“Θέλεις να παίξεις για την αγαπημένη σου ομάδα;” Κανονικά μια τέτοια πρόταση τη συναντάς μόνο στην αρχή κάποιας υγρής φαντασίωσης, κατά τη διάρκεια ενός γλυκού ύπνου ή αράζοντας στον καναπέ το απόγευμα. Όταν όμως την άκουσε ο Κρεγκ Ρόμπερτσον σίγουρα δεν κοιμόταν. Για την ακρίβεια ήταν καθισμένος σε ένα λογιστικό γραφείο ένα παγωμένο πρωινό Δευτέρας του Φλεβάρη και σχεδίαζε με έκδηλη ραθυμία το πρόγραμμα της εβδομάδας του. Μιας εβδομάδας που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Μιας εβδομάδας που ξεκίνησε με τη φράση: “Θέλεις να παίξεις με τη Νταντί αύριο;”.
Tο καλοκαίρι του 2010 η Νταντί συμμετείχε για έκτη σερί σεζόν στη 2η κατηγορία της Σκωτίας. Η αλλαγή πορείας που προσπάθησε να κάνει μια δεκαετία πριν, όταν έκανε την έκπληξη με τις μεταγραφές των Κανίγια και Ραβανέλι, δεν πήγε ακριβώς όπως είχε σχεδιαστεί. Αντί να κάνει ένα βήμα προς τα πάνω, καταχρεώθηκε, μπήκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και έκανε ένα βήμα προς τα κάτω. Δηλαδή προς τη 2η κατηγορία. Όπως όλες τις προηγούμενες φορές, ο στόχος εκείνη τη χρονιά ήταν η άνοδος. Αυτός ο στόχος εγκαταλείφθηκε νωρίς γιατί προέκυψαν άλλα, σημαντικότερα ζητήματα.
Η είδηση έσκασε στα μέσα του Οκτωβρίου. Το χρέος της Νταντί παρ’ότι είχε μειωθεί αισθητά σε σχέση με παλιότερα παρέμενε μη βιώσιμο. Η αδυναμία της διοίκησης να καταβάλλει ένα ποσό στην εφορία σήμαινε πως η ομάδα έπρεπε να υπαχθεί πάλι σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με μια προσωρινή διοίκηση που καλούνταν να βρει άμεσα λύση και έσοδα για να ικανοποιήσει τους πιστωτές της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη από μόνη της δεν έλεγε κάτι. Ο σύλλογος είχε ξαναπεράσει από μια τέτοια διαδικασία και ήταν συνηθισμένος στα δύσκολα. Αυτά που ακολούθησαν ήταν το πρόβλημα.
Μερικές μέρες αργότερα η ΠΟ της Σκωτίας έβγαλε μια ανακοίνωση που με λίγα λόγια έλεγε πως επειδή η Νταντί βρίσκεται στην ίδια κατάσταση για δεύτερη φορά μέσα σε εφτά χρόνια, κοινώς δεν έχει πάρει το μάθημα της, τιμωρείται με αφαίρεση 25 βαθμών! Κάποιοι πίστευαν πως η απόφαση ήταν δίκαιη, κάποιοι θεωρούσαν πως ήταν άδικη. Όλοι όμως συμφωνούσαν πως ήταν εξοντωτική. Η Νταντί είχε ξεκινήσει αρκετά άσχημα το πρωτάθλημα και τη μέρα που ανακοινώθηκε η ποινή μετρούσε μόλις 3 νίκες σε 11 παιχνίδια. Με την αφαίρεση των βαθμών θα πήγαινε στους -11, δηλαδή 20 πόντους μακριά από την προτελευταία ομάδα.
Τα ζόρια δεν περιοριζόντουσαν στην ανάγνωση της βαθμολογίας. Με το σύλλογο σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης η προσωρινή διοίκηση δεν μπορούσε να αγοράσει νέους ποδοσφαιριστές ή να δανειστεί κάποιους και με τα οικονομικά της σε τραγική κατάσταση δεν μπορούσε να συντηρήσει ούτε και το έμψυχο δυναμικό που είχε ως τότε. Μέσα σε λίγα μόνο 24ωρα τερματίστηκαν τα συμβόλαια εννιά βασικών παικτών, του προπονητή, του βοηθού του, ακόμα και του φροντιστή.
Στο ρόστερ απέμειναν δώδεκα ονόματα, αμφιβόλου αξίας, με το αρχικό πλάνο να λέει πως οι υπόλοιπες θέσεις θα καλυφθούν από πιτσιρίκια των ακαδημιών. “Ο σύλλογος δίνει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του” δήλωσε ο Μπράιαν Τζάκσον, ένα από τα μέλη της προσωρινής διοίκησης, και συνέχισε: “Πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε έσοδα πριν τα Χριστούγεννα. Όπως είναι τώρα η κατάσταση, οι πιθανότητες επιβίωσης είναι 50-50”. Η αναφορά στην επιβίωση δεν αφορούσε την παραμονή στην κατηγορία. Η Νταντί δεν κινδύνευε μόνο με υποβιβασμό, που από μόνος του θα ήταν οικονομική καταστροφή καθώς τα έσοδα στην 3η ημιερασιτεχνική κατηγορία θα ήταν απειροελάχιστα. Η Νταντί απειλούταν με άμεση διάλυση και λίγοι πίστευαν πως υπάρχει τρόπος διαφυγής. Κάποιες φορές όμως και οι λίγοι αρκούν. Ειδικά όταν αυτοί είναι οπαδοί γαλουχημένοι στα ζόρια που αγαπάνε ανιδιοτελώς. Όπως λέει και το γνωστό σύνθημα: “Τα παιδιά στην κερκίδα είναι η μόνη σου ελπίδα”.
Όταν το σοκ της απόφασης ξεπεράστηκε οι φίλοι της Νταντί ξεκίνησαν τη δύσκολη προσπάθεια να ξεκολλήσουν το κάρο από τη λάσπη. Το αίσθημα της αδικίας και η επιθυμία για οπαδική επιβίωση συσπείρωσε τους πάντες, ακόμα και φιλάθλους με ισχνή παρουσία στο γήπεδο. Περισσότεροι από 6.000 έδωσαν το παρών μέσα στο κρύο του Νοέμβρη για το πρώτο παιχνίδι της νέας εποχής, ένα νούμερο μεγαλύτερο από αυτό της πρεμιέρας της σεζόν όταν η ομάδα δεν είχε κανένα θέμα και το κλίμα στο Ντενς Παρκ ήταν καλοκαιρινό και αισιόδοξο. Δημιουργήθηκε ένα ταμείο άμεσης ενίσχυσης στο οποίο χιλιάδες άνθρωποι πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν ώστε να καλυφθούν οι άμεσες λειτουργικές ανάγκες αλλά και να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσό που θα επέτρεπε το σύλλογο να βγει από το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς.
Οι εκδρομές για τα επόμενα εκτός έδρας παιχνίδια καταργήθηκαν και τα λεφτά που θα έδιναν οι οπαδοί γι’αυτές χαρίστηκαν στο ταμείο σωτηρίας. Παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές έδωσαν πολύτιμα αντικείμενα από την καριέρα τους τα οποία πουλήθηκαν σε δημοπρασίες. Άνθρωποι που διέμεναν μακριά από την πόλη αγόραζαν εισιτήρια για τα παιχνίδια, παρ’ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούν στις κερκίδες. Ακόμα και οι γυναίκες των ποδοσφαιριστών κινητοποιήθηκαν και η είδηση κυκλοφόρησε γρήγορα σε όλο τον πλανήτη, που λατρεύει τέτοια πικάντικα θέματα: “Οι WAGs της Νταντί φωτογραφίζονται μόνο με τα εσώρουχα τους για ένα ημερολόγιο τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν για τη σωτηρία της ομάδας”. Για την ιστορία, το ημερολόγιο εξαντλήθηκε.
Όσο συγκινητικές κι αν ήταν οι πρωτοβουλίες που αφορούσαν το οικονομικό σκέλος, η ομάδα έπρεπε να αντιδράσει και εντός γηπέδου. Κανένας βέβαια δεν γνώριζε το πως, αφού σε κάθε παιχνίδι τα περισσότερα μέλη της αποστολής ήταν αμούστακα πιτσιρίκια. Πιτσιρίκια που αγαπούσαν και πονούσαν την ομάδα γιατί ήταν και οπαδοί της αλλά καλούνταν να κερδίσουν αντιπάλους που οι παίκτες της πρώτης ομάδας δεν κέρδιζαν προ τιμωρίας. Για να σωθεί αγωνιστικά χρειαζόταν ένα θαύμα και εξ ορισμού τα θαύματα εμφανίζονται με μια μορφή που δεν την περιμένεις. Στην περίπτωση της Νταντί, είχε τη μορφή του Μπάρι Σμιθ.
Ο Μπάρι Σμιθ ήταν τότε 36 ετών, είχε πρόσφατα κρεμάσει τα παπούτσια του και προσπαθούσε να ξεκινήσει μια νέα καριέρα ως προπονητής σε ομάδες U19. Όταν η Νταντί τον κάλεσε να αναλάβει εσπευσμένα το ρόλο του προπονητή η θετική απάντηση του βασιζόταν κυρίως στο συναίσθημα παρά στη λογική. Στο Ντενς Παρκ είχε περάσει πάνω από μια δεκαετία ως παίκτης και είχε δεθεί αρκετά και με τον κόσμο και με την πόλη. Ο ενθουσιασμός και το πάθος του (σε συνδυασμό και με τη διαλλακτική στάση του όσον αφορά την πληρωμή του, αφού δούλευε χωρίς συμβόλαιο) υπερκάλυπταν την έλλειψη πείρας κι αυτό απέδωσε καρπούς εξ αρχής. Εκτός από τη δουλειά του με τους εναπομείναντες παίκτες στο τακτικό και ψυχολογικό σκέλος, ο Σμιθ έδωσε λύσεις και αλλού. Μετά από ενδελεχή μελέτη των κανονισμών κατάφερε να βρει ένα νομικό παραθυράκι σύμφωνα με το οποίο μπορούσε να ‘στρατολογήσει’ νέους παίκτες παρουσιάζοντας τους ως “ποδοσφαιριστές υπό δοκιμή”. Ο μόνος περιορισμός που υπήρχε ήταν πως αυτοί δεν μπορούσαν να αγωνιστούν σε πάνω από τρία παιχνίδια πρωταθλήματος.
Αυτά που ακολούθησαν δεν έχουν ουσιαστικά καμία λογική. Μια ομάδα που υπό ιδανικές συνθήκες στην αρχή της σεζόν κέρδιζε σχεδόν σπάνια, μετατράπηκε σε μια ομάδα που δεν έχανε ποτέ, που έσπασε το ρεκόρ αγώνων της χωρίς ήττα (23) που κρατούσε μισό αιώνα, που έκανε επικές ανατροπές, που έβρισκε το σθένος και κέρδιζε πολλά παιχνίδια στα τελευταία λεπτά όταν η κούραση έκανε την εμφάνιση της στους αντίπαλους. Όλα αυτά παίζοντας με υπηρεσιακό προπονητή, σχεδόν απλήρωτη, χάνοντας κι άλλους παίκτες τον Γενάρη (ανάμεσα τους και τον πρώτο της σκόρερ και καλύτερο της παίκτη ως τότε), με αρκετά πιτσιρίκια και ρεζέρβες στην εντεκάδα και με νεοφερμένους ποδοσφαιριστές που εμφανίζονταν στα αποδυτήρια για πρώτη φορά λίγες μέρες πριν το παιχνίδι ή ακόμα και λίγη ώρα πριν τη σέντρα!
Από τη μέρα που ανακοινώθηκε πως ο σύλλογος έχει σοβαρό πρόβλημα, στα μέσα του Οκτώβρη, η Νταντί ηττήθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο. Και τότε με το ζόρι, εκτός έδρας, με ένα γκολ στο 90′ από τη 2η της βαθμολογίας, Ρέιθ Ρόβερς.
Η Ρέιθ Ρόβερς ήταν αντίπαλος της και όταν έλαβε χώρα ο αναπάντεχος τηλεφωνικός διάλογος που αναφέραμε στον πρόλογο. Ο Κρέγκ Ρόμπερτσον ήταν ένας απλός λογιστής που όδευε στα 31 του. Μέχρι τότε η σχέση του με το ποδόσφαιρο περιοριζόταν στη συμμετοχή του σε μια ερασιτεχνική ομάδα της περιοχής. Η αγάπη του για τη Νταντί όμως βοήθησε στο να φτάσει μια κοινή Δευτέρα του Φλεβάρη να ακούει στο τηλέφωνο ότι αν θέλει μπορεί να φορέσει τη φανέλα της ομάδας του σε επίσημο αγώνα πρωταθλήματος.
Λίγο καιρό πριν ο Ρόμπερτσον είχε προσκαλέσει τη Νταντί σε ένα φιλικό με την ομάδα του, τη Λοτσί, καθώς σκόπευε σύντομα να κρεμάσει τα παπούτσια του. Ο μόνος λόγος που η Νταντί είχε δεχθεί να αντικαταστήσει την προπόνηση της με αυτό το ανούσιο φιλικό ήταν επειδή ο Ρόμπερτσον είχε υποσχεθεί πως όλα τα έσοδα από τα εισιτήρια και τις δωρεές θα πήγαιναν στο ταμείο σωτηρίας της ομάδας και εκείνη την εποχή κάθε κερδισμένη λίρα είχε αξία. Ο προπονητής Μπάρι Σμιθ εντυπωσιάστηκε όμως και από την απόδοση του, κράτησε το όνομα του και όταν η ομάδα ξέμεινε από άλλες επιλογές λόγω τραυματισμών και τιμωριών, δεν δίστασε να καλέσει ακόμα κι αυτόν!
“Όταν μου είπε ο προπονητής μου στη Λοτσί ότι με είχε ζητήσει η Νταντί για να παίξω στο επόμενο παιχνίδι της εννοείται πως δεν το πίστεψα. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είναι αλήθεια μόνο όταν με πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Μπάρι Σμιθ” διηγήθηκε πολλά χρόνια μετά ο σοκαρισμένος Ρόμπερτσον. Η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική και ταυτόχρονα ερασιτεχνική που ο λογιστής-οπαδός κλήθηκε να παίξει βασικός σε εκτός έδρας παιχνίδι με μια από τις καλύτερες ομάδες της κατηγορίας χωρίς καν να έχει κάνει προπόνηση με τους προσωρινούς συμπαίκτες του! “Όταν κατάφερα να συνέλθω από το σοκ, πήρα τηλέφωνο τον μπαμπά μου και τα αδέρφια μου. Όλη η οικογένεια είμαστε φανατικοί οπαδοί της Νταντί. Μετά ζήτησα μια μέρα άδεια από τη δουλειά και όταν εξήγησα το λόγο κανένας δεν σκέφτηκε να μου την αρνηθεί.”
Ο Κρεγκ Ρόμπερτσον με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας
Ο Ρόμπερτσον ταξίδεψε στην έδρα της Ρέιθ Ρόβερτς μαζί με την υπόλοιπη ομάδα, έζησε μια απολύτως σουρεάλ στιγμή στα αποδυτήρια κατά την οποία ο προπονητής της ομάδας που υποστηρίζει από παιδί τον ρώτησε “σε ποια θέση προτιμάει να ξεκινήσει” και έκανε ζέσταμα μπροστά στην κερκίδα των φιλοξενούμενων όπου βρίσκονταν η οικογένεια αλλά και πολλοί φίλοι του. Μια κερκίδα στην οποία κανονικά θα καθόταν κι αυτός μια οποιαδήποτε άλλη αγωνιστική. Στη συνέχεια το άγχος του ότι πρέπει να φανεί αντάξιος της τιμής τον κυρίευσε και όπως λέει ο ίδιος δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από τον αγώνα. “Είναι μια από τις πιο μεγάλες νύχτες τις ζωής μου και θυμάμαι ελάχιστα. Μόνο μερικές πάσες και εκείνη την αίσθηση ότι δεν πρέπει να κάνω κάτι εξεζητημένο για να μην κάνω κάποιο σοβαρό λάθος.” Ακόμα και με έναν άγνωστο ερασιτέχνη στη βασική εντεκάδα ο ποδοσφαιρικός παραλογισμός της Νταντί συνεχίστηκε και η ομάδα έφυγε με ένα σπουδαίο διπλό με 1-2.
Ο Κρεγκ Ρόμπερτσον, που έπαιξε σε δυο ακόμα παιχνίδια όπως του επέτρεπε ο κανονισμός, ήταν ένας από τους 46 ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα της ομάδας εκείνη τη σεζόν. Οι 38 από αυτούς πήραν κανονικά χρόνο συμμετοχής στο πρωτάθλημα, παρ’ότι τα ονόματα των περισσότερων δεν τα ήξεραν ούτε οι πιο πιστοί οπαδοί. Ένας άλλος “υπό δοκιμή παίκτης” που ξεχώρισε είναι ο Νιλ ΜακΚαν.
Σε αντίθεση με τον Ρόμπερτσον, ο ΜακΚαν ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με θητεία στη Ρέιντζερς και τη Σαουθάμπτον. Αλλά αυτά… παλιά. Την περίοδο που τον χρειάστηκε η Νταντί ο Σκωτσέζος εξτρέμ πλησίαζε τα 37, είχε δυο χρόνια που είχε κρεμάσει τα παπούτσια του και δούλευε ως σχολιαστής για το Sky Sports. Για χάρη της ομάδας στην οποία είχε ξεκινήσει την καριέρα του 19 χρόνια πριν άφησε για λίγο το μικρόφωνο και επέστρεψε στον αγωνιστικό χώρο για να γεμίσει το τρύπιο ρόστερ. Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό. Στο πρώτο από τρία παιχνίδια που είχε δικαίωμα συμμετοχής μπήκε αλλαγή στο δεύτερο ημίχρονο με το σκορ στο 0-1, είδε την ομάδα του να ισοφαρίζει στο 84′ και στο 95′ της έδωσε μια χρυσή νίκη με ένα σουτ μέσα από την περιοχή. Ένα γκολ που μέχρι και σήμερα συγκαταλέγεται στα πιο σημαντικά στην ιστορία του συλλόγου.
Κι αν το να κερδίσεις ένα κρίσιμο παιχνίδι πρωταθλήματος με γκολ ενός απροπόνητου παλαίμαχου δεν ακούγεται αρκετά ακραίο, υπάρχει και η ιστορία του Σιν Χίγκινς, του βασικού επιθετικού της ομάδας, που λόγω έλλειψης αντικαταστάτη αναγκάστηκε να παίξει ένα παιχνίδι τραυματίας, με ένα πόδι μελανιασμένο από χτύπημα. “Πολλοί συμπαίκτες μου έπαιζαν έχοντας κατεβάσει αρκετά παυσίπονα πριν γιατί δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους αντικαταστήσουμε. Έτσι κι εγώ είπα στον προπονητή ότι θέλω να παίξω. Τότε με έπιασε ο ΜακΚαν και μου είπε ότι όταν ήταν στη Σαουθάμπτον υπήρχε ένας Μαροκινός εκεί που όταν είχε ενοχλήσεις στο πόδι, για να το προστατεύσει από χτυπήματα έδενε καλά γύρω του μια πολύ λεπτή μπριζόλα. Στην αρχή φυσικά γέλασα αλλά αυτός δεν το έλεγε ως αστείο. Αποφάσισα να το δοκιμάσω στην τελευταία προπόνηση και πράγματι ένιωθα πως το πόδι ήταν καλά προστατευμένο. Έτσι έπαιξα το παιχνίδι με μια μπριζόλα δεμένη στο πόδι!”
Όπως πιθανόν περιμένεις μετά από όλα όσα έχεις διαβάσει ως τώρα, η περιγραφή δεν σταματάει εδώ. Ο Χίγκινς όχι απλά έβγαλε όλο το 90λεπτο αλλά σκόραρε κιόλας στη νίκη με 2-1, βοηθώντας την ομάδα του να επεκτείνει κι άλλο το σερί των αήττητων αγώνων. Για να τιμήσει την ευφάνταστη ιδέα του συμπαίκτη του, πανηγύρισε το γκολ κάνοντας ότι κόβει και τρώει ένα κομμάτι από μια μπριζόλα.
Χάρη σε αυτό το μαγικό σερί των 23 αγώνων δίχως ήττα η Νταντί όχι μόνο υπερκάλυψε τη διαφορά από τους υπόλοιπους που πάλευαν για την παραμονή αλλά σκαρφάλωσε ως τη μέση της βαθμολογίας, τερματίζοντας τελικά στην 6η θέση. “-25 βαθμοί κι όμως δεν ήταν αρκετοί” τραγουδούσαν με περηφάνια σε κάθε ευκαιρία οι φίλαθλοι της. Η αλλόκοτη αυτή κουστωδία του προπονητή Μπάρι Σμιθ κατάφερε να σώσει την ομάδα με ένα τρόπο που ακόμα και σήμερα, μια δεκαετία αργότερα, φαίνεται αδιανόητος. Την ίδια περίοδο οι ηρωικοί οπαδοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα ποσό της τάξης των 250.000 λιρών που επέτρεπε στη διοίκηση να καλύψει τα έξοδα εκείνης της τρελής χρονιάς αλλά και τις άμεσες απαιτήσεις των πιστωτών και να βγει από το καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.
Την επόμενη χρονιά ο Μπάρι Σμιθ, με κανονικό συμβόλαιο και ρόστερ αυτή τη φορά, την οδήγησε στην πολυπόθητη άνοδο. Σύντομα η ομάδα, που φέτος αγωνίζεται πάλι στην Τσάμπιονσιπ της Σκωτίας, θα συμπληρώσει 50 χρόνια χωρίς τίτλο αλλά τουλάχιστον παραμένει ζωντανή. Ένα κοινό σημείο συνάντησης και επαφής χιλιάδων ανθρώπων που μεγάλωσαν αγαπώντας κάτι που τους δίνει ελάχιστες χαρές. Παραμένει ζωντανή χάρη στις θυσίες και τις προσπάθειες των ίδιων, χάρη σε έναν προπονητή που καθόταν πρώτη φορά σε πάγκο επαγγελματικής ομάδας, χάρη σε έναν τηλεσχολιαστή που έβγαλε το κουστούμι της δουλειάς και φόρεσε ξανά σορτσάκι, χάρη σε έναν επιθετικό που έπαιζε με μια μπριζόλα στο πόδι, χάρη σε μερικά παιδάκια των ακαδημιών που έγιναν απότομα άντρες και χάρη σε έναν 31χρονο λογιστή που έζησε για λίγο το όνειρο εκατομμυρίων άλλων οπαδών που δεν θα ακούσουν ποτέ τη φράση: “Θέλεις να παίξεις για την αγαπημένη σου ομάδα;”