιαννάκη έπιανε το τοπ της παραγωγικής της ικανότητας με τη 3-guard lineup (Διαμαντίδης-Σπανούλης-Παπαλουκάς) στο παρκέ. Και εδώ, παίζαμε στο “δικό μας γήπεδο”..
Όλη αυτή η υπεροχή μιας ελληνικής ομάδας σε επίπεδο “βάθους δουλειάς” το οποίο χαρακτηρίζει ένα σύνολο πλημμύρισε τη σκέψη των δύο ομάδων στο παρκέ. Η αντίδραση της ΤΕΑΜ USA επαναλαμβάνω στηρίχτηκε στα ένστικτα της αλλά το μυαλό μας ήταν πολύ δυνατό εκείνη την ημέρα. Ξέρετε, παρ’όλη την τακτική υπεροχή που περιγράφουμε για την ομάδα μας, η υπεροχή των ΝΒΑers σε ατομικό επίπεδο ήταν τέτοια (απέναντι σε κάθε σύνολο) που δεν ήταν τόσο δύσκολο να αλλάξει το μομέντουμ εάν η ελληνική ομάδα έπεφτε στη παγίδα του λάθους. Ήμασταν πολύ δυνατοί στο πνευματικό κομμάτι λοιπόν και πήγαμε με την ίδια πειθαρχία στο πλάνο μας μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Αυτή τη γραμμή που είχαμε τραβήξει σαν ομάδα δε μπόρεσαν να τη σπάσουν ποτέ οι παίχτες του Μάικ Σιζέφσκι.
Την 1/9/2006 συντελέστηκε ένα τεράστιο επίτευγμα από την ομάδα μας. Μια εμφάνιση-σημείο αναφοράς στο παγκόσμιο μπάσκετ, η οποία θα ταξιδέψει βαθιά μέσα στον χρόνο και στα κράτη όλου του πλανήτη όντας πολυεπίπεδο επιδραστική στο FIBA Basketball που βλέπουμε μέχρι σήμερα. Όπως σας είπα και στη προσωπική μου σελίδα:
Μπορεί η 14/6/1987 να είναι η ημέρα που άλλαξε το ελληνικό μπάσκετ, όμως η 1/9/2006 αποτελεί την ημέρα που άλλαξε το αμερικάνικο μπάσκετ. Σε κάθε τουρνουά κυριαρχίας της TEAM USA στο μέλλον όλοι θα μνημονεύουν τις Ελληνικές συμπληγάδες του 2006..