Εδώ και περίπου δύο βδομάδες ζούμε, και εμείς, σε μια εντελώς περίεργη καθημερινότητα. Σαν σενάριο του Black Mirror, που, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η καθημερινότητα έχει επηρεάσει και τον παγκόσμιο αθλητισμό. Αγωνιστική δράση δεν υπάρχει και ούτε ξέρει κάποιος να μας πει πότε θα μπορεί και πάλι να υπάρξει. Αυτό, για τους περισσότερους, φυσικά και είναι η τελευταία τρύπα της φλογέρας του «προβλήματος» ή μήπως όχι; Η οικονομική καταστροφή που βιώνουν αυτή τη στιγμή οι πάντες δεν μπορεί να μην λειτουργήσει ως ντόμινο και στον αθλητισμό και κατ’ επέκταση και στο ποδόσφαιρο. Γιατί μπορεί οι μεγάλοι αστέρες, όσο και αν μείνουν εκτός αγωνιστικής δράσης και όσο και αν δουν τα, τεράστια, έσοδά τους να μειώνονται, να μην έχουν να αντιμετωπίσουν οικονομικό πρόβλημα, μα πίσω από όλη αυτή τη λάμψη υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που δουλεύουν, μέσα στο ποδόσφαιρο, και που αμείβονται, με κανονικούς μισθούς, για να ζήσουν. Αυτοί δεν ξέρουν πότε, και αν, θα μπορέσουν να επιστρέψουν στη δική τους κανονικότητα. Οι ομάδες πλέον είναι εταιρείες, και ως τέτοιες απασχολούν ένα σωρό κόσμο που αυτή τη στιγμή, πολλοί από αυτούς, βρίσκονται σε πλήρη αβεβαιότητα για το μέλλον. Ας μη γελιόμαστε. Μιλάμε για μια εικονική «παύση» που λειτουργεί ουσιαστικά μόνο για την υγεία του ανθρώπου (που είναι και το πιο σημαντικό) ενώ γύρω του όμως τα πάντα τρέχουν σε επικίνδυνους, για τον ίδιο, ρυθμούς.
Τα πρωταθλήματα είτε θα ακυρωθούν, κάτι που φυσικά και δεν θέλει κανένας, είτε θα επιστρέψουν όταν κοπάσει ο ιός, λογικά, σε αγώνες χωρίς θεατές. Αυτό τουλάχιστον φαντάζει ως το πιο πιθανό σενάριο αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Η τελευταία φορά που δεν είχαμε διεξαγωγή πρωταθλημάτων, την ίδια περίοδο , σε ολόκληρο τον πλανήτη ήταν κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945), κάτι που οι δικές μας, οι σύγχρονες, γενιές θεωρούσαν ως κάτι που δεν θα ζούν και ποτέ. Εκτός κάποιας οθόνης υπολογιστή ή μιας σκοτεινής κινηματογραφικής αίθουσας, ως ένα ακόμα δηλαδή κακόγουστο σενάριο επιστημονικής blockbuster ταινίας. Δύο χρόνια αργότερα (σύμφωνα με ένα άρθρο που ανέβηκε πριν λίγο καιρό στην Guardian), και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1947, σε μια περίοδο που η Βρετανία, όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης, προσπαθούσε να πατήσει και πάλι στα πόδια της, θα «παγώσει» όλες τις αγωνιστικές δράσεις στην πρώτη μεταπολεμική ποδοσφαιρική σεζόν, όχι όμως λόγω κάποιου επικίνδυνου ιού ενός δυστοπικού σεναρίου, αλλά μιας εξωπραγματικής κακοκαιρίας. Ακόμα και για το μαθημένο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η σφοδρή κακοκαιρία και η ασταμάτητη χιονόπτωση δεν είχαν σταματήσει σχεδόν καθόλου από το Γενάρη, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη τη διεξαγωγή μιας ποδοσφαιρικής αναμέτρησης σε μια περίοδο που τα γήπεδα, όπως ήταν φυσικό, δεν είχαν τη λειτουργικότητα των ημερών μας ούτε φυσικά υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα για να καταπολεμηθεί ένα τέτοιο καιρικό πρόβλημα. Στις 16 Μαρτίου, μια μέρα δηλαδή πριν συναντηθούν τα στελέχη της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της χώρας για να συζητήσουν μια ενδεχόμενη λύση, τα πρωταθλήματα είχαν συμπληρώσει εφτά (7) σερί Σαββατοκύριακα χωρίς φουλ αγωνιστική δράση. Η Μπλάκπουλ, για παράδειγμα, είχε δώσει 34 (από τα 42) παιχνίδια της για την Μεγάλη Κατηγορία την ίδια ώρα που η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ είχε πατήσει στο χορτάρι μόνο 26 φορές. Το μπάχαλο ήταν ήδη μεγάλο και η πίεση για να τελειώσει η σεζόν, εντός του χρονικού της ορίου, έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή τα μισά γήπεδα της χώρας ήταν καλυμμένα με χιόνι ή ακόμα χειρότερα είχαν δει τον αγωνιστικό τους χώρο να καταστρέφεται. Έπρεπε όμως να βρεθεί μια λύση και αυτή η λύση έπρεπε να βρεθεί πολύ γρήγορα. Και όπως συμβαίνει πάντα, η λύση βρέθηκε, αν και με πολλά προβλήματα.
Οι Βρετανοί, ως λάτρεις των παραδόσεων, φυσικά και δεν μπορούσαν να μη διαφωνήσουν, γι’ αυτές. Η ημερομηνία λήξης των πρωταθλημάτων θα έπαιρνε παράταση, κάτι για το οποίο συμφώνησαν -ευτυχώς- οι περισσότεροι. Αυτή ήταν η εύκολη πίστα. Υπήρξε όμως γκρίνια για τα παιχνίδια που θα διεξάγονταν στη μέση της βδομάδας. Εδώ αρχίζει η δύσκολη πίστα. Αυτό φυσικά επειδή η πλειοψηφία του κόσμου δεν είχε μάθει να παρακολουθεί παιχνίδια την Τετάρτη ή την Πέμπτη (ή και άλλες μέρες) και επειδή αυτοί που θα μπορούσαν να βρεθούν στις κερκίδες θα ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι παρέμεναν πιστοί στην αρχική τους άποψη πως «Ποδόσφαιρο χωρίς θεατές και γεμάτα γήπεδα δεν γίνεται να υπάρξει». Τελικά αποφασίστηκε η σεζόν να ολοκληρωθεί στις 14 Ιουνίου αν και τα παιχνίδια που θα διεξάγονταν τότε (σε μια απόφαση που θυμίζει περισσότερο την Ευρωλίγκα των ημερών μας), θα ήταν μόνο δύο, κάνοντας αρκετά άδικη την κατάσταση. Το πρώτο θα ήταν το Σέφιλντ Γιουνάιτεντ-Άρσεναλ, στις 7 Ιουνίου και μία βδομάδα αργότερα το δεύτερο, και πιο σημαντικό όπως θα καταλάβετε παρακάτω, το Σέφιλντ Γιουνάιντεντ-Στόουκ.
Το πρωτάθλημα το διεκδικούσαν, εν μέσω πάγων και γραφειοκρατικού μπάχαλου, στα ίσια, πέντε ομάδες. Η Γουλβς, η Λίβερπουλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Στόουκ και η Μπλάκμπουλ. Τη στιγμή που πάρθηκε η απόφαση, η Γουλβς ήταν στο +4 από την δεύτερη Λίβερπουλ, έχοντας και ένα παιχνίδι περισσότερο – με την κάθε νίκη να δίνει δύο βαθμούς, και τη Μπλάκπουλ, που είχε όμως τέσσερα παιχνίδια περισσότερα. Την επόμενη βδομάδα οι «λύκοι» αγωνίστηκα στην έδρα της Σέφιλντ και έχασαν. Σαν να μην έφτανε αυτό, μετά το Πάσχα, έδωσαν δύο παιχνίδια, σε τρεις μέρες, και τα έχασαν και τα δύο, πέφτοντας στη δεύτερη θέση. Η Λίβερπουλ κέρδισε έξι από τα επόμενα εφτά παιχνίδια της και έφτασε στα μέσα του Μάη να βρίσκεται στο -1 από την πρώτη θέση, παρέα με τη Στόουκ, πίσω από τις Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Γουλβς. Εκείνες τις μέρες συνέβη και μία από τις πιο περίεργες κινήσεις που έχουν γίνει στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Στις 10 του Μάη, η Μεγάλη Βρετανία έδωσε ένα φιλικό στο Χάμπντεν Παρκ απέναντι σε επίλεκτους από όλη την Ευρώπη, επικρατώντας με 6-1, και το ίδιο πρωί η Στόουκ, που ήταν πρώτη στη βαθμολογία, πούλησε τον μεγάλο της αστέρα, και για πολλούς κορυφαίο παίκτη του πλανήτη εκείνα τα χρόνια, Σερ Στάνλεϊ Μάθιους, στην Μπλάκπουλ. Ο παίκτης που όπως είχε δηλώσει ο Πελέ «Μας έδειξε πως πρέπει να παίζεται το ποδόσφαιρο». Όπως λέει μάλιστα ο μύθος, ο προπονητής της Μπλάκπουλ, Τζο Σμιθ, όταν απέσπασε την υπογραφή του «μάγου της ντρίμπλας» τον ρώτησε αν θα άντεχε να παίξει για 1-2 χρονάκια ακόμα. Τελικά ο Μάθιους άντεξε για 18, κατακτώντας και το κύπελλο Αγγλίας έξι χρόνια αργότερα, ίσως, στην κορυφαία του παράσταση. Η κόντρα του σπουδαίου Άγγλου επιθετικού με τον προπονητή του, Μπομπ ΜακΓρόρι, είχε ξεκινήσει καιρό πριν, όταν ο προπονητής του ήθελε να κάνει αλλαγές στο γερασμένο, κατά τον ίδιο, προφίλ της ομάδας, γεμίζοντας το ρόστερ με νεαρούς και ελπιδοφόρους αθλητές. Ο 32χρόνος Μάθιους, ο σούπερ σταρ της ομάδας και της λίγκας φυσικά και δεν το είδε με καλό μάτι και έφυγε όταν η ομάδα έμπαινε στην πιο κρίσιμη περίοδο του πρωταθλήματος. Την τελευταία μέρα του μήνα, η Λίβερπουλ, η Στόουκ και η Γουλβς είχαν να δώσουν από ένα παιχνίδι με την διαφορά που τους χώριζε να είναι μόνο ένας βαθμός. Η Γουλβς είχε 56, και από 55 η Λίβερπουλ και η Στόουκ. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχοντας δώσει όλα της παιχνίδια γνώριζε πως δεν μπορούσε να ξεπεράσει την δεύτερη θέση και ήταν απλός θεατής στην κούρσα του τίτλου.
Η Λίβερπουλ του Τζορτζ Κέι, έχοντας στις τάξεις της μεταξύ άλλων τον Μπομπ Πέισλι και φυσικά τον σπουδαίο Μπίλι Λίντελ, υποδέχτηκε την Γουλβς, του τεράστιου Μπίλι Ράιτ, στο Άνφιλντ. Μια Γουλβς που για να πάρει τον τίτλο θα έπρεπε να φύγει μόνο με το διπλό από την έδρα των «κόκκινων». Απ’ την άλλη, η Στόουκ, που είχε καλύτερη διαφορά τερμάτων από όλους, θα κατακτούσε αυτή το πρωτάθλημα, χωρίς τον μεγάλο της αστέρα, αν δεν κέρδιζε η Γουλβς και αυτή κέρδιζε τη Σέλφιντ στις 14 Ιουνίου, γνωρίζοντας όμως το αποτέλεσμα του Άνφιλντ. Κάπως έτσι ταξίδεψε για το Σέφιλντ ξέροντας πως με νίκη θα έπαιρνε το πρωτάθλημα μιας και η Λίβερπουλ είχε νικήσει με 2-1 τη Γουλβς. Η Στόουκ δεν είχε απουσίες και έδειχνε σε πολύ καλή αγωνιστική κατάσταση, στην πιο σημαντική στιγμή της ιστορίας της, την ίδια ώρα που οι «λεπίδες» δεν είχαν τρεις βασικούς ποδοσφαιριστές και δεν κυνηγούσαν τίποτα.
Ο παίκτης που ανέλαβε το δύσκολο έργο να καλύψει το κενό που είχε μείνει στη γραμμή της επίθεσης της Σέφιλντ δεν ήταν άλλος από τον 38χρόνο αρχηγό της ομάδας, Τζακ Πίκερινγκ. Στην πρώτη του μάλιστα συμμετοχή σε εκείνο το πρωτάθλημα μιας και τα χρόνια είχαν περάσει προ πολλού. Ο ψηλόλιγνος επιθετικός, ένας παίκτης που σκόραρε πάνω από 100 επίσημα τέρματα στο αγγλικό ποδόσφαιρο και έμοιαζε κάπως σωματικά με τον Πίτερ Κράουτς, ήταν αυτός που σκόραρε το νικητήριο γκολ, γράφοντας το 2-1 για την ομάδα του, χαρίζοντας έτσι το πρωτάθλημα στη Λίβερπουλ, με 57 βαθμούς, αφήνοντας την Στόουκ 4η με 55. Για την ιστορία, το επίσημο ντεμπούτο του Πίκερινγκ είχε γίνει απέναντι στη Λίβερπουλ, τον Φεβρουάριο του 1927 και το τελευταίο επίσημο παιχνίδι του το έδωσε -σχεδόν- ένα χρόνο αργότερα απέναντι στην Πόρτσμουθ, στα 39 του. Αυτό ήταν το πέμπτο πρωτάθλημα στην ιστορία της Λίβερπουλ, στη μεγαλύτερη σε διάρκεια σεζόν του Αγγλικού ποδοσφαίρου, λογικά, μέχρι τη φετινή. Ένα πρωτάθλημα, το φετινό, που θα κατακτήσουν και πάλι οι «κόκκινοι» του Μερσεϊσάιντ, χωρίς τη βοήθεια κανενός παίκτη αντίπαλης ομάδας, σε μια σεζόν όμως που λογικά δεν θα θέλουν να θυμούνται οι περισσότεροι φίλοι του αθλήματος σε ολόκληρο τον κόσμο.